Skip to main content

Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία

Τό Ἱστορικό Ὑπόβαθρο (787 μ.Χ.-1014 μ.Χ.)  (Α΄)

  Ἀναστασίου Φιλιππίδη

Οἱ πρωτοποριακὲς μελέτες τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη ἔχουν ἀναδείξει τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀπομάκρυνσης τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία κατὰ τοὺς τρεῖς κρίσιμους αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ λεγόμενο Σχίσμα τοῦ 1054. Ἕνα βασικὸ συμπέρασμά του εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη τομὴ στὴν ἱστορία τῆς Θεολογίας προῆλθε ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Καρλομάγνου καὶ τὴν ἐπέκταση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου στὴν Ἰταλία, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Πάπα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, τοὐλάχιστον ὡς τὸ 1009. Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης παρέμειναν στὴν μεγάλη πλειοψηφία τους Ὀρθόδοξοι καὶ ἀντιστάθηκαν μὲ κάθε μέσο στὴν καταθλιπτικὴ φραγκικὴ πίεση, τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν αἱρετικὲς καινοτομίες στὴ χριστιανικὴ θεολογία. Στὴν παροῦσα μελέτη θὰ ἐξετάσουμε πιὸ ἀναλυτικὰ τὶς ἐξελίξεις στὸν παπικὸ θρόνο κατὰ τὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐμφάνιση τοῦ φραγκικοῦ στρατοῦ στὴ Ρώμη.

Στὴ διάρκεια τοῦ 8ου αἰ. αἰώνα οἱ Φράγκοι κατέκτησαν τὴ Βόρεια Ἰταλία, ὑπέταξαν τὸ κράτος τῶν Λογγοβάρδων καὶ σταδιακὰ κυριάρχησαν καὶ στὴν Κεντρικὴ Ἰταλία, μαζὶ μὲ τὴ Ρώμη. Τὸ 787 ἐπέκτειναν τὶς ἐπιθέσεις στὴ Νότια Ἰταλία, ἀρχικὰ κατὰ τοῦ λογγοβαρδικοῦ δουκάτου τοῦ Μπενεβέντο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ὑποδούλωση ὅλης τῆς Νότιας Ἰταλίας ποὺ ἀνῆκε ἀκόμη στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης. Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, αὐτοκρατορικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὴν Καλαβρία καὶ ἔτσι ἄρχισαν οἱ ἀπ' εὐθείας συγκρούσεις Φράγκων καὶ Ρωμαίων. Τὸ 800 ὁ ἡγεμόνας τους Καρλομάγνος στέφθηκε «Imperator Romanum gubernans Imperium» («αὐτοκράτωρ κυβερνήτης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», καὶ ὄχι «Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων» [1]) ἀπὸ τὸν Πάπα Λέοντα Γ΄ καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ προσπάθεια τῶν Φράγκων νὰ καπηλευτοῦν τὸν Ρωμαϊκὸ τίτλο καὶ νὰ δημιουργήσουν ἕναν ἀντίπαλο πολιτισμό, ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Ρωμαϊκὸ παρελθόν. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χρονικὸ σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ γέννηση τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικά. Ἡ ἐπικράτηση τῶν Φράγκων στὴ Ρώμη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ εἰσαγωγή τοῦ φιλιόκβε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τὸ 1014, καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ρώμης καὶ Ὀρθοδόξων μέχρι σήμερα. Ἡ σύγκρουση Φράγκων καὶ Ρωμαίων ὁδήγησε στὰ ἀμοιβαῖα ἀναθέματα τοῦ 1054 καὶ στὴν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204. Ταυτόχρονα, ὅμως, μὲ τὴν πολιτικὴ σύγκρουση εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἡ θεολογικὴ διαφοροποίηση τῶν Φράγκων ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἡ Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787)

Ἡ ἀφορμή (καί μόνον ἡ ἀφορμή) γιά τή διαφοροποίηση δόθηκε μέ τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 787. Σέ αὐτήν καταδικάστηκε ἡ εἰκονομαχία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε διασπαστεῖ ὅσο ἡ Κωνσταντινούπολη ὑποστήριζε τήν εἰκονομαχία, σέ ἀντίθεση μέ τόν Πάπα πού παρέμενε Ὀρθόδοξος. Δύο ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα συμμετεῖχαν στή Σύνοδο καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά της.

Ὅταν οἱ παπικοί ἐκπρόσωποι ἔφεραν τά Πρακτικά στή Ρώμη, ἕνας τοπικός μεταφραστής ἀνέλαβε νά τά μεταφράσει στά λατινικά. Προφανῶς ἀγνοώντας τήν ἑλληνική γλώσσα, χρησιμοποίησε δίγλωσσο λεξικό καί μετέφερε λέξη πρός λέξη τό ἀρχικό κείμενο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν «μιά συχνά λανθασμένη, κάποιες φορές διφορούμενη καί ἐνίοτε ἀκατάληπτη ἀπόδοση». «Ἕνα συχνό λάθος ἦταν ἡ χωρίς διάκριση χρήση τοῦ adoratio τόσο γιά τήν προσκύνηση ὅσο καί γιά τήν λατρεία» [2]. Ἀμέσως μετά οἱ Φράγκοι «θεολόγοι», συνέταξαν μιά ἀπάντηση, τήν «Capitulare adversus synodum», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἦταν πλέον ἡ ἐποχή πού οἱ Φράγκοι αἰσθάνονταν ἀρκετά ἰσχυροί στρατιωτικά, ὥστε νά προσπαθήσουν νά ἐπιβάλουν τή δική τους θεολογία, καθώς τή δεκαετία τοῦ 780 καί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 790, σημείωναν διαρκεῖς ἐπιτυχίες ἀπέναντι σέ Σάξονες, Ἄβαρους, Σλάβους, Βαυαρούς καί Ἄραβες τῆς Ἱσπανίας.

Ὁ Πάπας Ἀδριανός ἔλαβε τό 792 τήν Capitulare «μέ ἀνησυχητική ἔκπληξη», ὅπως τό θέτει ἡ σημαντικότερη σύγχρονη ἐρευνήτρια τῶν Libri Carolini, Ann Freeman [3]. Ἀσφαλῶς δέν περίμενε τέτοια ἀντίδραση, τή στιγμή πού οἱ ἀντιπρόσωποί του εἶχαν συμμετάσχει στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ ἐπιστολές του εἶχαν καταχωρηθεῖ στά πρακτικά της, καί ὁ Πατριάρχης Ταράσιος εἶχε ἐξάρει, στή διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν προσήλωση τοῦ Ἀδριανοῦ στίς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας [4]. Συνέταξε ἀμέσως μιά ἀπάντηση καί τήν ἔστειλε στόν Καρλομάγνο. Σ’ αὐτήν ἀντέκρουε, σημεῖο πρός σημεῖο, τίς θέσεις τῶν Φράγκων, ἐμμένοντας στίς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σέ πολλά σημεῖα χρησιμοποιοῦσε ἀποδείξεις πού εἶχαν συζητηθεῖ στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 769, στήν ὁποία εἶχαν συμμετάσχει Φράγκοι ἐπίσκοποι, γεγονός τό ὁποῖο ἐπαναλάμβανε συχνά ὁ Πάπας στό κείμενό του. Ὡστόσο, τώρα οἱ Φράγκοι ἐπιδίωκαν νά ἀποκηρύξουν αὐτό πού εἶχαν δεχθεῖ τό 769 [5].

Μεταξύ τῶν φραγκικῶν αἰτιάσεων, ἐντοπίζεται μία πού ἀπέκτησε τεράστια σημασία στούς ἑπόμενους αἰῶνες. Οἱ Φράγκοι κατηγοροῦσαν τόν Πατριάρχη Ταράσιο ὅτι κατά τήν ἐνθρόνισή του δέν δέχθηκε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς (Πρώτης) Συνόδου τῆς Νίκαιας καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα χρησιμοποίησε τή διατύπωση «ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον», ἀντί τῆς ὀρθῆς (γιά τούς Φράγκους) «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον» [6]. Πρόκειται φυσικά γιά τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε τήν ὁποία εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Φράγκοι καί προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ὅπως φαίνεται ἀπό τή σωζόμενη ἀπάντησή του, ὁ Πάπας Ἀδριανός κατέβαλε ἀρκετή προσπάθεια γιά νά ἀποδείξει στούς Φράγκους τό λάθος τους καί βεβαίως ὑπερασπίστηκε πλήρως τήν Ὀρθοδοξία τοῦ Ταρασίου [7].

Ὡς πρός τίς εἰκόνες, ἀφοῦ ἀπέρριπτε ὅλες τίς αἰτιάσεις τους, ὁ Πάπας Ἀδριανός «ἔστελνε στούς Φράγκους τήν ὁδηγία νά παραπέμπουν στόν καταληκτικό Ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, στόν ὁποῖο γινόταν ἡ ἀναγκαία διάκριση ἀνάμεσα στόν τιμητικό χαιρετισμό (honorabilem salutationem) πού ὀφείλεται στίς εἰκόνες καί στήν ἀληθινή λατρεία τῆς πίστης πού ἀνῆκε μόνον στόν Θεό» [8]. Ἐπρόκειτο γιά μιά λεπτομερειακή καί σαφέστατη ἀντίκρουση τῆς φραγκικῆς αὐθαιρεσίας.

Τό φθινόπωρο τοῦ 793 ἔφτασε στήν αὐλή τοῦ Καρλομάγνου μιά παπική πρεσβεία φέρνοντας λαμπρά δῶρα. Εἶναι πολύ πιθανό ὅτι ἡ πρεσβεία μετέφερε καί τήν ἀπάντηση τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ, ὅπως πιστεύει ἡ Ann Freeman. Ἡ ἀπάντηση δέν ἄφηνε περιθώρια παρερμηνείας: Οἱ Φράγκοι διαπίστωσαν ὅτι «ὁ πάπας ἦταν ἕτοιμος νά ἀποδεχθεῖ ὡς ὀρθόδοξες τίς πιό σοκαριστικές δηλώσεις πού ἔγιναν στή 2η [Σύνοδο στή] Νίκαια ἀψηφώντας τίς Φραγκικές ἀντιρρήσεις» [9].

Τά Libri Carolini καί ἡ σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης (794)

Ὁ Καρλομάγνος ὅμως εἶχε ἤδη πάρει τίς ἀποφάσεις του. Ἀντί νά δεχτεῖ τίς ἐπεξηγήσεις τοῦ Πάπα, ἀνέθεσε στούς συμβούλους του νά συνθέσουν μιά νέα θεολογία. Ἔτσι προέκυψαν τά Libri Carolini (σωστότερα: «Opus Caroli Regis contra synodum», ὅπως ἔχουν καθιερωθεῖ στήν πρόσφατη βιβλιογραφία) τά ὁποῖα ἐκφράζουν τίς φραγκικές θεολογικές θέσεις σέ ἀντίθεση μέ αὐτές τῶν Ὀρθοδόξων σέ Ρώμη καί Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ Leslie Brubaker, κορυφαία ἐρευνήτρια τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας, «ἐπρόκειτο γιά μιά ἀνεξάρτητη καί αὐτόνομη Φραγκική θεολογική θέση» [10]. Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί διαπιστώνουν ὅτι αὐτό συνέβη παρότι αὐτοί πού ἀνέλαβαν νά ἀπαντήσουν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, «δέν κατανοοῦσαν πλήρως τή λεπτή ἀνατολική θεολογία τῶν εἰκόνων», καί, εἰδικότερα, δέν κατανοοῦσαν «τό δόγμα γιά τήν ἱεραρχική σχέση ἀνάμεσα στήν εἰκόνα καί στό πρωτότυπό της» [11].

Ἡ ἐπιθετικότητα τῶν Φράγκων εἶναι ἐμφανής ἤδη ἀπό τόν τίτλο τῶν Libri Carolini: «Ἔργο τοῦ βασιλέως Καρόλου κατά τῆς Συνόδου ἡ ὁποία εἰς τά μέρη τῆς Γραικίας ἀποφάσισε ὑπέρ τῆς λατρείας τῶν εἰκόνων παράλογα καί ἀλαζονικά». (“Opus Caroli regis contra synodum quae in partibus Graetiae pro adorandis imaginibus stolide sive arroganter gesta est”) [12]. Στόν Πρόλογο τῶν Libri Carolini, ὁ Καρλομάγνος τονίζει τήν ὑποχρέωσή του νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἐκκλησία «ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν ἀνόητων συνόδων καί αὐτοκρατόρων πού ἰσχυρίζονται βλασφήμως ὅτι βασιλεύουν κατά Θεόν» [13]. Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Ρωμανίδης, ἐδῶ ἔχουμε τήν περίπτωση «μιᾶς νεόκοπης ὁμάδας Γερμανικῶν φυλῶν πού ἄρχισαν νά διδάσκουν στούς Ρωμαίους πρίν καλά-καλά μορφωθοῦν οἱ ἴδιοι» [14]. Στό ἴδιο συμπέρασμα ἔχουν καταλήξει καί ξένοι σύγχρονοι ἱστορικοί, ὅπως ἡ Chudzikowska, πού ἀνέλυσαν διεξοδικά τά Libri Carolini. «Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν Libri Carolini δέν γνώριζαν καθόλου τή διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἑλληνικῆς [sic] Ἐκκλησίας. Δέν ἀναφέρθηκαν οὔτε μιά φορά σέ πρωτότυπες πηγές» [15]. Ἡ ἄγνοια τῶν Φράγκων ἔφτανε στό σημεῖο ὥστε στά Libri Carolini νά ἀρνοῦνται νά σχολιάσουν ἐπιχειρήματα πού βασίζονται στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδή «ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἄγνωστες σέ ἐμᾶς» [16].

 Διάφοροι ἐρευνητές σημειώνουν ὡς παράδοξο ὅτι τά «Libri Carolini υἱοθέτησαν μιά πολύ σκεπτικιστική στάση ἀπέναντι στίς θρησκευτικές εἰκόνες ἡ ὁποία φαινόταν νά ἀγνοεῖ τό γεγονός τῆς ὕπαρξης Φραγκικῆς θρησκευτικῆς τέχνης ἐπί αἰῶνες» [17]. Τό παράδοξο ἐξηγεῖται ἄν συμφωνήσουμε μέ τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη ὅτι οἱ Φράγκοι ἐπέλεξαν πρῶτα τήν ἀντιπαράθεση σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί στή συνέχεια προσπαθοῦσαν νά διακοσμήσουν τά σχέδιά τους μέ δῆθεν θρησκευτικές διαφορές.

Ἀμέσως μετά, τό 794 ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε στή Φραγκφούρτη μιά μεγάλη σύνοδο Φράγκων ἐπισκόπων στήν ὁποία παρουσιάστηκαν τά Libri Carolini καί ἐπισημοποιήθηκαν οἱ θεολογικές αὐθαιρεσίες τῆς αὐλῆς του. Σ’ αὐτή τή σύνοδο ἀποδοκιμάστηκε ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων ὡς μή χριστιανική, ἀπορρίφθηκε ὁ τίτλος «οἰκουμενική» γιά τή Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 καί εἰσήχθη τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως [18]. Τό ὅτι οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιλέξει τήν πάσῃ θυσίᾳ ἀντιπαράθεση τεκμαίρεται καί ἀπό τό ὅτι δέν ἐνδιαφέρθηκαν ποτέ νά συμβουλευτοῦν τά πρωτότυπα Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στά ἑλληνικά, ὥστε νά διαλευκάνουν κάθε ἀμφιβολία γιά τούς ὅρους «προσκύνηση» καί «λατρεία». Τεκμαίρεται ἐπίσης ἀπό τή διαπίστωση σύγχρονων ἐρευνητῶν ὅτι τά Libri Carolini εἶναι σταθερά ἀντίθετα ὄχι μόνο μέ τή λατρεία, ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων [19].

Εἰδικότερα γιά τίς εἰκόνες, στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης οἱ Φράγκοι ἀναφέρουν: «Σέ αὐτή τή Σύνοδο [τῆς Νίκαιας [20]] γράφηκε ὅτι ἀναθεματίστηκαν ὅσοι δέν ἀποδίδουν στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων τήν ἴδια προσκύνηση καί λατρεία πού ἀποδίδεται στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι Πατέρες μας ἀπολύτως ἀρνοῦνταν μιά τέτοια λατρεία καί προσκύνηση, τήν ἀπεχθάνονταν καί τήν καταδίκασαν ὁμοφώνως» [21]. Στήν πραγματικότητα, τέτοιος ἀναθεματισμός δέν ὑπῆρξε στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Πιθανότατα, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Ann Freeman, οἱ Φράγκοι χρησιμοποίησαν μιά δήλωση ἑνός ἀπό τούς Πατέρες τῆς Συνόδου, τοῦ Κωνσταντίνου ἀπό τήν Κύπρο, ἡ ὁποία ἰσχυριζόταν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο: ὅτι ἡ λατρεία πρέπει νά ἀποδίδεται μόνον στήν Ἁγία Τριάδα [22]. Καταδίκασαν, λοιπόν, κάτι τό ὁποῖο δέν εἶχε ἰσχυριστεῖ κανείς!

Ὡς πρός τό φιλιόκβε, ὁ Πάπας Λέων Γ΄ πού ἀνέβηκε στόν θρόνο τό 795 δέν δέχθηκε ποτέ τήν εἰσαγωγή του καί μάλιστα διέταξε τούς Φράγκους νά σταματήσουν νά τό ἀπαγγέλλουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως [23]. Ἀκόμη, φρόντισε νά ἀναρτήσει μιά ἀσημένια πλάκα στόν ναό τοῦ Ἁγ. Πέτρου μέ τό ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως στά ἑλληνικά καί στά λατινικά. Ἀπτόητοι, οἱ Φράγκοι προχώρησαν τό 809 στήν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ φιλιόκβε στή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μιά ἀντιπροσωπεία στή Ρώμη ὑπό τό μοναχό Σμάραγδο γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα. Στά πρακτικά τῆς συνάντησης, πού διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά [24].

Ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824)

Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι Πάπες συνέχισαν νά διατηροῦν τήν ἀνεξαρτησία τους ἀπέναντι στούς Φράγκους ἡγεμόνες, ὅσο ἦταν ἐφικτό. Μετά τόν Λέοντα, ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824) ἀρνήθηκε τήν ὑποταγή στόν γιό τοῦ Καρλομάγνου Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ, ὅταν ὁ τελευταῖος προσπάθησε νά ἀναμιχθεῖ σέ ἔρευνα γιά τό φόνο δύο ἐπιφανῶν ἀξιωματούχων πού ὑποστήριζαν τούς Φράγκους στήν Παπική αὐλή στή Ρώμη. Ὁ Πασχάλης ἀλληλογραφοῦσε ἐπίσης μέ τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ὁ ὁποῖος τόν παρότρυνε νά συνεχίσει νά ἀντιτίθεται στήν εἰκονομαχία – συνεπῶς καί στούς Φράγκους πού εἶχαν ἀπορρίψει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο [25].

Ὁ Πάπας Πασχάλης ἀντιτάχθηκε στόν Φράγκο βασιλιά καί σέ ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε πάγια πολιτική τοῦ Φράγκου ἡγεμόνα ἀπό τή δεκαετία τοῦ 760, τήν ἱεραποστολή στούς εἰδωλολατρικούς λαούς τοῦ Βορρᾶ. Τό 823 ὁ Λουδοβίκος ὁ Εὐσεβής ἀποφάσισε νά ἐκχριστιανίσει τούς Δανούς, μέ σκοπό νά ἐπεκτείνει τή φραγκική σφαίρα ἐπιρροῆς, ὅπως ὁ πατέρας του εἶχε ἐκχριστιανίσει τούς Σάξονες. Ὁ Πάπας Πασχάλης ἐξέδωσε χρυσόβουλο στό ὁποῖο δέν ἀνέφερε καθόλου τόν Λουδοβίκο, καί στό ὁποῖο ἔδινε τήν ἄδεια γιά τήν ἱεραποστολή βασισμένος στήν ἐξουσία τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἐπρόκειτο γιά μιά ἐπίδειξη δύναμης ἐκ μέρους τοῦ Πάπα, ἀπέναντι στόν Φράγκο βασιλιά [26].

(συνεχίζεται)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Βλ. Christoph Mauntel, “Beyond Rome. The Polyvalent Usage and Levels of Meaning of Imperator and Imperium in Medieval Europe” στο Mauntel, “Renovatio, inventio, absentia imperii. From the Roman Empire to contemporary imperialism”, 2018, σελ.69. Ὁ τίτλος «Αὐτοκράτορας Ρωμαίων» (Imperator Romanorum) ἀναφέρεται σέ ὁρισμένα ἔγγραφα τά ὁποῖα ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν πλαστά. Βλ. Athina Kolia-Dermitzaki, «Byzantium and the West – the West and Byzantium (Ninth-Twelfth Centuries)» στό T. Kolias-K. Pitsakis (ed.), «Aureus. Volume dedicated to professor Evangelos K. Chrysos», Athens 2014, σελ. 361.
  2. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
  3. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
  4. Mansi 12. 999, 12. 1055-71, 12. 1077-84, 12. 1086B. Πρβλ. Judith Herrin “The Formation of Christendom”, Princeton University Press, 1989, σ. 419.
  5. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Sec- ond Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
  6. Mansi 760.
  7. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδριανοῦ στό συγκεκριμένο σημεῖο καταλαμβάνει 4 σελίδες στήν ἔκδοση τοῦ Mansi. Βλ. Mansi 13.760-763.
  8. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
  9. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
  10. Leslie Brubaker, “Representation 800: Arab, Byzantine, Carolingian”, Transactions of the Royal Historical Society, Sixth Series, Vol. 19, 2009,), σελ. 49.
  11. Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Narojczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ.5.
  12. Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
  13. David Ganz, “Theology and the organisation of thought”, chapter 28 στήν The New Cambridge Medieval History, Volume ii 700—c. 900, edited by Rosamond McKitterick, Cambridge University Press, 1995, σελ.774.
  14. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «The Filioque», Κληρονομία, 7, Β΄, Ἰούλιος 1975, σ.
  15. Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Naro- jczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ. 16.
  16. Ann Freeman, “Theodulf of Orleans and the Libri Carolini”, Speculum, 1957, σελ. 664.
  17. Michael Moore, «The Ancient Fathers: Christian Antiquity, Patristics and Frankish Canon Law», Millennium 7/2010, De Gruyter, Berlin/New York, σελ. 335.
  18. Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, Princeton University Press,1989, σ. 436-440.
  19. Huw Foden, “What is adoration? Contesting meaning in the margins of the Opus Caroli regis contra synodum (c.790–4)”, Early Medieval Europe, 2024, 32 (3), σελ.389.
  20. Γιά τήν ἀκρίβεια, οἱ Φράγκοι τήν ὀνομάζουν λανθασμένα «τῆς Κωνσταντινούπολης». Βλ. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
  21. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.66-67. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
  22.  Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.93.
  23. Tia Kolbaba, “Latin and Greek Christians”, στό The Cambridge History of Christianity - Early Medieval Christianities, 600 – c.1100, vol. 3, 2008, σελ. 219.
  24. Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, 1989, σ. 463-464. Πρβλ. καί Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σ. 292-293.
  25. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 436.
  26. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 440.
  • Προβολές: 93