Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἀγριότητα τῆς πίστης τοῦ πράου αὐτοκράτορα
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἕνα σημεῖο ἀπό τό Συναξάριο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς μᾶς ὁδήγησε νά δοῦμε λίγο ἐκτενέστερα τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου, τοῦ ἐπικαλουμένου Εὐσεβοῦς, καί μάλιστα παράλληλα πρός τόν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Αὐτό πού ἐν τέλει θά ἐπισημάνουμε, σχολιάζοντας τό σημεῖο στό ὁποῖο «συναντιοῦνται» οἱ βίοι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καί τοῦ Ἀντωνίνου, εἶναι ἡ ἐπίδραση πού ἔχει ἡ πίστη στό ἦθος καί στήν ὅλη ἐπίκτητη συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου, πιό συγκεκριμένα, πῶς ὁ θεός ἤ οἱ θεοί στούς ὁποίους πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι, καί ἡ σχετική μέ αὐτούς θεολογία, ἡμερεύουν, «ἐξημερώνουν» ἤ σκληρύνουν καί κάνουν ἀνθρωπόμορφα θηρία τούς ἀνθρώπους.
Τά σχετικά μέ τόν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς παίρνουμε ἀπό τόν Συναξαριστή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη. Στοιχεῖα γιά τόν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο τόν Εὐσεβῆ παίρνουμε ἀπό τήν Βικιπαίδεια καί ἀπό ἕνα ἄρθρο τοῦ Ἀμερικανοῦ ἀρθρογράφου καί συγγραφέα Μὰρκ Χάϊντεν, πού ἔχει τίτλο: «Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβής: Ὁ σπουδαιότερος Ρωμαῖος αὐτοκράτορας ποὺ δὲν ξέρατε» (https://liberal.gr). Ὁ Μὰρκ Χάϊντεν ἔχει ἀσχοληθῆ ἐπί πολλά ἔτη μέ τὴν ἀρχαία Ρώμη, γιά τήν ὁποία ἔχει γράψει ἄρθρα καί βιβλία γιὰ διάφορες πτυχὲς τῆς ἱστορίας της.
Στόν Συναξαριστή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου διαβάζουμε γιά τήν ἁγία Παρασκευή: «Αὕτη ἡ ἁγία ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀντωνίνου, ἐν ἔτει ρμ΄ (140), καταγομένη μέν ἀπό ἕν χωρίον τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, θυγάτηρ δέ οὖσα γονέων χριστιανῶν καλουμένων Ἀγάθωνος καί Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου ἐπιμελῶς ἐφύλαττον». Ἦταν ἄτεκνοι. Μέ προσευχή ἀπέκτησαν «παιδίον θηλυκόν», τό ὁποῖο ὀνόμασαν στό Βάπτισμα Παρασκευή, γιατί γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή. Ἡ μητέρα της τήν δίδασκε καί τήν νουθετοῦσε καί ἀφοῦ ἔμαθε «τά ἱερά γράμματα, πάντοτε ἀναγίνωσκε τάς θείας Γραφάς, καί σχολάζουσα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, κατεγίνετο εἰς τήν ἁγίαν προσευχήν».
Ὁ Μὰρκ Χάϊντεν μᾶς πληροφορεῖ: «Ὁ Ἀντωνίνος γεννήθηκε τὸ 86 μ.Χ. σὲ μιὰ ἰσχυρὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια. Σὲ νεαρὴ ἡλικία σημείωσε μιὰ ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία στὴ δημόσια διοίκηση. Ὅταν ὅμως ἡ ὑγεία τοῦ τότε αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ ἄρχισε νὰ ἐπιδεινώνεται, ἐκεῖνος ὀνόμασε τὸν Ἀντωνίνο διάδοχό του, μολονότι ὁ Ἀντωνίνος μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤθελε τὴν τιμὴ αὐτή... Λίγο μετὰ ὁ Ἀδριανὸς πέθανε, καὶ ὁ Ἀντωνίνος ἔγινε αὐτοκράτωρ. Ὅταν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του, εἶπε στὴ γυναίκα του, “Τώρα ποὺ κερδίσαμε μιὰ αὐτοκρατορία, χάσαμε ἀκόμη καὶ ὅσα εἴχαμε πρίν”. Αὐτὲς οἱ λέξεις καταδεικνύουν ὅτι ὁ Ἀντωνίνος κατανοοῦσε πὼς, ἂν κυβερνοῦσε δίκαια, τὸ ἀξίωμα τοῦ αὐτοκράτορα θὰ συνιστοῦσε μιὰ μεγάλη θυσία καὶ ὄχι δῶρο τῆς τύχης».
Ἡ Βικιπαίδεια μᾶς πληροφορεῖ: «[Ὁ Ἀντωνίνος] καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια. Ξεχώριζε γιὰ τὴν ὡραιότητά του, τὴν εὐγένεια, τὴ φιλοπονία, τὴ μόρφωση καὶ τὴν τιμιότητα». «Διαδέχτηκε τὸν Ἀδριανὸ τὸ 138, ἀφοῦ διῆλθε ἀπὸ ὅλη τὴν κλίμακα τῆς ρωμαϊκῆς ἱεραρχίας καὶ υἱοθετήθηκε ἀπὸ αὐτόν». Σχετικά μέ τίς ἐξηγήσεις πού δίνονται γιὰ τὸ προσωνύμιο τοῦ Ἀντωνίνου «Εὐσεβής» («Pius»), γράφει: «Οἱ ἐπικρατέστερες εἶναι ὅτι τοῦ ἀπονεμήθηκε ἀπὸ τὴν Σύγκλητο εἴτε ἐπειδὴ τὴν ἔπεισε νὰ θεοποιήσει τὸν προκάτοχό του Ἀδριανὸ καὶ τίμησε ποικιλοτρόπως τὴν μνήμη του, εἴτε ἐπειδὴ ἦταν πρᾶος καὶ δὲν ἔβλαψε κανένα»
Ὁ Μὰρκ Χάϊντεν γράφει: «[Ὁ Ἀντωνίνος] ἐνῷ ἀποδέχθηκε κάποιες τιμές, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ παρωνύμιο Εὐσεβής, ἀπέρριψε κάποιες ἄλλες. Γιὰ παράδειγμα, ἡ Σύγκλητος καὶ ὁ ρωμαϊκὸς λαὸς λάτρευαν τὸν Ἀντωνίνο τόσο πολὺ ποὺ τοῦ πρότειναν νὰ ἀλλάξουν τὸ ὄνομα τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου πρὸς τιμήν του. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπέρριψε ἀμέσως τὴν τιμή». Στό Συναξάριο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς διαβάζουμε: Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας αὐτή «διεμοίρασεν ὅλα τά ὑπάρχοντά της εἰς τούς πτωχούς, αὐτή δέ κουρευθεῖσα καί ἐνδυθεῖσα τό σχῆμα τῶν καλογραιῶν, ἐξῆλθεν εἰς τόν κόσμον κηρύττουσα τό ὄνομα Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ ἡμῶν Θεοῦ· ὅθεν καί πολλούς Ἕλληνας (εἰδωλολάτρας) ἔφερεν εἰς θεογνωσίαν».
Ὁ Μὰρκ Χάϊντεν γράφει: «Ὁ Ἀντωνίνος ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ σὲ ἄλλα πεδία. Συνειδητὰ προστάτευε τὸ δημόσιο ταμεῖο ἐνῷ ταυτόχρονα μείωσε τὶς δημεύσεις καὶ τὸ φορολογικὸ βάρος τῶν ὑπηκόων του. Σὲ περισσότερες τῆς μίας περιστάσεις, ἐπέλεξε νὰ δαπανήσει προσωπική του περιουσία γιὰ νὰ στηρίξει τὴν αὐτοκρατορία. Γιὰ παράδειγμα, συνεισέφερε χρήματα γιὰ τὴν ἐπισκευὴ τῶν κατασκευαστικῶν σχεδίων τοῦ Ἀδριανοῦ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς λιμοῦ, προσέφερε δωρεὰν κρασί, λάδι καὶ στάρι στοὺς Ρωμαίους μὲ δικά του ἔξοδα..., ὁ Ἀντωνίνος φαίνεται πὼς ὄντως νοιαζόταν γιὰ τοὺς ὑπηκόους καὶ τὸ κράτος του».
Ἀποδείχθηκε ἐπιεικὴς, εὐσυνείδητος καί φιλάνθρωπος ἡγεμών. Ἡ Βικιπαίδεια γράφει: «Στὶς ἀρχὲς τῆς βασιλείας του κατέθεσε τὴν τεράστια ἀτομική του περιουσία στὸ δημόσιο ταμεῖο. Διέγραψε φόρους, ἔκανε δωρεὲς σὲ πολίτες, μοίραζε ἄρτο καὶ διοργάνωνε θεάματα, ἀλλὰ παρ' ὅλα αὐτὰ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ κράτους ἦταν ἀνθηρότατα κατὰ τὸν θάνατό του». Ὁ Μὰρκ Χάϊντεν, ἐπίσης, σημειώνει: «ὁ βιογράφος του Ἀντωνίνου, Ἰούλιος Καπιτωλίνος, ἀναφέρει λαμπρά: “Ὁ Ἀντωνίνος ἦταν σχεδὸν ὁ μόνος αὐτοκράτωρ ποὺ ἔζησε χωρὶς νὰ κηλιδωθεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν πολιτῶν ἢ τῶν ἀντιπάλων του ὅσο κυβερνοῦσε”».
Ἄς ἔλθουμε τώρα στήν συνάντηση τοῦ Ἀντωνίνου τοῦ Εὐσεβοῦς μέ τήν ἁγία Παρασκευή. Σύμφωνα μέ τό Συναξάριο τῆς Ἁγίας κάποιοι Ἑβραῖοι τήν διέβαλαν στόν Ἀντωνίνο λέγοντας ὅτι μία γυναίκα πού ὀνομάζεται Παρασκευή «κηρύττει Ἰησοῦν τόν υἱόν τῆς Μαρίας, τόν ὁποῖον ἐσταύρωσαν οἱ προπάτορές μας». Καί ὁ ἐπιεικής, ὁ ἀκηλίδωτος ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν πολιτῶν ἢ τῶν ἀντιπάλων του αὐτοκράτορας ἔκανε ὅ,τι καί οἱ ὅμοιοι μέ αὐτόν διῶκτες τῶν Χριστιανῶν. Πρόσταξε νά ἔλθη μπροστά του ἡ ἁγία Παρασκευή· «βλέπων δέ αὐτήν, ἔμεινεν ἔκθαμβος καί ἐκστατικός, διά τήν φρόνησιν καί εὐμορφίαν της». Τῆς ὑποσχέθηκε πολλά χαρίσματα καί ἀγαθά ἄν θυσίαζε στούς θεούς, εἰδάλλως θά τήν παρέδιδε σέ σκληρά βασανιστήρια. Πράγμα πού ἔγινε. Ἡ Ἁγία μέ ἀνδρεῖο λογισμό τοῦ εἶπε: «μή γένοιτό ποτε εἰς ἐμέ νά ἀρνηθῶ τό ὄνομα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μου». Καί ὁ πράος, φιλάνθρωπος καί ἐπιεικής Βασιλιάς «ἀνάψας ἀπό θυμόν, ἐπρόσταξε νά πυρώσωσι μίαν περικεφαλαίαν σιδηρᾶν καί νά βάλωσιν αὐτήν εἰς τήν κεφαλήν τῆς Ἁγίας». Ἔγινε τό πρόσταγμά του, ἀλλά ἡ Ἁγία ἔμεινε ἀβλαβής. Κατόπιν πρόσταξε νά καύσουν δυνατά ἕνα λέβητα γεμάτο ἀπό λάδι καί πίσσα καί νά βάλουν τήν Ἁγία μέσα. Ἔγινε κι αὐτό, ἀλλά ἡ Ἁγία μέσα στόν λέβητα «ἐφαίνετο δροσιζομένη». Βλέποντας αὐτό ὁ Ἀντωνίνος λέει στήν Ἁγία: ράντισέ με ἀπό τό λάδι καί τήν πίσσα γιά νά γνωρίσω ἄν καῖνε. Ἡ Ἁγία γέμισε τά χέρια της καί τόν ράντισε στό πρόσωπο καί ὁ Ἀντωνίνος τυφλώθηκε καί φώναζε μέ μεγάλη φωνή: «ἐλέησόν με δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί θά πιστεύσω στόν Θεό πού κηρύττεις». Μέ τήν ὁμολογία του αὐτή ἔλαβε ἀμέσως τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Πίστευσε στόν Χριστό αὐτός καί οἱ σωματοφύλακές του, «οἵτινες καί ἔλαβον τό ἅγιον βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Δέν εἶναι σαφές ἀπό τό Συναξάριο ἄν ἔλαβε τό Βάπτισμα μαζί μέ τούς σωματοφύλακες καί ὁ Ἀντωνίνος, σέ ἄλλα κείμενα λέγεται ὅτι βαπτίσθηκε, πάντως ἄφησε στήν περιοχή τῆς δικαιοδοσίας του ἐλεύθερο τόν Χριστιανισμό. Τί ἔκανε αὐτόν τόν δίκαιο, φιλάνθρωπο, ἐπιεικῆ καί πράο αὐτοκράτορα νά διατάσση τέτοια σκληρά βασανιστήρια σέ μιά γυναίκα, ἀπέναντι στήν ὁποία λίγο πρίν «ἔμεινεν ἔκθαμβος καί ἐκστατικός, διά τήν φρόνησιν καί εὐμορφίαν της»; Ἦταν ἡ δεισιδαιμονική πίστη στά εἴδωλα. Ἡ ψευδής θεολογία, ἡ γεμάτη ἀπό ἐμπαθεῖς φανταστικές εἰκόνες.
Ὁ Θεόφιλος ὁ Ἀντιοχέας, στήν πρός Αὐτόλυκον ἐπιστολή του γράφει: Θά μοῦ πεῖς: «“Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου”, κἀγώ σοι εἴποιμι ἄν• “Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου κἀγώ σοι δείξω τὸν θεόν μου.”». Δεῖξε μου «βλέποντας τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου, καὶ τὰ ὦτα τῆς καρδίας σου ἀκούοντα». Ὁ ἄνθρωπος τῆς ὀρθῆς πίστης, τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας μεριμνᾶ νά ἔχη ἐνεργούς τούς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς καί τὰ ὦτα τῆς καρδιᾶς του. Δέν αἰχμαλωτίζεται ἀπό φανταστικές μυθολογικές θεολογίες πού ἐξαγριώνουν τό ἦθος του. Θέλει ἁπτή, ἐμπειρική σχέση μέ τόν Θεό τῆς «ὑπέρ νοῦν εἰρήνης». Γι’ αὐτό κατά τήν συμβουλή τοῦ Θεοφίλου τοῦ Ἀντιοχέα: «Ὥσπερ ἔσοπτρον ἐστιλβωμένον, οὕτως δεῖ τὸν ἄνθρωπον ἔχειν καθαρὰν ψυχήν». Σκοτίζουν τήν ψυχή οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀσέβειες. Γι’ αὐτό στόν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς του γράφει: «οὕτως καὶ σοί, ὦ ἄνθρωπε, ἐπισκοτοῦσιν [τήν ψυχή σου] αἱ ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν Θεόν».
Ἡ ὀρθἠ πίστη, ἡ θεολογία της καί ἡ ἀσκητική της ἐξημερώνουν τόν ἐξαγριωμένο ἀπό τά πάθη ἄνθρωπο, διασώζουν τήν φύση του, ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός, κάνουν τήν ψυχή του «ἔσοπτρον ἐστιλβωμένον» καί τόν ἀνεβάζουν –«κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»– στό ὑπέρ φύσιν, στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό.
- Προβολές: 40