Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση
Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου στό ὄγδοο θεολογικό Συνέδριο τῆς Π.Ε.Θ.
Θά ἀρχίσω μέ τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων γιά τήν τιμητική πρόσκληση νά ὁμιλήσω στήν ἐκλεκτή αὐτή συνάθροιση, ὅπου ὑπάρχει ὅλο το θεολογικό δυναμικό της κατά Ἑλλάδα Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ θέμα τήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα μέ τίτλο “ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση”. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο μελετοῦμε καί ἐρευνοῦμε, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες, ἀλλά μία πραγματικότητα τήν ὁποία ζοῦμε ἤ τουλάχιστον ἀγωνιζόμαστε νά ζήσουμε. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει διάφορες διακονίες μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν θέση τοῦ μπορεῖ νά γνωρίζη μερικές ἀκτίνες τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τό θέμα, βέβαια, εἶναι μεγάλο καί δέν μπορεῖ νά περικλεισθῆ στόν περιοριστικό χρόνο τῶν εἴκοσι λεπτῶν, ἀλλά θά προσπαθήσω νά εἶμαι ὅσο τό δυνατόν τηλεγραφικός, δηλαδή θά ὁμιλήσω σάν νά ἀναγινώσκω τά ἐπιλεγόμενα μιᾶς μεγάλης μελέτης γιά τήν Ἐκκλησία ὡς καινῆς κτίσης. Θά προσπαθήσω νά μή ὁμιλήσω στοχαστικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά, γιατί πιστεύω ὅτι τό μεγαλύτερο χάρισμα πού μπορεῖ νά ἔχουμε σήμερα εἶναι τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Δέν μᾶς σώζουν τά λεγόμενα φυσικά χαρίσματα, ἀλλά τά λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, οἱ δωρεές τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Φυσική ἀγάπη μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ ἄθεοι, ὅμως τό πρόβλημα εἶναι πῶς ἡ λεγομένη φυσική ἀγάπη μετατρέπεται σέ χάρισμα, σέ πνευματική ἀγάπη. Οἱ ἀρετές εἶναι ἀνθρωποκεντρικές ἐπιδόσεις, ἐνῶ τά χαρίσματα εἶναι δωρεά τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: “ἄλλο ἀρετή καί ἕτερον χάρισμα. Αἱ μέν ἀρεταί ἐξ ἡμετέρας κατορθοῦνται σπουδῆς καί ἐξ οἰκείων πόνων συνάγονται, τά δέ πνευματικά χαρίσματα δῶρα εἰσιν ἐκ Θεοῦ τοῖς ἀγωνιζομένοις διδόμενα”.
1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ
Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι καρπός ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ “ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους...” (Ἅ’ Κορ. Ἰβ’, 27). Μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, βέβαια, τά μυστήρια δέν πρέπει νά θεωροῦνται ὡς μαγικές τελετές καί μηχανικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά ὡς πνευματικοί κρουνοί διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος γεύεται τῆς θείας Χάριτος καί ἀποκτᾶ ἑνότητα μέ τόν Χριστό. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλά ταυτοχρόνως καί κοινωνία θεώσεως.
Μιλώντας γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ τό ἐννοοῦμε μέ τρεῖς βασικές σημασίες. Πρώτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Θεοτόκο, μέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τό ὁποῖο θέωσε. Δεύτερον, ὅτι εἶναι τό σῶμα, τό ὁποῖο προσφέρεται κατά τήν θεία Εὐχαριστία, δηλαδή εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος. Ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα βρίσκεται Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Καί τρίτον εἶναι καί οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι κατά διαφόρους βαθμούς ἀποτελοῦν τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἐνσωμάτωσή τους σέ αὐτό. Ὑπάρχει δέ μιά θαυμάσια ἑνότητα μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων, ἅς μου ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, καί τῶν ἁγίων πού προσελήφθησαν ἀπό τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τά ἔνδοξα μέλη Του. Ὁπότε ἡ κοινωνία θεώσεως εἶναι συγκεκριμένη. Τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς φαίνεται σέ πολλά σημεῖα, θά ἤθελα ὅμως νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ δύο θαυμαστά γεγονότα, ἤτοι τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, καί τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.
Κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τήν φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Τό ἄκτιστο φῶς δέν ἦταν μιά κτιστῆ ἐνέργεια, οὔτε μιά κεκρυμμένη φύση τοῦ Χριστοῦ, κάτι διαφορετικό ἀπό τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἦταν αὐτή ἡ δόξα-ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως. Αὐτή ἡ δόξα λάμπρυνε καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ εἶναι φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνουμε τήν διάκριση ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅλος ὁ κτιστός χῶρος, πού ὅμως ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζει αὐτήν τήν οὐσιοποιό, ζωοποιό καί σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μετέχει τῆς οὐσιοποιοῦ καί ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στό ὅρος Θαβώρ κατά τήν διάρκεια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, στόν Ὁποῖον ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ταυτόχρονα ἀσχηματίστως εἶναι παρόντες ὁ Πατήρ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης παροῦσα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μέ τίς δύο μορφές της, τήν στρατευομένη καί τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Οἱ δύο Προφῆτες, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, ἦταν ἀπό τήν βιολογική τους ζωή θεοπτες, ἄρα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἦταν ἀκόμη σῶμα. Οἱ τρεῖς Μαθητές μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοπτίας, ἀλλά ἐπειδή δέν ἦταν ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία. Πάντως, στήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐκείνη τήν στιγμή ἀνετράπησαν ὅλα τα δεδομένα, ἔπεσαν οἱ Μαθητές πρηνεῖς στήν γῆ, καί αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως κινεῖται πέρα ἀπό τίς δυνατότητες καί τίς ἐνέργειες τοῦ λογικοῦ. Ἐπίσης, στήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ παρόντες ἦταν καί οἱ νοητοί ἄγγελοι, καθώς ἐπίσης μεταμορφώθηκε καί ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ἔτσι, ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως δείχνει ἀκριβῶς τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη διαφορά, γιατί οἱ μαθηταί μετέχουν τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχουμε τήν γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθητές διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀπέκτησαν ἑνότητα καί κοινωνία μαζί Του, καί ζοῦσαν τόν Χριστό κατά πνεῦμα καί κατά σάρκα. Ὅταν ἐξετάζουμε τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ἀπό πλευρᾶς τῶν μαθητῶν, τότε μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος σέ αὐτούς, ἀλλά ταυτοχρόνως μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή εἶναι σάν ἔχουμε μιά δεύτερη ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά, μιά φορά ἐνσαρκώθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν προσωπική πείρα τί θά πῆ ὅτι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ καί αὐτοί ἐκείνην τήν στιγμή ἐνσωματώθηκαν σέ αὐτήν τήν τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔζησαν τούς καρπούς καί τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁπότε, τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία μεταβάλλεται σέ Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ θεοπτες Προφῆτες καί ἅγιοι ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄντες ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ὡς ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ὡς κατοικητήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός λίγο πρό τοῦ Πάθους Τοῦ εἶπε στούς Μαθητᾶς ὅτι θά ἀποστείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ὁποῖο θά τούς διδάξη τήν πάσαν ἀλήθειαν. Αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀποκάλυψη. Δηλαδή, διά μέσου των αἰώνων δέν ἔχουμε προοδευτικές ἀποκαλύψεις τῆς ἀλήθειας, ὅπως διδάσκει ἡ δυτική θεολογία, ἀφοῦ αὐτό ἔγινε ἐφ’ ἅπαξ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Χριστιανοί διά μέσου των αἰώνων προσπαθοῦν, μέ τόν δικό τους ἀγώνα καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσουν στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Φθάνοντας στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς ἀπαντοῦν στίς διάφορες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς τους, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια, ποῦ ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; Εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν νέα διάστασή της, ὡς Σώματος Χριστοῦ. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἀπό πνευματική ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἀπό ναοί τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν ταυτοχρόνως ναοί - κατοικητήρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς αὐτό ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι διδασκαλίες, στοχασμοί, εὐσεβεῖς σκέψεις κλπ. Γι’ αὐτό καί ὅλα τα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἀναφέρονται στήν Ἐκκλησία. Στήν συνέχεια αὐτή ἡ Ἐκκλησία, πού ἔχει ἀποκαλυφθῆ τήν Πεντηκοστή, δογματίζει, διδάσκει, καθοδηγεῖ, ποιμαίνει μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία.
Μέσα ἀπό τά πλαίσια αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀκμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἶναι ἡ βίωση τοῦ ὕψους τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁπότε, ὅταν ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνει ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ στήν θεώση, τότε ἔχουμε τόν “χρυσοῦν αἰώνα” τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικά ἔχουμε τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά τήν ἐκκοσμίκευση τῶν Χριστιανῶν. Τά δύο, λοιπόν, γεγονότα, ἤτοι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Πεντηκοστή μας δείχνουν ἀκριβῶς τί εἶναι καί τί δέν εἶναι Ἐκκλησία, ποιός εἶναι πραγματικό καί ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός δέν εἶναι, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ παλαιά κτίση.
2. Ἡ Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση
Μετά τά σημαντικά αὐτά σημεῖα πού ἀναφέραμε προηγουμένως πρέπει νά προχωρήσουμε στήν σύντομη ἀνάλυση τριῶν χωρίων τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τήν “καινή κτίση” καί τά ὁποῖα, ὅπως πιστεύω, θά ἐπιβεβαιώσουν τά ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως.
Τό πρῶτο προέρχεται ἀπό τήν Β’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἔχει ὡς ἑξῆς:
“Ώστε ἠμεῖς ἀπό τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατά σάρκα• εἰ δέ καί ἐγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, ἀλλά νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. ὥστε εἰ τίς ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις• τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τα πάντα. τά δέ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἠμᾶς ἐαυτῶ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί δόντος ἠμίν τήν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι Θεός ἥν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἐαυτῶ, μή λογιζόμενος αὐτοῖς τά παραπτώματα αὐτῶν, καί θέμενος ἐν ἠμίν τόν λόγον τῆς καταλλαγής” (Β' Κορ. ε', 16-19).
Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του κατήλλαξε τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό διά τοῦ ἐαυτοῦ Του, ὁπότε ἔχουμε καταλλαγή ὄχι τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε καινούριο κέντρο ἀναφορᾶς, ἀπέκτησε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τήν δυνατότητα νά φθάση στήν θέωση, ψυχῆς καί σώματος, ἐν τῇ Σαρκί τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε καί ἡ Ἐκκλησία, ὁπότε ὅλοι ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τήν δυνατότητα νά ζήσουν αὐτήν τήν καινή κτίση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής ὅταν λέγει “εἰ τίς ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις”, ἀφοῦ τότε ὅλα ἀλλάζουν, ὅλα εἶναι μεταμορφωμένα γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού ἐκκεντρίστηκε στό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποκτᾶ ἄλλη θεώρηση τῆς ζωῆς καί ἄλλη προοπτική, ἐμπνέεται καί καθοδηγεῖται ὄχι ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά ἀπό τό μέλλον, ἀποκτᾶ νέα πνευματική οἰκογένεια, ὑπερβαίνει τόν θάνατο καί γενικά ζῆ τόν μέλλοντα αἰώνα ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ὅλα τα πρότερα, τά ἀρχαῖα, ἔχουν παρέλθει, καί ὅλα γίνονται καινούρια. Ἀκόμη, ὁ Ἀπόστολος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν κατά σάρκα Χριστό, δηλαδή γιά τόν ἱστορικό Χριστό πρίν τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι τά λεγόμενα ἀδιάβλητα καί ἀκατηγόρητα πάθη τῆς φύσεως, τά ὁποῖα βεβαίως δέν ἐνεργοῦσαν πάνω στόν Χριστό, ἀλλά ὁ Ἴδιος ἐξουσίαζε ἐθελούσια στά ἀδιάβλητα αὐτά πάθη, ἀλλά ἐκεῖνο πού τόν συνέχει εἶναι ὁ κατά πνεῦμα Χριστός, αὐτόν πού γνώρισε ὅταν ὁ ἴδιος ἔφθασε στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Βεβαίως, δέν ὑπάρχουν δύο Χριστοί, ὁ ἕνας κατά σάρκα καί ὁ ἄλλος κατά πνεῦμα, ἀλλά ὁ ἕνας καί Αὐτός Χριστός ἄλλοτε φαίνεται στούς ἀνθρώπους κατά σάρκα καί ἄλλοτε κατά πνεῦμα. Τό δεύτερο συνδέεται μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς τό βλέπουμε καί στούς Δώδεκα Μαθητᾶς. Ἐγνώρισαν κατά σάρκα τόν Χριστό πρίν τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του, ἀλλά τήν Πεντηκοστή τόν ἐγνώρισαν κατά πνεῦμα.
Τό δεύτερο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου προέρχεται ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του καί εἶναι τό ἀκόλουθο:
“Εμοί δέ μή γένοιτο καυχάσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δί’ οὐ κόσμος ἐμοί ἐσταύρωται καγῶ τῷ κόσμω. ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τί ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις. καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ” (Γαλ. στ', 14-16).
Τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἐν γένει ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι μερικές ἐξωτερικές τυπικές διατάξεις καί μιά ἐξωτερική θρησκεία, ἀλλά ἀνακαινίζει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ διά τῆς κατηχήσεως, τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε γίνεται νέος ἄνθρωπος, ἀποβάλλει τήν παλαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἑπομένως, ἡ καινή κτίσις πού ζεῖ ὁ Χριστιανός μέσα στήν καινή κτίση πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ βίωση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ἀρνητικά, ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο αἰσθητῶς, καί θετικά ὡς σταύρωση τοῦ κόσμου λογιστικῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι διά τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ ἀπό τήν πράξη στήν θεωρία, καί μόνον τότε βιώνει τήν καινή κτίση, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνάσταση τοῦ νέου ἀνθρώπου.
Τό τρίτο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔχει σχέση μέ αὐτά πού τονίσαμε προηγουμένως, καί προέρχεται ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του. Εἶναι δέ τό ἀκόλουθο:
“Τοῦτο οὔν λέγω καί μαρτύρομαι ἐν Κυρίω, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθώς καί τά λοιπά ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοός αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοία, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διά τήν ἄγνοιαν τήν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διά τήν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν, οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτούς παρέδωκαν τή ἀσελγεία εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξία. ὑμεῖς δέ οὔχ οὕτως ἐμάθετε τόν Χριστόν, εἰγε αὐτόν ἠκούσατε καί ἐν αὐτῶ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί ὀσιότητι τῆς ἀληθείας” (Ἔφ. δ', 17-24).
Καί στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν ἀποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἔνδυση τοῦ νέου ἀνθρώπου πού κτίστηκε ἀπό τόν Θεό. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλά ἔργο καθαρά του Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού κάνει ἐντύπωση στό ἀποστολικό αὐτό χωρίο εἶναι ὅτι ὁ παλαιός ἄνθρωπος, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, συνδέεται μέ τήν ματαιότητα τοῦ νοός, τόν ἐσκοτισμό τῆς διανοίας καί τήν ἀλλοτρίωση ἀπό τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνη τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε φθάνει στόν σκοτασμό τοῦ νοός μέ φοβερές καί συνταρακτικές συνέπειες. Ἐπίσης, ὁ καινός ἄνθρωπος συνδέεται μέ τήν ἀνανέωση τοῦ νοός ἐν πνεύματι, καί βέβαια μέ τήν μεταμόρφωση ὅλων των προηγούμενων δεδομένων.
Ἑπομένως, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του θέωσε τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση καί μέ τήν ἀνάστασή Του νίκησε τόν θάνατο. Στήν συνέχεια, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ, ὁπότε μέσα στήν καινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί γίνονται μέλη τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γίνονται καινοί. Ἀποκτοῦν ἄλλα δεδομένα καί βλέπουν τόν κόσμο μέσα ἀπό ἕνα διαφορετικό πρίσμα. Αὐτή ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταμόρφωση φαίνεται σέ πολλά τροπάρια πού ψάλλουμε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Θά παραθέσω μερικές φράσεις χαρακτηριστικές: “Ὤ τέκνα φωτομορφα τῆς Ἐκκλησίας”, “ὄσοις ἐπνευσεν ἡ θεορρυτος Χάρις, λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι, ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην”. Ἀπό αὐτά φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καινή κτίση καί καινοποιεῖ ὅλους τους γηγενεῖς, ἀρκεῖ αὐτοί μέ τήν εἰδική μέθοδο πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία νά ἀνέλθουν ἤ ἔστω νά ἀνέρχονται στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς.
3. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γιά τήν καινή κτίση τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σέ πολλά κείμενά του ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ἐκεῖνο πού κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι ὅτι θεωρεῖ στενά συνδεδεμένη τήν Ἐκκλησία μέ τόν Χριστό, καί κυρίως ταυτίζει τήν δόξα καί τό ὠράϊσμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν δόξα καί τό ὠράϊσμα τῶν ἁγίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτοί ἀποτελοῦν τήν καινή κτίση. Σέ κάποια ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι ὅποια κοινωνία, ἕνωση, οἰκειότητα καί συγγένεια ἔχει ἡ γυναίκα πρός τόν ἄνδρα καί ὁ ἄνδρας πρός τήν γυναίκα “τοιαύτην θεοπρεπῶς καί ὑπέρ πάσαν ἔννοιαν καί λόγον ἔχει καί ὁ δεσπότης καί ποιητής τοῦ παντός μετά τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, ὡς πρός μίαν γυναίκα, ἀμωμήτως ταύτη καί ὑπεραρρήτως ἐνούμενος καί ἀδιασπάστως καί ἀχωρίστως ὧν καί συνῶν αὐτή, ὡς ἠγαπημένη καί πεφιλημένη αὐτῶ. Οὕτω δέ καί ἡ Ἐκκλησία τῷ αὐτῆς πεφιλημένω Θεῶ ἐνωθεῖσα κεκόλληται ὡς ὁλόκληρον σῶμα τή κεφαλή τή ἰδία αὐτού”.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀφηρημένο καθίδρυμα, ἀλλά οἱ ἅγιοι, γι’ αὐτό ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ὡραιότητα τῶν Χριστιανῶν, τῶν ἁγίων. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών: “Ἐμοί δοκεῖ κόσμον ὡραϊσμένον εἶναι τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν ὅλον τόν ἄνθρωπον, ἐν ὤ κατοικεῖν λέγεται καί ἐμπεριπατεῖν τόν Θεόν καί τάς ἀκτίνας τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ φαιδρᾶς, ὡς ἥλιος δικαιοσύνης ὧν, καταπέμπειν”. Καί ἀλλοῦ ἐπανέρχεται σέ αὐτό τό σημεῖο λέγοντας: “Μάθε τοιγαροῦν καί ὅπως πάλιν οἱ πιστοί πάντες, ἤτοι ἡ βασίλισσα Ἐκκλησία καί αἵ ὀπίσω αὐτῆς ἀκολουθήσασαι ναός καί κόσμος τοῦ Θεοῦ καί βασιλέως γενήσονται”. Καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως καί οἱ πιστοί, πού εἶναι οἱ ἅγιοι, γίνονται ναός καί κόσμος τοῦ Βασιλέως. Τό ὅτι οἱ ἅγιοι πού μετέχουν τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ φαίνεται καί ἀπό ἄλλο χωρίο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Γράφει: “Ἐπεῖ δέ σῶμα Χριστοῦ καί νύμφη Χριστοῦ καί κόσμος ὁ ἄνω καί ναός Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐστι, τά δέ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ οἱ ἅγιοι καθεστήκασι πάντες...”.
Ὁ ἔσχατος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνη ἅγιος, νά ἀποκτήση κατά Χάριν ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι κατά φύσιν, νά μεθέξη κατά μετουσίαν ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι κατ’ οὐσίαν. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπό του ἀνθρώπου. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι γινόμαστε πιστοί, ἐάν φυλάξουμε ὅλα ὅσα λέγει Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός: “ἐκ τῶν ἔργων δεικνύοντες τήν πίστιν ἠμῶν, καί γινόμεθα ὡς ἐκεῖνοι ἅγιοι καί τέλειοι, ὅλοι ὅλως ἐπουράνιοι, ἐπουρανίου Θεοῦ, τέκνα, ὅμοιοι αὐτῶ κατά πάντα θέσει καί χάριτι, ἐπειδή καί αὐτός ὡς ἠμεῖς ὅμοιος ἐχρημάτισε πλήν ἁμαρτίας”. Γνωρίζουμε ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπό της δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου. Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μικρόκοσμος μέσα στόν μεγαλοκόσμο, εἶναι ἡ περίληψη ὅλης της δημιουργίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τότε διεταράχθηκαν ὅλες οἱ ἄλλες κοσμολογικές σχέσεις καί ὅταν οἱ σχέσεις του μέ τόν Θεό ἐπανέρχονται στήν πραγματική τους διάσταση, τότε μεταμορφώνονται καί ὅλες οἱ ἄλλες παράμετροι. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματούμενος στήν Ἐκκλησία καί δεχόμενος τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, θεοῦται καί τότε ὁλόκληρη ἡ κτίση καί οἱ κοινωνικές σχέσεις ἀλλάζουν, μεταμορφώνονται. Διά τοῦ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου γίνονται ὅλες οἱ μεγάλες ἀλλαγές μέσα στήν κοινωνία. Δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε καινή κτίση ἄνευ καί ἔξω του καινοῦ, ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπου.
4. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος στήν καινή κτίση τῆς Ἐκκλησίας
Εἶναι δεδομένο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπίσης ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή κτίση, σημαίνει ὅτι καί οἱ ἅγιοι εἶναι καινή κτίση. Ὅμως, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἀναμένουμε καί τήν τέλεια φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν μέλλοντα αἰώνα, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, πού ἀναφέρεται στά ἔσχατα, “καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἶς δικαιοσύνη κατοικεί” (Β’ Πέτρου γ’, 13). Σέ αὐτήν τήν καινή κτίση ἀναφέρεται καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψή του: “καί εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν” (Ἄπ. κά’, 1). Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή κτίση, ἀλλά ταυτόχρονα ἀναμένει καί τήν τέλεια φανέρωση τῆς καινῆς κτίσεως. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτή ἡ φαινομενική ἀντινομία;
Λόγω τῆς ἐπικρατήσεως ἀκόμη τῆς θνητότητος καί τῆς φθαρτότητος, τά πράγματα δέν εἶναι εὐδιάκριτα ἀκόμη στήν παροῦσα βιολογική ζωή. Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐθελότρεπτος βιώνει πολλές ἀλλοιώσεις στήν ζωή του, θετικές καί ἀρνητικές. Στούς ἀνθρώπους πού διακατέχονται ἀπό τήν πεπτωκυία κατάσταση, στούς ὁποίους λειτουργεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὑπάρχει τό γνωμικό θέλημα πού δημιουγεῖ πολλά προβλήματα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο τά πράγματα δέν εἶναι εὐδιάκριτα. Πολλοί ἄνθρωποι δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους, καθώς ἐπίσης οἱ ἅγιοι κρύβουν τήν ἐνοικοῦσα Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ταπείνωση, ἀκόμη συγχέουμε τό κατά φύσιν μέ τό παρά φύσιν, ὁπότε ἀναμένουμε τήν φανέρωση τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας στήν μέλλουσα Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία θά ὑπάρχουν ὑγιῆ καί ἄρρωστα μέλη, ἐκ τῶν ὁποίων τά ὑγιῆ μπορεῖ μετά ἀπό λίγο καιρό νά ἀρρωστήσουν καί τά ἄρρωστα νά ζωοποιηθοῦν. Ὑπάρχουν δυνάμει καί ἐνεργεία μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, θά συμφύρωνται τά ζιζάνια μέ τό σιτάρι μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἐρώτηση τῶν δούλων τῆς σχετικῆς παραβολῆς νά τούς ἐπιτραπῆ νά συλλέξουν τά ζιζάνια, ὁ οἰκοδεσπότης Χριστός τούς ἀπάντησε: “οὗ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον• ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμού” (Ματθ. ἰγ’, 24-30).
Μέσα λοιπόν στήν στρατευομένη Ἐκκλησία πού ὁδεύει πρός τήν μέλλουσα ζωή, ὑπάρχει ὁ ἅγιος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖον συγκροτεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἀλλά ταυτόχρονα ἐμπλέκεται καί ἕνας ἀρρωστημένος θεσμός, τά λεγόμενα ζιζάνια. Ὅταν σέ μιά δεδομένη στιγμή κυριαρχοῦν οἱ ἅγιοι, τότε, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, ἔχουμε τόν “χρυσοῦν αἰώνα” τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὅμως κυριαρχοῦν οἱ ἀμεταμόρφωτοι καί ἄρρωστοι ἄνθρωποι, τότε ἔχουμε τήν πτώση τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, αὐτό δέν λέγεται ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τῶν Χριστιανῶν πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί τότε πού ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νά βρίσκεται σέ κακή κατάσταση, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἡ πραγματική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἴσως δέν φαίνεται ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ἤδη ἔχουμε κάνει λόγο γιά τόν ἅγιο θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, καί γιά τά λαμπρά καί λάμποντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τώρα ὅμως θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσσω ὅτι μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀνάλογα μέ τίς καταστάσεις πού ἰσχύουν κάθε φορᾶ σέ τοπικές Ἐκκλησίες, λειτουργεῖ καί μιά ἀρρωστημένη κατάσταση, ἡ ὁποία ὅμως μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀλλαγή. Μιά τέτοια νοοτροπία πού δέν εἶναι ἐκκλησιαστική συνδέεται μέ περίεργες ἰδέες πού ἔχουμε γιά τήν ἁγιότητα. Θεωροῦν πολλοί ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι μερικοί καλοί ἄνθρωποι μέ ἐξωτερικές ἀρετές. Καί μέσα ἀπό αὐτό τό πρίσμα μερικοί ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή γιά τήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, καθώς ἐπίσης δέν δέχονται τόν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Δηλαδή, κλονίζουν ὅλα τα θεμέλια της θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος καί ὑποβιβάζουν τήν Ὀρθοδοξία σέ μιά οὐμανιστική θρησκεία.
Ἡ ἄλλη ἀρρωστημένη κατάσταση εἶναι ἡ ὑπονόμευση τῶν θεσμῶν. Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἰεραρχικῶς συνοδικό, ὅπως τό διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Καί οὖς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησία πρώτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών” (Ἅ’ Κορ. Ἰβ’, 28). Ὅταν ἀνατρέπεται αὐτή ἡ ἱεραρχική τάξη, ὅταν γίνονται ὑπερβάσεις ἤ συγχύσεις ἁρμοδιοτήτων, τότε ναρκοθετεῖται ὁ ἱερός καί εὐλογημένος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ἀρρωστημένη κατάσταση εἶναι ὅταν θεωροῦμε τόν ἐκκλησιαστικό θεσμό ὡς ἕνα πολιτικό καί κομματικό θεσμό καί ὄχι ὡς καινή κτίση, ὡς μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔγινε στήν Δύση ὅταν ἡ ἐκεῖ ἐκκλησιαστική κατάσταση ἐντάχθηκε στό φεουδαλιστικό σύστημα τῶν Φράγκων. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπό Σῶμα Χριστοῦ μετατρέπεται σέ ἕνα διοικητικό κομματικό μηχανισμό, μέ ὅλες τίς μεθόδους καί τίς δολοπλοκίες, μέ τίς ὁμάδες καί τίς διαιρέσεις καί ὑποδιαιρέσεις, τούς “παρατρεχάμενους” πού ἀσχολοῦνται μέ τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό “κουτσομπολιό”, τότε ἔχουμε ἕνα τεράστιο πρόβλημα, ἀφοῦ ὅσοι ἀναζητοῦν τήν μεταμόρφωσή τους ἀπογοητεύονται ἀπό τέτοιες καταστάσεις.
Μοῦ ἔτυχε νά βρεθῶ σέ μιά ἐκκλησιαστική σύναξη καί ἅς μου ἐπιτραπῆ νά πῶ, χωρίς νά ἔχω εὐσεβιστικές τάσεις, ἀρρώστησα ἀπό ὅλο αὐτό τό κλίμα πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν διάρκεια τοῦ μεγαλυτέρου γεγονότος, δηλαδή τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Καί ἀμέσως μετά, ταξιδεύοντας μέ τό αὐτοκίνητο γιά νά ἐπιστρέψω στήν ἕδρα μου, ἄκουσα ἀπό τό ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου τήν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί αἰσθάνθηκα ὅτι αὐτό πού ἔβγαινε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν κατανυκτικότητα τῆς Παρακλήσεως ἐξέφραζε μιά ἄλλη Ἐκκλησία διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού εἶχα συναντήσει προηγουμένως. Ἦταν πράγματι μιά συγκλονιστική ἐμπειρία. Βέβαια, αὐτό τό αἰσθάνομαι καί σέ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς χώρους, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐντοπίσω. Σέ αὐτές τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις τήν Ἐκκλησία διασώζουν οἱ ἅγιοι ἀπό τούς ὁποίους ἀντλοῦμε δύναμη καί θάρρος, καί οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ἡσυχάζουν σέ ἀπομακρυσμένους χώρους, σέ σπήλαια καί τόπους ἀσκήσεως, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀναπαύουν καί παρηγοροῦν, ἀλλά καί ἔχουν ἀπέραντο σεβασμό στό ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς θά λέγαμε ὅτι τό φαινόμενο αὐτό δέν εἶναι σημερινό, ἀλλά πάντοτε διά μέσου των αἰώνων, συναυξάνονταν τά ζιζάνια μαζί μέ τόν σίτον καί πάντοτε ὑπῆρχαν προβλήματα ἀπό ἀμεταμόρφωτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ζοῦσαν τό “μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρά συνειδήσει” (Ἅ Τιμ. γ,9). Θά μποροῦσα νά ἀναφέρω πληθώρα πατερικῶν χωρίων ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα πού θεωρεῖται ὁ “χρυσούς αἰών” τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἀρκεσθῶ ὅμως μόνον σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πού λέγει: “Ἐρωτᾶς πῶς τά ἡμέτερα καί λίαν πικρῶς. Βασίλειον οὐκ ἔχω, Καισάριον οὐκ ἔχω, τόν πνευματικόν ἀδελφόν καί τόν σωματικόν. “Ο πατήρ μου καί μήτηρ μου ἐγκατέλειπον μέ”, μετά τοῦ Δαβίδ φθέγγομαι. Τά τοῦ σώματος πονηρῶς ἔχει, τό γῆρας ὑπέρ κεφαλῆς, φροντίδων ἐπιπλοκαί, πραγμάτων ἐπιδρομαί, τά τῶν φίλων ἄπιστα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τά καλά, γυμνά τα κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ, Χριστός καθεύδει. Τί χρή παθεῖν; Μία μοί τῶν κακῶν λύσις, ὁ θάνατος. Καί τά ἐκεῖθεν μοί φοβερά, τοῖς ἐντεῦθεν τεκμαιρομένω”.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοί ἀδελφοί
Ἡ πορεία τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μιά δυναμική πορεία, ἀπό τόν ζόφο στό φῶς, ἀπό τήν δουλεία στήν γῆ τῆς ἐλευθερίας, ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή. Πορευόμαστε στήν ζωή μᾶς “σαλευόμενοι ἐν τῇ ἀναζητήσει τοῦ ἀσαλεύτου”. Παλεύουμε διαρκῶς μεταξύ του παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ νέου ἀνθρώπου, μεταξύ της φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς προπάτοράς μας καί τῆς ἐνεργοποιήσεως τῶν σπερμάτων τῆς ἀθανασίας. Σαλευόμαστε διαρκῶς, ἀλλά ὅμως προσδοκοῦμε “τῶν σαλευομένων τήν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἴνα μείνη τα μή σαλευόμενα” (Ἑβρ. Ἰβ’, 27). Καί, βέβαια, γνωρίζουμε ἀπό τήν πείρα τῶν ἁγίων ὅτι ἡ πορεία κάθε Χριστιανοῦ καί ἡ πνευματική του αὔξηση ἀκολουθεῖ ἕνα ἰδιαίτερο ρυθμό ἤ διαδικασία, ἡ ὁποία προσιδιάζει μόνο στό δεδομένο πρόσωπο.
Ὑπάρχουν στιγμές στήν ζωή μας πού βλέπουμε μερικές ἀκτίνες αὐτῆς τῆς καινῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἴτε στά πρόσωπα τῶν ἁγίων εἴτε στήν προσωπική μας ζωή. Ἀναπολοῦμε μιά νέα ζωή καί τότε τό πνεῦμα μᾶς γεύεται τήν μέθη τῆς Χάριτος καί τότε ἀναζητοῦμε τήν πληρότητα, τό ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀρχή τοῦ δικαίου γιά μᾶς δέν εἶναι ὁ λαός ἀλλά ὁ Θεός, καί ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου δέν εἶναι ἡ παροῦσα ζωή ἀλλά ἡ μέλλουσα ζωή, ὄχι ἡ μένουσα πόλη, ἀλλά ἡ μέλλουσα πόλη, τήν ὁποία βιώνουμε λίγο καί τήν προσδοκοῦμε, ὅπως λέγει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, στιγμές καί καταστάσεις πού μᾶς τραυματίζουν βαθειά καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά κατά ἄνθρωπον ἀπογοήτευση καί τότε ἡ παρουσία ἑνός ἁγίου μας ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς καί μᾶς κάνει νά δοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση, ἀλλά συγχρόνως νοσταλγοῦμε τήν φανέρωση στό μέλλον τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ πού ἤδη ἔχουν εἰσέλθει οἱ παποῦδες καί οἱ γονεῖς μας, οἱ πνευματικοί πατέρες καί Γεροντάδες πού γνωρίσαμε καί οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀναμένουν.
Εὔχομαι αὐτό τό Συνέδριο νά δώση αὐτήν τήν προοπτική της Ἐκκλησίας ὡς καινῆς κτίσεως καί νά ἀνάψη τήν νοσταλγία τῆς καινῆς γῆς καί τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῶν “πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων” (Ἑβρ. Ἰβ’, 23).
- Προβολές: 3250