Ἀναστασίου Μαρίνου: Ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς καί ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν Ἱερῶν Μονῶν
Ἀποσπάσματα κειμένου τοῦ κ. Ἀναστασίου Μαρίνου,
τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό “Ἐκκλησία” (Ὀκτώβριος 1999)
Τά κανονικά καί νομικά θέματα τά ὁποῖα ἀνεφύησαν στήν Ἱερά Μητρόπολή μας, σχετικά μέ τίς ἐπιχειρηματικές κλπ. δραστηριότητες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι σοβαρά ἐκκλησιολογικᾶ, κανονικά καί νομικά ζητήματα, πῆραν διαστάσεις.
Τό θέμα αὐτό τό ξεκίνησε ἡ Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία, γιά νά δικαιολογήση τόν τρόπο λειτουργίας της, καθώς ἐπίσης καί τήν ὕπαρξη Σωματείων, Ἑταιρείας Περιωρισμένης Εὐθύνης, κρατικές καί εὐρωπαϊκές ἐπιδοτήσεις, ἄνευ γνώσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀνεγέρσεις κτιρίων καί Ἱεροῦ Ναοῦ χωρίς δημοπρασίες καί σχετικές ἐγκρίσεις ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη κλπ., ἔλαβε γνωμοδοτήσεις ἀπό τούς κ. Τρωϊάνο, κ. Παναγόπουλο καί κ. Κονιδάρη, καί τίς ὁποῖες κατέθεσε στήν Ἱερά Μητρόπολη. Ἡ Ἱερά Μητρόπολη στήν συνέχεια, ὅπως εἶχε καθῆκον, γιά νά καθορίση τήν στάση της, ἀπέστειλε τά κείμενα αὐτά μαζί μέ γνωμοδότηση τοῦ νομικοῦ κ. Διονυσίου Πελέκη στήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία μέ τρία ἔγγραφά της, καθώς ἐπίσης καί μέ γνωμοδότηση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων, ἀπεφάνθη, μεταξύ των ἄλλων: “Ἐνέργειαι δέ τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος γενόμεναι ἐν ἀγνοία, καί ἔτι μᾶλλον ἐπί ἀγνοήσει, τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, εἶναι κανονικῶς ἀθεμελίωτοι καί ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτοι καί κατακριτέαι” καί “ἔχει ὁπωσδήποτε ἐκτραπεῖ (ἡ κατάστασις) ἐκ τέ τῆς εὐαγγελικῆς καί τῆς κανονικῆς ὁδοῦ, ἐπί δεινῶ σκανδαλισμῶ”.
Πρόσφατα εἴχαμε μιά ἔκπληξη. Ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, Διδάκτωρ τῆς Νομικῆς Σχολῆς καί Θεολόγος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τοῦ τίς προηγούμενες γνωμοδοτήσεις, μαζί μέ τίς γνωμοδοτήσεις τοῦ κ. Διονυσίου Πελέκη, ἔγραψε μέ δική του πρωτοβουλία βαρυσήμαντο κείμενο, μέ τίτλο “Ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς καί ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν Ἱερῶν Μονών”, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό “Ἐκκλησία” (Ὀκτώβριος 1999), ἐπίσημο Δελτίον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί γι’ αὐτό ἔχει εἰδική βαρύτητα.
Δέν εἶναι εὔκολη ἡ ἀναδημοσίευση ἐδῶ ὁλοκλήρου του κειμένου, ἀφοῦ αὐτό ἀπαιτεῖ εἰδικές γνώσεις, τίς ὁποῖες δέν ἔχει ὁ μέσος ἀναγνώστης τῆς ἐφημερίδος μας. Ὅμως γιά μιά ἐνημέρωση θά ἀρκεσθοῦμε στήν καταγραφή μερικῶν ἀποσπασμάτων, τά ὁποῖα εἶναι τά συμπεράσματα τῆς σπουδαίας αὐτῆς μελέτης, πού ἔχει σχέση μέ τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στήν Μητρόπολή μας, καί γενικά καθορίζουν τήν σχέση μεταξύ Ἐπισκόπων καί Μοναστηριῶν. Εἶναι εὐνόητον ὅτι στό κείμενο ὑπάρχει κανονική καί νομική ἐπιχειρηματολογία, ἡ ὁποία δέν παρατίθεται ἐδῶ.
1. Ἐπίσκοπος καί μοναχοί
Ἀρχίζοντας τό κείμενό του ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος γράφει:
“Έχουν γίνει, κατά καιρούς, πολλές συζητήσεις ὅσον ἀφορᾶ τίς σχέσεις τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως μέ τίς Ἱερές Μονές, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν στήν Ἐπαρχίαν του. Τά δέ ζητήματα τά ὁποῖα ἔχουν ἀνακύψει ἐμφανίζουν ἰδιαίτερον ἐπιστημονικόν ἐνδιαφέρον. Καί τοῦτο διότι ναί μέν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τό κέντρον τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, τό θεμέλιόν της ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί ἡ κεφαλή τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποίαν περιλαμβάνονται καί οἱ Μονές, δέν πρέπει ὅμως νά λησμονοῦμεν ὅτι καί ὁ μοναχισμός καί ἰδίως ὁ ἀνατολικός ὀρθόδοξος μοναχισμός σκοπόν ἔχει: “ἴνα καθιστᾶ τοῖς ἀνθρώποις ἐφικτήν τήν ὡς οἶον τέ ἠθικήν τελειότητα, τήν δί’ ἐγκρατείας, ἀσκήσεως καί ἀνυψώσεως τοῦ πνεύματος πρός τόν Θεόν...” καί ὡς ἐκ τούτου “εἶναι προϊόν του ἠθικοῦ πνεύματος τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅπερ διεγείρει παρά τοῖς ἀνθρώποις τόν πόθον πρός ὑψηλοτέραν τελειότητα” (Νικοδήμου Μίλας...). Μέ τήν ἔννοια αὐτήν ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός “δέν εἶναι ὑπέρ τήν Ἐκκλησίαν ἤ παρά τήν Ἐκκλησίαν” ἀλλά “βιώνει κατά τό δυνατόν ἐναργέστερα τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό ἀναπαύει τήν Ἐκκλησία” (Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους...). Ἐν ὄψει τούτων εἶναι ἀνάγκη οἱ σχέσεις ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου (ἤδη, διά τήν Ἑλλαδικήν Ἐκκλησίαν, Μητροπολίτου) καί μοναστικῶν κοινοτήτων τῆς ἐπαρχίας του νά εἶναι εἰς τοιαύτην βάσιν ὥστε οὔτε ἡ θέσις τοῦ Μητροπολίτου νά παραθεωρεῖται, οὔτε ὅμως καί ἡ σημασία τοῦ μοναχισμοῦ νά ὑποβαθμίζεται καί οὕτω νά δυσχεραίνεται ἡ ἐκπλήρωσις τῆς σπουδαίας ἀποστολῆς του.”
2. Οἱ Μονές ὡς Ν.Π.Δ.Δ.
Ἀναπτύσσοντας τό θέμα πῶς θεωρεῖται ὅτι οἱ Ἱερές Μονές εἶναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ), πού εἶναι καίριο ζήτημα, παρουσιάζει τήν ἰδιαιτερότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, σχετικά μέ τά ἄλλα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Μεταξύ ἄλλων γράφει:
“Σύμφωνα μέ τό ἄρθρον 1 πάρ. 4 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἐφ’ ἑξῆς Κ.Χ.Ε.) ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, αἵ Μητροπόλεις, αἵ Ἐνορίαι καί αἵ Ἱεραί Μοναί, ἀποτελοῦν ἐπίσης ν.π.δ.δ. Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Ἰσχύουν ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν τούτων προσώπων αἵ ὡς ἄνω ἀρχαί, ὅτι δηλαδή τά νομικά αὐτά πρόσωπα χαρακτηρίζονται ὡς δημοσίου δικαίου διότι ἀσκοῦν, κατά παραχώρησιν τοῦ νόμου, Δημοσίαν Διοίκησιν τήν ὁποίαν θά ἀσκοῦσε, ἐάν δέν ὑπῆρχαν αὐτά, τό ἴδιο το Κράτος; Εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ ἀπάντησις πρέπει νά εἶναι ἀρνητική. Τά νομικά αὐτά πρόσωπα χαρακτηρίσθησαν ὡς δημοσίου δικαίου ὄχι διότι παρεχωρήθη εἰς αὐτά τμῆμα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἀλλά διότι οὕτως ἠθέλησεν ὁ νομοθέτης καί διότι, ὡς διδάσκεται εἰς τήν γερμανικήν θεωρίαν (Ἀναστ. Μαρίνου..., Πρ. Δαγτόγλου... Μιχ. Βροντάκη... εἰς Τιμητικόν Τόμον Συμβουλίου Ἐπικρατείας... καί τήν αὐτόθι πλουσίαν βιβλιογραφίαν καί Ἐπαμ. Σπηλιωτόπουλου...) καί γίνεται δεκτός ὑπό τῆς νομολογίας, αἵ Ἐκκλησίαι “ἔχουν τάς ρίζας τῶν εἰς τήν ἐκτός του κράτους περιοχήν” καί ὁ νομοθέτης ἠθέλησεν ἐκ διαφόρων λόγων (ἱστορικῶν, πολιτιστικῶν κλπ.) νά τάς χαρακτηρίσει καί ὡς ν.π.δ.δ., χωρίς τοῦτο ὅμως νά σημαίνει ὅτι ἀσκοῦν ἐξουσίαν ἤ ὅτι ἡ ἀπονομή εἰς αὐτά τοῦ ἰιήιιί του ν.π.δ.δ. συνεπάγεται τήν ἐνσωμάτωσή τους εἰς τό Κράτος (Ἐπαμ. Σπηλιωτόπουλου...). Ἡ τυπική ὡς ἄνω αἰτιολόγησις τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων ὡς ν.π.δ.δ. ἔχει πολλᾶς συνεπείας αἵ ὁποῖαι τά διαφοροποιοῦν ἀπό τά λοιπά ν.π.δ.δ.
Ὑπό τήν ἐκτεθεῖσαν καί μόνον ἔννοιαν αἵ Ἱεραί Μοναί εἶναι καί αὐτές ν.π.δ.δ., χωρίς ὅμως νά ἀποτελοῦν τμήματα τῆς Δημοσίας Διοικήσεως καί χωρίς νά ἐπιδιώκουν πολιτειακόν σκοπόν ἤ νά ἀποσκοποῦν στήν ὑποστήριξη τῶν σκοπῶν τῆς Πολιτείας...”
“...Τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου διαφέρουν τῶν κοσμικῶν ν.π.δ.δ. καί δή διαφέρουν οὐσιωδώς”.
“Προκειμένου ὅμως περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων τό ζήτημα διαφέρει οὐσιωδῶς, διότι τά νομικά αὐτά πρόσωπα καί κυρίως οἱ Ἱερές Μονές, ὡς ἤδη ἐξετέθη, δέν ἀσκοῦν δημοσίαν διοίκησιν ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἐάν δέν ὑπῆρχαν αὐτά τήν σχετικήν ἐξουσίαν θά τήν ἀσκοῦσε τό Κράτος, οὔτε ἐπιδιώκουν τήν ἱκανοποίησιν κρατικοῦ τινός σκοποῦ. Καί ναί μέν ἔχουν αὐτοδιοίκησιν, ἡ αὐτοδιοίκησις ὅμως αὐτή πηγάζει εὐθέως καί ἀμέσως ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖον κατοχυρώνει τήν αὐτοδιοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τμῆμα τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν ὡς εἰκός καί οἱ Μονές”.
3. Τό αὐτοδιοίκητό των Ἱερῶν Μονῶν
Μερικοί, γιά νά δικαιολογήσουν τόν μή ἔλεγχο τῶν διαφόρων Πράξεων τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου ἀπό τόν Μητροπολίτη, ἀναφέρονται καί στό ὅτι ἡ Ἱερά Μονή εἶναι αὐτοδιοίκητη. Ὅμως ὁ κ. Μαρίνος γράφει:
...“Το αὐτοδιοίκητό των Μονῶν πηγάζει, στό ἐπίπεδό του πολιτειακοῦ δικαίου, ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖον κατοχυρώνει τό αὐτοδιοίκητόν της Ἐκκλησίας, τμῆμα τῆς ὁποίας εἶναι καί οἱ Μονές, ἀλλά ἀντιτάσσεται τό αὐτοδιοίκητον τοῦτο μόνον κατά τοῦ Κράτους ὄχι δέ καί κατά τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερον ὄχι κατά τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος δύναται νά κινηθῆ, ὡς πρός τήν ἀσκουμένην ὑπ’ αὐτοῦ ἐπί τῶν Μονῶν ἐποπτείαν, στό πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν νόμων τῆς Πολιτείας πού συνάδουν μέ αὐτούς καί οἱ ὁποῖοι στήν συγκεκριμένη περίπτωσιν ἀπαγορεύουν μόνο τόν ἔλεγχο σκοπιμότητος.”
“α) Ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἀντιτάσσεται στό Κράτος τό ὁποῖον ἀδυνατεῖ νά τήν παραβιάσει, ἀφοῦ ἀδυνατεῖ νά παραβιάσει τήν αὐτοδιοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.
β) Ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Ἱερῶν Μονῶν δέν ἀντιτάσσεται κατά τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας, ὄργανον τῆς ὁποίας εἶναι καί ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς, ὁ ὁποῖος περιορίζεται μόνον καθ’ ὅ μέτρον θεσπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Δ.Ι.Σ. ἤ Ι.Σ.Ι) κατ’ ἐφαρμογήν τοῦ ἄρθρου 43 παράγρ. 3 τοῦ Συντάγματος, δηλαδή ὁ Κανονισμός 39/1972 “Περί Ἱερῶν Μονών”. Εἶναι ὅμως αὐτονόητον ὅτι καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ὑποχρεοῦται, ὅταν ρυθμίζει διά κανονιστικῶν πράξεων τάς σχέσεις τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως μετά τῶν εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ λειτουργουσῶν Ἱερῶν Μονῶν, νά ἐνεργεῖ στό πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τούς ὁποίους ὀφείλει αὐτή ἡ ἴδια νά σέβεται σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 3 πάρ. 1 τοῦ Συντάγματος ὁρίζοντος ὅτι ἡ αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος “ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετά τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καί πάσης ἄλλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως ὡς ἐκεῖναι, τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνας καί τάς ἱερᾶς παραδόσεις””.
4. Ἔλεγχος νομιμότητος τῶν Ἱερῶν Μονῶν
Ἐπειδή γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Μητροπολίτης ἀσκεῖ τόν ἔλεγχο μόνο της νομιμότητος καί ὄχι τῆς σκοπιμότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὁ κ. Μαρίνος γράφει:
“Εν ὄψει τῆς σαφοῦς διατυπώσεώς των ὡς ἄνω διατάξεων οὐδεμία γεννᾶται ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἔλεγχος τόν ὁποῖον ἀσκεῖ ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς ἐπί τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῶν λειτουργουσῶν εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ Ἱερῶν Μονῶν εἶναι μόνον ἔλεγχος νομιμότητος, ἀποκλειομένου οὕτω τοῦ ἐλέγχου σκοπιμότητος.
Τίθεται λοιπόν τό ἐρώτημα: Τί σημαίνει ὁ ὅρος “ἔλεγχος νομιμότητος”; Ἐξ ἐπόψεως διοικητικοῦ δικαίου, τό ὁποῖον ἔχει ἐν προκειμένω ἐφαρμογήν, ὁ ἔλεγχος νομιμότητος περιορίζεται εἰς τήν ἔρευναν πρός διαπίστωσιν τοῦ κατά πόσον ἡ ἐλεγχόμενη πράξη διαχειρίσεως εὑρίσκεται σέ συμφωνία μέ τίς διατάξεις τοῦ Νόμου (Α. Τάχου,...). Ἀπό τήν ἄποψιν δέ αὐτή γίνεται ἔρευνα περί του: α) ἐάν ἠκολουθήθη ἡ προβλεπόμενη ὑπό τοῦ νόμου διαδικασία, β) ἐάν ἐτηρήθησαν οἱ προβλεπόμενοι ὑπό τοῦ νόμου τύποι, γ) ἐάν συνέτρεξαν οἱ ὑπό τοῦ νόμου ὁριζόμενες διά τήν ἔκδοσιν τῆς συγκεκριμένης πράξεως προϋποθέσεις, δ) ἐάν ἐξεδόθη ἡ πράξις διά τόν ὑπό τοῦ νόμου προβλεπόμενον πρός ἔκδοσιν αὐτῆς σκοπόν ἤ μήπως τυχόν ἐξεδόθη κατά κατάχρησιν ἐξουσίας ἤτοι διά σκοπόν ἄλλον ἤ τόν ὑπό τοῦ νόμου προβλεπόμενον καί ἐ) μήπως τυχόν ἐξεδόθη κατά πλάνην περί τά πράγματα (Γ. Παπαχατζή...).
Ὡς πρός τόν ὑπό στοιχεῖον δ’ ἔλεγχον πρέπει νά διευκρινισθῆ ὅτι δέν συνιστᾶ ἔλεγχον σκοπιμότητος ἀλλά γνήσιον ἔλεγχον νομιμότητος, δηλαδή ἔλεγχον τῆς νομιμότητος τοῦ σκοποῦ εἰς τόν ὁποῖον κατατείνει ἡ πράξις ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἐάν ἡ συγκεκριμένη πράξις ἐξεδόθη πρός ἱκανοποίησιν σκοποῦ μή προβλεπομένου ἤ μή ἐπιτρεπομένου ὑπό τοῦ νόμου, ἔστω καί ἐάν ὁ σκοπός αὐτός εἶναι καθ’ ἐαυτόν νόμιμος, τότε ἡ πράξις αὐτή δέν εἶναι νόμιμος καί ὁ Μητροπολίτης ὀφείλει νά διαπιστώση “μή νομιμότητα” τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως...”
“Αντίθετα ὁ ἔλεγχος σκοπιμότητος, ὁσάκις ἐπιτρέπεται, τείνει νά διαπιστώση ἐάν ἡ πράξις, ἡ ὁποία εἶναι πάντως νόμιμος, ἦταν σκόπιμον νά ἐκδοθῆ. Καί γιά νά γίνω περισσότερον σαφής εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν, ἐάν τό Ἡγουμενοσυμβούλιον ἀποφασίση τήν δαπάνην ποσοῦ 10.000.000 δραχμῶν διότι κρίνει ὅτι πρέπει νά κατασκευάση μία νέα πτέρυγα ξενώνων πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν συνεχῶς αὐξανομένων κατ’ ἀριθμόν προσκυνητῶν, ὁ Μητροπολίτης θά ἐρευνήση μόνον ἐάν ἡ δαπάνη αὐτή ἀπεφασίσθη κατά τή νόμιμη διαδικασία, δέν δύναται ὅμως νά ἐλέγξη τήν κρίσιν τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου περί τοῦ ἐάν εἶναι ἤ ὄχι ἀναγκαία ἡ κατασκευή τῶν νέων ξενώνων. Ἐάν ὅμως τό Ἡγουμενοσυμβούλιον ἀποφασίση νά δαπανήση ἕνα ὁρισμένον ποσόν διά τήν κατασκευήν ἐντός του περιβόλου τῆς Μονῆς θεάτρου εἰς τό ὁποῖον θά μετακαλεῖ θιάσους πρός ἀναψυχήν τῶν μοναχῶν, βεβαίως καί θά ἀρνηθῆ ὁ Μητροπολίτης νά θεωρήση νόμιμον τήν διενέργειαν τῆς δαπάνης αὐτῆς διότι ὁ σκοπός, διά τόν ὁποῖον διενεργεῖται ἡ δαπάνη, δέν εἶναι νόμιμος σέ σχέση μέ τήν μοναχικήν ἰδιότητα. Στήν περίπτωσιν αὐτήν ἡ παρανομία τοῦ σκοποῦ καθιστᾶ μή νόμιμον τήν δαπάνην καί ἄρα μή νόμιμον τήν διαχείρισιν.
Περαιτέρω ὁ ἔλεγχος νομιμότητος γιά νά εἶναι σωστός πρέπει νά ἐνεργηθῆ μέ ἀξιολόγησιν ὅλων των σχετικῶν μέ τήν διενέργειαν τῆς ἀντιστοίχου δαπάνης δικαιολογητικῶν. Ἐάν δηλαδή καλεῖται ὁ Μητροπολίτης νά διαπιστώση ἐάν ἐγένετο νομίμως ἡ πληρωμή ὁρισμένου ποσοῦ διά τήν προμήθειαν διαφόρων ὑλικῶν, τά ὁποῖα ἡ Μονή προμηθεύθηκε κατόπιν δημοπρασίας, θά πρέπει νά ὑποβληθοῦν εἰς τόν Μητροπολίτην ὅλα τα σχετικά δικαιολογητικά δαπάνης, δηλαδή ὄχι μόνον ἡ ἀπόδειξις τοῦ προμηθευτοῦ ὅτι εἰσέπραξε τό συγκεκριμένον ποσόν, ἀλλά καί ἡ προκήρυξη τῆς δημοπρασίας, οἱ ὑποβληθεῖσες προσφορές, ἡ καταρτισθεῖσα σύμβασις κλπ. Ὁ Μητροπολίτης δηλαδή θά διενεργεῖ ἔλεγχον παρόμοιον μέ ἐκεῖνον τόν ὁποῖον διενεργοῦν οἱ Πάρεδροι τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου ὅταν θεωροῦν τά ἐντάλματα πληρωμῆς τοῦ Δημοσίου καί ἐλέγχουν τήν λογοδοσίαν τῶν δημοσίων ὑπολόγων, ὁπότε ζητοῦν καί τό στέλεχος τοῦ ἀεροπορικοῦ εἰσιτηρίου καί τίς ἀποδείξεις τοῦ ξενοδοχείου, ὁσάκις ὁ ὑπόλογος χρειάσθηκε, γιά νά ἐκτελέση τό ἔργον τό ὁποῖον τοῦ ἀνετέθη, νά ταξιδεύση καί νά διανυκτερεύση σέ ξενοδοχεῖον.
Μόνον ὅταν γίνει κατά τόν ἐκτεθέντα τρόπον εἶναι νόμιμος ὁ ἔλεγχος νομιμότητος.”...
“Όπως ὁρίζει τό ἄρθρον 39 τοῦ ΚΧΕ ὁ Μητροπολίτης ἀσκῶν τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνας πνευματικήν ἐποπτείαν ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν διενεργεῖ καί “τήν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων” τῶν μοναχῶν, δοθέντος δέ ὅτι δέν ἀποκλείεται ἡ παράβασις τοῦ πολιτειακοῦ Νόμου νά συνιστᾶ ἐν ταυτῶ καί κανονικόν παράπτωμα, συνάγεται ὅτι ἡ τέλεσις κανονικοῦ παραπτώματος κατά τήν οἰκονομικήν διαχείρισιν δύναται νά ἔχει ἐπιπτώσεις ἐπί τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἀποτελεῖ ἀντικείμενον τοῦ ἐλέγχου νομιμότητος τοῦ ἀσκουμένου ὑπό τοῦ Μητροπολίτου. Συνεπῶς ὁ Μητροπολίτης ὑποχρεοῦται νά χαρακτηρίσει ὡς μή νόμιμον τήν διαχείρισιν ὄχι μόνον ὅταν δί’ αὐτῆς παρεβιάσθη ἡ πολιτειακή νομοθεσία, ἀλλά καί ὅταν δί’ αὐτῆς ἐχώρησε παράβασις τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας τουλάχιστον στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες ἡ παράβασις αὐτή συνιστᾶ καί πειθαρχικόν παράπτωμα τοῦ μοναχοῦ.
Μέ βάση ὅσα ἐξετέθησαν ἀνωτέρω καί εἰς τό πλαίσιον τῆς σχετικῆς προβληματικῆς, ἀνέτως ὑποστηρίζεται πλέον ὅτι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως δύναται καί πρέπει νά ἐπεκταθεῖ εἰς πάσαν ἐνέργειαν τῶν μοναχῶν ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνάρτησιν τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος αὐτῶν διά τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς πάσης φύσεως περιουσίας τῆς Μονῆς ἤ τῶν γενομένων πρός αὐτή ἐπιδοτήσεων πάσης μορφῆς καί ὀθενδήποτε προερχομένων, ἔστω καί ἐάν αἵ οἰκεῖαι διατάξεις βάσει τῶν ὁποίων ἔγινε ἡ χρηματοδότησις προβλέπουν ἄλλον τρόπον ἐλέγχου. Παραλλήλως πρός τόν ἔλεγχον αὐτόν θά ἀσκηθεῖ καί ὁ ἔλεγχος τοῦ Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε εἶναι ὄχι μόνον εὐρύτερος ἀλλά καί εἰδικότερος, διότι ἀναφέρεται καί εἰς τήν “νομιμότητα” τῶν διαχειριστικῶν ἐνεργειῶν τῶν μοναχῶν ἐξ ἐπόψεως πειθαρχικοῦ δικαίου. Τυχόν ἀπαγόρευσις διά τοῦ νόμου εἰς τόν Μητροπολίτην νά ἀσκήσει καί αὐτός ἔλεγχο νομιμότητος θά παρεβίαζε τήν συνταγματικῶς κατοχυρωμένην αὐτοδιοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.”
5. Μοναχοί καί Σωματεῖα - Ἑταιρεῖες
Κατά τό κανονικό δίκαιό της Ἐκκλησίας, οἱ Μονές, ἀλλά καί οἱ μοναχοί δέν μποροῦν νά συνιστοῦν Σωματεῖα καί Ἑταιρεῖες, δηλαδή δέν ἔχουν τό δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι οὔτε τοῦ δικαιοπρακτεῖν. Μερικοί, ὅμως, ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ μοναχοί καί Ἱερομόναχοι, ὡς Ἕλληνες πολίτες, ἔχουν αὐτό τό δικαίωμα. Στό θέμα αὐτό ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος γράφει:
“Ο ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς εἶναι ἁρμόδιος νά διενεργεῖ διά διαπραχθέντα ὑπό μοναχῶν κανονικά παραπτώματα. Εἶναι δέ πολύ πιθανόν ἕνα κανονικό παράπτωμα νά συνάπτεται πρός τήν ὑπό τοῦ μοναχοῦ διενεργουμένην οἰκονομικήν διαχείρισιν τῆς μονῆς ἤ νά ἀποτελεῖ παράπτωμα, αὐτή καθ’ ἐαυτήν συγκεκριμένη οἰκονομική δραστηριότητα τοῦ μοναχοῦ π.χ. ἄσκησις ἐμπορικῆς δραστηριότητος. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσιν ἡ διαχείρισις εἶναι μή νόμιμος διότι ὅταν ὁ νόμος ὁρίζει ὅτι ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς ἐλέγχει τή νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως ἐννοεῖ ὅτι ἡ διαχείρισις δέν ἀρκεῖ νά εἶναι νόμιμη “λογιστικώς” ἀλλά καί ἐξ ἀπόψεως πειθαρχικοῦ δικαίου τῶν μοναχῶν. Μέ ἄλλα λόγια ἐάν τό ἡγουμενοσυμβούλιον διεχειρίσθη μέν τά εἰσοδήματα τῆς μονῆς κατά τρόπον σύμφωνον μέ τάς ἀρχάς τῆς λογιστικῆς καί κατά τρόπον κερδοφόρον ἀποδόσαν πλήρη λογαριασμό καί τοποθετῆσαν τά χρήματα εἰς τό Ταμεῖον τῆς Μονῆς, πλήν ὅμως ἡ σχετική δραστηριότης ἦταν ἀνεπίτρεπτη κατά τούς ἱερούς Κανόνας, π.χ. ἐγένοντο τοκογλυφικά ὑπέρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς δάνεια ἤ ἄσκησις ἐμπορίας, τότε ἡ διαχείρισις δέν εἶναι νόμιμος καί ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς ὀφείλει νά διαπιστώσει, κατά τήν ἄσκησιν τοῦ ἐλέγχου, “μή νομιμότητα” τῆς διαχειρίσεως”.
...“Υπό τά δεδομένα αὐτά ὁ μοναχός δέν ἐπιτρέπεται νά συνιστᾶ προσωπικές ἤ ἑταιρικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ὁποῖες, ὡς ἐκ τοῦ προορισμοῦ τους, ἀποβλέπουν εἰς τό κέρδος ἔστω καί ἐάν αὐτό τό κέρδος καταλήγει εἰς τό ταμεῖον τῆς Μονῆς καί ὄχι εἰς τά θυλάκια τῶν μοναχῶν.
Ἡ κρίσις περί τοῦ ἐάν ὁρισμένη δραστηριότητα εἶναι, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἤ ὄχι ἐπιτετραμμένη εἰς τόν μοναχόν πρέπει νά εἶναι αὐστηρή ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἐν ἀμφιβολία τό τεκμήριον λειτουργεῖ κατά τοῦ ἐπιτρεπτοῦ της δραστηριότητος αὐτῆς. Τά αὐτά ἰσχύουν προκειμένου καί περί συμμετοχῆς τοῦ μοναχοῦ εἰς σωματεῖον ἤ περί τῆς συγκροτήσεως σωματείου ὑπό μοναχῶν.
Καί εἶναι πρόδηλον ὅτι ὁ ἐπιχώριος Ἀρχιερεύς ἔχει ἁρμοδιότητα ἐλέγχου ἐν προκειμένω, διότι καί διά τό ζήτημα αὐτό ὁ ἔλεγχος εἶναι ἔλεγχος νομιμότητος”.
6. Ὁ χαρακτήρας τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ
Στό τέλος τῆς πολύ ἐνδιαφέρουσας μελέτης του, ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:
...“Επειδή δέ τώρα τελευταία ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὁρισμένες Μονές ἔχουν ἀρχίσει νά ἀναπτύσσουν διάφορες δραστηριότητες πρός “τά ἔξω”, ἐκμεταλλευόμενες καί τήν οἰκονομική τους ἐνίσχυση ἀπό χρηματοδοτικά προγράμματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, δέν θά ἦταν ἄσκοπο νά ὑπομνησθῆ ὁ κύριος χαρακτήρας τοῦ ὀρθοδόξου κατ’ ἀνατολᾶς μοναχισμοῦ.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, χωρίς νά εἶναι ἀντικοινωνικός ἤ ἀπόκοσμος, εἶναι ἡσυχαστικός καί ὄχι τῆς ἐξωτερικῆς δράσεως (ἀκτιβιστικός) ὅπως εἶναι ὁ δυτικός μοναχισμός, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει ὡς σκοπόν τοῦ ἀνθρώπου τήν θέωσιν, ὅπως ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, ἀλλά τήν ἠθικήν βελτίωσιν, ἡ δέ ἐξωστρέφεια τοῦ δυτικοῦ μοναχοῦ μέ τήν ποικίλη κοινωνική προσφορά “δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά γνωρίση καί τήν πνευματικήν του ἀσθένεια καί ἐμπάθεια καί ἔτσι νά ἀγωνισθῆ γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν ἕλλαμψι” (Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους...). Καί δέν πρέπει οὐδ’ ἐπί στιγμήν νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἡσυχασμός “συνιστᾶ τήν πεπτουσίαν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ταυτιζόμενος μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὅρος Ὀρθοδοξία” καί ὅτι “Ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνύπαρκτη καί ἀδιανόητη (Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ...)”.
Βέβαιά το θέμα εἶναι λελυμένο ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς. Σαφῶς οἱ Ἱεροί Κανόνες ὁρίζουν ποιά εἶναι ἡ ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου στίς Ἱερές Μονές, ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ Ἡγούμενος ὅλων των μοναχῶν καί τῶν Ἡγουμένων, εἶναι εἰς “τύπον καί τόπον” τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπίσης οἱ ἱεροί Κανόνες ὁρίζουν καί ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ, ὅτι ὀφείλουν ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο, σέ ὅ,τι βέβαια δέν ἀντίκειται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, ἤτοι ἡ θέωση τῶν Μοναχῶν, καί ὄχι οἱ ἐπιχειρήσεις καί μάλιστα οἱ ἐπιχειρήσεις πού γίνονται μέ σύγχρονους ἐμπορικούς τρόπους. Ὅμως ἔχει μεγάλη σημασία ὅτι ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος, τονίζοντας καί τήν πνευματική προοπτική του Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ὅπως φαίνεται στό κείμενο, ἀντιμετωπίζει καί τίς νομικές διαστάσεις τοῦ προβλήματος, ὡς ἐξαίρετος Νομικός.
Θά θέλαμε νά συγχαροῦμε θερμά τόν λαμπρό ἐπιστήμονα καί Χριστιανό κ. Ἀναστάσιο Μαρίνο, γιά τήν μεγάλη προσφορά του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί εἰδικῶς στό θέμα αὐτό πού ἀπασχολεῖ τήν Ἱερά Μητρόπολή μας, καί τήν βοήθειά του στό νά μήν ἀλλοιωθῆ ὁ σκοπός καί τό πνεῦμα τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, τοῦ ὁποίου κέντρο πρέπει νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Κανόνες, καί ὄχι τό Κράτος, τό Πρωτοδικεῖο καί οἱ Ἑταιρεῖες, μέ τίς νομικές καί νομικίστικες ἑρμηνεῖες τους.
ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ
- Προβολές: 2866