Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ἐκκοσμίκευση στὴν Ἐκκλησία
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Δημοσιεύθηκε στήν “Καθημερινή” τῆς Κυριακῆς 16-1-2000
Ἡ τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ὀκτώβριος 1999) ἦταν πολύ σημαντική. Δέν πρόκειται ἐδῶ νά ἐντοπίσω αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἀλλά κυρίως νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ Ἱεραρχία αὐτή ἦταν πάρα πολύ σημαντική καί κρίσιμη, γιατί, ἐκτός των ἄλλων, ἔθεσε τό θέμα τῆς ἐκκοσμίκευσης στήν Ἐκκλησία. Ἔγινε πολύς λόγος γιά τό φαινόμενο αὐτό πού εἶναι τό κυριότερο πρόβλημα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Συνήθως ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τήν ἐκκοσμίκευση, ἀλλά ὅλοι τήν ἀποδίδουν στούς ἄλλους.
Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅτι, μιλώντας γιά τήν ἐκκοσμίκευση, τήν περιορίζουμε σέ ἐξωτερικά πράγματα, γιά παράδειγμα στό σκουλαρίκι τῶν νέων, τά ἀνέκδοτα, τήν χρησιμοποίηση τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, κλπ. Ὅμως ἡ ἐκκοσμίκευση δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτά τά σημεῖα, ἀλλά ἐκφράζει μιά βαθύτερη νόσο, εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐκκλησιολογίας.
Ὁ Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κ. Εἰρηναῖος, σέ εἰσήγησή του στήν Δ' Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μέ θέμα “ἡ ἐκκοσμίκευσις ὡς γεγονός καί ὡς ἀπειλῆ εἰς τήν σύγχρονον Ὀρθοδοξίαν”, ἀναφέρεται διεξοδικῶς στήν προσέλευση καί τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ὡς πρός τόν ὄρο ἐκκοσμίκευση γράφει ὅτι χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1850 ἀπό τόν G.L. Holyoke καί “προσδιορίζει ἕνα σύστημα, τό ὁποῖο ἐπιδιώκει νά ἑρμηνεύση τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Κοινωνίας του, ἀλλά βεβαίως καί ὅλου του κόσμου καί ὅλων των ἀνθρώπων ἐπάνω στίς ἀρχές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ληφθεῖ ἀπό τοῦτον τόν κόσμο στόν ὁποῖον ζοῦμε. Ἀρχές οἱ ὁποῖες εἶναι ἄσχετες καί ἀσύνδετες μέ τήν πίστη στόν Θεό μέ ὁποιοδήποτε θεό καί μέ τήν μέλλουσα ζωή”. Ὡς παράδειγμα ἐκκοσμικεύσεως ἀναφέρει τόν Διαφωτισμό καί ὡς ἀπειλῆ γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρουσιάζει τήν “ἐγκοσμιότητα”, τόν “ἀθεϊσμό”, “τήν ἁμαρτία”, “τόν εὐσεβισμό”, “τίς Κοινωνικές - προσωπικές κατακτήσεις”.
Συχνά κάνουμε λόγο γιά τίς παρανοήσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ὁ ἀείμνηστος Ἰάκωβος Μάϊνας, μεταξύ των πολλῶν παρανοήσεων, ὑπογραμμίζει τρεῖς, ἤτοι τήν “χριστιανική κοσμοθεωρία” πού συνδέεται μέ τήν ἐπιθετικότητα καί τόν ἀνταγωνισμό στίς ἄλλες κοσμοθεωρίες, τήν “κοσμοφοβία” πού ἔχει σχέση μέ τήν ἀμυντική στάση καί μέ μιά κλειστῆ ἀποικία μέσα στόν κόσμο, καί τήν “ἐκκοσμίκευση” πού στηρίζεται στήν διατάραξη τῆς σχέσης μεταξύ ὑπερβατικότητας καί ἐνδοκοσμιότητας.
Κυρίως ἡ ἐκκοσμίκευση πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι, κατά τόν προηγούμενο θεολόγο, ἡ νοοτροπία κατά τήν ὁποία ὁ ὑπερβατικός Θεός ἐνταφιάζεται “μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι” καί ὅταν ἡ “ἱστορική δράση σφετερίζεται τόν ἁγιαστικό χαρακτήρα καί τό ἱερατικό ἦθος τῆς θρησκευτικῆς λατρείας”. Ὑπάρχουν δύο φράσεις πού ἑρμηνεύουν τήν ἐκκοσμίκευση μέσα σ’ αὐτόν τόν προσδιορισμό. Ἡ μία: “προσευχή γίνεται πιά ἡ καθημερινή ἀνάγνωση τῆς ἐφημερίδας”, καί ἡ ἄλλη περικλείεται στά λόγια τοῦ Heine: “ἅς ἀφήσωμε τόν οὐρανό στούς παπάδες καί τά σπουργίτια”, προφανῶς γιά νά ἀσχοληθοῦμε μόνον μέ τόν κοινωνικό χῶρο.
Σέ κάποια φάση ὁ δυτικός Χριστιανισμός ὄχι μόνον υἱοθέτησε τήν ἐκκοσμίκευση, ἀλλά καί τήν θεσμοποίησε, ἀφοῦ ἀπογύμνωσε τόν Χριστιανισμό ἀπό τό πνευματικό καί ἐσχατολογικό στοιχεῖο του, καί τόν ἔκανε μιά κοινωνική ὀργάνωση καί ἕνα ἠθικιστικό σύστημα.
Ἡ ἐκκοσμίκευση ὡς ὅρος εἰσῆλθε καί στόν δικό μας χῶρο, γιά νά χαρακτηρίση μιά παράλληλη κίνηση πού ἐπικρατοῦσε καί σέ μᾶς, ὅμοια μέ ἐκείνη πού ὑπῆρχε στήν Δύση, μέ τήν διαφορά ὅτι σέ μᾶς ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει τό δόγμα ἀναλλοίωτο, τά ζωτικά κέντρα ζωῆς, πού εἶναι οἱ Ἐνορίες καί τά Μοναστήρια, ἡ πλούσια ἐκκλησιαστική καί πατερική παράδοση, δέν μπόρεσε ἡ ἐκκοσμίκευση νά θεσμοποιηθῆ, ἀλλά ἐνεργεῖ σέ ἐπίπεδο προσωπικό. Θά μπορούσαμε νά ἐντοπίσουμε τρεῖς χώρους στούς ὁποίους φαίνεται ἡ ἐκκοσμίκευση, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε καί τήν σημειολογία τοῦ ὄρου.
Γίνεται λόγος γιά ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία. Φυσικά, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, δέν ἐννοοῦμε ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ἀλλά ἐκκοσμίκευση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἔχει σκοπό νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγήση στήν θέωση. Ἡ ὕπαρξη τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας φαίνεται στήν ἐπιτυχία νά θεραπεύη τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως μιά ἰατρική ἐπιστήμη ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν βαθμό τῆς ἐπιτυχίας, καί ὅπως ὁ ἐπιστήμονας ἰατρός ἀποδεικνύεται ἀπό τόν βαθμό τῆς θεραπείας τοῦ ἀσθενοῦς ἀνθρώπου, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἐκκλησία.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μιά Ἐκκλησία πού δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἀσχολεῖται μέ ἄλλα ἔργα εἶναι ἐκκοσμικευμένη. Ἡ Ἐκκλησία ἐκκοσμικεύεται ὅταν θεωρεῖται ὡς μιά θρησκευτική ὀργάνωση πού ἱκανοποιεῖ τά θρησκευτικά συναισθήματα καί προσπαθεῖ νά ἐξιλεώση τόν Θεό. Μιά Ἐκκλησία πού ἔχει ὡραῖες τελετές, χωρίς νά διατηρῆ τόν ἡσυχαστικό θεραπευτικό χαρακτήρα, εἶναι θρησκευτική ὀργάνωση. Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία ἐκκοσμικεύεται ὅταν θεωρῆται ὡς ἰδεολογικός χῶρος, καί ὄχι ὡς χῶρος ζωῆς, ὅπου νικᾶται ὁ θάνατος, μέ ὅλες τίς συνέπειές του, πού εἶναι οἱ ἀρρώστειες, τά πάθη, ἡ ἀβεβαιότητα καί ἡ ἀνασφάλεια. Γιατί τό φαινόμενο τοῦ θανάτου δέν εἶναι ἕνα στιγμιαῖο βιολογικό γεγονός, ἀλλά μιά συνταρακτική διαδικασία πού συνδέεται μέ τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔχει σχέση μέ τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα. Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία ἐκκοσμικεύεται ὅταν θεωρῆται σάν μιά κοινωνική ὀργάνωση, πού εἶναι ἀπαραίτητη στήν κοινωνία γιά τήν κοινωνική της χρησιμότητα, ἀφοῦ τήν χρειάζονται γιά νά κοσμῆ διάφορες τελετές καί νά ἐπιτελῆ διάφορα κοινωνικά ἔργα. Μιά τέτοια Ἐκκλησία δέν ἀπορρίπτεται καί ἀπό αὐτούς τούς λεγομένους ἀθέους. Ἔτσι, μιά Ἐκκλησία πού σταυρώνει ἀντί νά σταυρώνεται, πού ζητᾶ τήν ἐγκόσμια δόξα ἀντί τήν δόξα τοῦ Σταυροῦ, εἶναι ἐκκοσμικευμένη.
Μιλοῦμε ἀκόμη καί γιά τήν ἐκκοσμίκευση στήν θεολογία. Στήν πατερική παράδοση φαίνεται ὅτι θεολόγοι εἶναι οἱ θεοπτες, πού ἀπέκτησαν τήν προσωπική πείρα τοῦ Θεοῦ καί ὁμιλοῦν ἀπλανῶς καί θεοπνεύστως γιά τόν Θεό. Θεολογία εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἀποκαλύψεως. Καθαρό δεῖγμα ἐκκοσμικεύσεως στήν θεολογία εἶναι ἡ λεγομένη σχολαστική θεολογία πού ἀναπτύχθηκε στόν Μεσαίωνα, καί ὡς μέθοδος ἐργασίας ἐπικρατεῖ καί σήμερα. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ σχολαστική θεολογία στηρίχθηκε πολύ στόν ὀρθό λόγο, ὡς μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Δέν κατηγορεῖ κανείς τήν λογική, ἀλλά ὅταν ἡ λογική χρησιμοποιεῖται γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πτωτικό γεγονός. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία στήν οὐσία τῆς εἶναι ἡσυχαστική, πού σημαίνει χρησιμοποιεῖ διπλή μεθοδολογία, ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γιά τήν διερεύνηση τῶν κτισμάτων (λογική), καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ (νοῦς). Ἔτσι, ὅταν ἡ θεολογία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν λύση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἀναφέρεται στό πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα θά προχωρήση στό καθ’ ὁμοίωση, ἀλλά ἐξαντλεῖται σέ βερμπαλισμούς καί σέ ἕνα ἀφυδατωμένο κοινωνικό ἔργο, καί ἐξελίσσεται σέ ἕνα ἠθικιστικό σύστημα, τότε εἶναι ἐκκοσμικευμένη. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί φυσικά, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο, γι’ αὐτό καί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία γνωρίζει καί ἀγωνίζεται νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐκκοσμίκευση φαίνεται καί στήν ποιμαντική πού ἔχει μεγάλη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία της. Ἐπειδή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ θεολογία εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἀποκαλυπτικός λόγος, γι’ αὐτό καί ἡ ποιμαντική εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ θεολόγος ἐκκλησιοποιεῖ τόν τραυματισμένο καί πονεμένο ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ τήν ποιμαντική ὡς τήν πιό δύσκολη ἐπιστήμη καί ὁπωσδήποτε τήν συνδέει μέ τήν θεραπεία καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἐξωτερική δραστηριότητα οὔτε σέ μιά ψυχολογική ἀνάπαυση καί ξεκούραση, ἀλλά στήν προσπάθεια νά καθαρισθῆ ἡ καρδιά καί νά φωτισθῆ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Μιά ποιμαντική ὅμως πού δέν γίνεται μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια, ἀλλά ἐξαντλεῖται μόνον στήν ἠθικολογία, τήν ψυχολογία, τήν κοινωνικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἀπαλλαγή τοῦ μόνον ἀπό τά ναρκωτικά καί τό ἀαάε, κινεῖται δηλαδή μέσα σέ νομικιστικά πλαίσια, εἶναι ὁπωσδήποτε ἐκκοσμικευμένη καί ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν αὐτάρκεια καί τόν φαρισαϊσμό.
Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι τό πρόβλημα τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι πολύ μεγάλο καί ἀπειλεῖ αὐτήν τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τόν Θεό, καί τήν λύση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων του. Δέν τόν ἀπασχολεῖ τόσο ἡ παράταση τῆς ζωῆς, ὅσο ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ὁπότε, ὅταν ἡ Ἐκκλησία δέν τόν βοηθᾶ στήν ἀναζήτησή του αὐτή, ἀλλά κινεῖται καί αὐτή στά ἴδια πλαίσια καί ἐπίπεδά των ἀνθρωποκεντρικῶν ὀργανώσεων, τότε ἀπογοητεύει ἀκόμη περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ γιά νά συναγωνίζεται ἄλλους κοινωνικούς φορεῖς, καί ἴσως νά προσφέρη καλύτερο κοινωνικό ἔργο, ἀλλά γιά νά κινῆται σέ ἄλλο ἐπίπεδο καί νά προσφέρη στόν ἄνθρωπο αὐτό πού δέν ἔχουν οἱ ἄλλοι. Χωρίς νά παραγνωρίζη τήν ἱστορία καί τήν κοινωνία. Ὅμως, ὅταν δέν ἀνταποκρίνεται σέ αὐτόν τόν σκοπό, τότε προκαλεῖ ἀπογοήτευση.
Ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτό πού ἀλλοιώνει τό πραγματικό της πνεῦμα, τήν ἀληθινή της ἀτμόσφαιρα. Βέβαια, δέν ἀλλοιώνει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά τά μέλη της. Ἡ ἐκκοσμίκευση δέν ὁδηγεῖ στήν θέωση πού εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μιά ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀφοῦ κοινωνικοποιεῖ καί ἐκνομικεύει τόν ζῶντα ἀποκαλυπτικό λόγο, ἱστορικοποιεῖ τήν ἐσχατολογική προοπτική της Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ τήν μεταμορφωτική δυναμικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εἰσέρχεται στόν κόσμο, γιά νά τόν ἐκκλησιοποιή καί ὄχι ὁ κόσμος νά εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία γιά νά τήν ἐκκοσμικεύη.
Μιά ἐκκοσμικευμένη Ἐκκλησία εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρη καί ἀδύναμη νά ἐκκλησιοποιήση τόν κόσμο. Καί οἱ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοί εἶναι ἀποτυχημένοι σέ ὅλα τα ἐπίπεδα.
- Προβολές: 3689