Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐπίκαιροι λόγοι τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁ σχολιασμός ἀποφθεγμάτων τοῦ Γεροντικοῦ μπορεῖ ἄραγε νά θεωρηθῆ ἐπίκαιρος; Στήν δημοσιογραφική ὁρολογία “ἐπίκαιροι σχολιασμοί” εἶναι αὐτοί πού ἀναλύουν πρόσφατα γεγονότα, πού σχολιάζουν τήν τρέχουσα πραγματικότητα. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, οἱ λόγοι πού εἰπώθηκαν ἀπό τούς Πατέρες τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, πρίν ἀπό δεκαεπτά αἰῶνες, δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ὑλικό ἐπίκαιρου σχολιασμοῦ. Αὐτό λέει μιά πρώτη ἐπιπόλαιη σκέψη.
Ἐπίκαιρο, ὅμως, δέν εἶναι μόνο αὐτό πού συλλαμβάνει, ὡς τρέχουσα πραγματικότητα, ἡ δημοσιογραφία. Μιά τέτοια προσέγγιση τοῦ ὄρου εἶναι πρόχειρη καί ἐπιδερμική. Ἐπίκαιρο εἶναι καθετί πού ἀφορᾶ στόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων των ἐποχῶν, ἔχει βαθύτατες ἐσωτερικές ἀνάγκες. Καθετί, λοιπόν, πού τόν βοηθᾶ στήν πορεία τῆς ζωῆς του, σ’ ὅλα τα ἐπίπεδά της ὑπάρξεώς του, εἶναι ἐπίκαιρο. Εἶναι φανερό, ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητό το ἐπίκαιρο νά εἶναι ταυτόχρονα καί σύγχρονο, δηλαδή γέννημα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Μπορεῖ νά μᾶς ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν, μέσω μιᾶς ζωντανῆς παράδοσης, ἡ ὁποία στόν κατάλληλο καιρό μᾶς τρέφει μέ χυμούς τοῦ παρελθόντος, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, δέν ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως. Ἐπίκαιρο, ἄλλωστε, σύμφωνα μέ μία μή δημοσιογραφική ἑρμηνεία, εἶναι αὐτό πού πραγματοποιεῖται στόν κατάλληλο καιρό. Μέ αὐτή τήν ἔννοια μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά τήν ἐπικαιρότητα τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἐπειδή μέ πληρότητα ἀπαντᾶ “στά καίρια προβλήματα πού βασανίζουν τόν σημερινό ἀνθρωπο”. Ὁ Σέβ. Μητροπολίτης μᾶς κ. Ἱερόθεος σέ κείμενό του μέ τίτλο “Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ ἐποχή μας”, ἀναφερόμενος ἰδιαίτερα στούς ἁγίους Γρηγόριο Παλαμά, Μάξιμο ὁμολογητή καί Συμεών Νέο θεολόγο, γράφει, ὅτι “εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἐπικαιρότητα”, γιατί “μποροῦν νά μιλήσουν πολύ καλά στόν σύγχρονο ἀνθρωπο”, νά ἀπαντήσουν στά προβλήματα πού τόν βασανίζουν καί τά ὁποῖα πιθανῶς ὁ ἴδιος ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά μή συνειδητοποιεῖ.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια τῆς λέξης “ἐπικαιρος”, κάτω ἀπό τό γενικό τίτλο τῆς στήλης “ἐπίκαιροι σχολιασμοί”, θά στεγάσω μιά ἀναφορά μου σέ ἀποφθέγματα τοῦ Μ. Ἀντωνίου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀπόσταγμα τῆς μεγάλης ἀσκητικῆς του πείρας. Στήν ἐποχή μᾶς ἐξαπλώνεται σάν ἐπιδημία ἕνας πνευματικός λήθαργος, ὁπότε εἶναι πολύ ἐπίκαιρος ὁ ἀφυπνιστικός λόγος τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου.
“Ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Παμβῶ τόν Ἀββᾶ Ἀντώνιο: “Τί νά κάμω;” Καί τοῦ λέγει ὁ γέρων: “Νά μή ἔχης πεποίθηση στήν ἀρετή σου. Μήτε νά μεταμελῆσαι γιά πράγμα ὁπού πέρασε πιά. Καί νά κυριαρχῆς στή γλώσσα σου καί στήν κοιλιά σού”.
Ὁ Μ. Ἀντώνιος, μέ τίς τρεῖς προτάσεις πού εἶπε στόν Ἀββᾶ Παμβῶ, ἔδωσε ἕνα πρόγραμμα ἀσκητικῆς ζωῆς, πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο πνευματικά ἐλεύθερο καί ἀεικίνητο στήν ἀτελείωτη πορεία του πρός τόν Θεό. Εἶναι χρήσιμο -ἐπιβάλλοντας ἡσυχία στό νοῦ μας- νά ἀφήνουμε τά νοήματα τέτοιων λόγων νά νοτίζουν τήν ψυχή μας μέ τήν δροσιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόχρονα “πῦρ καταναλίσκον” τήν ἁμαρτία καί τήν ἐμπάθεια.
“Να μή ἔχης πεποίθηση στήν ἀρετή σού”. Αὐτός πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς ἀρετές του δέν εἶναι μόνο πνευματικά ἀδρανής, ἐπειδή θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ ἤδη φθασμένο, ἀλλά κινδυνεύει νά πέση ἀπό τό ὕψος στό ὁποῖο βρίσκεται, γιατί τρέφει μέσα του τήν αἰτία τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Δέν ἀξιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δέν ἀφήνουμε νά ἑδραιωθῆ μέσα μας καμμιά ἱκανοποίηση γιά ὑποτιθέμενες ἀρετές μας. Ἀφοῦ ἀκόμη βρισκόμαστε μέσα στόν πόλεμο μέ τά πάθη, ἀσκούμαστε στό νά μήν ἔχουμε καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό Ἀρχιμ. Σωφρόνιο: “Ὀφείλουμε νά διατηρήσουμε συγχρόνως μία πολύ δυνατή ὁρμή πρός τόν Θεό καί τή συνείδηση τῆς ἀνεπάρκειας καί τῆς φτώχειάς μας. Ἄν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι μέ τόν ἑαυτό μας, ἡ προσευχή παύει νά εἶναι αὐτό πού πρέπει νά εἶναι: ἔκρηξη ἡφαιστείου!”. Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐθεντική ἀρετή εἶναι μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό, βέβαια, δέν νοεῖται ὡς μιά ἁπλή ἐξωτερική συμμόρφωση πρός τό πρότυπό του Χριστοῦ, ἀλλά ὡς ἐσωτερική μεταμόρφωση, ἡ ὁποία συντελεῖται μέ τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μέσα μας ἐνεργεῖ τίς ἀρετές. Δέν ἔχουμε τίποτε δικό μας. Δέν εἴμαστε δημιουργοί• εἴμαστε δημιουργήματα. Ἄν ὁ Χριστός πάψη νά ἐνεργή μέσα μας, γινόμαστε κατά τόν λόγο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ “ἁμαρτωλή γή”. Ἡ ταπείνωση εἶναι αὐτή πού μᾶς σώζει καί, ἀκόμη, αὐτή εἶναι πού μετρᾶ τήν προκοπή μας. Ο Μ. Βασίλειος ἔλεγε: “Προκοπή γάρ ψυχῆς, προκοπή ταπεινώσεως• ὑστέρησις δέ καί ἀτιμία ἐξ ὑψηλοφροσύνης τίκτεται”. “Είπε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος: “Εἶδα ὅλες τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ ἁπλωμένες πάνω στή γῆ. Καί στέναξα καί εἶπα: Ποιός ἄρα θά τίς προσπεράση χωρίς νά τόν πιάσουν; Καί ἄκουσα φωνή νά μοῦ λέγη : Ἡ ταπεινοφροσύνη”.
“Μήτε νά μεταμελῆσαι γιά πράγμα ὁπού πέρασε πιά”. Αὐτός ὁ λόγος μοιάζει λίγο περίεργος. Εὔκολα μπορεῖ νά δημιουργήση τό ἐρώτημα: δηλαδή, δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση γιά τίς ἁμαρτίες ποῦ ἔγιναν στό παρελθόν; Δέν ἐννοεῖ αὐτό τό πράγμα. Αὐτό πού θέλει νά τονίση εἶναι ἡ βασική ἀλήθεια, ὅτι δέν πρέπει νά εἴμαστε στραμένοι σέ αὐτά πού ἔγιναν ἀλλά σέ αὐτά πού πρέπει νά γίνουν. Δέν στεκόμαστε στό “γιατί τό ἔκανα αὐτό τό πράγμα;”, ἀλλά προχωροῦμε στό “ἀπό ἐδῶ καί πέρα τί πρέπει νά κάνω”; Ἡ συνεχής ἐπανάληψη τοῦ ἐρωτήματος “γιατί τό ἔκανα;” δηλώνει ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐνασχόληση δέν μᾶς ἀφήνει νά προχωρήσουμε μπροστά. Δέν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά πνιγή στίς τύψεις. Μέ τόν πόνο τούς προχωροῦμε στήν μετάνοια, στήν “ἀπό ἐδῶ καί πέρα” διαφορετική πορεία, πού εἶναι αὐτή πού θά μᾶς σώση. Μετά ἀπό κάθε μᾶς πράξη ὁ νοῦς μᾶς πρέπει νά στρέφεται στό Χριστό καί ὄχι σ’ αὐτά πού κάναμε. Ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη τῶν πράξεών μας ἀπέναντί Του, χωρίς νά τίς πολυεξετάζουμε, χωρίς νά τίς ἀναλύουμε καί χωρίς κατ’ ἀρχήν νά γνωρίζουμε τό πραγματικό μέγεθος τῆς εὐθύνης μας. Ὁ Χριστός ξέρει καί ὁ Χριστός θά μᾶς θεραπεύση. “Είπε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος στόν Ἀββᾶ Ποιμένα: “Νά τί εἶναι τό μεγάλο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου: Νά ἀναλαμβάνη, μπροστά στόν Θεό, τήν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του καί νά περιμένη πειρασμούς ἕως τή στερνή του πνοή”.
“Και νά κυριαρχῆς στή γλώσσα σου καί στήν κοιλιά σού”. Μαζί μέ τόν ἐσωτερικό ἀγώνα πρέπει νά ρυθμίζονται καί τά ἐξωτερικά μέλη καί οἱ ἐξωτερικές σχέσεις. Ἡ πολυλογία ἐρημώνει τήν ψυχή, γι’ αὐτό, κατά τήν διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πρέπει νά ἀσκοῦμε τή σιωπή μέ γνώση, ἡ ὁποία εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς καί νά χαλιναγωγοῦμε τή γλώσσα τήν “μαινομένην” “προπηδᾶν ἐν ἀντιλογίαις”. Ὅσο γιά τήν κυριαρχία τῆς “κοιλιάς”, πρέπει νά εἰπωθῆ, ὅτι αὐτός πού νικᾶ τήν γεύση τῆς τροφῆς καί τόν κόρο τοῦ στομάχου, κυριαρχεῖ σέ ὅλο του τό σῶμα καί σέ ὅλες του τίς ἐπιθυμίες. Ἀποκτᾶ μεγάλη δύναμη.
Στόν καιρό μας, πού οἱ ἄνθρωποι κλείνονται στόν ἑαυτό τους, φυλακίζονται στά ἐφήμερα καί βυθίζονται σέ πνευματική ἀδράνεια, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀκούγεται ἡ ἐπίκαιρη φωνή τῆς παράδοσης τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀνοίγει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου γιά νά δεχθῆ τίς ἀκτίνες τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
- Προβολές: 3036