Skip to main content

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη: Τὸ Πολίτευμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη

Στό περιθώριο τῶν ἐργασιῶν ἑνός σεμιναρίου στίς πλαγιές τῶν ἑλβετικῶν Ἄλπεων, εἶχα πρόσφατα τήν εὐκαιρία νά ἀνταλλάξω ἀπόψεις γιά τήν εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας μέ ἐπιστήμονες ἀπό 25 διαφορετικές χῶρες πού βρέθηκαν ἐκεῖ. Τό δεῖγμα κάλυπτε ὅλα τα μήκη καί πλάτη τῆς ὑδρογείου, ἀφοῦ μόνον τέσσερεις προερχόμασταν ἀπό τήν Εὐρώπη. Θά ἤθελα σήμερα νά μεταφέρω μερικές σκηνές καί μερικές σκέψεις ἀπό αὐτές τίς ἐνδιαφέρουσες συζητήσεις.

Σκηνή πρώτη: Βόλτα μέ τόν Ἰνδό συνάδελφό μου. Μοῦ λέει: “Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες δέν εἶστε πολύ Εὐρωπαῖοι, ἔτσι δέν εἶναι;”. “Τί ἐννοεῖς;”, ρωτάω. “Νά, νά δέν εἶστε ξανθοί, μέ γαλάζια μάτια...” (Χωρίς νά τό γνωρίζει λέγει μιά μεγάλη ἀλήθεια, ἔστω καί μιλώντας φυλετικά).

Σκηνή δεύτερη: Ὁ Ἀρμένιος συνάδελφος συζητάει στό δεῖπνο μέ τόν Κενυάτη γιά τίς ἀτέλειες τῶν μεταφράσεων τοῦ Εὐαγγελίου στήν ἀγγλική καί στή ρωσσική γλώσσα, προκαλώντας τήν εὔλογη ἀπορία τοῦ δευτέρου: “Καί γιατί δέν παίρνουμε ἀπό τήν ἀρχή τό πρωτότυπο, ὥστε νά κάνουμε σήμερα μιά σωστή μετάφραση; Σέ ποιά γλώσσα εἶναι τό πρωτότυπο;” “Στήν ἑλληνική”, τοῦ ἁπαντά ὁ Ἀρμένιος. Ὁπότε, ἕνας πλημμυρισμένος ἀπό θαυμασμό Κενυάτης, στρέφεται πρός τό μέρος μου καί λέγει: “Ἀλήθεια; Εἶναι γραμμένο στήν γλώσσα σου τό σπουδαιότερο βιβλίο τοῦ κόσμου; Ἄν ἦταν στήν δική μου, θά ἤμουν ὁ πιό περήφανος ἄνθρωπος τοῦ πλανήτη!”.

Σκηνή τρίτη: Μέ ὁμάδα συναδέλφων ἀπό μακρινά μέρη, ὅπως ἡ Καμπότζη καί τό Περού. Ὅλοι ἐκφράζουν τό θαυμασμό τους γιά τά ἐπιτεύγματα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, τήν δημοκρατία, τήν φιλοσοφία κλπ., ἀλλά ταυτόχρονα ἀναρωτιοῦνται τί ἀπέγινε αὐτή ἡ χώρα μετά, καθώς δέν γνωρίζουν τίποτα μεταγενέστερο. Εἰδικά γιά χῶρες μέ πολιτικά προβλήματα καί ἀνελεύθερα καθεστῶτα, ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία φαντάζει ὡς ὀνειρεμένο πρότυπο. Ρωτοῦν τί συνέβη στήν συνέχεια. Ἦταν ὅλα μιά μακρόσυρτη περίοδος παρακμῆς;

Σκέφτομαι τί νά ἀπαντήσω, μή ἔχοντας γνώσεις πολιτικῆς θεωρίας. Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν, τά λεγόμενα “βυζαντινά”, εἴχαμε βασιλεία καί ὄχι δημοκρατία. Ἦταν, λοιπόν, χρόνια ὀπισθοδρόμησης καί ἀπολυταρχισμοῦ; Τί εἴδους πολίτευμα εἶχαν οἱ Ρωμηοί τῶν μέσων χρόνων, ἄνθρωποι βαθύτατα πολιτικοί, ὅπως ἄλλωστε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί τους, καί οἱ νεώτεροι ἀπόγονοί τους, καί ποιά ἀντίληψη εἶχαν γιά τήν ἐξουσία;

Στό “βυζαντινό” κράτος ὁ αὐτοκράτορας δέν ἐκλεγόταν, οὔτε κυβερνοῦσε, μέ βάση τήν ἐκφρασμένη θέληση τῆς πλειοψηφίας τοῦ λαοῦ. Φαίνεται πῶς ἡ συσσωρευμένη σοφία τῶν αἰώνων εἶχε διδάξει στούς Ρωμηούς προγόνους μᾶς κάποια πράγματα πού παραμελοῦνται σήμερα. Ἔτσι, γνώριζαν τίς ἐγγενεῖς ἀδυναμίες τῆς δημοκρατίας καί κυρίως τήν δυνατότητα ἐπηρεασμοῦ τοῦ λαοῦ πρός καταστρεπτικές ἐπιλογές μέσω ὑποδαύλισης τῶν ἀθρωπίνων παθῶν –αὐτό πού σήμερα ὀνομάζουμε λαϊκισμό. Ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας δέν εἶναι ἱκανή νά προλάβη τέτοια λάθη –γι’ αὐτό ἄλλωστε ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία ἔστειλε στόν θάνατο ἕναν ἀπό τούς σοφότερους καί πλέον ἀκέραιους ἀνθρώπους πού γέννησε ἡ ἴδια, τόν Σωκράτη. Γι’ αὐτό καί ψήφισε δημοκρατικά ὑπέρ τῆς καταστροφικῆς σικελικῆς ἐκστρατείας, ὅπως τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ὁ Θουκυδίδης.

Σέ ἀντίθεση, λοιπόν, μέ νεωτέρους δυτικούς θεωρητικούς πού ἔχουν ἀναγάγει σέ ὑπέρτατη ἀξία τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς, οἱ ὀρθόδοξοι Ρωμηοί γνώριζαν ὅτι ἡ ἐλευθερία ἐπιλογῆς εἶναι μιά μεταπτωτική κατάσταση καί ἄρα ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο ἀπό αὐτήν: ἡ ἐπιλογή τοῦ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου πού ὁδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τοῦ ὁποίου τό θέλημα ταυτίζεται μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά ἄν τό βυζαντινό πολίτευμα δέν ἦταν δημοκρατικό, δέν ἦταν ἐπίσης καί μιά κληρονομική μοναρχία κατά τά πρότυπά της μεσαιωνικῆς καί σύγχρονης Δύσης. Ὡς γνωστό, στήν Κωνσταντινούπολη βασιλιάς μποροῦσε νά ἀναδειχθῆ ὁποιοσδήποτε, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν καταγωγή του –μέχρι καί ἕνας πρώην βοσκός ἔφτασε στόν θρόνο (καί διέπρεψε) τόν 9ο αἰῶνα, ὡς Βασίλειος Α'. Ἡ βαθύτατα ἀντιρατσιστική συνείδηση τοῦ Ρωμηοῦ δέν ἀναγνώριζε κανένα κληρονομικό πλεονέκτημα σέ γιούς βασιλιάδων, ρηγάδων ἤ ἀρχόντων: κάθε ἄνθρωπος ἔπρεπε νά ἀποδείξη τήν ἀξία του στήν πράξη. Γι’ αὐτό καί, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ράνσιμαν, ἀπόπειρες αὐτοκρατόρων, ὅπως ὁ Ρωμανός Α' Λεκαπηνός καί οἱ Καντακουζηνοί, νά ἱδρύσουν δυναστεῖες ἀπέτυχαν ἐξαιτίας τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ λαοῦ. Σέ ἄλλες περιπτώσεις ἐπικράτησαν γιά κάποιο διάστημα οἰκογενειακές δυναστεῖες, ἀφοῦ ὅμως ἀπέσπασαν τήν νομιμοποίηση στήν συνείδηση τοῦ πληθυσμοῦ. Ὅταν αὐτή ἡ νομιμοποίηση ἐξέλιπε, οἱ δυναστεῖες ἀντικαταστάθηκαν.

Αὐτή ἡ παρατήρηση μᾶς φέρνει στό ἐρώτημα τοῦ τί ἀκριβῶς χρειαζόταν γιά νά νομιμοποιηθῆ ἕνας αὐτοκράτορας στήν συνείδηση τοῦ κόσμου. Γνωρίζουμε ὅτι, θεσμικά, ἀπαιτεῖτο ἡ ἐπευφημία ἀπό τόν λαό, τή Σύγκλητο καί τόν στρατό. Ἄν δέν συμφωνοῦσαν αὐτοί οἱ τρεῖς παράγοντες, ὁ αὐτοκράτορας δέν μποροῦσε νά θεωρεῖ ὅτι ἔχει ἀνέλθει νόμιμα στήν ἐξουσία.

Ἀλλά καί μετά τήν ἀνάρρησή του, ὁ αὐτοκράτορας δέν ἦταν ἀνεξέλεγκτος. Παρά τήν ρωμαϊκή κληρονομιά τοῦ αὐτοκράτορα - ἡμίθεου, πού συναντᾶται ἀκόμη στά χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ χριστιανική σκέψη σταδιακά προσέδωσε στήν ἐξουσία μιά ἔντονα “φιλολαϊκή” ἰδεολογία πού ἐκπλήσσει ἀκόμη καί σήμερα. Εἶναι γνωστοί, γιά παράδειγμα οἱ ἀγῶνες πολλῶν αὐτοκρατόρων ὑπέρ τῶν ἐλεύθερων χωρικῶν καί τῆς μικρῆς ἰδιοκτησίας, ἐναντίον τῶν “δυνατών” γαιοκτημόνων (Ρωμανός Ἅ' Λεκαπηνός, Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος, κλπ.).

Στήν πραγματικότητα, στό μυαλό τοῦ (πάντα ἐλεύθερου καί ἀνυπότακτου) Ρωμηοῦ, ἡ βασιλική ἐξουσία ὑπῆρχε μόνο κατά παραχώρηση, γιά νά ἀντισταθμίζη τή (μεταπτωτική) “φυσική” ροπή τοῦ ἀνθρώπου γιά φιλοκτημοσύνη, ἡ ὁποία, ἄν ἔμενε ἀνεξέλεγκτη, θά ὁδηγοῦσε στήν ἐπιβολή τῶν ἰσχυρῶν σέ βάρος τῶν πιό ἀδυνάμων, τῶν πιό φτωχῶν. Τό ἔχει συνοψίσει θαυμάσια ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅταν γράφει “ἴνα μή γένωνται (...) ἀλλήλων οἱ ἄνθρωποι παραναλώματα, μηδενός ἐπιστατοῦντος καί (μηδενός) τήν ἄδικόν του δυνατωτέρου κατά τοῦ ὑποβεβηκότος ὁρμήν κωλυόντος. Διά τοῦτο (...) βασιλεία (...) ἀναγκαίως ἐπεισήχθη” (PG 91, 452).

Ἀκολουθώντας τήν ἔξοχη ἀνάλυση αὐτοῦ του χωρίου ἀπό τόν Κ. Ζουράρι (“Ἄθλια, ἄθλα, θέμεθλα” σέλ. 360 κ.ε.), μποροῦμε νά τονίσουμε τρία σημαντικότατα συμπεράσματα:

1. Ἡ “βασιλεία”, ἡ ἐξουσία γενικότερα, εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης –καμμιά θεϊκή ὑπεροχή κανενός δέν ἀναγνωρίζεται. Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, “δεχόμαστε τήν ἐξουσία σάν ἕνα ἀναγκαῖο κακό, ὅπως ἀκριβῶς τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία” (“Ποιότητα ζωής”, σέλ. 130).
2. Στήν μεταπτωτική μας περίοδο ἡ ὁρμή τοῦ δυνατοτέρου θά εἶναι μόνιμη καί ἄδικη.
3. Ἡ ἐξουσία νομιμοποιεῖται (ἔχει λόγο ὕπαρξης) μόνον ἐφόσον κωλύει τόν ἄδικο δυνατό. Ὅταν παύσει νά τό κάνει, παύει νά εἶναι νόμιμη στήν συνείδησή μας. Ἰσχύει τότε αὐτό πού ὁ Mommsen ὀνόμασε “νόμιμο δικαίωμα τῆς ἐπαναστασης”. Καί οἱ Ρωμηοί πρόγονοί μας χρησιμοποίησαν ἐπανειλημμένα αὐτό τό δικαίωμα...

Δέν ἦταν ὅλα ἀγγελικά στό κράτος τοῦ Βυζαντίου –τό ἀντίθετο μάλιστα. Οὔτε τό πολιτικό σύστημα οὔτε ἡ ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς δημόσιας καί τῆς ἰδωτικῆς ζωῆς θά μποροῦσαν νά ἐξαφανίσουν ἐντελῶς τά ἀνθρώπινα πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιληδονίας. Αὐτό εἶναι κάτι πού ἐπιτυγχάνεται σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί ὄχι μαζικά, ἐπί ὁλόκληρής της κοινωνίας. Μιλώντας ὅμως μέ τούς ἀγαπητούς φίλους ἀπό τίς ξένες χῶρες, ἔνοιωσα ὅτι συνολικά μποροῦμε νά εἴμαστε περήφανοι καί γιά τό πολιτικό σύστημα αὐτῆς τῆς περιόδου τῆς Ἱστορίας μας, ὅπως εἴμαστε περήφανοι γιά τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα.

  • Προβολές: 2629