Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐπιστροφή στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Σέ κυριακάτικη ἐφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας δημοσιεύθηκε πρίν ἀπό καιρό ἄρθρο θεολογοῦντος φιλοσόφου πού δημιούργησε δυσάρεστη ἔκπληξη σέ πολλούς. Στό παρελθόν ὁ ἀρθρογράφος μᾶς εἶχε δώσει πολλά δυνατά κείμενα, πού βρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τό ἄρθρο τοῦ αὐτό.
Δέν θά ἐπιδιώξω συνολική κριτική τοῦ ἄρθρου, γιατί κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖ πολλές σελίδες, λόγω τῆς πυκνότητας τῶν νοημάτων του, ἀλλά καί γιά τόν φόβο μήν ἀδικηθοῦν κάποιες καίριες κρίσεις του, οἱ ὁποῖες εἶναι συμπεπλεγμένες μέ περίεργες ἀπόψεις γιά τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις θυμᾶται κανείς τήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Ὑπάρχει ὁ φόβος μή τυχόν μαζί μέ τά ζιζάνια τῶν λανθασμένων ἀπόψεων καταστραφῆ καί ὁ σίτος κάποιων ὀρθῶν κρίσεων. Γι’ αὐτό, ἀντί γιά συνολική κριτική, μέ ἀφορμή κάποιες τοποθετήσεις, θά προσπαθήσω νά τονίσω ὁρισμένες πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Παραδόσεως.
Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του ἦταν καί παραμένουν “σημεῖον ἀντιλεγόμενον”. Λίγοι καταλαβαίνουν τό μεγαλεῖο τους. Εἶναι τόσο ἁπλό, ἀλλά ταυτόχρονα καί τόσο δύσκολο νά ἀπολαύση κανείς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας -καί νά γίνη κατόπιν αὐθεντικός ἐκφραστής τῆς- ὅσο το νά πῆ μέ τήν καρδιά τοῦ “καλημέρα” σέ ἄνθρωπο πού τοῦ ἔχει κάνει μεγάλο κακό. Αὐτό σημαίνει ὅτι τή ζωή αὐτή τή γεύονται ὅσοι σταύρωσαν τήν φιλαυτία τους καί κατέστησαν τό νοῦ τούς “ἄτυφο (ταπεινό) καί ἀπονηρο”. Ὅταν ἀπουσιάζη αὐτή ἡ ἀγαθή διάθεση τῆς καρδιᾶς, πού γεννᾶ αὐτόματα καλούς λογισμούς γιά ὅλους καί γιά ὅλα, ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται στό προσκήνιο οἱ φιλοσοφικοί στοχασμοί, γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιά θεολογία. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα ἀρχίζουν οἱ παρεξηγήσεις. Ὅταν σέ ὅλα μπαίνει τό νυστέρι τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ εἶναι ἀναπόφευκτες οἱ θανατηφόρες ἐγχειρίσεις.
Στό ἄρθρο, λοιπόν, πού ἀναφέρομαι ὑφέρπει μιά λανθασμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας καί ἱερᾶς Παραδόσεως. Ὅλα ἐξετάζονται ἀνθρωποκεντρικά, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἱστορίας τοῦ παρόντος κόσμου. Διαβάλλεται ὁ Ἡσυχασμός καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ἡ Παράδοση γίνεται δεκτή μόνο μέσα σέ μιά διαδικασία διαρκοῦς “ἀναπλασμού”, χωρίς νά ξεχωρίζονται τά μετατρέψιμα ἀπό τά μή μετατρέψιμα στοιχεῖα της. Εἶναι λανθασμένες καί παραπλανητικές κάποιες ἐκφράσεις, ὅπως: “Ἀρνούμενη ἕως τήν ὥρα τούτη τήν ἱστορικότητα ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔμεινε πνευματικῶς καθηλωμένη στούς μέσους αἰῶνες καί τή συμβολική-ἀνατολική σκέψη τους”. “Η Ἐκκλησία μπορεῖ νά μετεξελιχθῆ ἀντί νά ἀφανίζει τό παρόν καί τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κάτω ἀπό πελώριους ναούς ἤ παραινέσεις ἐκτός τόπου καί χρόνου”.
Τό πρῶτο πού πρέπει νά ἐπισημανθῆ εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τήν ἱστορία, ἀλλά δέν ἐγκλωβίζεται μέσα σ’ αὐτήν. Ζῆ μέσα στό παρόν -στίς συγκεκριμένες ἱστορικές συνθῆκες- τό αἰώνιο, τό “ἔσχατο”. Ἐπίσης, στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δέν μιλοῦμε ἁπλῶς γιά παράδοση, ἀλλά γιά ἱερά Παράδοση. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί φανερώνει τήν χαώδη διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ των ἀνθρωπίνων παραδόσεων καί τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μερικές διευκρινίσεις εἶναι ἀπαραίτητες. Οἱ “παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων” στούς διαφόρους τομεῖς τῆς δραστηριότητός τους, δημιουργοῦνται ἀπό αὐτούς καί ἐξελίσσονται, γιατί ἔχουν μέσα τους τό στοιχεῖο τῆς ἀτέλειας. Τήν ἱερά Παράδοση, ὅμως, δέν τήν δημιουργοῦν ἄνθρωποι. Σύμφωνα μέ μιά περιεκτική διατύπωση τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σέ Αὐτήν, πού μορφώνει τόν Χριστό στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι δέν “παραγουν” τήν ἱερά Παράδοση• ἐντάσσονται σ’ Αὐτήν καί κατόπιν τήν ἐκφράζουν μέ ὅλα τα μέσα πού τούς προσφέρει ἡ ἐποχή τους, βοηθώντας καί ἄλλους νά μποῦν μέσα στό ζωοποιό ρεῦμα της. Δέν ἔχουμε, λοιπόν, ἀνθρώπους “παραγωγούς” τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά ἐκφραστές της.
Συνεπῶς, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά “ἀναπλασμό” τῆς Παραδόσεως. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἄρθρου πού λέει, ὅτι “χωρίς τόν ἀναπλασμό τῆς παραδόσεως στό παρόν, τό παρελθόν θά ἐνεργή ὡς ἀπωθημένη δύναμη, πού τείνει διαρκῶς νά ἔρθη καταστροφικά στήν ἐπιφάνεια”, μπορεῖ νά γίνη μερικῶς κατανοητή μόνο ὡς πρός τούς ποιμαντικούς τρόπους ἐκφράσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἐλευθερία νά χρησιμοποιῆ, ἀπό τήν περιρρέουσα πολιτιστική ἀτμόσφαιρα, ὅ,τι τήν βοηθᾶ νά ἐκφράση τήν ζωή της, ὥστε νά γίνη, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, κατανοητή ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς κάθε ἐποχῆς καί τοῦ κάθε τόπου. Πρέπει νά εἰπωθῆ ὅμως, ὅτι, ἄν ἐξαντλήσουμε τήν ἱερά Παράδοση σέ στοιχεῖα πού συνδέονται μέ τόν παρόντα αἰώνα, σέ εἴδη τοῦ λόγου, σέ ἀρχιτεκτονικούς τύπους, σέ εἰκονογραφικές σχολές κ.α., τήν καθιστοῦμε στοιχεῖο τοῦ μεταβαλλόμενου κόσμου. Τήν ἀποϊεροποιοῦμε. Μέ μιά τέτοια προσέγγιση τήν ὑποβιβάζουμε σέ μία ἀπό τίς παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἀλλά ἡ ἱερά Παράδοση δέν σχετίζεται μέ τήν μετεξέλιξη τῶν στοιχείων τοῦ παρόντος αἰῶνος. Δέν κινεῖται στήν ἐπιφάνεια. Εἰσέρχεται στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου καί πραγματοποιεῖ κοσμογονικές ἀλλαγές. Ὅταν φθάνουμε, βέβαια, στό σημεῖο νά μιλοῦμε γιά τό παρελθόν “ὡς ἀπωθημένη δύναμη, πού τείνει διαρκῶς νά ἔρθη καταστροφικά στήν ἐπιφάνεια”, σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τό κλίμα τῆς μετάνοιας, ἡ ὁποία βγάζει τά πάντα στό φῶς καί δέν ἀφήνει τό παρελθόν νά καταπιέζη καταστροφικά τήν ψυχή μας.
Ἡ προτροπή τοῦ ἀρθρογράφου: “Εἶναι ζωτική ἀνάγκη ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση νά χωρέση τήν ἐσωτερικότητα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου”, συνδεδεμένη μέ τήν ὑποτίμηση τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τήν προβολή δυτικοῦ προτύπου, δημιουργεῖ μεγάλη ἀπορία. Τηλεγραφικά μόνο πρέπει νά εἰπωθῆ, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση βοηθᾶ “τήν ἐσωτερικότητα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου” νά “ἀναπλαστή” -σωστότερα, νά μεταμορφωθῆ- καί νά γίνη ἀπό ἀτομοκεντρική προσωπική. Ἀνασταίνει τό πρόσωπο. Δέν “βγάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά νά καταλάβη τή θέση τοῦ τό φῶς τοῦ Θεού”, ὅπως περίεργα διατείνεται ὁ ἀρθρογράφος γιά τά ἀρεοπαγητικά κείμενα. Ὁ Θεός σέβεται ὑπερβολικά τήν ἐλευθερία μας. Σώζει τήν φύση μας καί τήν ἑτερότητά μας. Σέ κοινωνία μαζί Του ἀναβαθμίζει τήν ὕπαρξή μας, τήν εἰσάγει στή σφαίρα τῆς θείας ζωῆς, χωρίς νά τήν ἀφομοιώνη.
Κλείνοντας αὐτές τίς σκόρπιες ἐπισημάνσεις, θέλω νά πῶ ὅτι ἔξω ἀπό τό κλίμα τοῦ ἡσυχασμοῦ ὁ ἁπλῶς στοχαζόμενος βιώνει στούς διαλογισμούς τοῦ τόν πλατωνικό κόρο. Ἡ φιλολογική μελέτη τῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι μετά τήν πρώτη ἔκπληξη κουράζει τά δυνατά μυαλά, πού δέν ἀντέχουν τήν ὑπακοή, ἀλλά θέλουν μιά διαρκῆ φιλολογική δημιουργία. Τά ὁδηγεῖ σέ ἕναν κόρο, ὁ ὁποῖος γεννᾶ μέσα τους τή νοσταλγία τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, ἀπό τόν ὁποῖο ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι “ἐπεσαν”, συνδεόμενοι μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
- Προβολές: 3033