Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Θρησκευτικός πλουραλισμός καί ἀνεξιθρησκεία

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς “νέας ἐποχής” ἀνήκουν ὁ συγκρητισμός καί ὁ οἰκουμενισμός, πού ἀποβλέπουν στή σύνθεση μιᾶς πανθρησκείας μέ στοιχεῖα ἀπό ὅλες τίς ὑπάρχουσες θρησκεῖες. Ἡ δημιουργία αὐτῆς τῆς πανθρησκείας ἀποτελεῖ τήν θρησκευτική διάσταση τῆς παγκοσμιοποίησης, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀφετηρία τῆς οἰκονομικούς λόγους.

Θέλω στή συνέχεια νά σχολιάσω μιά θέση πού παρουσιάσθηκε τελευταία ὡς ἀντίθεση πρός τό συγκρητισμό τῆς “νέας ἐποχής”. Μαζί μέ τήν ὁμολογία πίστεως στά βασικά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού ἀποκλείει τή σύγχυση μέ ἄλλες παραδόσεις, ὡς ἀντίθετη στό συγκριτισμό, ἐκφράσθηκε ἡ πίστη “στή δύναμη καί στό μέλλον τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμού”.

Ἡ ἀποδοχή τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ (τῆς “πολυαρχίας” τῶν θρησκειῶν) εἶναι ὁπωσδήποτε ἀντίθετη πρός τόν συγκρητισμό, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὑποδηλώνει σεβασμό στίς θρησκευτικές ἰδιαιτερότητες καί δέν ἐπιδιώκει τή δημιουργία μιᾶς πανθρησκείας. Θά μποροῦσε, λοιπόν, κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι αὐτό εἶναι σύμφωνο μέ τό πνεῦμα τῆς ἀνεξιθρησκείας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἀληθινά Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Ὅμως, χρειάζεται νά γίνη μιά λεπτή διάκριση. Ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός, ἄν ἑρμηνευτῆ μέ βάση τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ πλουραλισμοῦ (ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ πραγματικότητα συνίσταται ἀπό πολλές αὐτοτελεῖς πνευματικές οὐσίες), σημαίνει ὅτι ἡ θρησκευτικότητα συνίσταται ἀπό πολλές αὐτοτελεῖς θρησκευτικές πίστεις. Κάθε θρησκεία, δηλαδή, θεωρεῖται ὡς μιά χρήσιμη ψηφίδα στήν θρησκευτική εἰκόνα τῆς οἰκουμένης. Μπορεῖ, λοιπόν, ἡ “αἰσιόδοξη” ἀποδοχή τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ νά ἀντιστέκεται στή δημιουργία μιᾶς πανθρησκείας, ἀντιμετωπίζει, ὅμως, ὅλες τίς θρησκεῖες σάν νά εἶναι τό ἴδιο πράγμα, χωρίς εὐαισθησία ἀπέναντι στήν ἀλήθεια καί γι’ αὐτό, χωρίς ἄλγος γιά τό ἀνομοιογενές πλῆθος τους, πού δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθεια.

Κατά τόν Εὐγένιο Βούλγαρη -τή γνώμη τοῦ ὁποίου “συνυπογράφει” καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος- ὁ ἀνεξίθρησκος εἶναι ζηλωτής τῆς πίστεως, ἀλλά ταυτόχρονα ἀνέχεται τήν θρησκεία τῶν ἐτεροθρήσκων. Ὁ ἀνεξίθρησκος δέν εἶναι ἄθρησκος, θρησκευτικά ἀδιάφορος ἤ ἀκόμη, γιά νά χρησιμοποιήσω ἐπίκαιρες διατυπώσεις, συγκρητιστής καί οἰκουμενιστής• εἶναι ζηλωτής τῆς πίστεως. Εἶναι νομίζω περισσότερο ἀπό αὐτονόητο ὅτι ὁ ζηλωτής τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κέντρο τῆς τό σταυρό τῆς ἀγάπης, δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἀνεξίθρησκος, ἀλλά ταυτόχρονα δέν μπορεῖ νά μή πονᾶ γιά τούς ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Γνωρίζει τήν καταστροφική πορεία τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν ζῶντα Θεό, ὅπως, βέβαια, γνωρίζει ὅτι ἡ σωτηρία δέν ἐπιβάλλεται ἐξωτερικά, ἀλλά βιώνεται ἐσωτερικά• ἐπιτυγχάνεται μέ τόν ἐλεύθερο προσωπικό ἀγώνα πού ἐμπνέει ὁ λόγος τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τόν σπόρο, πού πέφτει στήν “καρδιακή γή”, ἡ ὁποία γίνεται “καλή” ἀνάλογα μέ τή γνησιότητα καί τή νομιμότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκήσεως.

Εἶναι, λοιπόν, φανερό, ὅτι ὅταν ἐκφράζουμε πίστη στή δύναμη καί τό μέλλον τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ, βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀνεξιθρησκείας, ὅπως τή διδάσκει ἡ Ἀποστολική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ -μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου- τήν ἐντολή “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη”. Αὐτή ἡ θέση θέλει λίγο περισσότερη ἀνάλυση.

Ὅταν ἀποδεχόμαστε, χωρίς ἄλγος, τήν πολυμορφία καί τήν ἀνομοιογένεια τῶν θρησκειῶν, σημαίνει ὅτι δέν πονᾶμε γιά τήν ἄγνοια τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἴσως γιατί δέν πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν κριτήρια τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας, ὁπότε δέν θεωροῦμε ὅτι εἶναι κάτι σημαντικό ἡ πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Μέσα σ’ αὐτήν τή νοοτροπία ἡ θρησκευτική πίστη συνδέεται περισσότερο μέ τήν ἰδιορρυθμία τοῦ καθενός, παρά μέ τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁρισμένες φορές, μάλιστα, ἡ λαϊκή παράδοση εἶναι ἐκείνη πού κρατᾶ ἄσβηστες κάποιες σπίθες τῆς πίστης. Ἀπό ὁρισμένους, τό ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι γίνεται δεκτό ὡς ἕνα στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς-φυλετικῆς μας παραδόσεως, τό ὁποῖο θέλουν νά τό κρατοῦν ζωντανό, μέσα στό πνεῦμα τοῦ φολκλορισμοῦ, ὅπως κάνουν μέ τούς δημοτικούς χορούς καί τά δημοτικά τραγούδια. Οὐσιαστικά ὁ Θεός σέ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν θεωρεῖται ζῶν καί προσωπικός. Εἶναι ἕνας ὑπερβατικός ἄγνωστος Χ, πού πιθανῶς νά ὑπάρχη, ἀλλά πιθανῶς καί νά μήν ὑπάρχη, ἀνάλογα μέ τό ἄν ἡ “ἐξίσωση”, πού φτιάχνουν στό μυαλό τά δεδομένα τῆς ἐμπειρίας, ἔχει μιά ἤ περισσότερες λύσεις ἤ ἀκόμη δέν ἔχει καμμία λύση, ὁπότε γινόμαστε ἀντίστοιχα “μονοθεϊστές”, “πολυθεϊστές” ἤ ἄθεοι.

Τό σημαντικώτερο, βέβαια, πού πρέπει νά εἰπωθῆ εἶναι ὅτι, ὅταν “πιστεύουμε στή δύναμη καί στό μέλλον τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμού”, εἴμαστε ἔξω ἀπό τό θεραπευτικό κλίμα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἡ ὁποία -σύμφωνα μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη- θεωρεῖ τή θρησκεία “ψυχονευρωτική νόσο”. “Η ἐνανθρώπηση, μάλιστα, τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο το ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας συνίσταται στήν ἐλευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν νόσο τῆς θρησκείας”. Ὁ θρησκευτικός, λοιπόν, πλουραλισμός δείχνει τήν πολυμορφία αὐτῆς τῆς ἀσθένειας, ὁπότε δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά τή “δύναμη” καί τό “μέλλον” της, ἀλλά γιά τήν ἀδυναμία καί τό θάνατο πού κρύβει. Ἐπειδή μπορεῖ νά ἀκούγεται λίγο περίεργα, τό ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι “ψυχονευρωτική νόσος”, πολύ συνοπτικά καί ἐπιγραμματικά, μέ βάση τίς ἔρευνες τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τήν ἀνάλυση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, πρέπει νά σημειώσω ὅτι “νόσο τῆς θρησκείας” ὀνομάζουμε τό ἀποτέλεσμα τῆς ὑποταγῆς τοῦ νοῦ σέ νοήματα καί εἰκόνες τοῦ περιβάλλοντος, πολλά ἀπό τά ὁποῖα τά ταυτίζει μέ τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσευχηθῆ νοερά, δέν μπορεῖ νά ἔλθη σέ ἐμπειρική, ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, ὁπότε τόν προσεγγίζει συναισθηματικά καί φανταστικά, μέ ἀποτέλεσμα νά φτιάχνη μέ τό μυαλό τοῦ εἴδωλα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θρησκευτικός πλουραλισμός εἶναι σύμπτωμα τοῦ σκοτισμένου νοῦ, τοῦ αἰχμάλωτου στό περιβάλλον καί τό πραγματικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ ἐλευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό ὅλα τα εἴδωλα. Εἶναι, δηλαδή, κίνηση ἀντίθετη πρός τήν ἐπιβίωση τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ. Ἐπειδή κατέχει “πάσαν τήν ἀλήθειαν”, “σταυρώνεται” ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο στήν ποιμαντική καί ἱεραποστολική της διακονία, προκειμένου νά ἑλκύση τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων στή θετική πορεία τοῦ θελήματος τοῦ ζῶντος Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ• δέν ταυτίζεται μέ τόν Χριστό• ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς στίς δωρεές τῆς Κεφαλῆς (τοῦ Χριστοῦ), ἀνάλογα μέ τήν βαθύτητα τῆς σχέσεως πού ἀναπτύσσουν μαζί Του. Βρίσκονται σέ μιά διαρκῆ ἐξελικτική πορεία, μιά πορεία μετανοίας καί τελειώσεως. Ἐνῶ, λοιπόν, αὐτό γίνεται μέ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δέν ἐξελίσσεται στή γνώση, διότι, χάρη στήν Κεφαλή της, κατέχει “πάσαν τήν ἀλήθειαν”• στό Χριστό “κατοικεῖ πᾶν το πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικώς”. Πρέπει νά τονισθῆ, ὅτι ἡ ἐξέλιξη τῶν πιστῶν εἶναι κίνηση ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς τους στά “εἴδωλα τῶν ἐθνών”, στούς ψεύτικους θεούς τῆς φαντασίας τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι μιά πορεία βαθύτερης σχέσεως καί γνώσεως τοῦ Χριστοῦ• μιά διάβαση ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων στήν ἐμπειρική γνώση τῆς πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι “ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων”.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3323