Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἀναζητώντας τὴν ταυτότητα τοῦ προβλήματος τῶν ταυτοτήτων (Β)
Στά δύο τελευταῖα τεύχη δημοσιεύσαμε τμήματα (1ο κεφάλαιο καί 7ο κεφάλαιο) τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς 6ης Ἰουνίου 2000. Στό παρόν τεῦχος δημοσιεύουμε τήν ἑνότητα τῆς εἰσηγήσεως πού ἀναφέρεται στό ζήτημα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ὅπου ἐξετάζονται τά θετικά καί ἀρνητικά σημεῖα τῶν προτεινομένων λύσεων.
Σχετικά μέ τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος
Στήν μικρή αὐτή ἱστορική ἀναδρομή ἀπό τό ἔτος 1986 μέχρι τό 1998 φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δείχνει ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον πάνω στό θέμα τῆς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων, ὅπως θά τό δοῦμε καί στήν ἑπόμενη ἑνότητα, καί συγκέντρωσε τήν προσοχή της σέ τέσσερα βασικά σημεῖα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος, τό δεύτερον ὁ “ἀποκαλυπτικός” ἀριθμός 666, τό τρίτο ὁ Ἑνιαῖος Κώδικας Ἀριθμοῦ Μητρώου (ΕΚΑΜ) καί τό τέταρτο σημεῖο οἱ ἠλεκτρονικές ταυτότητες. Θά δοῦμε λίγο ἀναλυτικότερα τά τέσσερα αὐτά σημεῖα.
α) Ὡς πρός τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος μποροῦμε νά ποῦμε τά ἀκόλουθα:
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται μπροστά σε τρεῖς δυνατότητες σχετικά μέ τήν ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος στίς νέες ταυτότητες, ὅπως τά παρουσίασα σέ εἰσήγηση στήν εἰδική Συνοδική ἐπιτροπή γιά τίς ταυτότητες. Καί οἱ τρεῖς ἀπόψεις ἔχουν θετικά καί ἀρνητικά σημεῖα:
• Νά γραφή τό θρήσκευμα ὑποχρεωτικά. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι τό προβλέπει ὁ ἰσχύων νόμος γιά τίς ταυτότητες. Κατά τόν κ. Ἀναστάσιο Μαρίνο “ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον τῆς ἀστυνομικῆς ταυτότητος οὐδόλως προσκρούει εἰς τό Σύνταγμα, ἀντιθέτως δέ προσβάλλει τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἡ ἀπαγόρευσις τῆς ἀναγραφῆς τού”. Καί ὁ κ. Κρίππας σέ πρόσφατη γνωμοδότησή του ἰσχυρίζεται ὅτι “ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος ἐπί τοῦ ἐν προκειμένω δελτίου ταυτότητος δέν συνεπάγεται τήν γνωστοποίησή του εἰς τρίτους καί ὡς ἐκ τούτου δέν παραβιάζει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν”. Τό κατά εἶναι ὅτι θά δημιουργηθῆ μεγάλος θόρυβος στίς ἐφημερίδες ἀπό διάφορες ὀργανώσεις.
• Νά ὑπάρχη ἔνδειξη θρησκεύματος, ἀλλά νά εἶναι προαιρετική ἡ ἀναγραφή του. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι διασώζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων καί δέν θά ὑπάρχουν πολλές διαμαρτυρίες. Τό κατά ὅτι θά δοθῆ διαφορετική ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μόνον ὅσοι θά ζητήσουν τήν ἀναγραφή, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία θά παύση νά θεωρῆται ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία, μέ τήν ἄποψη τῆς σύγχρονης νομολογίας, ὅτι ἀπαρτίζεται ἀπό τήν συντριπτική πλειονότητα τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος.
• Νά μήν ὑπάρχη ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἀποφύγη τόν πειρασμό νά μή θεωρῆται ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Τό κατά ὅτι θά φανῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέχεται αὐτήν τήν ἄποψη, πιεζομένη καί συμβιβαζομένη ἀπό Ἑβραϊκές ὀργανώσεις καί ὅτι ἡ ἴδια της, μέ δική της ἀπόφαση, συντελεῖ στόν ἀποχρωματισμό τοῦ Γένους μας.
Προσωπικά εἶχα τήν γνώμη ὅτι στήν φάση αὐτή: Πρέπει νά παραμείνουμε στήν θέση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος γιά ὅλους τους Ἕλληνες πολίτες, ὅπως ἐπιτάσσει ὁ ἰσχύων νόμος, καί στήν συνέχεια, ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως, μποροῦμε νά φθάσουμε καί στήν ἐναλλακτική λύση τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος.
Ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε σταθερή καί ἀταλάντευτη στήν ἀπόφασή της, ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀνεφύη τό θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ἤτοι ἦταν ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος γιά τίς ἰδιαιτερότητες πού ἔχει ἡ πατρίδα μας καί βεβαίως ἐπικουρικῶς μποροῦσε νά φθάση καί μέχρι τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος. Αὐτό τό εἶχε δηλώσει ἤδη μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2548/1-4-93 ἐγκύκλιό της. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί πρόσφατα μέ τίς δηλώσεις της. Δηλαδή, δέν διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ἀρχική της τοποθέτηση.
Καί, βέβαια, αὐτή ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται σέ πολλούς παράγοντες, ἀλλά θά ἀρκεσθῶ στόν περιορισμένο χρόνο πού διαθέτω νά παραθέσω τούς κυριότερους ἀπό αὐτούς.
Πρῶτον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐκφράζει τίς πεποιθήσεις καί τίς ἀπόψεις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ πού διατυπώθηκε μέ ψηφίσματα, κείμενα, συλλογή ὑπογραφῶν. Οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν ὅτι ἡ πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπιθυμεῖ νά κρατᾶ τίς παραδόσεις του καί νά ἔχη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Στό θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ὁ λαός εἶναι ἐναντίον τῆς ἀπαλείψεως τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες. Ἄν ὑπάρχη διαφορετική γνώμη δέν ἔχει παρά νά γίνη δημοψήφισμα. Γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει νά προδώση τήν πίστη, τίς παραδόσεις καί τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ πρός τούς ποιμένας.
Δεύτερον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐνδιαφέρεται, ὅπως τό ἔκανε πάντοτε, γιά τήν διατήρηση τῆς ἰδιαιτερότητος καί τῆς ἑτερότητος τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως καί μάλιστα τώρα πού στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι μειοψηφία, σέ σχέση μέ τούς ὄγκους τῶν καθολικῶν καί προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν θέλει νά προδώση καί τίς προσδοκίες πολλῶν Εὐρωπαίων πού ἀποβλέπουν καί ἀναζητοῦν τήν ὀμορφιά τῆς Παραδόσεως, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ ταυτότητα δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα δημόσιο ἔγγραφο, ἀλλά ἔγγραφο πού δηλώνει τήν ταυτότητα τοῦ γένους μας.
Τρίτον, ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καλύπτεται ἀπό τήν ἰσχύουσα γιά τίς ταυτότητες νομοθεσία, ὁπότε ἡ προαιρετική ἀναγραφή, τήν ὁποία ἐπικουρικῶς μπορεῖ νά δεχθῆ ἡ Ἐκκλησία ἤ ἀκόμη ἡ ἀπάλειψη ἐντελῶς τοῦ θρησκεύματος, πού θέλει ἡ Πολιτεία, πρέπει νά γίνη μέ νομοθετική ρύθμιση στήν Βουλή, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ἁγνοῆται τό δημοκρατικό μας πολίτευμα, νά παρακάμπτεται ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων πού εἶναι τό πραγματικό νομοθετικό σῶμα καί, βεβαίως, τά μέλη τοῦ Κοινοβουλίου πρέπει νά ἀναλάβουν τίς εὐθύνες τούς πάνω στό σοβαρό αὐτό ζήτημα. Ἐπίσης, ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στηρίζεται στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος πού κάνει λόγο γιά σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἐλευθερία, ὅπως ἔχει ὑποστηρίξει ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί εἰδικός ἐπιστημονικός Σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐκφράζεται ἀρνητικά καί θετικά, δηλαδή ἀπαιτεῖται σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου πού δέν θέλει νά δηλώση τό θρήσκευμά του καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά τό δηλώση.
Τέταρτον. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι, ἡ ἔστω προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, δέν γίνεται γιά ἐπεξεργασία δεδομένων πού μπορεῖ νά εἶναι ἀπειλή γιά τούς δηλοῦντας τό θρήσκευμα, ἀλλά εἶναι γιά στατιστικούς λόγους τούς ὁποίους προβλέπει καί ὁ νόμος 2472/97 “περί προστασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα” καί γίνεται γιά γενικότερη γνώση τῆς Πολιτείας. Ἄλλωστε, ἡ ὅλη ἰσχύουσα πρακτική κάνει λόγο γιά ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος σέ δημόσια ἔγγραφα, ὅπως γιά παράδειγμα τό κάνουν οἱ Μουσουλμάνοι ὥστε τά παιδιά τους νά εἰσαχθοῦν στά Πανεπιστήμια, οἱ ἀντιρρησίες συνειδήσεως (κυρίως οἱ χιλιαστές) γιά νά ἔχουν τήν εὐεργετική μεταχείριση τοῦ νόμου –καί μάλιστα μέ ἀμοιβή– γιά τήν στράτευσή τους, χωρίς αὐτό νά θεωρῆται εὐαίσθητο δεδομένο, οἱ διάφορες προτεσταντικές ὁμολογίες, γιά νά λάβουν ἄδεια ἱδρύσεως εὐκτηρίου οἴκου κλπ.
Πέμπτον. Ὁ νόμος 2472/97 πού προβάλλεται ὡς νεώτερος νόμος γιά τόν σεβασμό τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήση τήν ἰσχύουσα νομοθεσία γιά τίς ταυτότητες. Εἶναι ἕνας νόμος, ὅπως ὑπεστήριξε ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος, γενικός, πού ἀφορᾶ τήν ἐπεξεργασία τῶν εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι τροποποιεῖ καί ἀντικαθιστᾶ τόν εἰδικό νόμο γιά τίς ταυτότητες. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ νόμος αὐτός δέν προστατεύει μόνον τά προσωπικά δεδομένα τοῦ λεγομένου “ὑποκειμένου”, ἀλλά γιά πρώτη φορά νομοθετικῶς δίνει τήν δυνατότητα καί τήν ἄδεια νά τά ἐπεξεργάζωνται, καί νά γίνεται διασυνοριακή ροή αὐτῶν τῶν δεδομένων, ἔστω καί μέ ἑξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι γενικές καί ἀσαφεῖς μερικές φορές, ἰδίως ὅταν γίνεται λόγος γιά λόγους ἐθνικῆς ἀσφαλείας.
Ἕκτον. Ἡ ἀπόφαση τῆς ἀρχῆς δεδομένων πάσχει νομικῶς, ὅπως ἔχει ἀναλύσει ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν κ. Γεώργιος Ἀποστολάκης. Ἄλλωστε, δέν εἶναι δυνατόν μιά ἀπόφαση, ἔστω καί τυπικά ἀνεξάρτητης ἀρχῆς νά ἀντικαθιστᾶ τόν νόμο πού ψηφίστηκε ἀπό τό Κοινοβούλιο καί νά ὑποκαθιστᾶ τό ἀπαραίτητο γιά τίς δημοκρατικές κοινωνίες νομοθετικό σῶμα.
Ἕβδομον. Δέν ὑπάρχει καμμία σύσταση τῶν ὀργάνων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, στήν ὁποία νά γίνεται λόγος γιά ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, γιατί αὐτό εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα τῆς Κυβερνήσεως κάθε χώρας. Ἁπλῶς ἐδῶ νά ὑπενθυμίσω τήν συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ, πού κάνει λόγο γιά σεβασμό τῆς πολιτιστικῆς ἰδιαιτερότητος κάθε Κράτους, τήν συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, κατά τήν ὁποία ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση σέβεται τό καθεστώς τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν Ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά μέλη της, καθώς ἐπίσης ὑπάρχει καί ἰδιαίτερη ἀπάντηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Ἕλληνα Εὐρωβουλευτῆ κ. Παπαγιαννάκη.
Ὅμως γιά τό σημεῖο αὐτό θά ἀναφερθοῦμε διεξοδικά σέ ἄλλη ἑνότητα τῆς εἰσηγήσεως, στήν ὁποία θά γίνη λόγος γιά τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες σέ σχέση μέ τό εὐρωπαϊκό δίκαιο.
Ὄγδοον. Ἡ πρακτική πού ἐπικρατεῖ τόσες δεκαετίες στήν Ἑλλάδα εἶναι ὅτι καί στό θέμα αὐτό γινόταν διάλογος. Διάφορες κυβερνήσεις ἔκαναν διάλογο, μάλιστα ὑπουργός ἐπισκέφθηκε τήν Ἱερά Σύνοδο γιά νά συζητήση τό θέμα τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, μέλη τῆς Κυβερνήσεως ἔδιδαν ὑπόσχεση ὅτι θά γίνη διάλογος καί γραπτῶς καί προφορικῶς, καί ἅς ὑπενθυμίσουμε τό ὑπ’ ἀριθμ. 1716/11-5-1999 ἔγγραφό της Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλικῆς Παπανδρέου πού ἔγραφε: “Πάντως τό Ὑπουργεῖο θά λάβη ὑπ’ ὄψη τοῦ τίς ἀπόψεις σας, ὅταν θά ἀρχίση ἡ διαδικασία ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων, ἡ ὁποία ἔχει σταματήσει λόγω ματαίωσης τοῦ διαγωνισμοῦ, ἡ δέ ἔκδοσή τους ἀπό τό Ὑπουργεῖο Δημόσιας Τάξης παρατάθηκε μέ σχετική ἀπόφαση μας”. Καί ἄλλα μέλη ὑπόσχονταν διάλογο μέ τήν Ἐκκλησία γιά τό θέμα αὐτό, μέ σκοπό νά ἐπικρατήση συναίνεση καί νά διατηρηθῆ ἡ κοινωνική συνοχή. Αὐτό ἀκριβῶς ἀνέμενε καί ἡ Ἐκκλησία γιά νά διατυπώση τίς ἀπόψεις τῆς ἐκφράζοντας, ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, τήν ἀνησυχία ὀργανώσεων καί σωματείων καί μεμονωμένων ἀνθρώπων, πού ἐκφράστηκαν μέ ψηφίσματα, μέ συλλογή ὑπογραφῶν, μέ σημαντικά κείμενα.
Ἔνατον. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει ἔστω καί στήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, γιατί κατά καιρούς εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος κείμενα ὅτι ἡ Πολιτεία δέχεται πιέσεις ἀπό ξένα κέντρα ἐξουσίας, καί ἄλλους παράγοντας νά προχωρήση στήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες γιά δικούς τους ἀποκλειστικά σκοπούς. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία θέλει νά στηρίξη τήν Κυβέρνηση στόν ἀγώνα της νά παραμείνη Κυβέρνηση τῶν Ἑλλήνων καί ἀκόμη νά τῆς δώση ἐπιχειρήματα ὥστε νά ἀντιμετωπίση τίς πιέσεις τῶν ξένων αὐτῶν παραγόντων.
- Προβολές: 3052