Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δοκητισμὸς καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωή
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἐκτος ἀπό τήν ἀρχαία αἵρεση τοῦ δοκητισμοῦ, πού ἔλεγε ὅτι ἡ σάρκωση του Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν φανταστική, ὑπάρχει καὶ ἕνας σύγχρονος «ἐκκλησιολογικός δοκητισµός». Σύµφωνα μέ τόν ἀρχαῖο δοκητισµό ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά ζῆ «ὡς ἐάν» εἶχε σαρκωθῆ ὁ Θεός, ἐνῶ σύμφωνα µέ αὐτό πού περιγράφεται ὡς «ἐκκλησιολογικός δοκητισµός» ἐφαρμόζονται πρακτικές στή λατρεία καί τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση, πού δέν ἔχουν ἄμεση σχέση µέ τήν πραγµατικότητα ἢ μᾶλλον πού προϋποθέτουν μιά φανταστική «πραγματικότητα». Σὲ ἄρθρο πού δημοσιεύθηκε σέ θεολογικό περιοδικό, γίνεται µιά ὀξεία κριτική ὁρισμένων πρακτικῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης καί διοίκησης, πίσω ἀπό τίς ὁποῖες ἀνακαλύπτονται κοινά ψυχολογικά κίνητρα µέ τούς δοκῆτες.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ ὁρισµένες ἀπό τίς ἐπισημάνσεις πού γίνονται στό συγκεκριµένο ἄρθρο. Δέν μπορεῖ γιά παράδειγµα νά παραβλέψη τό πρόβληµα πού ὑπάρχει µέ τούς ἀναδόχους, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους δέν γνωρίζουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τούς ὁποίους ὅμως δεχόμαστε, «ὠς ἐάν» ἦταν ἔμπειροι κατηχητές τῶν νεοφωτίστων. Ἔχω, ὅμως, τή γνώµη ὅτι εἶναι λίγο ἐπικίνδυνο νά περιγράφουμε πρακτικές πού ἐπεκράτησαν µέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ ὁρολογία ἀπό αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ παρελθόντος, ἀνακαλύπτοντας μάλιστα κοινές ψυχολογικές προϋποθέσεις µέ αὐτές. Κι αὐτό, γιατί ἔτσι δίνουµε θεολογική ὑπόσταση σέ ἐκτροπές ἀπό τήν κανονικότητα, πού δέν ἔχουν καµµιά σχέση µέ θεολογικές τοποθετήσεις ἤ ἀκόμη ἐπειδή ἐξωθοῦμε στήν περιοχή τῆς αἵρεσης λεπτομέρειες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, πού καλύπτονται µέσα στὀ πνεῦμα τῆς οἰκονομίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν πρέπει, βέβαια, νά ξεχνοῦμε ὅτι κάποια ἀπό αὐτά, πού ἀπό ὁρισμένους θεωροῦνται ἐκτροπές, προέρχονται ἀπό τήν ποιμαντική μέριμνα ἁγίων Ποιµένων, πού εἶχαν τήν διάκριση τῶν πνευμάτων καί γνώριζαν πῶς πρέπει νά τροποποιοῦνται θεσμοί καί πρακτικές, ὥστε νά διασώζεται ἀπαραχάρακτος ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας.
Στή συνέχεια θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά δοῦμε τήν πρακτική τοῦ «ὡς ἐάν» µέσα στήν καθηµερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἡ πρακτική τοῦ «ὡς ἐάν», δέν συνδέεται πάντοτε µέ τήν «δυναμική τῆς φαντασιώσεως». Συνδέεται στενά καί µέ τήν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τῶν ἀρχαρίων στήν πνευματική ζωή, πού κυριαρχοῦνται ἀκόμη ἀπό τά πάθη, μπορεῖ ψυχαναλυτικά νά τούς ἐντάξη στὀν χαρακτηριολογικό τύπο τοῦ «ὡς ἐάν», γιατὶ στηριζόμενοι στήν «ἐξ ἀκοῆς» πίστη (ἀφοῦ δέν ἔχουν ἀκόμη θεοπτικές ἐμπειρίες καί ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ) προσπαθοῦν νά ζήσουν «ὡς ἐάν» εἶχαν ἐν αἰσθήσει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Προσπαθοῦν δηλαδή νά τηροῦν τίς εὐαγγελικές ἐντολές, πράγµα ἀκατόρθωτο χωρίς τήν ἐνέργεια τῆς Χάριτος. Ἐμπνευσμένοι ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό λόγο κάνουν κατ’ ἀρχήν µιά ἐξωτερική προσπάθεια ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παραδείγµατος χάρη προσπαθοῦν νά ἐκδηλώνουν ἀγάπη, ἔστω κι ἄν µέσα τους κυριαρχεῖ ἡ ἀντιπάθεια, τό μῖσος ἤ ἡ ψυχρότητα, κι αὐτό ὄχι γιά νά ὑποκριθοῦν τούς ἐνάρετους -αὐτό συνιστᾶ Φαρισαϊσμό- ἀλλά γιά νά ἀποκόψουν τήν πρός τά ἔξω ἐξάπλωση τοῦ κακοῦ, ἐπιδιώκοντας ταυτόχρονα, σύμφωνα µέ τό λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίµου, «πρός τούς φαινομένους τρόπους µεταποιῆσαι τήν κρυπτομένην τῆς καρδίας διάθεσιν».
Σέ συνάφεια μέ τά παραπάνω ὁ µακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος διδάσκει: «Ἀναπόφευκτα θά περάσουν ὧρες, ἐβδομάδες, χρόνια πού θά ζοῦμε χωρίς νά αἰσθανόμαστε τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος µέσα µας. Πρόκειται γιά σημαντικές περιόδους, κατά τίς ὁποῖες ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά φανερώσουμε τήν πιστότητα τῆς ἀγάπης µας γιά τόν Χριστό. Ἔστω καί ἂν δέν αἰσθανόμαστε τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος, ὀφείλουμε νά ζοῦμε σάν νά ἦταν τό Πνεῦμα µαζί µας».
Αὐτό, φυσικά, τό «σάν νά ἦταν», δέν συνιστᾶ «ἀσκητικό δοκητισµό», δηλαδή µιά ἀποσάρκωση τοῦ Λόγου, ἀλλά εἶναι μιά θετική κίνηση τῆς ἐλευθερίας µας, πού σαρκώνει τόν Χριστό -μέ τίς ἀρετές στήν προσωπική µας ζωή.
- Προβολές: 1262