Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ Ποιμαντική της Ἐκκλησίας

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κινεῖται καί δρᾶ μέσα σέ ἕναν ὁρισμένο τόπο καί χρόνο καί ἀσχολεῖται μέ τόν ἄνθρωπο καί τά προβλήματά του. Ἔχοντας τόν ἀποκαλυπτικό θεολογικό λόγο καί ἀποβλέποντας στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κάνει τά πάντα γιά νά ἐπιτύχη τόν σκοπό της. Καί, βέβαια, ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή εἶναι τό θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο καί μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση.

Σύγχρονες προκλήσεις γιά τήν ποιμαντική - κίνδυνοι ἐκκοσμίκευσής της

Ἐκεῖνο πού συνεχῶς παρατηροῦμε στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, καί αὐτό γίνεται ἀπό μερικούς καί σήμερα, εἶναι ὅτι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας στήν προσπάθειά τους νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καί στήν προσπάθειά τους νά ἔλθουν σέ συνάντηση μέ τόν κόσμο ἐκτός της Ἐκκλησίας καί νά ἐξασκήσουν μιά ἱεραποστολή, παρασύρονται σέ μιά ἄλλη τακτική, κατά κάποιον τρόπο ἀφήνουν τά βασικά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί αὐτά εἶναι τά ἐσωτερικά πνευματικά, ὑπαρξιακά, καί ἀσχολοῦνται μέ ἄλλα ἐξωτερικά θέματα. Ἔτσι, στήν ἔξοδό της ἡ Ἐκκλησία πρός τόν λεγόμενο κόσμο πολλές φορές ἐκκοσμικεύεται καί γιά νά εἶμαι πιό συγκεκριμένος θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ὄχι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἐκκοσμικεύονται.

Σήμερα παρατηροῦνται διάφορες προκλήσεις ἐκ μέρους τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, μέ τίς ὁποῖες ἀσχολοῦνται οἱ ποιμένες, ὅπως γιά παράδειγμα τό πρόβλημα τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, οἱ προκλήσεις ἀπό τήν Νέα Ἐποχή μέ τήν συγκρητιστική τάση, ὁ κίνδυνος τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τοῦ φανατισμοῦ, οἱ προβληματισμοί ἀπό τήν γενετική κλπ. Καί παρατηροῦμε ὅτι ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, τόσο καί μεγαλώνει τό ρεῦμα τῶν Κληρικῶν πού ἀσχολοῦνται μέ τήν ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν προβλημάτων. Διοργανώνουν Συνέδρια καί Ἡμερίδες, καλοῦν ἐκπροσώπους ὅλων των κομματικῶν παρατάξεων, ἀλλά καί διαφόρους ἐπιστήμονες, ὥστε νά ἀναλύσουν τά θέματα αὐτά ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Νομίζουν ὅτι κατά αὐτόν τόν τρόπο ἐνημερώνεται ὁ κόσμος καλύτερα καί ἔτσι ἐξασκοῦν μιά ποιμαντική του συγχρόνου ἀνθρώπου.

Βεβαίως, δέν ἀρνοῦμαι καί μιά τέτοια ποιμαντική ἀνάγκη, πού θά λειτουργῆ ὡς ἐνημέρωση. Ἀλλά τό πρόβλημά μου εἶναι μήπως οἱ Κληρικοί ἀσχολοῦνται μόνον μέ τέτοια ζητήματα, καί θεωροῦν ὅτι σέ αὐτό τό σημεῖο ἐξαντλεῖται ἡ ποιμαντική πού πρέπει νά ἐξασκοῦν στόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί ἀφήνουν τό βάθος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Φοβοῦμαι μήπως παρασυρόμαστε στήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, μήπως διακατεχόμαστε ἀπό τό ἐκκοσμικευμένο φρόνημα καί ἐγκαταλείπουμε τήν δική μας προοπτική, μήπως μέρα μέ τήν μέρα χάνουμε τήν ποιμαντική μας ἰδιαιτερότητα καί ἀποκτοῦμε κοινωνική καί πολιτική νοοτροπία, μήπως ἀσχολούμαστε μέ θέματα μέ τά ὁποῖα μποροῦν νά ἀσχολοῦνται οἱ ἄλλοι.

Ποιμαντική καί πτώση

Διατυπώνεται αὐτός ὁ προβληματισμός, γιατί γνωρίζουμε καλά ὅτι ὅλα αὐτά τά λεγόμενα σύγχρονα θέματα πού εἶναι ταυτόχρονα καί παλαιά, ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση, ὁ φονταμενταλισμός, ἡ Νέα Τάξη, κλπ. εἶναι ἐκφράσεις τῆς πεπτωκυίας καταστάσεως, εἶναι ἡ ζωή πού ἐπιβάλλουν οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, πού εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα, ἡ νοοτροπία τοῦ πεπτωκότος κόσμου. Ὁπότε τό πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι νά λουστράρη τούς δερμάτινους χιτῶνες, ἀλλά νά τούς ὑπερβῆ, νά κάνη τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβῆ τήν πεπτωκυία τοῦ κατάσταση, νά ἐξέλθη, δηλαδή, ἀπό τήν βαρύτητα καί τήν ἕλξη τῆς γῆς, ὥστε νά ἰσχύσουν, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος, ἄλλοι πνευματικοί νόμοι καί ὁ ἄνθρωπος νά μή ἑλκύεται ἀπό τούς γηίνους νόμους. Ἄλλωστε εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ δορυφόρος πού ἀποστέλλεται ἐκτός της γῆς καί περιφέρεται γύρω ἀπό τήν γῆ ἔχει ἄλλη διαδικασία καί δέν καθορίζεται βάσει τῶν δεδομένων πού ὑπάρχουν καί ἐπικρατοῦν στήν γῆ.

Ὁ Ποιμήν - Χριστός

Αὐτό τό βλέπουμε στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, ἔγινε ἄνθρωπος σέ μιά δύσκολη ἐποχή μέ προβλήματα περισσότερα ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα. Ἡ Παλαιστίνη ἦταν ὑπόδουλη στήν μεγαλύτερη δύναμη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού ἦταν ἡ σιδηροφράχτη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ὁ λαός ὑπέφερε ἀπό τήν πολιτική καί θρησκευτική του ἡγεσία, ἡ πείνα θέριζε τούς ἀνθρώπους κλπ. Πρόκειται γιά τεράστια προβλήματα πού δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε ἐμεῖς σήμερα. Πέρα ἀπό αὐτά ἡ ἀδικία βρισκόταν στό κατακόρυφο, ἡ δουλεία σέ ἀκμή. Βεβαίως, ὁ Χριστός μέ τίς παραβολές Τοῦ κτύπησε ὅλη αὐτήν τήν κοινωνική ἀδικία, χωρίς ὅμως νά ξεσηκώση τόν λαό σέ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ κατεστημένου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, χωρίς νά καθοδηγήση τόν λαό πρός τήν ἐξέγερση. Καί αὐτό γιατί ὁ Χριστός ἔβλεπε ὅτι τά βασικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν βαθύτερα, συγκεκριμενοποιοῦνται στόν θάνατο, τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό αὐτά ἦλθε νά τόν ἀπελευθερώση. Ὁπότε, τό μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρικός Του θάνατος καί ἡ ἀνάστασή Του, διά τῶν ὁποίων νίκησε τό κράτος τοῦ θανάτου, τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας. Ἔκανε τήν μεγαλύτερη ποιμαντική μέ τό νά νικήση τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Πέθανε αὐτός γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς καί ἀναστήθηκε γιά νά μᾶς δώση τήν δυνατότητα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.

Ἡ ποιμαντική των Ἀποστόλων

Αὐτό ἦταν τό πρότυπο πού ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Τό βλέπουμε στά κηρύγματά τους πού ἔκαναν στόν λαό. Μιλοῦσαν γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή στόν Θεό, γιά τήν νίκη ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, πού μπορεῖ νά γίνη μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἦταν ἴδιο μέ τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω» (Μάρκ. α', 15).

Οἱ Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐκφραστικές καί δείχνουν τόν τρόπο καί τόν βαθμό μέ τόν ὁποῖο κάνει ποιμαντική ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές τοῦ ἀκροθιγῶς ἀντιμετωπίζει τήν κοινωνική καί πολιτική πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του, καί αὐτό τό κάνει μέ πολύ μεγάλη προσοχή, γιά νά μή ξεφύγη ἀπό τό βασικό του σκοπό. Γιατί, ὅταν κανείς ἀσχολεῖται περισσότερο ἀπό ὅ,τι πρέπει μέ τήν κοινωνική πραγματικότητα, τότε ἐκκοσμικεύεται. Κυρίως τόν ἀπασχολεῖ ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου πού βρίσκεται μέσα στόν ὑπαρξιακό χῶρο καί ἡ μέθεξη τῆς δυνάμεως καί ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ.

Σέ ὅλες τίς Ἐπιστολές τοῦ βλέπουμε αὐτήν τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἐδῶ θά ἤθελα νά σημειώσω δύο μόνον χωρία ἀπό τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, πού ἀναφέρονται στό ἕβδομο καί ὄγδοο κεφάλαιο.

Τό ἕνα εἶναι τό πρόβλημα τοῦ θανάτου πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας: «συνήδομαι γάρ τῷ νόμω τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμω τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντα μέ ἐν τῷ νόμω τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος' τίς μέ ±ὕσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; εὐχαριστῶ τῷ Θεῶ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν» (Ρωμ. ζ', 22-25). Πρόκειται γιά τήν ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁπότε στήν περίπτωση αὐτή ὁ θάνατος ἐπεκτείνεται καί ἐξωτερικά, ὁ ἄνθρωπος βλέπει ὁλόκληρη τήν κτίση καί τήν κοινωνία μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου εἶναι ἐνδεδυμένος μέ τούς δερματίνους χιτώνας καί εἶναι κλεισμένος μέσα σέ μιά φυλακή. Μπορεῖ ὅλες οἱ κοινωνικές συνθῆκες νά εἶναι πολύ καλές, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη πληθώρα ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά ἡ ὕπαρξη τοῦ θανάτου αὐτοῦ μολύνει μέ τήν παρουσία τοῦ τά πάντα.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αἰσθάνθηκε τήν ἐλευθέρωσή του ἀπό τό φοβερό ἔρεβος τοῦ θανάτου, ὅταν εἶδε τόν ἀναστάντα Χριστό, πορευόμενος πρός τήν Δαμασκό. Τότε ἀνοίχθηκαν ὅλες οἱ φωτεινές προοπτικές στήν ζωή του, πού ἦταν τόσο φωτεινές, ἀφοῦ γιά τήν ὑπερέχουσα φανότητα ἔπαθε ἕνα ἀποπροσανατολισμό καί τυφλώθηκε. Ἀπό τότε ἄλλαξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του καί ἔβλεπε τόν κόσμο μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική. Ἐλευθερώθηκε ἀπό τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας, ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς δερματίνους χιτώνας τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος καί ἔγινε ὁ ἐν Χριστῷ ἀπελεύθερος ἄνθρωπος. Τότε ἀκριβῶς δέν τόν ἀπασχολοῦσε ἡ Ρωμαϊκή κυριαρχία καί ἡ λεγόμενη Ρήx Rηmήnή, δέν τόν ἐνδιέφεραν οἱ ἀδικίες καί οἱ διωγμοί, ἀλλά μᾶλλον ἀγαποῦσε τούς διωγμούς, τούς ὁποίους θεωροῦσε ὡς συμμετοχή στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ: «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. ς', 17) καί «νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν, καί ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου» (Κόλ. α', 24). Μέσα του δέν ζοῦσε ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἀναστημένος Χριστός, καί ἔλεγε: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β’,20). Καί τότε αἰσθανόταν ὅτι τό πολίτευμά του δέν ἦταν γήινο, ἀλλά ἐπουράνιο, δέν τόν ἐνδιέφερε ἡ κοινωνική ζωή, ἀλλά τό ἐπουράνιο πολίτευμα: «ἠμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φίλ. γ', 20), «τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κόλ. γ', 2).

Τό δεύτερο χωρίο πού εἶναι συνέχεια τοῦ πρώτου δείχνει τήν ζωή τῆς ἀναστάσεώς του. Ἐρωτοῦσε: «Τίς ἠμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;» (Ρωμ. η', 35). Καί ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος: «ἀλλ’ ἐν τούτοις πάσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἠμᾶς» (Ρωμ. η', 37). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ ἀπέραντη πληρότητα στόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ἀφήνει νά ἀπασχολῆται μέ ἄλλα γήινα καί φοβερά γιά τούς ἀνθρώπους προβλήματα. Ἡ ἀνάσταση κυριαρχεῖ μέσα στόν ἐσωτερικό κόσμο καί δέν τόν ἀγγίζει ἡ θνητότητα καί ἡ φθαρτότητα τοῦ πεπτωκότος κόσμου. Γι’ αὐτό καί εἶναι βέβαιος ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά τόν χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Διαβεβαιώνει: «Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή' οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἠμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν» (Ρωμ. η', 38-39).

Ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας

Μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια κινεῖται ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν πνευματικό καί ὑπαρξιακό θάνατο στήν μέθεξη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τόν βοηθᾶ νά ἀποβάλη τούς δερματίνους χιτώνας τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος, τῶν ἀλόγων ζώων καί νά ἐνδυθῆ τό ἔνδυμα τῆς θείας Χάριτος, μεταθέτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ψυχολογικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο στό ὀντολογικό. Δέν κατατρίβεται ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας στήν ζωή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τῆς πεπτωκυίας καταστάσεως, ἀλλά ἀσχολεῖται μέ τήν ὑπέρβαση αὐτοῦ του κόσμου καί τήν μέθεξη τοῦ ἐπουρανίου, τοῦ ἐσχατολογικοῦ κόσμου, πού εἶναι παρών ἀπό τώρα καί βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό τούς ἁγίους.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξασκοῦσαν αὐτήν τήν ποιμαντική. Ὅπως συνήθως λέμε, θεολογοῦσαν ποιμαίνοντες καί ἐποίμαιναν θεολογοῦντες. Θεολογία εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ποιμαντική εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τήν προσωπική μέθεξη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε ξεκάθαρα στήν διδασκαλία καί τό ἔργο τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν. Δέν καταναλίσκονται σέ κοινωνικούς προβληματισμούς, ἀλλά καί ὅταν τό κάνουν τό θέτουν στήν προοπτική της μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνακαινίσεως τῆς κτίσεως. Καί ὅταν ἀσχολοῦνται μέ μερικά κοινωνικά προβλήματα τό κάνουν μέσα ἀπό τήν λεγομένη ἐσχατολογική προοπτική.

Ἡ οὐσία τῆς ποιμαντικῆς της Ἐκκλησίας φαίνεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στό βάπτισμα καί τόν εἰσδύει μέσα στόν πνευματικό της μυστηριακό χῶρο. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀποταγή τόν διάβολο καί τίς μεθοδεῖες του, νά καθαρθῆ ἀπό ὅλες τίς συνέπειες τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος, νά ἀποβάλη τούς δερματίνους χιτώνας καί νά φορέση τόν φωτεινό χιτώνα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἔπειτα νά κοινωνήση τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί νά βιώση τήν αἰώνια ζωή. Οἱ κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἡ ἀνάλυση τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου γιά τό τί εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, οἱ κατηχητικοί λόγοι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, δείχνουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενό της καί ὁ σκοπός της.

Ἡ ποιμαντική στά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Ἡ οὐσία τῆς ποιμαντικῆς φαίνεται στά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού κάνει λόγο γιά τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ἐκεῖνο πού λέγεται ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, καί ἄλλους Πατέρας, κάθαρση, φωτισμός καί τελείωση - θέωση. Ἡ οὐσία τῆς ποιμαντικῆς εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος θά καθαρίση τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη, πῶς δηλαδή θά μεταμορφώση τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς του, πῶς θά ἀποκτήση τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική νοερά προσευχή καί πῶς θά φθάση στήν θέωση, τήν προσωπική γνώση τοῦ Χριστοῦ καί τήν μέθεξη τῆς Χάριτός Του.

Ὁ Ἱερομόναχος Ἀρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς (νῦν Ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης) στήν διδακτορική του διατριβή τήν ὁποία ὑπέβαλε στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, μέ θέμα: «Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», ἕνα βιβλίο μέ τεράστια ποιμαντική ἀξία, ἐκθέτει ἀναλυτικά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καί βέβαια δείχνει ποιό εἶναι τό περιεχόμενο καί ἡ οὐσία τῆς ποιμαντικῆς. Ἀφοῦ ἀναλύει τίς ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν ἀνθρωπολογία καί γιά τόν χῶρο τῆς σωτηρίας πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, στήν συνέχεια ἀναλύει διεξοδικά τήν ἀσκητική του ἁγίου Μαξίμου πού εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ποιμαντική της Ἐκκλησίας.

Συνοπτικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ προσοικείωση τῆς σωτηρίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν κορυφαῖο αὐτόν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας πού μᾶς ἔδειξε τήν οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς ποιμαντικῆς, χωρίζεται σέ τρία μέρη, ἤτοι τήν «πρακτική φιλοσοφία» ἤ τήν πράξη, τήν «φυσική θεωρία» ἤ ἁπλῶς θεωρία, καί τήν «μυστική θεολογία» ἤ ἁπλῶς θεολογία. Ἡ πρώτη καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη καί τόν κοσμεῖ μέ τίς ἀρετές, ἡ δεύτερη φωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀληθινή γνώση καί ἡ τρίτη στεφανώνει τόν ἄνθρωπο μέ τήν μυστική ἐμπειρία, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἔκσταση. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου διά μέσου αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν ἀναβάσεων στήν οὐσία εἶναι ἡ συσταύρωσή του μέ τόν Χριστό καί ἡ μέθεξη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς.

Πορευόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς πνευματικές αὐτές καταστάσεις ὀνομάζεται ἀντίστοιχα πρακτικός, θεωρητικός καί μυστικός. Στήν πρώτη περίπτωση (πρακτικός) θεραπεύει τίς πρακτικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμία καί θυμό), στήν δεύτερη περίπτωση (θεωρητικός) θεραπεύει τίς θεωρητικές δυνάμεις (λόγος) καί στήν τρίτη περίπτωση (μυστικός) θεραπεύει τίς μυστικές δυνάμεις (νοῦ) καί ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος πρός τήν θεογνωσία.

Βεβαίως, γιά τά θέματα αὐτά ὁμίλησε ἀναλυτικά ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀλλά τά συναντοῦμε καί στήν διδασκαλία ὅλων των ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως σέ διαφόρους Πατέρας γίνεται λόγος γιά μιά ἄλλη διαβάθμιση τῶν ποιμαινομένων, ἤτοι σέ πιστούς, ἐναρέτους καί γνωστικούς, σέ δούλους, μισθίους καί υἱούς. Ἐπίσης, ἡ πνευματική κατάσταση διακρίνεται σέ πράξη - γνώση - θεωρία ἤ σέ πράξη - γνώση - θεολογία ἤ σέ γνώση - σοφία - θεολογία. Ἀκόμη ἡ πορεία πρός τήν θέωση, πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς λέγεται κάθαρση, φωτισμός, τελειότητα-θέωση.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κάνει λόγο γιά τά πάθη πού εἶναι ἡ παρά φύσιν ἐνέργεια τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, γιά τήν μεταμόρφωσή τους' ἀναφέρεται στήν λεπτή σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ ἐπιθυμίας καί ἡδονῆς καί λύπης, ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία ὅταν πραγματοποιῆται δημιουργεῖ ἡδονή, ἐνῶ ὅταν παραμένει ἀνεκπλήρωτη μετατρέπεται σέ λύπη καί ὀργή' κάνει λόγο γιά τούς λογισμούς καί γιά τό πῶς ἀπό ἁπλοί λογισμοί μεταβάλλονται σέ συνθέτους λογισμούς' πῶς ἀπό σύνθετοι λογισμοί μπορεῖ νά μετατραποῦν σέ ἁπλούς λογισμούς' ἀναλύει τό τί προξενεῖ στόν ἄνθρωπο ἡ φιλαυτία' ἀναφέρεται στήν νοερά προσευχή πού προσπορίζει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, καθώς ἐπίσης ἀναλύει διεξοδικά ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Τελικά, ὅταν διαβάζη κανείς προσεκτικά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀντιλαμβάνεται ποιά εἶναι ἡ ποιμαντική της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ποιμαντικές συμβουλές σέ ἕναν Ἀρχιερέα

Ἐδῶ πρέπει νά ὑπενθυμίσω ὅτι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς φαίνεται στό περίφημο βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Καί εἶναι σημαντικό νά ὑπογραμμισθῆ ὁ λόγος καί ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ἐγράφη αὐτό τό καταπληκτικό βιβλίο. Ὁ ἐξάδελφος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, Ἱερόθεος, μόλις ἔγινε Ἐπίσκοπος Εὐρίπου τοῦ ἔγραψε γράμμα καί τοῦ ζητοῦσε συμβουλές γιά τό πῶς θά μπορέση νά ἀνταποκριθῆ στό μεγάλο ἀξίωμα καί τήν ὑψηλή διακονία τῆς Ἀρχιερωσύνης. Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τοῦ ἔγραψε αὐτό τό περίφημο σύγγραμμα, πού εἶναι περίληψη τῆς «φιλοκαλίας» καί τῆς νηπτικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά τοῦ διδάξη ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Ἐπίσκοπος, καί πῶς μπορεῖ νά καθοδηγῆ τό ποίμνιό του πρός τήν σωτηρία ἀμφοτέρων, καί τοῦ ποιμνίου καί τοῦ ἰδίου τοῦ ποιμένος. Τό βιβλίο αὐτό δείχνει καθαρά τόν βαθμό καί τήν ποιότητα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, καθώς ἐπίσης καί ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά περιγραφή τῆς νηπτικῆς - ἡσυχαστικῆς μεθόδου, πού δέν εἶναι ἴδιο γνώρισμα μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλά ὅλων των Χριστιανῶν πού θέλουν νά σωθοῦν, γιατί ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος «πάντες ἄνθρωποι ἀπαιτησόμεθα τήν πρός τό Εὐαγγέλιον ὑπακοήν, μοναχοί τέ καί ἐν συζυγίαις». Καί, βεβαίως, τό Εὐαγγέλιο, ἄν διαβασθῆ μέ καθαρό νοῦ, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν βίωση αὐτῆς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί πολιτείας, ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο στήν μίμηση τοῦ Χριστοῦ μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως.

Τό ἐφόδιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται σέ αὐτήν τήν προοπτική, τότε ἀντιμετωπίζει πολύ εὔκολα τήν παγκοσμιοποίηση, τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων, τήν οἰκολογική κρίση, τόν φανατισμό κλπ., δηλαδή ὅλα αὐτά τά ὑπερβαίνει καί γίνεται ἀπελεύθερος Χριστοῦ, γίνεται ἐλευθερωμένος ἄνθρωπος. Τότε ἐξέρχεται ἀπό τήν φυλακή τῶν κτιστῶν. Δέν φθάνει, δηλαδή, μιά ἐνημέρωση γύρω ἀπό τά θέματα αὐτά, ἀλλά μιά προσωπική ὑπέρβαση.

Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος διαποτιζόταν ἀπό αὐτήν τήν γνώση, ζητοῦσε τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, πού συνδέεται μέ τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοός, ἀλλά μέ τήν καθαρά θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό προσευχόταν: «Ἀξίωσον μέ, Κύριε, γινώσκειν σε, καί ἀγαπᾶν, οὐκ ἐν τῇ γνώσει τή ἐν τῷ σκοτασμῶ τοῦ νοῦ, τή ἐκτός γυμνασίας γινομένη, ἀλλ’ ἀξίωσον μέ ἐκείνης τῆς γνώσεως, ἐν p ὁ νοῦς θεωρῶν σε, δοξάζει τήν φύσιν σου ἐν τῇ θεωρία τή κλεπτούση τήν αἴσθησιν τοῦ κόσμου ἀπό τῆς διανοίας». Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ προσευχόταν ἀκόμη νά τοῦ δώση ὁ Θεός τήν δύναμη νά ὑψωθῆ ἀπό τήν αἴσθηση πού δημιουργεῖ τίς φαντασίες. «Ἀξίωσον μέ ὑψωθῆναι ἐκ τῆς θέας τοῦ θελήματος τῆς γνώσεως τῆς φαντασίας, καί ἰδεῖν σέ ἐν τῇ βία τοῦ δεσμοῦ τοῦ σταυροῦ, ἐν τῷ μέρει τῷ δευτέρω τῆς τοῦ νοῦ σταυρώσεως, τοῦ ἐν ἐλευθερία ἀποπαυομένου ἀπό τῆς ἐνεργείας τῶν νοημάτων ἐν τῇ διηνεκεῖ σου θεωρία, τή ὑπέρ φύσιν» Καί προσεύχεται μέ δύναμη ψυχῆς: «Θές ἐν ἐμοί αὔξησιν τῆς ἀγάπης σου, ἴνα ὀπίσω του ἔρωτός σου ἔλθω ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».

Αὐτή εἶναι ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας, ἡ οὐσία της καί ὁ ἀπώτερος σκοπός της. Ἀποβλέπει νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στόν παράδεισο, στήν προπτωτική κατάσταση καί νά τόν ἀνεβάση ἀκόμη ὑψηλότερα, νά τόν ἑνώση μέ τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπαναλαμβάνω καί πάλι ὅτι ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας περιλαμβάνεται στίς λέξεις κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς εὐαγγελικῆς καί πατερικῆς διδασκαλίας. Ἔξω ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ὑπάρχει ἐκκοσμίκευση.

Δυστυχῶς, πολλοί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας σήμερα ἀσχολοῦνται μέ τόν πεπτωκότα κόσμο, μέ τούς δερματίνους χιτώνας τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος, μέ τό τί εἶναι παγκοσμιοποίηση, τί εἶναι οἰκολογική κρίση, τί εἶναι οἰκολογικό πρόβλημα κλπ. καί ὄχι μέ τό πῶς ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι πεπτωκῶς, πού ἔχει φορέσει τούς δερματίνους χιτώνας θά τούς ἀποβάλη καί θά ἐνδυθῆ τόν φωτεινό χιτώνα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πῶς ἀπό τέκνο τῆς φθορᾶς θά γίνη τέκνο ἀφθαρσίας, ἀπό τέκνο τοῦ θανάτου θά γίνη τέκνο τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς μερικοί ποιμένες γυμνάζουν τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀφήνουν ἀφώτιστο τόν νοῦ του, καλλιεργοῦν τήν φαντασία καί δέν βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά ἀποκτήση ἀφάνταστο νοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογία ταυτίζονται μέ τήν κοινωνιολογία καί ἐμπνέονται ἀπό τήν προοπτική της σύγχρονης ἐπιστήμης καί τῆς ἐπικαιρότητος, τότε ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο ἀλύτρωτο.

Ἡ ποιμαντική του Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἔζησε σέ δύσκολες περιστάσεις, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, στίς ὁμιλίες τοῦ ἔκανε ὀρθόδοξη ποιμαντική. Τόν ἐνδιαφέρει κυρίως τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά ἀποκτήση κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Χριστό. Στά κηρύγματά του ἔκανε λόγο γιά τό τί εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, πῶς ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Παράδεισο καί πῶς θά ἀποκτήση ἑνότητα μέ τόν Τριαδικό Θεό. Συνιστοῦσε στούς Χριστιανούς τήν πραγματική τους πατρίδα:

«Ἐμεῖς ἐδῶ, χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν πατρίδα. Ἐτούτη ἡ γῆ δέν εἶναι ἐδική μας, εἶναι διά τά ζῶα, ἡ θάλασσα διά τά ὀψάρια, ὁ ἀέρας διά τά πετεινά. Διά τοῦτο ὁ πανάγαθος Θεός μᾶς ἔκαμε μέ τό κεφάλι ὀρθούς καί μᾶς ἔβαλεν τόν νοῦν εἰς τό ἀπάνω μέρος, εἰς τήν κεφαλήν διά νά στοχαζώμασθε πάντοτε τήν οὐράνιον βασιλείαν, τήν ἀληθινήν πατρίδα μας, διατί ἐδῶ, εἰς ἐτοῦτον τόν κόσμον, κάν βασιλεῖς νά γένωμεν, δέν ἠμποροῦμεν νά ἀναπαυθοῦμεν. Ἐτοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ὡσάν ἕνα χάνι. Εἰς τό χάνι ὁπού θέλεις νά πηγαίνης, κάθεσαι πολύν καιρόν ἐκεῖ ἤ μία βραδιά καί ὕστερα φεύγεις νά πᾶς εἰς τό σπίτι σου ὀγλήγορα; Διατί ἐδῶ δέν ἔχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα ἔχομεν, καθώς εἴπαμεν, τήν οὐράνιον βασιλείαν».

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προετοίμαζε τούς ἀκροατές του γιά κάτι ὑψηλό. Δέν ἔκανε μιά ποιμαντική γιά τόν παρόντα αἰώνα, ἀλλά ὁδηγοῦσε τόν νοῦ τῶν ἀκροατῶν του σέ ἄλλες διαστάσεις. Σέ κάποια ὁμιλία τοῦ ἔλεγε:

«Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καί σᾶς παραγγέλλω: κάν ὁ οὐρανός νά κατέβη κάτω κάν ἡ γῆ νά ἀνέβη ἀπάνω κάν ὅλος ὁ κόσμος νά χαλάση καθώς μέλλει νά χαλάση σήμερον αὔριον, νά μή σᾶς μέλη τί ἔχει νά κάμη ὁ Θεός. Τό κορμί σᾶς ἅς σᾶς τό καύσουν, ἅς σᾶς τό τηγανίσουν, τά πράγματά σας ἅς σᾶς τά πάρουν, μή σᾶς μέλη, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἔξω ἄν τύχη καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάγετε νά μήν τύχη καί τά χάσετε».

Μέ τέτοια λόγια προετοιμάζονται οἱ Χριστιανοί νά γίνουν νεομάρτυρες καί, βεβαίως, μέ τέτοια λόγια ἐξασκεῖται ὀρθόδοξη ποιμαντική. Αὐτό τό εἶδος τῆς ποιμαντικῆς εἶναι ὀρθόδοξο, ἐνῶ τό εἶδος τῆς ποιμαντικῆς πού ἀσχολεῖται μέ τό νά μάθουμε μερικές γνώσεις καί νά ἀντιμετωπίζουμε εὐκαιριακές καταστάσεις εἶναι ἐκκοσμικευμένο.

Θεωρῶ ὅτι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μᾶς εἶναι το ὅτι πολλοί Ποιμένες ἔχουν χάσει τόν προσανατολισμό καί τήν αὐτοσυνειδησία τους. Δέν γνωρίζουν τί εἶναι θεολογία καί τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ποιμαντική, ἀλλά ἀσχολοῦνται μέ κοινωνικά θέματα, ὡσάν νά εἶναι κοινωνιολόγοι καί ἠθικολόγοι. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά προσανατολισθοῦμε στήν ποιμαντική των ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας' διαφορετικά θά ἀποτυγχάνουμε νά βοηθήσουμε τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλά καί θά μᾶς κατηγοροῦν οἱ πολιτικοί ὅτι ἐμπλεκόμαστε στίς δικές τους ὑποθέσεις.

  • Προβολές: 2970