Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Λογική, συναίσθημα καί Γενικές Ἐξετάσεις

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Μάιος καί ὁ Ἰούνιος εἶναι οἱ μῆνες τῆς ἀγωνίας τῶν ὑποψηφίων φοιτητῶν πού διαγωνίζονται στίς Γενικές Ἐξετάσεις. Χιλιάδες μαθητές τῆς δευτέρας καί τῆς τρίτης τάξεως τοῦ Λυκείου μπαίνουν στό κρίσιμο παιχνίδι τῆς ἀπόδειξης τῶν γνώσεων πού ἀπέκτησαν, κατά τήν σχολική χρονιά πού πέρασε.

Παρά τίς προσπάθειες πού ἔγιναν τά τελευταῖα χρόνια γιά ἀλλαγές πρός τό καλύτερο, ἡ διαδικασία τῶν ἐξετάσεων δέν ἔπαψε νά εἶναι ἕνα παιχνίδι ἀποδεδειγμένα ψυχοφθόρο. Ἡ ἔνταση, μάλιστα, καί ἡ ψυχολογική πίεση πού ἀσκεῖ κάνει πάντα ἐπίκαιρο καί εὔλογό το ἐρώτημα: τί ἐλέγχουν οἱ ἐξετάσεις; Δηλαδή, σέ τελευταία ἀνάλυση, τί ἀπαιτεῖ τό κράτος ἀπό αὐτούς ποῦ θέλουν νά περάσουν στήν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση; Ἐπειδή οἱ ἀναλύσεις αὐτοῦ του θέματος ἀπό διάφορες πλευρές εἶναι πάντα χρήσιμες, θά ἐπιχειρήσω καί ἐγώ μία, προσεγγίζοντας τό θέμα ἀπό μιά λίγο ἀθέατη πλευρά, ἡ ὁποία, ἐκτός των ἄλλων, πιστεύω πώς θά δείξη ὅτι οἱ Γενικές Ἐξετάσεις ἀποτελοῦν ἕναν ποιοτικό δείκτη τῆς κρατικῆς μας παιδείας.

Αὐτές τίς μέρες ἔπεσε στά χέρια μου ἕνα βιβλίο πού μπορεῖ νά βοηθήση στήν μελέτη αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τῶν Γενικῶν Ἐξετάσεων. Τό βιβλίο αὐτό μιλᾶ γιά τήν «νοημοσύνη τῆς καρδιᾶς», δηλαδή γιά τήν «συναισθηματική νοημοσύνη», τήν ὁποία διαφορίζει ἀπό τήν λογική. Συγγραφέας τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ Ἰζαμπέλ Φιλιοζά, ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ δείκτης νοημοσύνης (ἅ.Q.) δέν ἀρκεῖ γιά νά πετύχουμε στίς διάφορες ἐπαγγελματικές καί ἄλλες δραστηριότητές μας. «Τό ζοῦμε ὅλοι, γράφει, εἴτε στό σχολεῖο εἴτε στήν ἐπιχείρηση. Αὐτό πού κάνει τήν διαφορά, δέν εἶναι μόνο ἡ τεχνική μας ἐπάρκεια, ἀλλά καί ἡ ἱκανότητά μας νά ἐλέγχουμε τά συναισθήματά μας καί νά ἐπικοινωνοῦμε» (σέλ. 14). Γι’ αὐτό μιλᾶ, στηριγμένη σέ ἄλλους ἐρευνητές, γιά τόν δείκτη συναισθηματικῆς νοημοσύνης (ἅ.Q.), ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν σωστή λειτουργία καί τῆς λογικῆς. Συχνά στίς ἀναλύσεις τῆς ἀναφέρεται στό σχολεῖο, ἔχοντας ὑπόψη της, βέβαια, τά σχολεῖα τῆς Γαλλίας, γιά τά ὁποῖα ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι ἀνεπαρκεῖς οἱ γνώσεις καί οἱ δεξιότητες πού παρέχουν. Στήν εἰσαγωγή τῆς μάλιστα κάνει μιά πολύ ἁπλή, ἀλλά σημαντική παρατήρηση: «Στό σχολεῖο μαθαίνουμε ἱστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, γλώσσα, σχέδιο καί γυμναστική... Τί μαθαίνουμε, ὅμως, γιά τήν ἱκανότητά μας νά ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τή χαρά ἤ τόν πόνο; Τίποτα. Τίποτα γιά τό πῶς θά παρέμβουμε ἄν ξεσπάσει μιά διαμάχη...  Τίποτα γιά τό πένθος, τίποτα γιά τόν ἔλεγχο τοῦ φόβου, τίποτα γιά τήν ὑγιῆ ἔκφραση τοῦ θυμοῦ» (σέλ. 13).

Τό θέμα τῶν συναισθημάτων τό προσεγγίζει μέ βάση σύγχρονες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες τά συνδέουν μέ πολύπλοκες λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου. Ἔχει ἕνα κεφάλαιο ἀφιερωμένο στήν ψυχοφυσιολογία τῶν συναισθημάτων τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν λειτουργία τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ ἀναφορά της στήν σημασία τῆς ἀμυγδαλῆς γιά τά συναισθήματά μου θύμισε τίς ἀναλύσεις πού κάνει πολύ συχνά τελευταία ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος γιά τήν βιολογική βάση τῶν συναισθημάτων, γιά τήν ἐπεξεργασία τους ἀπό τόν ἱππόκαμπο, τήν σημασία τῆς ἀμυγδαλῆς, καί τόν ρόλο τοῦ νεοφλοιοῦ. Ἡ Φιλιοζά γράφει ὅτι «ἡ ἀμυγδαλῆ εἶναι τέλεια ἀνεπτυγμένη κατά τήν γέννηση, ἀλλά ὁ ἱππόκαμπος δέν εἶναι ἐντελῶς [ἀνεπτυγμένος] καί ἀκόμη λιγότερο [ἀνεπτυγμένες εἶναι] οἱ περιοχές τοῦ λόγου», γι’ αὐτό κι «ὅταν δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ λόγια αὐτό πού νιώθουμε [στήν βρεφική ἡλικία] τά συναισθήματα πού βιώνουμε χωρίς μεσολάβηση [τῶν ἀνωτέρων στρωμάτων τοῦ ἐγκεφάλου] διατηροῦν ὅλη τήν βιαιότητά τους» (σέλ. 102).

Τά συναισθήματα ὅμως δέν εἶναι ἀνεξέλεγτες κινήσεις, αὐτοματοποιημένοι μηχανισμοί' ρυθμίζονται, μεταμορφώνονται. Σημαντικό ρόλο σ’ αὐτό παίζει ὁ φλοιός τοῦ ἐγκεφάλου «ὁ ὁποῖος εἶναι ὀργανωμένος σέ στῆλες καί κάθετα στοιχεῖα (νευράξονες καί δενδρίτες), πού ἑνώνονται μεταξύ τους μέ ὁριζόντιους συνδέσμους. Φαίνεται ὅτι οἱ κάθετες δομές εἶναι ἀρκετά αὐστηρά προσδιορισμένες. Ἀντίθετα, ἡ δημιουργία τῶν ὁριζόντιων συνδέσμων ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἐμπειρίες» (σέλ.29). Αὐτή ἡ πολύ σημαντική ἀνακάλυψη (ὅτι οἱ ὁριζόντιοι σύνδεσμοι ἐξαρτῶνται ἀπό τίς ἐμπειρίες) ἀνοίγει μεγάλο χῶρο στήν παιδεία, ἡ ὁποία μπορεῖ –στηριγμένη σέ βιολογική βάση– νά ἀποκτήση ἕνα βαθύτερο περιεχόμενο καί μιά σημαντικότερη ἀποστολή. Τῆς προβάλλεται ὡς στόχος, πέρα ἀπό τήν παροχή γνώσεων καί δεξιοτήτων, ἡ δυνατότητα νά βοηθᾶ στήν συναισθηματική ὡρίμανση τῶν νέων. Σύμφωνα μέ τήν συγγραφέα ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιδροῦμε συναισθηματικά στά διάφορα ἐξωτερικά γεγονότα εἶναι ἀποτέλεσμα πολύπλοκων ἀλληλεπιδράσεων τοῦ γονιδιώματος καί τῶν ἐμπειριῶν μας' εἶναι, δηλαδή, ἔμφυτος, ἀλλά καί ἐπίκτητος. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι παίζουν σημαντικότατο ρόλο ἡ προσωπική μας ἱστορία ἀπό τήν βρεφική ἀκόμη ἡλικία, τά πρότυπα πού μᾶς δόθηκαν, ἡ οἰκογενειακή ἀτμόσφαιρα, ἡ σχολική παιδεία καί, φυσικά, ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Μετά ἀπό αὐτά καταλαβαίνει κανείς ὅτι οἱ Γενικές Ἐξετάσεις, στίς ὁποῖες καταλήγει ἡ δωδεκάχρονη στοιχειώδης καί μέση ἐκπαίδευση, εἶναι ἕνα ποιοτικός δείκτης, πού δείχνει οὐσιαστικές ἐλλείψεις στήν παιδεία πού παρέχει τό κράτος. Ἴσως οἱ ἐλλείψεις αὐτές νά εἶναι ἀναπόφευκτες. Τό θέμα εἶναι ὅτι μεγενθύνονται ἀπό τήν σημασία πού δίνουμε ὡς λαός στίς ἐξετάσεις. Γιά νά εἰσαχθῆ κάποιος σέ μιά Ἀνώτατη Σχολή ἐλέγχεται, κατά κάποιο τρόπο, μόνο το ἅ.Q. καί ὄχι τό ἅ.Q.. Δέν λαμβάνεται, δηλαδή, ὑπόψη ἡ συναισθηματική του ὡριμότητα, ἀλλά μόνο ἡ ἀπομνημόνευση καί ἡ δυνατότητα λογικῆς ἐπεξεργασίας τοῦ περιεχομένου τῆς μνήμης του. Ἔχω τήν πεποίθηση ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνη διαφορετικά. Ἡ θεσμοθέτηση «ψυχολογικῶν κριτηρίων», «συναισθηματικῆς ὡριμάνσεως» κ.λ.π. εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνη ὑπόθεση. Τό πρόβλημα, ὅμως, σήμερα εἶναι ὅτι αὐτό πού ἐλέγχουν οἱ ἐξετάσεις ἔχει καταστῆ βασικός σκοπός τῆς κρατικῆς παιδείας. Ἡ συνηθισμένη κατηγορία πού ἀκούγεται ἐναντίον τῶν ἐξετάσεων εἶναι ὅτι εὐνοοῦν τήν ἀπομνημόνευση καί ὄχι τήν δημιουργική κριτική ἐπεξεργασία τῶν γνώσεων. Αὐτή ἡ κατηγορία εἶναι, ὅμως, ἄδικη, γιατί στά περισσότερα μαθήματα, ἄν ὄχι σέ ὅλα, ὑπάρχουν πάντα ἐρωτήσεις κρίσεως. Τό πρόβλημα βρίσκεται ἀλλοῦ. Βρίσκεται στήν παραθεώρηση τῆς «κουλτούρας τῆς καρδιᾶς», ἡ ὁποία γιά τήν Ἰζαμπέλ Φιλιοζά περιορίζεται στά συναισθήματα, ἐνῶ γιά μᾶς ἔχει πλατύτερο καί βαθύτερο περιεχόμενο. Ἡ ψυχολογική θεώρηση αὐτῶν τῶν θεμάτων μένει σέ μιά ἐπιφάνεια, ἐνῶ ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας προχωρᾶ στόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως. Ἐπιτυγχάνει τήν ἀνακάλυψη τοῦ προσώπου, τοῦ «κρυπτοῦ της καρδίας ἀνθρώπου», πού πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο.

Αὐτό πού θά πῶ μπορεῖ νά μοιάζη οὐτοπικό, ἀλλά εἶναι τό πραγματικά ἀναγκαῖο, τοῦ ὁποίου ἡ ἔλλειψη δημιουργεῖ ὅλα τα προβλήματα πού ταλανίζουν τήν σύγχρονη ἐποχή. Θά ἔπρεπε μέσα στά βασικά μαθήματα τοῦ σχολείου νά εἶναι ἡ ἄσκηση στή ρύθμιση τῶν συναισθημάτων ἤ ἐπί τό ὀρθοδοξότερο ἡ ἄσκηση στήν «πνευματική ρύθμιση» τοῦ ἀνθρώπου «ὥστε νά ἐνεργή φυσιολογικά σέ ὅλες τίς περιστάσεις πού παρουσιάζονται στήν ζωή τοῦ» (Σέβ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Θεραπευτική ἀγωγή, σέλ. 58). Γιατί τό (ἀφελές γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας) καίριο ἐρώτημα εἶναι: πῶς νά ἐμπιστευθῆς τίς ἐξειδικευμένες ἐπιστημονικές γνώσεις –οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά σώσουν, ἀλλά καί νά καταστρέψουν τόν κόσμο– σέ ἕναν ἄνθρωπο ποῦ δέν ἔμαθε νά κυβερνᾶ τίς ἐπιθυμίες του, νά τιθασεύη τόν θυμό του, νά ὑπερβαίνη τόν φθόνο του, νά ὑποτάσση στό κοινό καλό τίς φιλοδοξίες του, νά ρυθμίζη τά συναισθήματά του;

Δέν πρεσβεύω ὅτι πρέπει νά συμπληρωθοῦν οἱ Ἐξετάσεις μέ εἰδικές ψυχολογικές δοκιμασίες. Ἄπαγε. Ὑποστηρίζω ὅτι πρέπει νά συμπληρωθοῦν τά προγράμματα τῶν σχολείων μέ μαθήματα «συναισθηματικῆς καί πνευματικῆς ὡρίμανσης» τῶν μαθητῶν. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ ὥρα τῶν θρησκευτικῶν προσφέρεται ἰδιαίτερα γιά ἕναν τέτοιον ἐμπλουτισμό. Σημαντική σέ αὐτόν τόν τομέα θά εἶναι ἡ ἐνεργότερη σύνδεση τοῦ σχολείου μέ ἄλλους φορεῖς, κυρίως, ὅμως, μέ τήν Ἐκκλησία, πού ἔχει δοκιμασμένες μεθόδους στήν θεραπεία καί ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2944