Skip to main content

Κύριο θέμα: Ἐγκύκλιοι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

Ἀναρίθμητα εἶναι τά δεδομένα πού μᾶς βομβαρδίζουν, ἰδίως ἀπό τήν στιγμή πού τά ΜΜΕ ἔγιναν ἕνα σημαντικό κομμάτι τῆς ζωῆς μας, «ἀνεβάζοντας στήν σκηνή» ἕνα συνεχές «σήριαλ» μέ θεατή τήν κοινή γνώμη, θέμα τά ἀναρίθμητα προβλήματα καί ψευδοπροβλήματα καί μέ κριτήριο τήν τηλεθέαση.

Ὄντως πολλά εἶναι τά προβλήματα πού μαστίζουν τίς μεταπτωτικές κοινωνίες. Παρατηροῦμε ὅμως ὅτι μεγεθύνονται τά ψευδοπροβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν, ἐνῶ ἀντίθετα παραθεωροῦνται τά πραγματικά προβλήματα. Αὐτό εἶναι ἀναμενόμενο, διότι δέν προσφέρονται κριτήρια στόν λαό, καί διότι ὁ ἄνθρωπος διαθέτει φθαρμένο τό ἀντιληπτικό του ὄργανο, σύμφωνα μέ τήν σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν παρουσιάζει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρήδιον». Ὑπάρχουν δέ περιπτώσεις πού ἡ ἀναστροφή τῆς ἀξιολόγησης καί ἱεράρχησης τῶν προβλημάτων γίνεται ἐπί τούτου.

Ἔναντί των προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησιαστική ναῦς ἤ ἔναντί των ψευδοπροβλημάτων πού παρουσιάζει «ὁ θαυμαστός κόσμος τῶν μίντια», ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Δ.Ι.Σ.) λαμβάνει κατά καιρούς ὑπεύθυνη καί τεκμηριωμένη θέση, ὥστε νά διαλύωνται ὅσο τό δυνατόν τα νέφη τῆς συγχύσεως καί νά κοπάζουν τά κύματα τῆς ἀπιστίας πού ψυχραίνουν τήν πίστη τῶν πολλῶν.

Γιά τόν σκοπό αὐτό συντάσση κατά καιρούς ἐγκυκλίους γιά τόν λαό ἤ τούς Κληρικούς, ἐκδίδει δελτία τύπου, δημοσιεύει ἀνακοινωθέντα.

Τόν τελευταῖο μήνα ἐξαπέστειλε Ἐγκυκλίους, πού ἀντιμετωπίζουν σημαντικά ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ὅπως τά σκάνδαλα πού ἐμπλέκουν Κληρικούς καί τήν ἐν ἀγνοία «Εὐχαριστιακή Κοινωνία» μέ τούς ἑτεροδόξους.

Κρίναμε σκόπιμο νά παρουσιάσουμε τίς Ἐγκυκλίους αὐτές τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀπευθύνονται στούς Μητροπολίτας ἤ διά αὐτῶν στούς Κληρικούς τῶν Μητροπόλεων, ὥστε νά ἐνημερωθοῦν οἱ ἀναγνῶστες καί γι’ αὐτά καθ’ ἑαυτά τά προβλήματα ἀλλά καί γιά τό ἔργο τῆς Δ.Ι.Σ.

Ἡ πρώτη Ἐγκύκλιος (2369/2-7-2002) ἀφορᾶ τούς «ἐπιλήσμονάς του ὕψους τῆς Ἱερωσύνης» Κληρικούς, καί ἀπευθύνεται στούς Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἴνα «ὑπομνήση Αὐτοῖς τά ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὁριζόμενα καί ἀφορώντα εἰς τήν εἴσοδον νέων εἰς τάξεις τῆς Ἱερωσύνης». Κατ’ ἀρχάς ὑπογραμμίζεται ἡ εἰσαγωγική ὁμολογία τοῦ Ἱερέως πρό τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς: «"οὐδείς ἄξιος των συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν" τῷ Βασιλεῖ τῆς δόξης. Καί ἀφοῦ ἐπισημαίνεται ἡ ἀντινομία πού μερικές φορές παρατηρεῖται μεταξύ του ὁρισμοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων «μηδένα τοῦ θείου βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης καταξιοῦσθαι δίχα πολλῆς ἐρεύνης καί ἀκριβοῦς ἐξετάσεως ἴνα μή ὑπό ἀναξίων τα θειότατα τελεσιουργῶνται» καί τῶν περιπτώσεων Κληρικῶν πού γίνονται «πρόξενοι κακοπραγίας εἰς ἐκκλησιαστικᾶς ὑποθέσεις καί σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν», ὑπενθυμίζονται πέντε ἀσφαλιστικές προϋποθέσεις:

«Ἡ μετά μεγίστης προσοχῆς ἐξέτασις τοῦ προτέρου βίου, ἑκάστου ὑποψηφίου Κληρικοῦ πρό τῆς χειροτονίας αὐτοῦ καί ἡ ἔρευνα εἰς "τά βάθη τῆς καρδίας αὐτοῦ", ὡς καί ἡ "παρ’ ἄλλων ἀξιοπίστων ἀνδρῶν" πληροφορία, τῶν εἰδότων τήν αὐτοῦ πολιτείαν.
Ἡ περί τοῦ ὑποψηφίου Κληρικοῦ ἀξιολογική κρίσις τοῦ Ποιμενάρχου τῆς ἰδιαιτέρας αὐτοῦ Πατρίδος, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν οὗτος θέλει χειροτονηθῆ εἰς ἑτέραν Ἱεράν Μητρόπολιν.
Ἡ ἐνημέρωσις ὑμῶν, περί τοῦ ὑποψηφίου Κληρικοῦ, ἐκ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς, ἐξ ἧς ἐνδεχομένως ἀπεφοίτησεν, διά τό ἦθος, τήν συμπεριφοράν καί τήν ἐν γένει πρόοδον αὐτοῦ.
Ἡ ὑπογραφή κανονικῆς συμμαρτυρίας ὑπό εὐσεβοῦς, ἐμπείρου, ἐναρέτου καί δεδοκιμασμένου πνευματικοῦ πατρός, ὅστις δέον ὅπως γιγνώσκη ἀπό πολλοῦ χρόνου τόν ὑποψήφιον καί παρακολουθῆ ἐνδελεχῶς τήν αὐτοῦ συμπεριφοράν.
Ἡ ὑποχρεωτική τήρησις καί ἐφαρμογή τοῦτο μέν τῆς ἀναφερομένης εἰς τό ὅριον τῆς ἡλικίας διά τάς χειροτονίας νέων Κληρικῶν Ἀποφάσεως Αὐτῆς (τῆς Συνόδου)...».
Ἐν συνεχεία ἡ Ἐγκύκλιος ἀναφέρει τά προσόντα τοῦ Κληρικοῦ ὅπως τά καταγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή τοῦ Τιμόθεο, καί ὑπενθυμίζει τό καθῆκον τῶν πνευματικῶν νά συμβουλεύουν καί νά στηρίζουν τούς νέους Κληρικούς.
Καί ἡ Ἐγκύκλιος καταλήγει: «Ὁ εὐσεβής καί πιστός λαός τρέφει χρηστᾶς ἐλπίδας διά τήν Ἐκκλησίαν του. Οὐδείς ἐξ ἠμῶν ἔχει τό δικαίωμα νά ἀμαυρώση αὐτᾶς τάς ἐλπίδας καί νά σπιλώση τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν. Σκότια κέντρα ἀσφαλῶς ἐπιχαίρουν μέ τήν δυσάρεστον ταύτην κατάστασιν καί παρασκηνιακῶς ἐνθαρρύνουν τήν προβολήν σκανδάλων ἤ δῆθεν σκανδάλων καί ἐπιθυμοῦν διά τοῦ τρόπου τούτου νά μειώσουν τό ὑψηλόν κύρος τῆς Ἐκκλησίας...».

Γιά τό ἴδιο θέμα ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξαπέστειλε Ἐγκύκλιο καί πρός τούς Κληρικούς διά μέσω τῶν κατά τόπους Μητροπολιτῶν.

Στήν Ἐγκύκλιο σημειώνεται κατ’ ἀρχάς ἡ ἀφορμή ἀποστολῆς της, πού εἶναι τά θλιβερά γεγονότα τῆς ἐπικαιρότητος πού ἀναφέρονται δυσμενῶς σέ Κληρικούς ὅλων των βαθμίδων.

Ἐν συνεχεία διατυπώνεται ἡ ἐκκλησιολογία, ὅπου φαίνεται καί ἡ ἀξία καί τό μέγεθος ἀλλά καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὑπουργήματος τῆς Ἱερωσύνης. Ἔτσι γίνεται φανερή καί πάλι ἡ παρατηρούμενη μερική ἀντινομία μεταξύ της ἀξίας τοῦ Κληρικοῦ καί τῆς πραγματικότητος: «Ἀλλ’ ὅμως, ἀδελφοί μας, ἀντί αὐτῶν τῶν μεγάλων καί αἰωνίων διδαγμάτων τῆς ἀποκεκαλυμμένης κοσμοσωτήριας πίστεώς μας, πού ἀφοροῦν στή δική μας ἀποστολή ὡς ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνομε μέ μεγάλη θλίψη ὅλα ὅσα καταγγέλλονται, λέγονται ἤ φημολογοῦνται, ψευδῶς ἤ ἀληθῶς, ἐναντίον τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί μάλιστα σέ τέτοιο τρομακτικό βαθμό. Ἐάν ὅλα αὐτά εἶναι ἀληθινά, τότε "γεγόναμεν σκηνή τραγωδίας", κατά τόν Μέγα Φώτιο, καί "περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή ἠμῶν ἕως θανάτου" (Ματθ. κς' 38). Ἡ φρικτή αὐτή εἰκόνα ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἴμεθα καί ἐμεῖς ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας μας, ἡ ὁποία διέρχεται ἀπό μία ἰσχυροτάτη κρίση σέ ὅλα τα ἐπίπεδα. Δέν ἔπρεπε ὅμως σέ μᾶς νά συμβαίνη ἔτσι, ἀφοῦ "τό πολίτευμα ἠμῶν, ἐν Οὐρανοῖς ὑπάρχει" (Φίλ. γ', 20). Πόσον ἀντιφατικόν εἶναι οἱ ἐμπεπιστευμένοι τήν κατά Θεόν προκοπήν τοῦ ποιμνίου Ποιμένες, νά ἀποδεικνύωνται οἱ ἴδιοι χειρότεροι καί ἀδοκιμότεροι τῶν πνευματικῶν τους τέκνων!».

Καταγράφονται ἀκόμη «τά πάθη πού ταλανίζουν πολλές φορές τούς Κληρικούς μας, ὅπως αὐτό δυστυχῶς φαίνεται καί ἀπό τήν διεξαγωγή τῶν δικαστικῶν ὑποθέσεων στά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια», καί ὑπενθυμίζεται τό ἁγιογραφικό χωρίο ὅτι «οἵ τα τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Γαλ. ἐ' 21).

Βέβαια, «ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν ἀναζητεῖ ἐξιλαστήρια θύματα γιά τήν διαλεύκανση αὐτῆς τῆς φρικώδους ἱστορίας. Ὅπου ὅμως ὑπάρχουν ὠμολογημένα ἁμαρτήματα πού συνιστοῦν ἔκπτωση ἀπό τό ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ἐκεῖ δυστυχῶς τό "Διά ταῦτα" εἶναι ὁριστικό. Ἀλλά καί στίς περιπτώσεις ὑποβολῆς καταγγελιῶν ἐναντίον Κληρικῶν οἱουδήποτε βαθμοῦ, μέ ὑπογραφές, μάρτυρες καί μαρτυρίες κατά νόμον, ἡ δικαστική ἔρευνα καί διαδικασία θά εἶναι ταχύτατη».

Ἡ Ἐγκύκλιος καταλήγει μέ πατρικές συμβουλές καί εὐχές.

Ἐπίσης, μιά ἄλλη σημαντική Ἐγκύκλιος εἶναι αὐτή πού ἀναφέρεται στήν πιθανή μετάδοση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί σέ ὅσους τό ἀπαγορεύουν οἱ θεῖοι καί ἱεροί Κανόνες.

Ἡ Ἐγκύκλιος ἀναφέρει εἰσαγωγικά τίς νέες συνθῆκες ζωῆς οἱ ὁποῖες καθιστοῦν πιθανήν τήν ἐν ἀγνοία μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας σε μή Ὀρθοδόξους: «α) ἡ μετανάστευσις καί ἐγκατάστασις εἰς τήν χῶραν ἠμῶν ἀλλοθρήσκων, β) τό πολυπληθές ρεῦμα τῶν ἑτεροδόξων ἐπισκεπτῶν, γ) ἡ φοίτησις ἐν τοῖς ἐκπαιδευτηρίοις τῆς πατρίδος ἠμῶν, ἰδίως εἰς τά μεγάλα ἀστικά κέντρα, μαθητῶν προερχομένων ἐξ οἰκογενειῶν ἑτεροδόξων, ἀλλοθρήσκων ἤ μή ἐχόντων θρήσκευμα». Οἱ συνθῆκες αὐτές ἐπιβάλλουν ἐπαγρύπνηση τῶν ποιμένων.

Δίδεται ἡ διαβεβαίωση: «ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τή μακραίωνι ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας στοιχοῦσα, καί εἰς αὐστηρᾶν παραφυλακήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως Αὐτῆς ἀφορώσα, πρός τόν σκοπόν δέ ἴνα μηδενί τῶν πιστῶν ἠμῶν ἀφορμήν τινός δῶμεν ἐγκοπῆς τή ὀρθοδόξω πίστει, ἥν ὡς ἱεράν κληρονομίαν παρά τῶν Πατέρων ἠμῶν καί παρακαταθήκην παρελάβομεν». Ἔπειτα γίνεται ἀναφορά σ’ αὐτό καθ’ ἑαυτό τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί στήν ἀναγκαιότητά του. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι τονίζονται καί οἱ προϋποθέσεις μετοχῆς στό μυστήριο: «τῆς προσελεύσεως τοῦ πιστοῦ εἰς τήν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων δέον ὅπως προηγῆται ἀπαραιτήτως ἡ ἐπιβεβλημένη προπαρασκευή, συνισταμένη εἰς μετάνοιαν καί ἐξομολόγησιν, κάθαρσιν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, εἰρήνευσιν μετά τοῦ πλησίον, νηστείαν καί προσευχήν κλπ., ἄνευ τῆς ὁποίας δέν συνιστᾶται τοῦτο μέν ἡ Θεία Κοινωνία, διότι κατά τόν μέγαν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον "ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρίμα ἐαυτῶ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου" (Ἅ' Κορ. ἴα', 29), τοῦτο δέ ἡ ἑνότης ἐν τῇ ὑγιαινούση πίστει τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον εἰς τήν Ἀκολουθίαν τῆς Θείας Λειτουργίας, πρώτον ἐτέθη ἡ κοινή ὁμολογία, ἡ ἀπαγγελία δηλονότι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί ὕστερον ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων καί ἡ μετοχή εἰς τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας».

Καί συνεχίζει ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου:

«Περί τοῦ ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ μετάδοσις τῆς ὑπό ὀρθοδόξου λειτουργοῦ εὐλογηθείσης Θείας Εὐχαριστίας εἰς ἑτεροδόξους, ἐτεροθρήσκους, ἤ καί μή βεβαπτισμένα μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες ΜΕ' καί ΞΔ' τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Θ' καί ΛΓ' τῆς ἐν Λαοδικεία καί Β' τῆς ἐν Ἀντιοχεία Συνόδου, ὁ Θ' Κανών τοῦ ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας. Ἀρνητική ὠσαύτως εἶναι καί ἡ ὑπό τῶν κειμένων τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων διδομένη ἐν προκειμένω ἀπαντήσεις, ὡς τό ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ διατασσόμενον "μή λαμβάνειν αἱρετικῶν μετάληψιν μήτε διδόναι" (Ἔκδοσις Ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως Δ', 13, Ρᾶ 94, 1153).

Ἐκ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων τῶν σχετικῶν πρός τήν πρός ἑτεροδόξους μετάδοσιν τῶν καθηγιασμένων Ἀχράντων Μυστηρίων, αἵ ὁποῖαι ἐξεδόθησαν κατά τούς νεωτέρους χρόνους, θά πρέπη νά μνημονευθῆ πρώτον τό Πατριαρχικόν Γράμμα τοῦ ἔτους 1701, τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου πρός τόν Λαρίσης Παρθένιον ἐρωτήσαντα "περί τινῶν ἐνδεχομένων συμβῆναι' ἤγουν ἄν ἴσως καί ζητηθῆ ἀπό τούς εἰς τά αὐτόθι διατρίβοντας Λατίνους, τόσον Παπιστᾶς, ὡσάν καί Λουτεροκαλβίνους, κανένα ἐκκλησιαστικόν μυστήριον, νά τούς δοθῆ ἤ ὄχι" ἀπαντᾶ, ὅτι τοῦτο ἐπιτρέπεται μόνον, ἐφ’ ὅσον οὗτοι θά ἀρνηθοῦν "τήν πλάνην των καί προσέλθουν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν". Ἄλλως ἀπαγορεύεται ἡ μετάδοσις τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἰς αὐτούς, ἀκόμη "καί ἐπιθανατίως ἀσθενοῦντας καί ζητοῦντας τοῦτο, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπηρνήθησαν ρητῶς τήν πλάνην τῶν" (Μ. Γεδεῶν, Κανονικαί Διατάξεις, Ά', σ-80 ἐξ).

Ὠσαύτως μνημονευτέα τυγχάνει καί ἡ Ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία κατά τήν Συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 27ης Μαρτίου τοῦ 1874, ἀπαντώσα εἰς σχετικήν αἴτησιν Μητροπολίτου τινός, ἔγραφεν, ὅτι "τήν Θείαν Κοινωνίαν οὐκ ἔξεστι μεταδιδόναι τοῖς Ἀρμενίοις ἐν ὁποιαδήποτε περιστάσει" (Μιχαήλ Θεοτοκά ΝΟΠ, σέλ. 365). Ἑπομένως ἡ μετάδοσις τῶν ὀρθοδόξως καθαγιασθέντων Τιμίων Δώρων πρός ἑτεροδόξους, χωρίς προηγουμένην ἕνωσιν αὐτῶν μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπεται. Ἡ προτεραιότης τῆς δογματικῆς συμφωνίας εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις ἔναντί της εὐχαριστιακῆς κοινωνίας».

Καί βεβαίως «ἀπαγορεύεται ἀπολύτως» καί ἡ συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων στήν «Εὐχαριστίαν» τῶν ἑτεροδόξων.

Ἐν συνεχεία συνιστᾶ, «μακράν πάσης μισαλλοδοξίας» στούς Μητροπολίτας νά δώσουν ἐντολή στούς Ἐφημερίους καί Ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεώς τους, «ἰδίως τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων καί τῶν τουριστικῶν περιοχῶν», ἴνα διά τέ τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας μετά τῆς προσηκούσης διακρίσεως καί εὐγενείας ἀπευθύνωνται πρός τούς ἐκκλησιαζομένους εἰς περιπτώσεις ἰδίως καθ’ ἅς γίγνεται ἀντιληπτόν ὅτι τήν Θ. Λειτουργίαν παρακολουθοῦν ξένοι τινές διευκρινίζοντες ἰδιαίτατα πρό τῆς μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅτι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι δύνανται νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ δογματική καί κανονική τάξις καί ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

Ὅπως σημειώσαμε καί στήν ἀρχή τῆς ἀναφορᾶς μας, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀσχολεῖται μέ πλῆθος ποικίλων θεμάτων, καί πολλάκις ἐνημερώνει τόν λαό γιά τά θέματα αὐτά. Ἐπιλεκτικά ὅμως παρουσιάσαμε τρεῖς ἀπό τίς τελευταῖες Ἐγκυκλίους της πού ἀπευθύνονται στούς κατά τόπους Μητροπολίτες καί ἅπτονται σοβαρῶν ποιμαντικῶν προβλημάτων, ὥστε νά ἔχη γνώση καί ὁ λαός.

Ἀρχιμ. Κ.Ε.Γ.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 3186