Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἀπὸ τὸν παλαιότερο Ἔπαχτο (Ζ΄)
ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
“Στενοπάζαρο”, βιοτέχνες
τοῦ Γιάννη Βαρδακουλᾶ
Ἄφησα τελευταία, λόγω ἰδιορρυθμίας τό “Στενοπάζαρο”, γνωστό παλαιότερα ὡς “ὁδό Μεζεδίων”, γιατί οἱ κρεοπῶλες ἑτοίμαζαν γύρω στίς 10 τό πρωΐ γιά κολατσιό τῶν πελατῶν τούς διάφορους μεζέδες, ὅπως “πατσά στόν νταβά”, ὁλονύχτια ψημένο στό φοῦρνο, κοκορέτσι, γαρδοῦμπες, σπληνάντερο τό ἀπόγευμα• γι’ αὐτό καί ἤσαν στό δρομάκι αὐτό συγκεντρωμένες οἱ περισσότερες ταβέρνες μέ τά ὀνομαστά κρασιά τους, ὅπου γιά λίγο το πρωϊνό καί περισσότερό το βραδινό, περνοῦσαν οἱ λιμενεργάτες καί οἱ φορτωτές τήν ὥρα τους μέ τά “καρτούτσα” τους, τίς ἀφηγήσεις τους, τά ἀνέκδοτά τους, τά τραγούδια τους, μέ πρωτεργάτες πάντα τους: Δημοσθένη Ρούμπα, Γιῶργο Κολονιώτη, πλαισιούμενους ἀπό τους: Κ. Δημοτσάτο, Ά/φούς Τίγγερη, τόν Μπάρμπα-Γιώργη τόν Κατσίκα, τόν Κ. Κουγιούφα κ.α., πότε στήν ταβέρνα τοῦ Κοντόβλαχου, πότε στοῦ Τσάρα, ἄλλοτε στοῦ Κοσανδιανοῦ καί ἄλλοτε στοῦ Καρύδα, δίνοντας ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα στή ζωή τῆς πόλης τίς βραδινές ὧρες καί γι’ αὐτό περιζήτητοι γιά συντροφιά.
Οἱ Βιοτέχνες ἀποτελοῦνταν ἀπό ραφτάδες, ὑποδηματοποιούς, σιδεράδες μέ τή μεσαιωνική ἱεραρχία κατά τήν ἐκμάθηση τῆς τέχνης. Πρῶτος ὁ ἰδιοκτήτης καί μάστορας, ἀκολουθοῦσε ὁ τεχνίτης καί στό τέλος ὁ μαθητευόμενος “κάλφας”. Ὁ τελευταῖος, μικρό κατά κανόνα παιδί, ἄν ἦταν ἀπό χωριό, ἔμενε στό σπίτι τοῦ μάστορα, ἡ οἰκογένεια τοῦ ὁποίου εἶχε τήν εὐθύνη, ὅπως καί γιά τά δικά της παιδιά.
Ὁ κάθε βιοτέχνης εἶχε στήν πόλη προβολή ἀνάλογη μέ τήν ποιότητα καί τήν τέχνη τῆς ἐργασίας του, ἀποτελοῦσαν δέ ἀξιοσέβαστα μέλη τῆς κοινωνίας μας μέ τήν ἀνάλογη διάκρισή τους στίς τελετές, στίς ὁποῖες μετεῖχαν ὡς σωματειακές ὀργανώσεις μέ τήν ἰδιαίτερη κάθε μιά σημαία της, μέ τόν προστάτη ἅγιό της, στή γιορτή τοῦ ὁποίου εἶχαν ἀργία, ἐκκλησιασμό καί ἀργότερα κάποια συνεστίαση μέ τίς οἰκογένειές τους.
Τά καταστήματα ἤσαν ἀνοιχτά καί τήν Κυριακή το πρωΐ, πού γινόταν ἡ “Λαϊκή” παλαιότερα. Γι’ αὐτό, ἔχοντας σχόλη μόνο το ἀπογευματινό της, ἔκαναν σέ μικρές συντροφιές τόν περίπατό τους, πού κατέληγε πρός τό βράδυ σέ κάποιο καφενεῖο ἤ κάποια ταβέρνα, γιά νά τό ρίξουν λίγο ἔξω.......
Ἡ πόλη μᾶς φημιζόταν ἀκόμη γιά τούς τεχνίτες της, τούς οἰκοδόμους, τούς μαραγκούς, τούς σιδεράδες καί τούς ἐλαιοχρωματιστές• οἱ οἰκοδόμοι προέρχονταν κατά κανόνα ἀπό τά χωριά τῆς Ἐπαρχίας μας, εἰδικευμένοι στό πελέκημα τῆς πέτρας καί τό χτίσιμο, ἀποτελοῦσαν δέ στήν κάθε οἰκοδομῆ μιά ὁμάδα συνεργατῶν. Θυμᾶμαι, γιατί τό ἔβλεπα συχνά, τό μεσημέρι κάθονταν ὅλοι γύρω-γύρω, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀρχιμάστορα, καί ἔτρωγαν ἀπό τό σκεῦος παρασκευῆς τοῦ φαγητοῦ, γιατί δέν ὑπῆρχαν πιάτα, καθένας ὅμως εἶχε τό δικό του πιρούνι καί κουτάλι. Κατά τήν ἔναρξη τῆς ἐργασίας θυσιαζόταν ἕνας “κόκορας”, πού προσφερόταν στό σινάφι, ἐνῶ στό τέλος τῶν ἐργασιῶν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ νέου σπιτιοῦ πρόσφερε ἀκόμη ψημένο ἀρνί καί κρασί καί ὅλα τα συμπαρομαρτούντα, γιά νά ἐκφράση τήν εὐχαριστία του.
Ἡ κατηγορία τῶν ἄλλων τεχνιτῶν-μαραγκῶν, σιδεράδων καί ἐλαιοχρωματιστῶν- ἀποτελεῖτο ἀπό μόνιμους κατοίκους τῆς πόλης μας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθένας τό δικό του ἐργαστήριο.
Ἐκεῖνο πού πρέπει ἰδιαίτερα νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι οἱ πρωτομάστοροι ἤσαν σπάνιοι, ἰδιαίτερης ἐκτίμησης στήν πόλη μας, πού προσπαθοῦσαν πάντα νά παρουσιάσουν ὅ,τι καλύτερο ἡ τεχνική τους κατάρτιση ἐπέτρεπε• στό ὄνομά τους προστίθετο πάντα ὁ τίτλος τοῦ μάστορα, ὅπως μαστρο-Κώστας, μαστρο-Νίκος κλπ. Ὅταν μάλιστα συνέβαινε νά γίνη κάποιο ἔργο στήν πόλη, περνοῦσαν νά τό δοῦν καί νά τό καμαρώσουν οἱ Ἐπαχτίτες καί νά συγχαροῦν τό πρωτομάστορα, γιά τόν ὁποῖο γινόταν πολλές μέρες λόγος.....
Οἱ Βιοτέχνες ἀποτελοῦνταν ἀπό ραφτάδες, ὑποδηματοποιούς, σιδεράδες μέ τή μεσαιωνική ἱεραρχία κατά τήν ἐκμάθηση τῆς τέχνης. Πρῶτος ὁ ἰδιοκτήτης καί μάστορας, ἀκολουθοῦσε ὁ τεχνίτης καί στό τέλος ὁ μαθητευόμενος “κάλφας”.
* * *
Ἡ πολιτιστική ζωή καί κίνηση ἦταν περιορισμένη σέ σχέση μέ τήν σημερινή πολυμορφία καί δυναμική της. Κάποιο περαστικό θέατρο ἤ “Καραγκιόζης” ἤ “Φασουλής”, ἀποτελοῦσε γιά τούς κατοίκους μεγάλο γεγονός καί οἱ παραστάσεις μία-δύο, γιά νά ἐξυπηρετηθῆ ἡ πόλη, ἀφοῦ ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε μιά ἀνάλογη αἴθουσα. Πολύ σπάνια μέ πρωτοβουλία τῶν Σχολείων διοργανώνονταν γιά τούς μαθητές εἰδικές παραστάσεις, μέ ἀνάλογο ἔργο, συνήθως πατριωτικό. Βέβαια στίς 25 Μαρτίου τό Δημοτικό Σχολεῖο εἶχε πάντοτε τήν τιμητική του μέ κάποιο ἔργο, πού ἀνέβαινε μέ πρωταγωνιστές τούς μαθητές, ἐνῶ τά μαθήματα τελείωναν τόν Ἰούνιο πάλι μέ μαθητική παράσταση στόν αὔλειο χῶρο του. Ἐπειδή δέν ὑπῆρχαν καθίσματα, κάθε μαθητής ἔφερνε ἀπό τό σπίτι τοῦ κάποιο κάθισμα.
Ἡ Ἐκκλησία διοργάνωνε ὁμιλίες θρησκευτικοῦ περιεχομένου κατά τή διάρκεια τοῦ χειμώνα, μέ ὁμιλητή συνήθως τόν Ἱεροκήρυκα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Πολύ συχνά, κάποιος διανοούμενος Ναυπάκτιος ἔκανε κάποια ὁμιλία μέ ἐνδιφέρον θέμα ἀπό τήν Ἱστορία ἤ γιά κάποιο ἄλλο πρόβλημα πού ἀπασχολοῦσε τήν πόλη.
Στήν ἐκδιδόμενη τότε τοπική ἐφημερίδα “Φωνή” ἀναγράφονταν ὅλα τα τρέχοντα προβλήματα καί αἰτήματα μέ τίς ἀντίστοιχες ἐνέργειές τους ἀπό τούς ἁρμόδιους τοπικούς φορεῖς, τό Δῆμο, τούς Ἐπαγγελματικούς Συλλόγους ἤ καί ἀπό ὁμάδες ἐνδιαφερομένων καί κινουμένων σχετικά πολιτῶν, ὅπως ἐπίσης ἀκροστοιχίδες “βαλαντωμένων” νεαρῶν καί “σιλουέττες” κοριτσιῶν, πού ἔπρεπε νά κουραστῆς πολύ νά βρῆς τήν ἄκρη, ὅπως ἤσαν γραμμένες.... καί τό πολυθρύλητο σέ συνέχειες μυθιστόρημα “Συγχώρα μέ” τοῦ ἀείμνηστου Διευθυντῆ τῆς ἐφημερίδας, τό ὁποῖο λόγω τοῦ πολέμου καί τῆς Κατοχῆς δέν εὐδόκησε νά ὁλοκληρωθῆ.
Ἀκόμη εἶχαν συσταθεῖ δύο πολιτιστικοί Σύλλογοι: “Ἡ Φιλόπτωχος Ἀδελφότητα”, πού διοργάνωνε κατά τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς χορό σέ κέντρο τῆς Ψανῆς, μέ πρωτεργάτη πάντα τόν Παμίκο Χρόνη, ὁ ὁποῖος τό πρωΐ πρωτοστατοῦσε στήν Ἔκθεση Κεντημάτων, ἀπό τήν διάθεση τῶν ὁποίων ἀποκτοῦσε ἔσοδα ἡ Ἀδελφότητα γιά τόν κοινωφελῆ σκοπό της. Ὁ ἄλλος ἦταν τῆς “Νεολαίας” τῆς πόλης μας, πού διοργάνωνε πού καί πού ὁμιλίες καί τόν Ἀποκριάτικο χορό τοῦ χειμώνα, βοηθούμενος πολύ ἀπό τήν ἐκδιδόμενη ἀπό τόν Θανάση Δράκο ἐφημερίδα “Φωνή”, ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς ὁποίας, στήν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη, μπορεῖ ν’ ἀντλήση κανείς διάφορες πληροφορίες γιά τήν δράση τοῦ Συλλόγου αὐτοῦ.
Βέβαια, δέν ἔλειπαν οἱ φιλολογικές συγκεντρώσεις στά σπίτια, μέ τήν ἀπαγγελία ποιημάτων καί ἀνακοινώσεις γιά κάποιο ὡραῖο βιβλίο, πού ἐκδόθηκε καί γιά τό ὁποῖο ὁ εἰσηγητής ἔκανε σχετική ἀνακοίνωση, χωρίς φυσικά οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές νά ἔχουν κάποιον ἐπίσημο χαρακτήρα. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο γινόταν τότε πληροφόρηση γιά τήν πνευματική ζωή τῆς χώρας μας. Νά μήν ξεχάσω τά “Λευκώματα”, χοντρά τετράδια, πού στίς ἐπίκαιρες ἐρωτήσεις τούς ἀπαντοῦσε καθένας μέ ἕνα μικρό κείμενό του ἤ καί αὐτοσχέδιο σχετικό ποιηματάκι.
Γεγονός ἐπίσης γιά τήν πόλη ἦταν ἡ διοργανούμενη ἐτήσια ἐκδρομή τοῦ Συλλόγου “τῶν ἐν Ἀθήναις καί Πειραιεῖ Ναυπακτίων” τό καλοκαίρι, οἱ ὁποῖοι ταξίδευαν μέ τά πλοῖα τῆς ἀκτοπλοΐας μέσω Πειραιᾶ. Ἔτσι ἐπιβίωναν οἱ δεσμοί μέ τήν γενέτειρα, ἀνακινεῖτο τό ἐνδιαφέρον τῶν ξενιτεμένων γιά τά προβλήματα τῆς Ἐπαρχίας μας καί ἐπιβίωναν καί καλλιεργοῦνταν οἱ διανθρώπινες σχέσεις. Τελοῦνταν τήν Κυριακή το πρωΐ Λειτουργία καί τό βράδυ ἀκολουθοῦσε χορός στά κέντρα τῆς Ψανῆς.
- Προβολές: 3034