Skip to main content

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη: Ἐκκλησία καὶ Σκοταδισμὸς (πάλι)

Σέ νέα ἔξαρση φαίνεται πῶς βρίσκεται τόν τελευταῖο καιρό ἡ ἐπίθεση κατά τῆς Ἐκκλησίας στό ὄνομα τῆς “ἐπιστήμης”. Πρόκειται γιά ἕνα φαινόμενο, πού ἐπανέρχεται περιοδικά στήν ἐπικαιρότητα στή χώρα μας, χωρίς νά δικαιολογεῖται ἀπό τήν σημερινή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στίς ἐπιστημονικές προόδους. Πράγματι, δύσκολα μπορεῖ κάποιος νά τεκμηριώση ὅτι ἡ σημερινή Ἐκκλησία τηρεῖ ἀπορριπτική στάση ἀπέναντι στά ἐπιτεύγματα τῆς τεχνολογίας, ἀκόμη καί ὅταν αὐτά θέτουν νέα ἐρωτήματα ἠθικῆς φύσεως. Συνεπῶς, οἱ ἀρνητές τῆς Ἐκκλησίας ἀναγκάζονται νά καταφεύγουν σέ γενικότητες γιά τόν “σκοταδισμό” τῆς Ἐκκλησίας στό ἀπώτερο παρελθόν, μέ ἔμφαση στήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ, τόν 18ο αἰώνα.

Τό νέο ἐνδιαφέρον στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ἀντιπαράθεσης εἶναι ἡ παράξενη συμμαχία δύο ἑτεροκλήτων ρευμάτων. Στήν κριτική περί “σκοταδισμού” συμμετέχουν οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ Διαφωτισμοῦ πού ὀνειρεύονται τήν πλήρη δυτικοποίηση τῆς Ἑλλάδας. Αὐτό εἶναι ἀναμενόμενο. Συμμετέχουν ὅμως, καί μάλιστα μέ ἰδιαίτερη σφοδρότητα, καί οἱ νεοπαγανιστές, πού ὀνειρεύονται τήν ἀναβίωση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου. Οἱ νεοπαγανιστές θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι μιά πετυχημένη συνομωσία τῶν Ἑβραίων νά ὑποτάξουν τούς Ἕλληνες καί γι’ αὐτό βλέπουμε τελευταία γνωστούς μουσικοσυνθέτες νά ἀπαιτοῦν τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα, ὥστε νά ἐπανέλθουμε στήν “ἑλληνική παιδεία”.

Κατά πόσον ὅμως ἀληθεύουν ἱστορικά οἱ κατηγορίες γιά τήν “σκοταδιστική” ἀντίδραση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης κατά τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ; Εἶναι ἕνα θέμα γιά τό ὁποῖο ἔχει ξοδευτεῖ πολύ μελάνι, ἀλλά θά θέλαμε νά ἐπισημάνουμε ἕνα συγκεκριμένο στοιχεῖο, τό ὁποῖο συχνά παραγνωρίζεται ἀπό τούς ἐρευνητές. Πολλοί ἀπό τούς Ἕλληνες διαφωτιστές, ξεκινώντας ἀπό τόν πατέρα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ Εὐγένιο Βούλγαρη, ὑπῆρξαν κληρικοί. (Ν. Θεοτόκης, Γ. Κωνσταντᾶς, Δ. Φιλιππίδης, κλπ.). Αὐτοί οἱ κληρικοί, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, δέν εἶχαν κανένα πρόβλημα νά εἰσάγουν τίς νέες ἔννοιες στήν Ἑλλάδα. Γιά παράδειγμα, ὁ Βούλγαρης πολιτογράφησε τόν ὄρο “ἀνεξιθρησκεία” στήν ἑλληνική γλώσσα, μεταφράζοντας τόν Βολταῖρο, ἐνῶ ὁ Θεοτόκης εἰσήγαγε στή Φυσική του τήν Κοπερνίκειο ἡλιοκεντρική θεωρία, γιά τήν ὁποία τό Παπικό καθεστώς εἶχε καταδικάσει τόν Γαλιλαῖο.

Οἱ διαπιστώσεις αὐτές προκαλοῦν ἀμηχανία στούς ἐγκυρότερους ἐρευνητές τῆς ἐποχῆς. Γιά παράδειγμα, οἱ Διαλέτης-Νκολαΐδης θεωροῦν πῶς ἡ περίπτωση Θεοτόκη ἀποτελεῖ ἀκδήλωση “πολιτιστικῆς σχιζοφρένειας (“Issues in the historiography of post-Byzantine science”,1994). Ο Π. Κιτρομηλίδης γράφει πῶς εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Θεοτόκης συνέχισε σέ ὅλη τή ζωή του νά συγγράφη βιβλία ποιμαντικοῦ καί κηρυγματικού περιεχομένου, καθώς καί νά ἐπιμελεῖται πατερικές ἐκδόσεις, ταυτόχρονα μέ τά βιβλία Φυσικῆς καί Μαθηματικῶν. Τονίζει μάλιστα ὅτι αὐτές οἱ δυό ἐνασχολήσεις “ἐκδηλώνονται παράλληλα, δέν προσιδιάζουν σέ διαφορετικές φάσεις τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης”. (“Νεοελληνικός Διαφωτισμός”, 1996 σέλ. 70). Ο Π. Κονδύλης, στό σχετικό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ “Ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός”, προτιμᾶ νά ἀγνοήση τόν Θεοτόκη καί, κάνοντας ἕνα χρονικό ἅλμα, νά συνεχίση τήν ἀφήγηση τῆς εἰσαγωγῆς τῆς ἡλιοκεντρικῆς θεωρίας στήν Ἑλλάδα μέ τούς μεταγενέστερους Μοισιόδακα καί Ρήγα Φεραῖο.

Ὡστόσο ἡ ἀμηχανία τοῦ εἶναι ἀδικαιολόγητη. Ἀντίθετα, θά ἦταν εὔκολο νά γίνη κατανοητό ὅτι ἡ νέα ἐπιστήμη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δίνοντας τήν προτεραιότητα στήν ἐμπειρική ἀπόδειξη (καί ὄχι στό σχολαστικιστικό συλλογισμό) ἦταν εὐπρόσδεκτη στόν ὀρθόδοξο χῶρο, ὅπου εἶχαν δοθῆ σκληροί ἀγῶνες (π.χ. τόν 14ο αἰώνα) γιά νά διασωθῆ ἡ ἐμπειρική ἐξακρίβωση ὡς γνωστική μέθοδος.

Βέβαια εἶναι γνωστές καί περιπτώσεις, ὅπου ὁρισμένοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας ἀντέδρασαν ἐναντίον τῆς νέας ἐπιστήμης. Ὑπῆρχαν κατά περίπτωση συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αὐτή τήν ἀντίδραση (π.χ. ὅταν στό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης κάποιοι λόγιοι προωθοῦσαν ἀθεϊστικές ἰδέες), καί θά ξέφευγε ἀπό τά ὅρια τοῦ παρόντος ἄρθρου ἡ παράθεσή τους. Αὐτό, ὅμως, πού δέν τονίζεται συνήθως εἶναι ποιά ἦταν ἡ “παλιά” ἐπιστήμη, τήν ὁποία ὑπερασπίζονταν αὐτοί οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας. Στή Φυσική, γιά παράδειγμα, ἡ παραδοσιακή διδασκαλία βασιζόταν στόν Ἀριστοτέλη. Κατηγορεῖται, δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή παρέμεινε προκολλημένη στόν Ἀριστοτέλη γιά μεγαλύτερο διάστημα ἀπό ὅσο θά “ἐπρεπε”, ἐν ὄψει τῶν ἐξελίξεων πού συνέβαιναν στήν Εὐρώπη. Ἡ ἐμμονή αὐτή ἔχει ὁπωσδήποτε τήν ἱστορική ἑρμηνεία της, λόγω τοῦ μεγάλου βάρους πού ἀσκεῖ τό παρελθόν πάνω στούς Ἕλληνες μέχρι καί σήμερα. Ἀποτελεῖ ὅμως σχῆμα ὀξύμωρο νά κατηγορεῖται ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς ἀρχαιολάτρες ὡς “σκοταδίστρια”, ἐνῶ ἐπέμεινε στήν Ἀριστοτελική διδασκαλία!

Ἄν καί ἀποτελῆ κοινό τόπο πλέον, ἅς ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει καμιά ἀντίθεση μέ τήν ἐπιστήμη. Δέν μπορεῖ νά ἔχη, ἐφ’ ὅσον ἄλλο τό ἀντικείμενο τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλο τῆς ἐπιστήμης. Στά ἐπιστημονικά θέματα, πού δέν εἶναι τῆς ἁρμοδιότητάς της,, ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ ἁπλῶς τίς ἐπιστημονικές ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς. Ἄν ὡς τόν 17ο αἰώνα αὐτές ἦταν τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Πτολεμαίου, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε πρόβλημα νά τίς δεχθῆ. Ἄν τόν 20ο αἰώνα ἦταν τοῦ Ἀϊνστάϊν καί τοῦ Πλάνκ, ἐπίσης δέν εἶχε πρόβλημα. Καί, βέβαια, ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα δέν ἀσχολεῖται μέ “ἐπιστημονικά” ἤ “ἀντιεπιστημονικά” θέματα.

  • Προβολές: 2655