Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη: Βιβλιοπαρουσίαση, “Οἰκονομική Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου”
Βιβλιοπαρουσίαση:
Οἰκονομική Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου
Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τράπεζας, 2002 (Β')
Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη
Συνεχίζουμε σήμερα μέ τό δεύτερο μέρος τῆς παρουσίασης ὁρισμένων ἐπιμέρους συμπερασμάτων ἀπό τήν τρίτομη “Οἰκονομική Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου”, σέ ἐπιμέλεια τῆς κ. Α. Λαΐου.
β) Ἕνα ἀπό τά πιό ἀμφιλεγόμενα ζητήματα πού δίχασαν τήν Μεσαιωνική Δύση ἦταν τό ἄν ἐπιτρέπεται ὁ δανεισμός μέ τόκο. Ἡ δυτική Θεολογία κατέληξε στήν πλήρη ἀπαγόρευση τοῦ τόκου, προκαλώντας ποικίλα κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα, ἡ ἀντίδραση σέ αὐτήν τήν ἀπαγόρευση βοήθησε τούς Προτεστάντες νά οἰκοιοποιηθοῦν τήν ἀνερχόμενη ἀστική τάξη, ἐξέλιξη πού συνέβαλε στήν ἁλματώδη ἐξάπλωση τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος μετά τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τούς περιορισμούς τῆς παπικῆς Θεολογίας.
Ἀντίθετα, στό Βυζάντιο, ὁ ἀναγνώστης θά διαπιστώση, μᾶλλον μέ ἔκπληξη, μιά πιό ἰσορροπημένη προσέγγιση. Ὁ τόκος ἀπαγορευόταν γενικά στούς κληρικούς, ἀλλά ἐπιτρεπόταν στούς λαϊκούς, εἴτε ὡς ἀμοιβή τοῦ κεφαλαίου πού ἐπενδύουν, εἴτε ὡς ἀποζημίωση γιά τόν κίνδυνο πού ἀναλαμβάνουν (π.χ. δανείζοντας τούς ἐμπόρους πού μεταφέρουν μέσω θαλάσσης προϊόντα ἀπό μακρινούς τόπους). Στή συνέχεια, τό κράτος ἔθετε ἀνώτατο ὅριο στά ἐπιτόκια, ὥστε νά ἀποτρέψη τήν τοκογλυφία. Ἡ κινητικότητα τοῦ κεφαλαίου, τήν ὁποία ἐπέτρεπε ὁ ἔντοκος δανεισμός, συνετέλεσε ἀσφαλῶς στήν μεγαλύτερη ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας στό Βυζάντιο, σέ σχέση μέ τήν Δύση καί τόν Μουσουλμανικό κόσμο (πού ἀπαγόρευαν τόν τόκο).
γ) Ὁ βαθμός ἀνάπτυξης τῆς βυζαντινῆς οἰκονομίας, πού, βέβαια, δέν μπορεῖ νά ὑπολογιστή λόγω ἔλλειψης στοιχείων, τεκμαίρεται ἔμμεσα ἀπό τόν βαθμό “ἐγχρηματισμού”, δηλαδή τό ποσοστό τῆς οἰκονομίας, στό ὁποῖο οἱ συναλλαγές διενεργοῦνται μέ χρῆμα (καί ὄχι μέ τόν πιό πρωτόγονο τρόπο τῆς ἀνταλλαγῆς προϊόντων). Μέ διάφορες σύνθετες μεθόδους καί χρήση διάσπαρτων στοιχείων, ἡ Morrisson ὑπολογίζει αὐτό τό ποσοστό σέ 45%, δηλαδή μέγεθος πού ἡ Δυτική Εὐρώπη ἔφτασε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα.
δ) Ἕνα ἀπό τά ἀξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά της βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ εὐελιξία μέ τήν ὁποία τό κράτος καί γενικά ἡ οἰκονομία, ἀνταποκρίνονταν συχνά στίς ἐξωτερικές ἀλλαγές. Γιά παράδειγμα, τόν 11ο καί 12ο αἰώνα, παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἀγροτική παραγωγή προσαρμόζεται στίς καινούργιες συνθῆκες, τίς ὁποῖες δημιούργησαν οἱ νέες εὐκαιρίες γιά κέρδος (π.χ. νέες καλλιέργειες, ὅπως ἡ σίκαλη καί ἡ βρώμη). Ταυτόχρονα, οἱ Βυζαντινοί ἀξιοποίησαν τήν εὐημερία πού ἐμφανίστηκε τότε στήν Δυτική Εὐρώπη ἀναπτύσσοντας τό διεθνές ἐμπόριό τους. Προφανῶς αὐτό ἐξηγεῖ τήν ἐξάπλωση τῆς μεγάλης ἰδιοκτησίας, ἡ ὁποία ἐπέτρεψε τήν παραγωγικότερη διαχείριση τῆς ἀγροτικῆς γῆς. Ἀνάλογη προσαρμοστικότητα ἔδειξε τό κράτος, ἄν καί μέ ἀρνητικές τελικές ἐπιπτώσεις. Ἀκολουθώντας τίς ἐξελίξεις ἔπαυσε νά φορολογῆ τό χωριό ὡς μονάδα καί φορολόγησε τόν ἀτομικό πλοῦτο. Στήν πράξη, ὅμως, ἔτσι εὐνοήθηκαν οἱ μεγαλοϊδιοκτῆτες καί οἱ Ἰταλοί ἔμποροι, ἐνῶ ἀδικήθηκαν οἱ ἀγρότες. Οἱ συνέπειες γιά τήν κοινωνία ὑπῆρξαν τελικά ἀρνητικές.
ε) Εἶναι γνωστόν ὅτι τό Βυζάντιο ἀποτελεῖ τό μακροβιότερο παράδειγμα νομισματικῆς σταθερότητας στήν εὐρωπαϊκή Ἱστορία. Ἡ νεότερη ἔρευνα, βασισμένη σέ ἀρχαιολογικές ἐνδείξεις, ἔχει ἀναθεωρήσει τήν παλιότερη ἄποψη πού ἤθελε τό νόμισμα ἀπολύτως σταθερό ἀπό τά χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τό 1078 περίπου. Φαίνεται ὅτι στήν δεκαετία τοῦ 960 ἔγινε μιά πρώτη μικρή ὑποτίμηση καί ἀπό τό 1030 ὡς τό 1078 ὁρισμένες ἀκόμη. Οἱ ὑποτιμήσεις αὐτές, ὅμως, ἑρμηνεύονται ὡς σημάδι οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, διότι ἐπέτρεπαν τήν αὔξηση τῆς νομισματικῆς κυκλοφορίας, πού ἦταν ἀναγκαία λόγω τῶν αὐξημένων συναλλαγῶν. Ἀντίθετα, ἡ ὑποτίμηση τῆς δεκαετίας τοῦ 1070 ἦταν δεῖγμα ἀδυναμίας καί δέν ἀποκλείεται νά συνδέεται μέ τήν ἀπώλεια μεγάλων ποσοτήτων νομίσματος (δηλαδή χρυσοῦ καί ἀσημιοῦ) λόγω τῆς ἀπροσδόκητα ταχείας προέλασης τῶν Τούρκων στήν Μικρά Ἀσία. Πάντως, μετά ἀπό ἐξαντλητική μελέτη τῶν διαθέσιμων στοιχείων καί ἀφοῦ παραθέσουν πίνακες μέ ἀρκετές ἑκατοντάδες (!) τιμές, οἱ Morrisson καί Cheynet ἐπιβεβαιώνουν ὅτι οἱ τιμές παρέμειναν ἐπί αἰῶνες σταθερές στό Βυζάντιο, μέχρι τό τέλος τοῦ 11ου αἰώνα.
στ) Καί μιά ἀξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια μέ ἐπίκαιρο ἐνδιαφέρον. Ἐπειδή μεγάλο μέρος τῶν κρατικῶν ἐσόδων προερχόταν ἀπό τήν φορολογία τῆς ἀκίνητης περιουσίας, τό κράτος εἶχε φροντίσει νά διαθέτη ἀπό τό 810 μ. Χ. καί μετά, πλῆρες κτηματολόγιο γιά ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Τό κτηματολόγιο ἀνανεωνόταν συνολικά ἀπό τούς “ἀναγραφείς” κάθε τριάντα χρόνια, σέ ἀντιστοιχία μέ τήν ἐναλλαγή τῶν γενεῶν καί, ἄν χρειαζόταν, σέ συντομότερα χρονικά διαστήματα ἀπό τούς “ἐπόπτες”.
Τά παραπάνω εἶναι λίγα ἀπό τά ἀναρίθμητα ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, πού θά βρῆ ὁ ἀναγνώστης στήν τρίτομη “Οἰκονομική Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου”. Τό ἔργο αὐτό ὄχι μόνον ἐμπλουτίζει τήν ἱστορική ἔρευνα, ἀξιοποιώντας σύγχρονα μεθοδολογικά ἐργαλεῖα, ἀλλά καί συνεισφέρει σημαντικά στήν ἐθνική μας αὐτογνωσία, καθώς παρουσιάζει τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία χωρίς τίς παρωπίδες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλά καί χωρίς τίς μεγαλοϊδεατικές ἰδεοληψίες. Ἄλλωστε, τό κρατικό ἐπίτευγμα τῶν προγόνων μᾶς ἦταν τόσο ἀξιοθαύμαστο, πού δέν χρειάζεται ἰδεολογικούς χρωματισμούς, γιά νά κερδίση τήν ἐκτίμησή μας. Σέ μᾶς ἀπομένει νά γνωρίσουμε καλύτερα αὐτήν τήν περίοδο, ὥστε νά γνωρίσουμε πιό καλά καί τόν βαθύτερο ἑαυτό μας.-
- Προβολές: 3195