Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά: Βασίλειος ὁ Διγενῆς ἀκρίτης Καππαδόκης (Δ)
Αφιέρωμα στὰ 550 ἀπὸ τὴν ἅλωση
της Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά, Φιλολόγου
Φιλολογική, ιστορική, θεολογική προσέγγιση στο ρωμαίϊκο έπος
Το ἠρωϊκὸ στοιχεῖο
Ο Διγενής είναι ο ήρωας που διαθέτει υπερφυσική σωματική δύναμη. Τα κατορθώματά του είναι μεγαλειώδη και θαυμαστά. Είναι ο δαμαστής οποιασδήποτε άλλης δύναμης. Αυτό τον κάνει να έχη φοβερή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αυτό φαίνεται από τα πρώτα του κατορθώματα που κάνει στα δώδεκα χρόνια του, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Και αυτή η αυτοπεποίθηση του δίνει το αίσθημα της αυτάρκειας και επίμονη αγωνιστικότητα. Έτσι καταξιώνεται στην κοινωνία της εποχής του, γίνεται πρότυπο, όλοι τον θαυμάζουν, διότι:
Πόλεμος δε το σύνολον ή ακοή πολέμου
ουδαμώς εγνωρίζετο εν ταις αυτού ημέραις (τού Διγενή)
αλλ’ ήν ειρήνη πανταχού, ηρεμία μεγάλη,
καί πάντες άνθρωποι συχνώς τω Θεώ ηυχαρίστουν
καί άπαντες τον Διγενήν εκάλουν ευεργέτην,
αντιλήπτορα μέγιστον και σύν Θεώ προστάτην.
Ο ηρωϊσμός του όμως οριοθετείται. Δεν τον κάνει υπερτροφικό εσωτερικά. Δεν κομπορρημονεί για τα κατορθώματά του, δεν αλαζονεύεται. Γνωρίζει τη δύναμή του, όμως γνωρίζει ότι αυτή είναι δώρο του Θεού και Τον δοξολογεί. Εδώ, θα λέγαμε, συναντιέται το αυθεντικό ηρωϊκό-επικό στοιχείο με τα άγρια ένστικτα και τον πρωτογονισμό του αφ’ ενός και το ήθος που καλλιεργεί η χριστιανική πίστη αφ’ ετέρου. Και από αυτή τη συνάντηση θα προέλθη ένας ηρωϊσμός πιο ανθρώπινος, πιο ιπποτικός, που υπακούει σε κανόνες σεβασμού του αντιπάλου και μάλιστα αν είναι γυναίκα (όπως στην περίπτωση της Μαξιμούς), που δεν θριαμβολογεί, δεν διασύρει τον νικημένο. Αντίθετα ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό για τη νίκη του.
Την αγριότητα του πολεμιστή τη βλέπουμε καθαρά στον αμιρά, όταν βγήκε να μονομαχήση με τον νεαρό Κωνσταντίνο. Γράφει ο ποιητής:
... εις τον κάμπον εξήλθε,
κραυγάζων ώσπερ αετός και συρίζων ως δράκων
ως λέων ωρυόμενος καταπιείν τον νέον...
σέ αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, όταν βγήκε πάνοπλος
τώ σημείω του σταυρού φραξάμενος παντόθεν
τόν ίππον επελάλησεν, εις τον κάμπον εξήλθε.
Από τους στίχους αυτούς είναι φανερό που βασίζει την νίκη του ο καθένας από τους δύο αντιπάλους. Ο πρώτος στην γεμάτη πρόκληση και αγριότητα εφόρμησή του, που αποσκοπούσε να κάμψη το ηθικό του νέου και ο δεύτερος στη δύναμη του σταυρού. Ο πρώτος καλύπτει το άγχος του κάτω από τις φοβερές κραυγές του, ενώ ο δεύτερος πιο ήρεμος αναθέτει τη νίκη του στη μεγάλη δύναμη του σταυρού του Χριστού.
Στη μονομαχία του Διγενή με τους απελάτες Φιλοπαππού, Ιωαννάκη και Κίνναμο, στην οποία εκείνοι τον προκάλεσαν, ο ήρωας φέρεται με ευγένεια και ιπποτισμό, κάτι που δείχνουν και οι αντίπαλοί του, αφού δηλώνουν πώς δεν δέχονται, τρεις αυτοί έφιπποι, να πολεμήσουν με έναν άοπλο και πεζό, τον Διγενή. Όταν όμως ο ήρωας νικά σε μονομαχία τον Φιλοπαππού, οι άλλοι δυο τρομαγμένοι επιτέθηκαν, χωρίς να κατεβούν από τα άλογά τους, εναντίον του Διγενή, ξεχνώντας τα προηγούμενα λόγια τους. Ο Διγενής τους νίκησε και ενώ εκείνοι τρέμοντας περίμεναν τη χαριστική βολή, όπως μπορούσε και δικαιούνταν να το κάνη, ο ήρωας μεγαλόψυχα τους δηλώνει πώς δε χτυπά ποτέ αντίπαλο, που δεν μπορεί να αμυνθή. Οι απελάτες θαυμάζοντας την ανωτερότητα και την ιπποτική ευγένεια του Διγενή, σπεύδουν να δηλώσουν υποταγή σ’ αυτόν, αν θελήση να γίνη αρχηγός τους. Και πάλι ο ήρωας αρνείται τη θέση αυτή δηλώνοντας πώς δεν έχει τέτοια επιθυμία, πράγμα που δηλώνει το ανυστερόβουλο των πράξεών του και την έλλειψη φιλοδοξίας και προσωπικής προβολής μέσα από μια αρχηγική θέση.
Έτσι ο ποιητής περιχαρακώνει τον άκρατο ηρωϊσμό και την ζωώδη δύναμη, την οποία υποτάσσει σε εσωτερικές δυνάμεις, όπως είναι η φρόνηση, η μεγαλοψυχία, η αρχοντική ευγένεια.
Τὸ Θρησκευτικὸ Στοιχεῖο στὸ ἕπος
Ο βυζαντινός άνθρωπος, γνωρίζουμε από την ιστορία, ζη έντονα το γεγονός της Εκκλησίας. Η ευλάβεια και η βαθιά πίστη του στον Τριαδικό Θεό είναι η ουσία του χαρακτήρα του. Οι αλήθειες του Ευαγγελίου είναι συνυφασμένες με όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής του ζωής, είναι βίωμά του, αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητός του και της κοινωνίας της εποχής του γενικότερα. Η καθημερινή απασχόληση και ψυχαγωγία του βυζαντινού είναι η Εκκλησία με όλες τις Ακολουθίες της. Εκεί θέλγεται η ψυχή του και αυτή είναι το σημείο αναφοράς όλων των ανθρώπων. Στην Εκκλησία συγκεντρώνονται όλοι, άνδρες και γυναίκες, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και ηλικία και παρακολουθούν με βαθιά κατάνυξη τις λαμπρότατες ιεροτελεστίες, τις μεγαλόπρεπες πομπές και λιτανείες, που συνοδεύονται από τη γλυκόηχη μελωδία των ψαλτών, με τον Αρχιεπίσκοπο, τον Αυτοκράτορα, τη βασιλική αυλή, τους άρχοντες, να λάμπουν όλοι μέσα στις αστραφτερές ενδυμασίες τους.
Αυτό το πρωταρχικό στοιχείο της βυζαντινής ζωής φαίνεται έντονα στο έπος. Από την αρχή, το προοίμιο, ο άγνωστος ποιητής εκφράζει τη βαθιά του πίστη ότι η μεγάλη δύναμη του Διγενή είναι δώρο του Θεού. Και όλα τα υπερφυσικά ανδραγαθήματα και τους ηρωϊσμούς τα πραγματοποιεί με την χάρη του Θεού, την βοήθεια της Θεοτόκου, των Αγγέλων και Αρχαγγέλων, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στους συγκεκριμένους Αγίους, αφού κι εκείνοι στην επίγεια ζωή τους ήταν στρατηλάτες. Για την χριστιανική πίστη και την πατρίδα αγωνίστηκαν, γι’ αυτό είναι πολύ οικείοι, το πρότυπο των ακριτών, που πολεμούν για τα ίδια ιδανικά. Μήν ξεχνάμε ότι και στη συνείδηση του λαού έχουν ξεχωριστή θέση τα παληκάρια αυτά του Χριστού.
Αλλά κι όταν ο μικρός Κωνσταντίνος ετοιμάζεται να μονομαχήση με τον αμιρά, αφού αυτό ετέθη ως όρος για να ελευθερώση την αγαπημένη του αδελφή, τα υπόλοιπα αδέλφια, όντας κι εκείνοι ακρίτες, τον παροτρύνουν και τον ενθαρρύνουν να αγωνιστή γενναία και άφοβα, έχοντας στο νού του ότι ο Θεός θα βοηθήση το δίκαιο του αγώνα και δεν θα επιτρέψη να ηττηθή, πράγμα που θα έχη συνέπεια την υποδούλωσή τους σ’ αυτόν, έναν άπιστο. Και στην προσευχή που γίνεται πριν το μεγάλο εγχείρημα ζητούν:
“Μη συγχωρήσης, Δέσποτα, δούλους ημάς γενέσθαι”.
Και ο Κωνσταντίνος, αφού ανέβηκε στο άλογο πάνοπλος, έκανε το σημείο του σταυρού. Νιώθει ότι η δύναμη θα έρθη από τη δύναμη του σταυρού και του Θεού. Ποτισμένος βαθιά από την πίστη του στον Έναν και αληθινό Θεό, σ’ Αυτόν αναφέρεται αυτή τη δύσκολη στιγμή. Κι όταν επιβάλλεται στον αντίπαλό του, το πρώτο που κάνει με τ’ αδέλφια του είναι να δοξολογήσουν τον Θεό για τη νίκη του.
“Η δόξα, πάντες λέγουσι, σοί μόνω Θεώ πρέπει·
ο γαρ ελπίζων επί σε ου μη καταισχυνθείη”.
Ο Μουσουλμάνος αμιράς προτείνει από μόνος του να ασπασθή το Χριστιανισμό, προκειμένου να παντρευτή την κόρη που αγαπούσε. Η ευκολία με την οποία ο σκληροτράχηλος αυτός άντρας δέχεται να αλλάξη την πίστη του, οφείλεται, κατά τα λόγια του, στη μεγάλη ομορφιά της κόρης. Ο ποιητής όμως αφήνει να εννοηθή ότι συνεκτίμησε και το ήθος της, αφού κατά το χρονικό διάστημα, που την είχε αιχμάλωτη στη σκηνή του- κι αυτή η διάκριση ήταν πολύ τιμητική γι’ αυτήν- η κόρη όχι μόνο δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή για οποιαδήποτε προσέγγιση αλλά έδειχνε την αγάπη και αφοσίωση στην οικογένειά της αποζητώντας την συνέχεια με ασταμάτητο θρήνο. Πέραν όμως αυτών ο ποιητής έμμεσα μας πληροφορεί ότι ο αμιράς έτρεφε ενδόμυχα θαυμασμό για την Ρωμανία, αναγνωρίζοντας με τις πράξεις του την ανωτερότητα του πνευματικού της πολιτισμού και του πλούτου της. Κι αυτό ήταν μια υποδομή, όπου στηρίχτηκε η μεγάλη αλλαγή που πρότεινε. Έτσι βλέπουμε ότι γνώριζε την ελληνική γλώσσα πολύ καλά και δεν δίστασε, παλαίμαχος αυτός, να αναγνωρίση την ανωτερότητα της μαχητικής τέχνης και ανδρείας του νεαρού Κωνσταντίνου και να υποστείλη ενώπιόν του την αλαζονεία της δικής του ανδρείας, για την οποία πριν τη μονομαχία καυχιόταν ειρωνευόμενος τον αντίπαλό του.
Κατάπληξη προκάλεσε σε όλους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, η αλλαξοπιστία του αμιρά, την οποίαν απέδωσαν στη δύναμη που εξέπεμψε η υψηλού έπιπέδου παιδεία και ο πολιτισμός των Ρωμαίων, που εξασφάλιζε μια ποιότητα ζωής που θαύμαζαν και υποκλίνονταν μπροστά της φίλοι και εχθροί. Γράφει ο ποιητής:
“Ω θαύμα, όπερ βλέπομεν, δύναμις των Ρωμαίων,
αιχμάλωτα αναρρύουσι, φουσάτα καταλύουν,
πίστιν αρνείσθαι πείθουσιν, θάνατον μη φοβείσθαι”.
Η γνώση και η ευγένεια των Ρωμαίων, που είχαν τη σφραγίδα της Ορθοδοξίας είναι πηγή έμπνευσης, θαυμασμού και δύναμης για τους ίδιους, αλλά κυρίως για τους άλλους λαούς.
Αλλά και η μητέρα της κόρης, όταν πληροφορήθηκε την αίσια έκβαση των πραγμάτων και το γυρισμό των παιδιών της μαζί με τον μέλλοντα γαμπρό της, που θέλει να βαπτισθή Χριστιανός, ξεσπά σε δοξολογία στον Θεό για την παντοδυναμία Του που ακόμα και τους βάρβαρους ειδωλολάτρες τους ημερώνει η χάρη Του και τους ειρηνεύει:
“Δόξα, Χριστέ μου”, λέγουσα, “τή σή φιλανθρωπία,
δόξα τη δυναστεία σου, ελπίς των ανελπίστων·
όσα γαρ θέλεις δύνασαι, ουδέν αδυνατεί σοι.
Αυτόν γαρ τον πολέμιον ήμερον κατειργάσω...”
Ο αμιράς πράγματι δείχνει τη μεγάλη του αλλαγή όταν, καθώς ερχόταν στην πατρίδα της καλής του, ελευθέρωνε όλους τους αιχμαλώτους στα μέρη της Ρωμανίας, τα οποία είχε καταλάβει.
Εκεί όμως που θριαμβεύει η δύναμη και το μεγαλείο της Ορθοδοξίας είναι το σημείο που ο αμιράς, μετά τη βάπτιση και το γάμο του στη Ρωμανία, επιστρέφει στην πατρίδα του και κηρύσσει τον Χριστιανισμό, ομολογώντας με ταπείνωση την ευγνωμοσύμη του και την πίστη του στον Τριαδικό Θεό, στο όνομα του οποίου έλαβε το Βάπτισμα της “παλλιγγενεσίας” και επισημαίνοντας τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που είναι η σωτηρία του. Ομολογεί με θάρρος το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο συνοψίζει ο ποιητής στους παρακάτω 19 στίχους:
Εγώ πιστεύω εις Θεόν, Πατέρα των απάντων,
ποιητήν ουρανού και γης και αοράτων πάντων·
καί εις Χριστόν τον Κύριον, Υιόν Θεού και Λόγον,
τόν γεννηθέντα εκ Πατρός προ πάντων των αιώνων,
φώς εκ φωτός υπάρχοντα, Θεόν αληθή, μέγαν,
τόν κατελθόντα επί γης δι’ ημάς τους ανθρώπους
καί γεννηθέντα έκ μητρός Μαρίας της Παρθένου,
τόν υπομείναντα σταυρόν δι’ ημών σωτηρίαν
καί ταφέντα εν μνήματι ό και αυτή θαυμάζεις,
καί αναστάντα εκ νεκρών εν τη τρίτη ημέρα,
καθώς ημάς διδάσκουσιν αι γραφαί αι αγίαι,
τόν αεί καθεζόμενον του Πατρός δεξιόθεν,
ού Βασιλείας της αυτού ουκ έσται τέλος·
καί εις Πνεύμα το άγιον ζωοποιούν τα πάντα,
ό προσκυνώ σύν τω Πατρί και τω Υιώ και Λόγω·
έν Βάπτισμα ομολογών εις άφεσιν πταισμάτων,
καί προσδοκώ ανάστασιν πάντων των τεθνεότων,
εκάστου ανταπόδοσιν και των πλημμελημένων,
τών δε δικαίων άφεσιν, καθώσπερ επηγγέλθη,
ζωήν την ατελεύτητον του μέλλοντος αιώνος.
Μέσα σε 19 15σύλλαβους στίχους ο ποιητής συμπυκνώνει όλη τη θεολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο αμιράς παροτρύνει τη μητέρα του και τους δικούς του όλους να ασπασθούν τον αληθινό Τριαδικό Θεό. Τέλος αποφασιστικά ανακοινώνει ότι ο ίδιος θα επιστρέψη στη Ρωμανία, στο Θεό της οποίας βρήκε σκοπο και νόημα ζωής, επίγειας και αιωνίου.
“Ου γαρ αντάξιός εστιν μιας ψυχής ο κόσμος”
δηλώνει με επίγνωση και σοφία ο νυν νεοφώτιστος, πρώην δε άξεστος και πολεμοχαρής αμιράς.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την οργανωμένη Ιεραποστολή που ασκούσαν οι Βυζαντινοί στους γείτονες ειδωλολάτρες λαούς, οι οποίοι οφείλουν τον εκχριστιανισμό και εκπολιτισμό τους σ’ αυτή τη δραστηριότητα των Βυζαντινών. Η Ιεραποστολή εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης διπλωματίας, που είχαν αναπτύξει οι Βυζαντινοί και μάλιστα αποτελούσε το αποκορύφωμα, την υψηλότερη έκφρασή της. Στοχος της πολιτικής των ορθοδόξων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων ήταν η φιλία και η συμμαχία με τους γείτονες λαούς. Παρ’ όλον ότι ήταν οι πιο ισχυροί ηγεμόνες της εποχής τους, “οι πλανητάρχες”, όπως θα λέγαμε σημερα, δεν έκαναν χρήση της δύναμής τους και δεν επιβάλλονταν με τη χρήση των όπλων εκτός κι αν αποτύγχαναν όλες οι διπλωματικές τους προσπάθειες. Το ιδεώδες γι’ αυτούς ήταν να εκχριστιανίσουν, όσο το δυνατόν περισσότερους γειτονικούς λαούς και να τους βοηθήσουν να ενταχθούν στην οργάνωση ενός πολιτισμένου χριστιανικού κράτους. Έτσι εξασφάλιζαν και τη φιλία και τη συμμαχία τους, που βασίζονταν σε πνευματικού περιεχομένου σχέσεις μαζί τους.
Για το σκοπό αυτό οργάνωναν πολύ προσεκτικά και μεθοδικά την Ιεραποστολή, την οποία αναλάμβαναν πολύ μορφωμένοι, φωτισμένοι και ειδικά εκπαιδευμένοι κληρικοί και μοναχοί. Είχαν ως αρχή για την προσέγγιση των λαών τη γνώση της κουλτούρας τους και της ιδιοσυγκρασίας τους και προσάρμοζαν ανάλογα το κήρυγμά τους. Πολύ γνωστό και σπουδαίο είναι το ιεραποστολικό έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι οποίοι παρά τις τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν όχι μόνο να εκχριστιανίσουν τους Σλάβους, αλλά να γίνουν και οι δημιουργοί της γραπτής σλαβικής γλώσσας, που υιοθετήθηκε από όλους τους σλαβικούς λαούς και αυτό συνετέλεσε στην είσοδό τους στον βυζαντινό πολιτισμό. Η μεγάλη ευεργεσία που δέχθηκαν με τον εκχριστιανισμό τους οι λαοί του Αίμου, φάνηκε καθαρά αργότερα, στους αιώνες της δουλείας τους στους Τούρκους. Υπό την επίδραση του Βυζαντινού πολιτισμού και του Χριστιανισμού διαμόρφωσαν έναν κοινό ιστορικό και πνευματικό βίο που εξασφάλισε την συνοχή και την διαφορετικότητά τους από τους Τούρκους και αυτή την επίδραση την έχουν εξακριβώσει ιστορικοί και αρχαιολόγοι μελετητές.
Και στο υπόλοιπο έπος είναι έντονο και διάχυτο το θρησκευτικό στοιχείο. Ο ποιητής τονίζει πολύ συχνά ότι η δύναμη του Διγενή έχει θεϊκή προέλευση και για όλα τα κατορθώματά του ο ήρωας ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό. Τα πάντα οφείλονται στη δική Του παντοδυναμία, αγάπη και οικονομία. Ο ήρωας έχει αναφορά στο Θεό σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του. Ό,τι σπουδαίο, ηρωϊκό και σωτήριο συμβαίνει στη ζωή του· όλα τα χαρίσματα τα δικά του και των άλλων ανθρώπων, όπως η φρόνηση, το θάρρος, η δύναμη, η δόξα, η υγεία, η ήρεμη ζωή, όλα είναι δωρεές του Θεού, που τα πάντα ελέγχει και κινεί. Και Εκείνος είναι το στήριγμα, η ελπίδα, η ζωή, η νίκη και η παρηγοριά για κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό σε κάθε στιγμή της ζωής τους, ο Διγενής και όλα τα πρόσωπα του έπους, αναπέμπουν πλούσιες τις ευχαριστίες, τις δοξολογίες και τις προσευχές τους στο Θεό. Κι όταν ο ήρωας διηγείται τις ανδραγαθίες του στους δικούς του, δικαιολογεί την ενέργειά του λέγοντας ότι το κάνει όχι για να καυχηθή, αλλά για να γίνουν γνωστές οι δωρεές του Πλάστου.
Τέλος την αγάπη του στη θρησκεία εκδηλώνει ο Διγενής αντλώντας τα θέματα, για την εικονογράφηση του παλατιού του στον Ευφράτη, από την Παλαιά Διαθήκη κυρίως. Έτσι απεικονίζει στους τοίχους του παλατιού τον πολεμιστή Σαμψών, τον Δαβίδ και τον γίγαντα Γολιάθ, τον φθονερό κι εκδικητικό Σαούλ, την Έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, τα θαύματα του Μωϋσή, την δόξα του Ιησού του Ναυή. Και βέβαια στην αυλή του παλατιού κτιζει όμορφο παρεκκλήσι, που το αφιερώνει στο αγαπημένο του Άγιο Θεόδωρο, δείχνοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αγάπη του προς τον Θεό.
- Προβολές: 2260