Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Πόλεμος καὶ φτώχεια - ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη (Α')

Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ μέρος ἀπὸ τὴν εἰσήγηση τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου στὸ Βίλνιους τῆς Λιθουανίας, στὰ πλαίσια τῶν ἐργασιῶν τῆς 10ης Διακοινοβουλευτικὴς Συνελεύσεως Ὀρθοδοξίας, στὴν ὁποία εἶχε κληθῇ ὡς κύριος εἰσηγητὴς καὶ ἀναφερθήκαμε σχετικὰ σὲ προηγούμενο τεῦχος.

Τὸ θέμα ποὺ μοῦ ἀνατέθηκε νὰ ἀναπτύξω εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἔχει πολλὲς πλευρές. Ὅμως ὁ περιορισμὸς τοῦ χρόνου, ἀναγκαστικὰ μὲ ὁδηγοῦν στὸ νὰ παρουσιάσω μερικὰ μόνο σημεῖα καὶ αὐτὰ ἐνδεικτικὰ καὶ βεβαίως δὲν θὰ ἀναπτυχθοῦν ὅπως θὰ ἔπρεπε. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν πολλὲς πλευρὲς αὐτοῦ τοῦ θέματος καὶ ὑπάρχουν πολλὰ κείμενά τους γι' αὐτὰ τὰ σημεῖα, ἀλλὰ παρακάμπτοντας ὅλα αὐτά, γιὰ ἔλλειψη χρόνου, θὰ περιορισθῶ στὸ νὰ ἐκθέσω μερικὲς θεολογικὲς ἀπόψεις, ποὺ εἶναι σημαντικὲς κατὰ τὴν γνώμη μου.

1. Προπτωτικός, μεταπτωτικὸς καὶ ἐσχατολογικὸς κόσμος

Πρέπει νὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὴν γενικὴ ἄποψη ὅτι τὰ θέματα τοῦ πολέμου καὶ τῆς φτώχειας, ὅπως καὶ τὰ παρόμοια θέματα μὲ αὐτά, θὰ πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ τὴν ἄποψη πῶς λειτουργοῦσε ὁ κόσμος προπτωτικά, πῶς λειτουργεῖ μεταπτωτικὰ καὶ πῶς θὰ λειτουργήση ἐσχατολογικά. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημαντικὸ σημεῖο, γιατί μόνον δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ τὴν τραγικότητα τοῦ πολέμου καὶ τῆς φτώχειας, ἀλλὰ ταυτόχρονα, παρὰ τὴν τραγικότητά τους νὰ δὴ καὶ τὴν ἀντιμετώπισή τους.

Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους Κληρικοὺς καὶ θεολόγους, κάνουμε σύγχυση μεταξὺ τῆς προπτωτικῆς, μεταπτωτικῆς καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς καταστάσεως, ἀφοῦ στοιχεῖα τοῦ προπτωτικοῦ κόσμου τὰ θέλουμε νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ἐνεργοῦν στὸν μεταπτωτικὸ κόσμο καὶ στοιχεῖα τοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου τὰ ταυτίζουμε μὲ τὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα, ὁπότε τὰ μεταπτωτικὰ φαινόμενα, ποὺ συνιστοῦν μιὰ τραγωδία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ τῆς ὅλης κοσμολογίας, τὰ συνδέουμε μὲ τὸν προπτωτικὸ καὶ τὸν ἐσχατολογικὸ κόσμο.

Πρὶν τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχε μιὰ εἰρηνικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό του, τὸν πλησίον καὶ τὴν κτίση. Ὁ νοὺς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁλόκληρος ἀνοικτὸς στὸν Θεό. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ νοὸς διαπορθμευόταν στὸ σῶμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχεόταν στὴν ἄλογη κτίση, ὁπότε ὑπῆρχε μιὰ ἰσορροπία μεταξὺ Θεοῦ, ἀνθρώπου καὶ κτίσεως.

Μὲ τὴν πτώση ἔγινε μιὰ διατάραξη τῶν σχέσεων αὐτῶν. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸν Θεό, δὲν ἐλάμβανε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἀπομυζοῦσε τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ σῶμα ἀνέμενε νὰ ἔχη τὴν ζωή της, καὶ ἔτσι δημιουργοῦνται τὰ ψυχικὰ πάθη, τῆς κενοδοξίας, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλαζονείας. Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ δὲν τρεφόταν ἀπὸ τὴν ψυχή, λάμβανε ἐνέργεια ἀπὸ τὴν κτίση καὶ ἔτσι δημιουργοῦνται τὰ σωματικὰ πάθη καὶ στὴν συνέχεια, λόγῳ τῆς ὑπερπαραγωγῆς, δημιουργοῦνται καὶ τὰ οἰκολογικὰ προβλήματα.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς πτώσεως ἦταν γυμνός, δὲν φοροῦσε τίποτε, ἀλλὰ δὲν ἐντρεπόταν, ἀκριβῶς γιατί ἐπάνω τοῦ ὑπῆρχε πλούσια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν πτώση, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκε τὴν γύμνωσή του, ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία του ἔραψε δερμάτινους χιτῶνες. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ποὺ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ἡ θνητότητα.

Μιὰ ἔκφραση τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητος εἶναι ὁ πόλεμος καὶ ἡ φτώχεια, ὁπότε ἀμέσως μετὰ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε τὰ πάθη τοῦ μίσους, τῆς ἐπιθετικότητας, τῆς ἰδιοκτησίας, τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ πλουτισμοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθοῦν ποικίλα κοινωνικὰ προβλήματα. Ἔτσι καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι ἀρρώστιες ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαταράξεως τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κτίση.

Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὴν θνητότητα γίνεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὸ θνητὸ καὶ τὸ παθητὸ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ νικήση τὸν θάνατο στὴν προσωπική του ζωή, γιὰ νὰ μεταμορφώση καὶ νὰ ἀποβάλη τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας. Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ.

Αὐτὴν τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο τὴν μετέφερε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Τοῦ. Ὅπως ἡ ζωὴ τῆς κεφαλῆς γίνεται καὶ ζωὴ τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρχίζουμε νὰ γευόμαστε τὶς καταστάσεις τῆς ὑπερνικήσεως τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας, τῆς ἀπεκδύσεως τῶν δερμάτινων χιτώνων καὶ τῆς ἐνδύσεώς μας μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας.

Ἑπομένως, ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο γίνονται ὅλες οἱ ἐφαρμογὲς τοῦ σκοποῦ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς νίκης Τοῦ ἐπάνω στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπολαμβάνη μερικὲς ἀνταύγειες τῆς ἐσχατολογικῆς καταστάσεως, τότε ποὺ θὰ σταματήση ὅλη ἡ φθορὰ καὶ θὰ ζοῦμε τοὺς "καινοὺς οὐρανοὺς" καὶ τὴν "καινὴν γῆν». Ὅλες τὶς κοινωνικὲς ἐφαρμογές του ὁ Χριστιανισμὸς τὶς πραγματοποιεῖ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν χῶρο τῶν μυστηρίων καὶ τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, γιατί ὁ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, εἶναι ὁ κόσμος τῆς πτώσεως, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τοὺς πολέμους, τὶς ἀκαταστασίες, τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάσταση, μέσα στὴν ἀφύσικη ζωὴ τῆς πτώσεως, καὶ συνδέεται μὲ τὴν πτωτικὴ κατάσταση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, μπορεῖ νὰ ἀρχίση ἀπὸ τώρα νὰ ἀπολαμβάνη μερικὲς πτυχὲς τῆς ἀνακαινίσεως, τῆς ἐσχατολογικῆς καταστάσεως, ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι παύουν νὰ ὑπάρχουν πόλεμοι, μάχες, θάνατοι, ἀδικίες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι τὰ ὑπερβαίνει ὅλα αὐτά. Οἱ κοινωνικὲς ἀδικίες δὲν τὸν ἐνοχλοῦν. Βέβαια, οἱ ἅγιοι πονοῦν ὑπερβολικὰ γιὰ τὶς ἀκαταστασίες αὐτές, ὅταν βλέπουν ὅτι οἱ συνάνθρωποί τους ὑποφέρουν καὶ βασανίζονται, ἀλλὰ τὰ βλέπουν μέσα ἀπὸ τὴν θεολογική, προπτωτικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ προοπτική, τὰ θεωροῦν ὅτι εἶναι συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί, ἑπομένως, εἶναι ἀρρώστιες, γι' αὐτὸ κάνουν θεολογία καὶ ὄχι μιὰ ἀνθρωποκεντρικὴ κοινωνιολογία.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς γενικὲς θεολογικὲς ἀρχές, θὰ ἤθελα νὰ δοῦμε λίγο τὰ δύο αὐτὰ θέματα τοῦ πολέμου καὶ τῆς φτώχειας.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο).

  • Προβολές: 2744