Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Πόλεμος καὶ φτώχεια - ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη (Β')

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

2. Ἡ τραγωδία τοῦ πολέμου

Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ ποὺ ἀναλύσαμε προηγουμένως, φαίνεται ἡ τραγωδία τοῦ πολέμου.

Κατ' ἀρχὰς ὁ πόλεμος δείχνει τὸ μῖσος ποὺ ἐπικρατεῖ μέσα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνδέεται ὁπωσδήποτε καὶ μὲ τὶς ἐπιθετικές του βλέψεις, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν κυριαρχία. Ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἐρωτᾶ: «Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν των στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθαι καὶ πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς· αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε» (Ἰακ. δ', 1-3).

Ἔπειτα, ὁ πόλεμος δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα στὴν κοινωνικὴ ζωή. Διαταράσσει τὶς κοινωνικὲς σχέσεις, αὐξάνει τὶς ἐπιθετικότητες, δημιουργεῖ τρομοκρατικὲς καταστάσεις καὶ ἐνέργειες, προκαλεῖ τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος θάνατος εἶναι μιὰ διάσπαση τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀγαπωμένων προσώπων.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὲς οἱ γνῶμες δύο συγχρόνων ἀνθρώπων ποὺ κινοῦνται μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτική, γι' αὐτὸ καὶ τὶς ἀναφέρω.

Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι: "Οἱ πολιτισμοὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι προϊόντα πολέμων. Εἶναι θλιβερό, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν γνώρισε ἕναν κόσμο χωρὶς πόλεμο. Δὲν ξέρουμε τί θὰ ἤμασταν χωρὶς πολέμους. Ἡ εἰρήνη ποὺ ἀναγνωρίζουμε εἶναι ἡ ἀνάρρωση ἀνάμεσα σὲ δύο ἀρρώστιες" (Π. Ἀμπατζόγλου).

Κάθε πόλεμος εἶναι μιὰ ἀρρώστια, γιατί εἶναι ἐκδήλωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ πολεμᾶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχη ἑνότητα μὲ ὅλους καὶ ὅλα καὶ νὰ ἀναπτύσση τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Ὅμως, ἡ τραγικότητα τῆς πτώσης, δηλαδὴ ἡ τραγικότητα τῆς ἀπώλειας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἔφερε τὴν πραγματικότητα τοὺς πολέμους. Ὁπότε, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει συνεχῶς πολέμους στὴν κοινωνικὴ καὶ ἐθνική του ζωή.

Ἡ ἀρρώστια –ὁ πόλεμος– δημιουργεῖ "πολιτισμοὺς" ποὺ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά τους εἶναι ἄρρωστοι. Ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρήνη εἶναι μιὰ ἀνάπαυλα μεταξὺ δύο πολέμων καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι μιὰ πρόσκαιρη ἀνάρρωση μεταξὺ δύο ἀσθενειῶν. Πόλεμος καὶ εἰρήνη εἶναι τραγικὲς ἀνθρώπινες καταστάσεις ποὺ δὲν ἀναπαύουν τὸν ἄνθρωπο. Οὔτε ὁ πόλεμος οὔτε ἡ εἰρήνη δίνουν νόημα στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ ἡ κοσμικὴ εἰρήνη δὲν ἀναπαύει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πολέμου ἢ ἡ ἀρχὴ ἑνὸς ἄλλου ἐπερχομένου πολέμου. Πρόκειται γιὰ μιὰ πρόσκαιρη ἀνάρρωση.

Μιὰ ἄλλη γνώμη εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἐκφραστική:

"Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπερβεῖ τὸν πόλεμο, γιατί εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπερβεῖ τὸν θάνατο. Ἐγὼ κι ὁ πόλεμος λοιπὸν εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν ζῶ ὑπαρξιακὰ ἀπὸ τὰ μικράτα μου. Δὲν ἔχω πολεμήσει σὲ κανένα μέτωπο ἀνοιχτοῦ πολέμου. Ὅμως πολεμάω κάθε στιγμὴ τόσο μὲ τὶς ἐπεκτατικὲς τάσεις τοῦ ἑαυτοῦ μου ὅσο καὶ μὲ τῶν ἄλλων ἐνάντια στὴν ὕπαρξή μου... Ὄχι δὲν θὰ πολέμαγα γιὰ τίποτα καὶ γιὰ κανέναν σὲ ἕναν ἀνοιχτὸ "πολεμικὸ" πόλεμο. Ὁ καθημερινὸς μοῦ φτάνει καὶ μοῦ περισσεύει" (Γιῶργος Σκούρτης).

Τὸ πρόβλημα, λοιπόν, τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης εἶναι ὑπαρξιακὸ καὶ δὲν συνδέεται μόνον μὲ εἰρηνικὲς ἢ πολεμικὲς κοινωνικὲς καταστάσεις. Γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ κατάσταση, δὲν εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ πολέμου, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Συγκλονιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων, λιώνουμε ἀπὸ συγκίνηση καὶ πόνο, ὅταν βλέπουμε ἀθῶα θύματα, μικρὰ παιδιὰ νὰ θυσιάζωνται στὸν βωμὸ τῶν διαπλεκομένων συμφερόντων. Τελικά, ὅμως, πιστεύουμε ὅτι ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς ζωῆς δημιουργεῖ τὴν ὑπαρξιακὴ εἰρήνη, ἀφοῦ ὁ θάνατος συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὸν πόλεμο, δοθέντος ὅτι ὁ ὑπαρξιακὸς θάνατος ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ πολεμικὲς συρράξεις καὶ οἱ πόλεμοι αὐξάνουν τὴν τραγικότητα τοῦ θανάτου.

Πόλεμος καὶ κοινωνικὴ εἰρήνη εἶναι ἀνθρώπινες καταστάσεις, ποὺ δὲν μᾶς γεμίζουν ἐσωτερικά. Οὔτε ἡ κοσμικὴ εἰρήνη μας ἀναπαύει. Ἀναζητοῦμε τὴν ὑπαρξιακὴ εἰρήνη, τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό.

3. Ἡ φτώχεια

Τὸ φαινόμενο τῆς φτώχειας συνδέεται στενώτατα καὶ μὲ τὸν πόλεμο καὶ μὲ τὴν εἰρήνη. Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως ὁ πόλεμος εἶναι μιὰ τραγικὴ κατάσταση στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἡ συμβατικὴ εἰρήνη συνδέεται μὲ τὸν πόλεμο. Δηλαδή, ὁ πόλεμος στὶς ἡμέρες μας γίνεται μὲ τὴν δικαιολογία νὰ ἔλθη ἡ εἰρήνη στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρήνη δημιουργεῖ τὶς ἀναγκαῖες συνθῆκες γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου. Μάλιστα «πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι καὶ ἡ εἰρήνη ἀποτελεῖ μιὰ μορφὴ πολέμου, ποὺ ἀσκεῖται μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν οἰκονομία». Δηλαδή, ἡ συσσώρευση πλούτου ἢ δυνάμεως ἀπὸ μερικοὺς καὶ ἀπὸ μερικὰ κράτη, μὲ ἐπεκτατικὲς βλέψεις κλπ., ποὺ σχεδιάζονται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς εἰρήνης, εἶναι τὰ γενεσιουργὰ αἴτια ἑνὸς μελλοντικοῦ πολέμου, προετοιμάζουν ἕναν πόλεμο. Ἄλλωστε καὶ αὐτὲς οἱ οἰκονομικὲς πιέσεις δημιουργοῦν τὴν πάλη τῶν τάξεων, ποὺ εἶναι μιὰ μορφὴ κοινωνικοῦ πολέμου.

Τὰ στατιστικὰ στοιχεῖα δείχνουν ὅτι ἡ συσσώρευση πλούτου ἀπὸ μερικοὺς καὶ ἀπὸ μερικὰ Κράτη, αὐξάνουν τὸ πρόβλημα. Ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα φαίνεται ὅτι «ἡ περιουσία τῶν τριῶν πλουσιότερων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ Ἀκαθάριστου Ἐθνικοῦ Προϊόντος τῶν 26 φτωχότερων χωρῶν τοῦ κόσμου καὶ ἡ περιουσία τῶν 200 πλουσιότερων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ συνολικὸ εἰσόδημα τοῦ 41 % τῶν κατοίκων τοῦ πλανήτη».

Ὁπότε, ἡ φτώχεια συνδέεται καὶ μὲ τὸν πόλεμο καὶ μὲ τὴν εἰρήνη. Τὰ ἀποτελέσματα τοῦ πολέμου εἶναι φρικτά, ἀφοῦ χάνονται ζωὲς καὶ περιουσίες, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς συμβατικῆς εἰρήνης καὶ πάλι χάνονται ἀνθρώπινες ζωὲς καὶ περιουσίες. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπὸ ταλαιπωρίες καὶ προβλήματα.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴν ἀνισότητα, καὶ ἑπομένως τὴν φτώχεια ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν γῆ καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ μιὰ περίφημη ὁμιλία του, ποὺ τὴν τιτλοφορεῖ «περὶ φιλοπτωχίας», ἔχει πάρα πολλὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα. Ἐδῶ ὅμως θὰ ἐντοπίσουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά.

Σὲ ἕνα σημεῖο, ἀναφερόμενος στὴν πεῖνα, τὸν πλοῦτο, τὴν ἐλευθερία, ὅπως ἐμεῖς τὸ τιτλοφοροῦμε, τὴν δουλεία καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, λέγει ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως καὶ ὅτι ἦλθαν στὸν ἀνθρώπινο βίο ὡς ἀσθένειες. Γράφει: «ὕστερον ἐπεισῆλθε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ὦσπερ ἀρρωστήματα κοινὰ τινα τὴ κακία συνεισπεσόντα, κακείνης ὄντα ἐπινοήματα». Μετὰ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἐμφανίσθηκαν οἱ φθόνοι, οἱ φιλονικεῖες, ἡ δολερὰ τυραννίδα τοῦ διαβόλου, ποὺ παρασύρει μὲ τὴν λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καὶ ξεσηκώνει τους πιὸ θρασεῖς ἐναντίον τῶν ἀσθενεστέρων καὶ ἔτσι σχίσθηκε τὸ ἑνιαῖο ἀνθρώπινο γένος καὶ ἔλαβε διάφορα ὀνόματα καὶ ἡ πλεονεξία, ποὺ προσέλαβε ὡς βοηθὸν καὶ σύμμαχο τῆς καταδυναστεύσεως τὸν νόμο, κατακερμάτισε τὴν εὐγένεια τῆς φύσεως. Καὶ στὴν συνέχεια προτρέπει τοὺς ἀκροατάς του νὰ βλέπουν τὴν πρώτη ἰσονομία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι τὴν διαίρεση ποὺ ἦλθε μετά, νὰ βλέπουν τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὄχι τὸν νόμο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικράτησε μετὰ τὴν ἀρχικὴ ἁμαρτία. Συγκεκριμένα λέγει: «Ἀλλὰ σὺ βλέπε μοὶ τὴν πρώτην ἰσονομίαν, μὴ τὴν τελευταίαν διαίρεσιν· μὴ τόν του κρατήσαντος νόμον, ἀλλά τον τοῦ κτίσαντος». Μεταξὺ τῶν ἀλλων λέγει καὶ τὸν περίφημον λόγον: «Γενοῦ τῷ ἀτυχοῦντι θεός, τὸ ἔλεον Θεοῦ μιμησάμενος», δηλαδὴ νὰ γίνης γιὰ τὸν δυστυχοῦντα θεός, μιμούμενος τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἅγιοι ποὺ ἄρχισαν νὰ ζοῦν ἀπὸ τώρα τὴν προπτωτικὴ κατάσταση, πονοῦν καὶ ζοῦν ὅλο τὸ δρᾶμα τῆς πτώσεως καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀναφερόμενος στοὺς πτωχούς, σὲ μιὰ σχετική του ὁμιλία του, στρέφεται πρὸς τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς προτρέπει νὰ στενάξουν, γιατί δὲν μεταδίδουν στοὺς πτωχοὺς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν, ἤτοι τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, φροντίδα κατάλληλη καὶ δὲν προσφέρουν τὸ περίσσευμά τους στὸ δικό τους ὑστέρημα, καθὼς ἐπίσης τοὺς προτρέπει νὰ ποθήσουν καὶ αὐτοὶ τὴν εὐλογημένη πτωχεία. Λέγοντας αὐτὰ ἐλεεινολογεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του, γιατί ἐνῷ πολλοὶ ριγοῦν καὶ στεροῦνται, αὐτὸς εἶναι γεμᾶτος καὶ ἐνδεδυμένος. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη εὐαισθησία ποὺ εἶχε, ἐνῷ ζοῦσε ὁ ἴδιος τὴν μακαρία κατάσταση τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς πτωχείας. Λέγει: «καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ἐγώ, ὁ πρὸς ὑμᾶς τοιαῦτα λέγων, ἐλέγχομαι ὑπὸ τῆς συνειδήσεως οὐκ ἔξω τοῦ πάθους τελείως ὧν· πολλῶν γὰρ ριγώντων καὶ στερουμένων, ἐμπεπλησμένος αὐτὸς εἰμι καὶ ἐνδεδυμένος».

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζουν τὸ θέμα αὐτὸ μὲ διάκριση καὶ σύνεση, χωρὶς νὰ κάνουν κοινωνιολογία καὶ χωρὶς νὰ ἐκφράζουν μόνον μερικὲς ἀπόψεις. Ἀφ' ἑνὸς μὲν καταφέρονται ἐναντίον τῶν πλουσίων ποὺ συσσωρεύουν ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ αὐτὸ γίνεται σὲ βάρος τῶν συνανθρώπων τους, ἀφ' ἑτέρου δὲ προσπαθοῦν νὰ δώσουν νόημα ζωῆς στοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πλουσίους, νὰ δοῦν δηλαδὴ τὴν μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαιότητα τῆς ζωῆς, τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς ἐλευθερώσεως ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ὁ Μέγας Βασίλειος σὲ πολλὰ κείμενά του καταφέρεται ἐναντίον τῶν πλουσίων καὶ μάλιστα ἐναντίον τοῦ πάθους τῆς πλεονεξίας, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν προσκόλληση στὸν χρυσό, ἡ ὁποία πλεονεξία γίνεται πηγὴ μεγάλης κοινωνικῆς ἀνωμαλίας. Σὲ μιὰ ὁμιλία του ὀνομάζει τὸν χρυσό, στὸν ὁποῖο στηρίζονται οἱ πλούσιοι, ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, ἀγκίστρι τοῦ θανάτου, δόλωμα τῆς ἁμαρτίας. Θεωρεῖ ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου γιὰ τὸν ὁποῖο κατασκευάζονται ὅπλα καὶ ἀκονίζονται ξίφη. Λόγῳ τοῦ πλούτου οἱ συγγενεῖς παραγκωνίζουν τὴν συγγένεια καὶ οἱ ἀδελφοὶ ὑποβλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ φονικὴ διάθεση. Λόγῳ τοῦ πλούτου οἱ ἐρημιὲς τρέφουν τοὺς φονιᾶδες, ἡ θάλασσα τοὺς πειρατές, καὶ οἱ πόλεις τοὺς συκοφάντες. Ὁ πλοῦτος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ δημιουργὸς τῆς πλαστογραφίας καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ γέννησε τὴν ψευδορκία.

Τελικά, ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ κάθε τυραννία. Εἶναι ἡ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς, ἡ ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὑπαρξιακὴ βίωση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, οἱ στάρετς, ἀπελευθερώθηκαν ἀπὸ κάθε ὑλικὸ ἀγαθό, ἀνέλαβαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν γιατί ἀπολάμβαναν τὸν πνευματικὸ πλοῦτο, ποὺ εἶναι ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Στὴν παράδοσή μας καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ στοὺς στάρετς τῆς Ρωσσίας, βλέπουμε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅπως τὴν περιέγραψαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Γεροντικά, καὶ τὰ Συναξάρια καὶ αὐτοὶ οἱ λογοτέχνες μας, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο).

  • Προβολές: 2612