Skip to main content

Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ: Βασίλειος ὁ Διγενῆς ἀκρίτης Καππαδόκης (ΣΤ)

Ἀφιέρωμα στὰ 550 ἀπὸ τὴν ἅλωση

Φιλολογική, ἱστορική, θεολογικὴ προσέγγιση στὸ ρωμαίϊκο ἔπος

Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινᾶ, Φιλολόγου

Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη

Ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ συναισθήματα στὸ ἔπος ἀναδεικνύεται ἡ συζυγικὴ ἀγάπη. Ὁ γάμος του ἀμιρὰ καὶ τοῦ Διγενῆ ξεκινᾶ μὲ ἁρπαγὴ τῆς καλῆς τους, ἔθιμο καὶ ἐπίδραση σαφῶς μουσουλμανική. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εὐλογοῦνται ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους ὡς σύζυγοι, τὸ ζευγάρι ἀναπτύσσει πολὺ δυνατὴ ἀγάπη καὶ δεσμό, ποὺ κανένα ἄλλο συναίσθημα δὲν μπορεῖ νὰ καταλύση. Ὁ ἄνδρας προσαρμόζεται στὴ γυναῖκα καὶ ἀντιστρόφως. Ἀλλοιώνονται ὡς χαρακτῆρες καὶ σέβονται ἀπεριόριστα ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

Ἔτσι ὁ ἀμιράς, ποὺ πρὶν τὸ γάμο του ἦταν φοβερὸς καὶ τρομερός, ὁ σκληρὸς καὶ ἄγριος πολεμιστὴς ποὺ στὶς αἱματηρὲς ἐπιδρομές του στὴ Ρωμανία ἔσπερνε ἀνελέητα καὶ ἀναίσθητα τὸν ὄλεθρο, σφάζοντας, καίγοντας, ἁρπάζοντας καὶ αἰχμαλωτίζοντας, αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄντρας ἀλλοιώνεται, μεταμορφώνεται δίπλα στὴν ὄμορφη καὶ εὐγενικὴ συζυγό του. Γίνεται πολὺ συναισθηματικὸς καὶ εὐαίσθητος, πολὺ στοργικὸς καὶ προστατευτικός. Γιὰ χάρη της ἐγκαταλείπει μητέρα, συγγενεῖς, πατρίδα, θρησκεία, πλούτη, ἐξουσία, δόξα. Ὅλα τὰ θεωρεῖ ὑποδεέστερα. Ὅλος ὁ κόσμος του εἶναι ἡ σύζυγός του. Τῆς φέρεται μὲ πολλὴ τρυφερότητα καὶ δὲν θέλει μὲ τίποτα νὰ τὴν λυπήση ἢ νὰ τὴν πληγώση. Ἔτσι, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁ τραχὺς χαρακτῆρας του ἐκλεπτύνεται καὶ μετατρέπεται σὲ ἕναν ἰδανικὸ σύζυγο καὶ πατέρα.

Καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς γυναίκας ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀνταπόκριση στὴν ἀγάπη τοῦ συζύγου. Ἀγαπᾶ τὸν ἄντρα της μὲ ἀπόλυτη ἀφοσίωση καὶ πίστη. Βλέπει στὸ πρόσωπό του τὸν προστάτη της, τὸν συνεργάτη, τὸν βοηθό, τὸν σύντροφο, τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ της. Βλέπει τὸν ἄντρα τῆς ὡς θεόσταλτο δῶρο καὶ τὸν τιμᾶ μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Ὁ χαρακτῆρας καὶ τὸ ἦθος της σμιλεύτηκε καὶ διαμορφώθηκε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γαλουχήθηκε μὲ τὰ διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ "ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων". Καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἀμιρὰ ὀφείλεται στὴ ζωογόνο μετάνοιά του καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἔλαβε. Ἔτσι ἡ σχέση τους βασίζεται στὸ Θεό, ποὺ καὶ οἱ δύο ἀγαποῦν. Σ' αὐτὸ τὸ ἀμετακίνητο θεμέλιο κτίστηκε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ γάμου τους.

Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ δοῦμε λίγο τὴ συμπεριφορά τους:

Ὅταν ὁ ἀμιρὰς χρειάστηκε νὰ ἐπιστρέψη στὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ ἐξηγήση στὴ μητέρα του τὸ λόγο ποὺ ἔφυγε στὴ Ρωμανία καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνακοινώση τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ στὴ γυναῖκα του, διστάζει, φοβᾶται μήπως τὴ λυπήση, μήπως κλονιστῇ ἡ ἀγάπη τους. Τῆς λέει:

Λόγον τινὰ ἀπόκρυφον βούλομαί σοι θαρρῆσαι

ἀλλὰ φοβοῦμαι, πάντερπνε, μὴ οὐκ ἔνι εἰς ἀρεστόν σου·

ἰδοὺ καιρὸς ἐφέστηκεν τὸ βέβαιον νὰ μάθω,

ἐὰν ἀγάπην εἰς ἐμὲ ἔχεις καθαρωτάτην."

Ὁ λόγος του τῆς τρυπᾶ τὴν καρδιά. Ἡ ἀμφιβολία του τὴν ἀναστατώνει:

"Ὦ ἄνερ μου γλυκύτατε, αὐθέντα καὶ προστάτα,

πότε λόγον σου ἤκουσα μὴ οὐκ ἔνι εἰς ἀρεστόν μου;

Ποῖα δὲ γὲ περίστασις χωρίσει μὲ σοῦ πόθου;

Πάντως κἂν δέη μὲ θανεῖν, οὐκ ἀπαρνήσομαί σέ

Ὁ χωρισμὸς τοῦ ζεύγους γίνεται μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἔντονης συγκίνησης καὶ πόνου. Κι ὅταν ὁ ἀμιρὰς ἐπιστρέφη ἀπὸ τὸ μακρινὸ ταξίδι του, παίρνει τὸ πιὸ γρήγορο ἄλογο, γιὰ νὰ πάη, ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται κοντά της, δείχνοντας ἔτσι πόσο τοῦ ἔλειψε ἡ ἀγαπημένη της παρουσία καὶ πόσο ἀνυπομονοῦσε νὰ βρεθῇ κοντά της. Κι ὅταν ἔφτασε τῆς λέει:

Πῶς ἔχεις, φῶς μου τὸ γλυκύ, πάντερπνόν μου δαμάλιν;

Πῶς ἔχεις, φίλτατε ψυχή, ἐμὴ παραμυθία;

περιστερά μου πάντερπνε, πανώραιόν μου δένδρον,

μετὰ σοῦ ἀνθήματος, τέκνου τοῦ παμποθήτου;

Ἀλλὰ καὶ ὁ Διγενὴς τὰ περισσότερα κατορθώματά του τὰ κάνει γιὰ νὰ προστατεύση τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Ὅταν ἐκείνη ἔντρομη ἀντιμετώπισε τὸν κίνδυνο ἀπαγωγῆς τῆς ἀπὸ τοὺς ἀπελάτες, ὁ Διγενὴς μὲ αὐτοπεποίθηση τὴν καθησυχάζει λέγοντας:

Παῦσαι, ἔφην, ψυχὴ ἐμή, λογίζεσθαι τοιαῦτα,

οὕς ὁ θεὸς συνέζευξεν ἄνθρωποι οὐ χωρίσουν

Εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνη παρὰ νὰ πάθη κάτι ἡ σύζυγός του. Τῆς φέρεται μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη. Κι ὅταν ἀμαρτάνη ἡ δική της θύμηση τὸν κάνει νὰ συνέλθη καὶ νὰ ντραπῇ, ποὺ τόσο τὴν πρόσβαλε καὶ τὴν μείωσε ἡ πράξη του. Κι ἐνῷ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν τοὺς χωρίση κανείς, ἀνήμπορος μπροστὰ στὸν θάνατο θρηνεῖ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴ γυναῖκα του, ποὺ θὰ θλίβεται μόνη της καὶ ἀπροστάτευτη. Τὶς στιγμὲς τῆς εὐτυχίας τους τὶς χαίρονται μαζὶ καὶ τὶς μοιράζονται μὲ ἀγαπημένους τοὺς φίλους στὸ παλάτι του Εὐφράτη.

Καὶ στὶς δύσκολες στιγμὲς ὁ συζυγικὸς δεσμὸς δὲν καταλύεται. Δοκιμάζεται, τραυματίζεται ἴσως, ἀλλὰ ἀντέχει. Ἔτσι ὅταν ἡ σύζυγος τοῦ Διγενῆ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀπιστία του, πικραίνεται καὶ λυπᾶται βαθιὰ γιὰ τὴν πτώση του. Τοῦ ἐξομολογεῖται ἤπια τὴν πίκρα της καὶ τὸν θέτει πρὸ τῶν εὐθυνῶν του, θυμίζοντάς του τὴ μεγάλη ἁμαρτία ποὺ διέπραξε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὑπομένει εἰρηνικά. Δὲν τοῦ ἐπιτίθεται, δὲν τὸν κακολογεῖ· ἀντίθετα τὸν συγχωρεῖ μεγαλόψυχα καὶ προσεύχεται στὸν Θεὸ γι' αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἀρχοντικὴ στάση της μεγαλώνει στὴν ψυχὴ τοῦ συζυγου της τὴν μετάνοιά του ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση στὸ πρόσωπό της ἀφ' ἑτέρου.

Καὶ τὸ μεγάλο νέφος ποὺ σκίαζε τὴν εὐτυχισμένη συζυγία τους, τὴν ἀτεκνία, τὴν ἀντιμετωπίζουν ἀξιοθαύμαστα. Τοὺς λυποῦσε καὶ τοὺς δύο βαθύτατα ἡ ἔλλειψη παιδιῶν. Γράφει ὁ ποιητής:

Ὑπὲρ τούτου ἐδέοντο τοῦ Θεοῦ καθ' ἑκάστην

καὶ τῆς πρώτης τῶν ἀρετῶν ἐσεμνύνοντο σφόδρα,

τῆς εὐποιΐας λέγω δὴ καὶ τῆς ἐλεημοσύνης·

ὅμως θελήματι Θεοῦ ἥμαρτον τῆς ἐλπίδος,

ἀλλὰ λίαν ὡς σώφρονες τῷ Θεῷ ἠυχαρίστουν,

τοὶς οἰκείοις δὲ σφάλμασιν ἔγραφον τὴν αἰτίαν.

Στρέφονται στὸ Θεό, ἀναθέτουν σὲ Ἐκεῖνον τὸ πρόβλημά τους, ποὺ τὸ κάνουν αἴτημα φλογερό, καθημερινό, ἐπίμονο. Κι ὅταν χάνουν τὴν ἐλπίδα, ὑπομένουν. Δὲν στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χάνουν τὴν πίστη τους. Ὑποτάσσονται στὸ θέλημά Τοῦ καὶ Τὸν εὐχαριστοῦν μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἐκεῖνος γνωρίζει καλύτερα τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Δέχονται μὲ ταπείνωση τὴν πραγματικότητα καὶ μὲ αὐτομεμψία καταλογίζουν στὶς ἁμαρτίες τους τὴν εὐθύνη. Καὶ ἀναπαύονται. Βλέπουν τὸ θέλημα καθαρὰ πνευματικά, μὲ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στάση ὀρθόδοξη, ὑγιής.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)

  • Προβολές: 2533