Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ κιβωτὸς τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Κάποτε τόλμησα νὰ γράψω "ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη –ὅταν θεωρεῖται ὡς ἡ μόνη ἐπιστήμη καὶ ἡ μόνη ἀποδεδειγμένη ὁδὸς πρὸς τὴν ἀλήθεια– μας κατεβάζει, ὡς προσωπικὲς ὑπάρξεις, πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὴν ἀφελῆ καὶ χονδροειδῆ εἰδωλολατρία" (Παρέμβαση τ. 71). Τότε σχολίαζα κάποιες ἀπόψεις του Ἴλια Πριγκοζὶν ποὺ περιλαμβάνονταν σὲ μιὰ συνέντευξή του στὴν Καθημερινή. Ἡ τοποθέτησή μου αὐτὴ ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Μέσκο ὡς βλάσφημη γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες. Διότι κατὰ τὴν ἄποψή του λέγοντας αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι σὰ νὰ θεωρῶ ὅτι "τὸ οἰκοδόμημα τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς ἐπιστήμης, ποὺ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας ἀποδέχεται καὶ ἐπιζητὰ εἶναι ἔργο ἀνθρώπων ψυχικὰ ἀναπήρων" (Ὁ Πλανήτης τῆς θεολογίας, σ. 211). Εἶναι περιττό, βέβαια, νὰ σημειώσω ὅτι ἐκεῖ μιλοῦσα γιὰ θεωρίες ποὺ ὑπέτασσαν τὰ πάντα σὲ μιὰ ἀπαρέγκλιτη νομοτέλεια, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα ὑποκαθιστοῦσε τὴν εἱμαρμένη τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν καὶ αἱρετικῶν καὶ ὄχι γιὰ ἐφαρμογὲς τῶν πορισμάτων τῆς ἐπιστήμης στὴν τεχνολογία, τὴν ὁποία πράγματι ὅλοι κατὰ διαφόρους βαθμοὺς χρησιμοποιοῦμε. Ὁ π. Ἀρσένιος μάλιστα θεώρησε ὅτι ἐπιχείρησα νὰ παραπλανήσω τοὺς ἀναγνῶστες μὲ τὴν λέξη "ἀλήθεια", διότι τῆς ἔδωσα ὡς περιεχόμενο τὸ Θεό –ὁπότε ἡ ἀπόφανσή μου ἦταν ἀληθινή– ἐνῷ οἱ ἐπιστήμονες τῆς δίνουν ἄλλο περιεχόμενο, ἄσχετο μὲ τὸ Θεό· της δίνουν ὡς περιεχόμενο τὸ ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς τους –ἀντικείμενο ὑλικό– τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐπιστημονική τους μέθοδο.
Τὸ ἐρώτημα, βέβαια, εἶναι ποιό εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἔρευνας τῶν θεωρητικῶν φυσικῶν, ποὺ τότε μὲ ἀπασχολοῦσε; Ὁ Σάββας Δημόπουλος, καθηγητὴς φυσικῆς στὶς Η.Π.Α., σὲ μιὰ συνέντευξή του (Καθημερινὴ 9 Νοεμβ. 2003), ὅταν ρωτήθηκε: "Στὸ ἄπειρα μικρὸ ἢ στὸ ἄπειρα μεγάλο θὰ συναντήσουμε τὸν Θεό;", ἀπάντησε: "Ἐὰν μιλᾶτε γιὰ κάποιο Θεὸ ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἐὰν πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἢ ἂν εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος δὲν νομίζω ὅτι ὑπάρχει. Ἐὰν μιλᾶμε ὅτι θὰ ἀνακαλύψουμε τοὺς νόμους τῆς φύσης, τότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μπαίνουμε στὸ "μυαλὸ τοῦ Θεοῦ". Στοὺς ἐπιστήμονες ἐν γένει εἶναι πάρα πολὺ περιορισμένη ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ". Γιὰ νὰ μὴ δώσουμε ὁποιεσδήποτε "καλὲς" ἑρμηνεῖες στοὺς παραπάνω λόγους, σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς συνέντευξής του μᾶς δίνει τὸ ὑπαρξιακὸ καὶ θεολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἔρευνάς του. "Γιὰ μένα", λέει, "[ἡ ἀσχολία μὲ τὴ φυσικὴ] εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη κανείς. Προσπαθοῦμε νὰ καταλάβουμε ἀπὸ τί εἶναι φτιαγμένο τὸ σύμπαν, ἀπὸ ποὺ ἐρχόμαστε καὶ ποὺ πᾶμε, γιατί ὑπάρχουμε". Εἶναι σαφὲς ὅτι ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς του εἶναι ἡ "καθολικὴ ἀλήθεια", στὴν ὁποία περιλαμβάνεται ἀκόμη καὶ ὁ Θεός, ἄσχετα μὲ τὸ ὅτι ἔχει διαφορετικὴ ἀντίληψη γι' Αὐτὸν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἕνα σημαντικὸ πρόβλημα τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὁ ὑποβιβασμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, μέσα στὴ στοχοθεσία τῆς σύγχρονης ἔρευνας· εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ "γνωμικοῦ" του θελήματος· εἶναι, τελικά, ὁ περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐπιλογῆς. Ὅταν θεωροῦμε ὅτι τὰ πάντα ὑποτάσσονται σὲ κάποια φυσικὴ νομοτέλεια, τὴν ὁποία προσπαθοῦμε νὰ περιγράψουμε μὲ λίγες ἐξισώσεις, τότε δὲν μένει χῶρος γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἄρα δὲν ἀφήνουμε τόπο γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρωπίνου πρόσωπου.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, βλέπει τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀνάστροφή τους πλευρά, γι' αὐτὸ στὶς μέρες μας ἀποτελεῖ τὴν κιβωτὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἔστω κι ἂν ὁ π. Ἀρσένιος θεωρεῖ ὅτι "ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπουσιάζει τὸ πρόσωπο ὡς συγκεκριμένος ἄνθρωπος" (ἐνθ. ἄν. σ. 28). Τὸ ἀντίθετο μὲ τὸ λόγο του μας τὸ πιστοποιοῦν περίτρανα πολλὲς ἱστορίες τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπέναντι στὶς ὁποῖες, βέβαια, στέκεται μὲ "ἐπιστημονικὴ" ἐπιφυλακτικότητα. Ἡ ἱστορία, γιὰ παράδειγμα, τοῦ προφήτη Ἠλία εἶναι μιὰ ἀπὸ αὐτές, γιατί μᾶς δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὶς ἀπρόσωπες φυσικὲς δυνάμεις. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴν ἐπιστολή του μᾶς θυμίζει ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν ἄνθρωπος "ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν". Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ δείξη στὸ βασιλέα Ἀχαὰβ τὴ μεγάλη δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐπεμβαίνοντας στὴν ὁμαλὴ ἐξέλιξη τῶν μετεωρολογικῶν φαινομένων. Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι ζήτησε μὲ τὴν προσευχή του ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μὴ βρέξη καὶ δὲν ἔβρεξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες. Τὰ σύννεφα ὑπάκουσαν στὸ λόγο τοῦ στόματός του. Ἦταν κύριος τῶν φυσικῶν φαινομένων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποκάλυψε τὴν ἡγεμονικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν κτίση. Ἔδειξε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθῇ, σὰν κάποιο ἄβουλο στοιχεῖο τῆς δημιουργίας, στὴ νομοτέλεια τῶν φυσικῶν φαινομένων. Ἡ ὕπαρξή του ἔχει νόημα ὑπερκόσμιο, ἡ προοπτική του εἶναι θεολογική.
Τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ προφήτη Ἠλία τὴ βλέπουμε σὲ διαφόρους βαθμοὺς καὶ στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ἡ "πειραματικὴ" ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν παραδειγμάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς κτίσεως, ποὺ φαίνονται ἀδιαπέραστα, ὅταν κυβερνιόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴ λογικὴ τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει "κιβωτὸς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου", γιατί, παρὰ τὴν ἐκκοσμίκευση πολλῶν μελῶν της, συνεχίζει νὰ διδάσκει τὶς προϋποθέσεις καὶ τοὺς τρόπους τῆς "εἰλικρινοῦς" προσευχῆς, ἡ ὁποία σταδιακὰ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ φίλαυτο ἄτομο σὲ γεμᾶτο ἀγάπη πρόσωπο. Δύο ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι ἡ "ἀκενόδοξη μελέτη" τῶν ἱερῶν κειμένων (ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν) καὶ ἡ ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Μιὰ σύντομη ἀναφορὰ σ' αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις μπορεῖ νὰ δείξη καθαρότερα τὴν ἀνάστροφη πλευρά, ἀπ' τὴν ὁποία βλέπει ἡ Ἐκκλησία τὰ πράγματα.
Ὅταν ἀναπνέουμε τὴν προσευχὴ ἀναρριπίζουμε μέσα μας τοὺς "ἄνθρακες τῆς πίστεως". Ὁ ἀναρριπισμός, ὅμως, τῆς πίστεως μὲ τὴν προσευχὴ προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη κάποιας ἔστω θαμπῆς ἀρχικῆς πίστεως. Πιὸ συγκεκριμένα αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν δὲ γνωρίζουμε ἢ δὲ δεχόμαστε ὅ,τι διατυπώθηκε μὲ ἀνθρώπινο λόγο γιὰ τὸ πρόσωπό Τοῦ. Ἡ μαθητεία στὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων διατηρεῖ μέσα μας τὴν δυνατότητα τῆς ἐμπνευσμένης προσευχῆς, ἐνῷ κάθε μελέτη ποὺ δὲν μᾶς συνδέει μὲ τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς μας ὑποβαθμίζει ὡς προσωπικὲς ὑπάρξεις, διότι δὲν μᾶς ἀνοίγει παράθυρο προσωπικοῦ διαλόγου μὲ τὴν "ὑπεράρχιο ἀρχὴ" τοῦ παντός, ἀλλὰ μᾶς κρατᾶ δέσμιους στοὺς νόμους ποὺ ἐπέβαλε ἡ πολυθρύλητη "μεγάλη ἔκρηξη".
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μελέτη πολὺ καρπὸ προσευχῆς μας δίνει ἡ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, στὸ τέλος τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς του, θυμίζει στοὺς παραλῆπτες της, τὴ μακροθυμία καὶ τὴν κακοπάθεια τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι "ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου". Ὁ λόγος τῆς πίστεως συνδέθηκε (καὶ πολλὲς φορὲς συνδέεται) μὲ κακοπάθεια, ἡ ὁποία ἀποκτᾶ πνευματικὴ ἀξία ὅταν ἀντιμετωπίζεται μὲ ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία. Γι' αὐτὸ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος: "Ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας". Μέσα στὸν πόνο, μὲ τὴ μνήμη τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς γίνεται οἰκεῖος. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος ὑπογραμμίζει ὅτι, ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ θλίψεις, τοῦ μιλᾶμε ὡς οἰκεῖοι, ἐνῷ ὅταν προσευχόμαστε μέσα ἀπὸ ἀνέσεις, τοῦ μιλᾶμε σὰν ξένοι.
Τὸ πιὸ σημαντικὸ γνώρισμα τῆς προσωπικῆς ἀρχῆς στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δυνατότητά του νὰ γίνεται "οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ", νὰ Τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἑνώνεται μαζὶ Τοῦ. Ἡ ἀγάπη, ποὺ θερμαίνεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μελέτη, ἑδραιώνει τὴν ὑπομονὴ καὶ κινεῖ τὴν προσευχή. Αὐτές, λοιπόν, ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν καθιστοῦν κύριο ὅλων τῶν ἀπρόσωπων δυνάμεων τῆς κτίσεως. Αὐτὲς τὸν κάνουν, ἐπίσης, ἀπρόσιτο στὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Τὸ πρόσωπο ἔχει περιεχόμενο θεολογικό, γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἐμπειρικὴ προσέγγισή του γίνεται μὲ μέθοδο θεολογική. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο, οἱ Κληρικοὶ τοὐλάχιστον, θὰ ἔπρεπε, ἔστω ἀμυδρά, νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε.
- Προβολές: 2831