Κατά τό 1838, Ἰανουαρίου 17
Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γεωργίου τοῦ νέου
τοῦ ἐκ κώμης Τζούρχλη, ἐπαρχίας Γρεβενῶν τῶν Ἰωαννίνων
(ἀπό τό Νέο Μαρτυρολόγιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου)
- Γεώργιος γῆν τῆς ψυχῆς γεωργήσας
- ξένον στάχυν ἤμησεν ἄφθιτον κλέος.
- Ἔν δεκάθ' ἑβδομάτῃ τε Γεώργιος τέτληκε βρόχον.
- Γεώργιος τήν γῆ τῆς ψυχῆς γεωργήσας
- ξένον στάχυ σύναξε, τήν ἄφθαρτη δόξα.
- Τήν δεκάτη ἑβδόμη ὁ Γεώργιος ἔσπασε τά δεσμά.
Αὐτός ὁ εὐλογημένος νέος ἀθλητής καί Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, τό καύχημα τῶν Ἰωαννίνων καί ποταμός τῶν θαυμάτων, ἡ πτώση τῶν ἀπίστων καί ἡ ἀνάσταση τῶν πιστῶν, ἦταν ἀπό τήν ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου Γρεβενῶν, ἀπό ἕνα χωριό πού ὀνομαζόταν Τζούρχλη. Οἱ γονεῖς του ἦταν πάμπτωχοι, ὀνομάζονταν Κωνσταντῖνος καί Βασίλω καί ἐργάζονταν τήν γεωργική τέχνη.
Ζώντας ἔτσι ὁ Ἅγιος καί ἐνῶ ἦταν ὀκτώ χρονῶν, ἔμεινε ὀρφανός ἀπό γονεῖς, γι' αὐτό ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ ἀδελφοῦ καί τῆς ἀδελφῆς του.
Μετά ἀκολούθησαν πολλές ἀναταραχές καί ἔτρεχαν πολλοί Ἀλβανοί καί ἄλλα στρατεύματα πάνω καί κάτω. Προσκολλήθηκε λοιπόν καί αὐτός ὁ εὐλογημένος ἔμμισθος σέ μερικούς ἀγάδες.
Ἔπειτα, καθώς περνοῦσε λίγο-λίγο ὁ καιρός, προσκολλήθηκε καί μέ τόν Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἕναν ἀπό τούς ἀξιωματικούς τοῦ Ἰμίν πασᾶ, μέ τόν ὁποῖο ἔκανε περίπου ὀκτώ χρόνια ἐργαζόμενος ὡς ἱπποκόμος.
Ἐπειδή ἦταν μαζί του καί προτύτερα, καθώς συνηθίζουν οἱ Ἀγαρηνοί καί γιά πολλούς λόγους, δέν τόν καλοῦσαν μέ τό ὄνομά του, ἀλλά τόν φώναζαν «ἔ, Γκιαούρ Χασάν». Αὐτός ὅμως φρονοῦσε τά τῶν Χριστιανῶν. Οἱ περισσότεροι ὅμως δέν τόν θεωροῦσαν γιά Χριστιανό, ἀλλά γιά Τοῦρκο.
Λοιπόν, τί ἀκολούθησε; Ὁ Ἰμίν πασᾶς ἦρθε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας στά Ἰωάννινα, τό ἔτος 1836, ἔχοντας μαζί του καί τόν Χατζῆ Ἀβδουλᾶ μαζί μέ τόν εὐλογημένο Γεώργιο.
Ὅταν ἦλθε στά Ἰωάννινα ὁ Γεώργιος, μέ τήν παρακίνηση μερικῶν φίλων του, ἀρραβωνιάσθηκε μέ μιά νέα πού λεγόταν Ἑλένη, ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί προστατευόμενη ἀπό μιά θεία της πού λεγόταν Θεαφανῶ, ἔχοντας καί δύο ἀδελφούς, πού λέγονταν Ἀλέξιος καί Κωνσταντῖνος.
Λοιπόν, καί αὐτή ἡ κόρη, ὅσο στά ὑλικά ἦταν πάμπτωχη, τόσο στά ψυχικά ἦταν πλουσιώτατη, φρονιμώτατη καί θεοφοβούμενη, ὅπως πολλοί τό μαρτυροῦν καί ἐγώ ὁ ἴδιος τήν εἶδα πολλές φορές (καθώς εἶμαι περίεργος σέ αὐτά).
Τήν ἡμέρα πού τήν ἀρραβώνιασε ἡ θεία της μέ τόν εὐλογημένο Γεώργιο, τί ἐπακολούθησε; Κάποιος Τοῦρκος Ἰωαννίτης Χότζιας, γνωρίζοντας τόν Ἅγιον καί προτύτερα καί περισσότερο γιά τό ὄνομά του πού τόν φώναζαν Γκιαούρ Χασάν, καί ἐπειδή ἦταν καί ἀπό φυσικοῦ του θρῆσκος, συκοφαντεῖ τόν εὐλογημένο. –Βρέ, τοῦ λέει, ἐσύ εἶσαι Τοῦρκος, καί θέλεις νά πάρεις γυναίκα Χριστιανή; Ὁ δέ Ἅγιος λέει πρός αὐτόν: –Ἐγώ ὡς Χριστιανός πού εἶμαι ζητῶ νά πάρω Χριστιανή γυναίκα. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ τρισκατάρατος τρέχει μόνος του στόν Μεχκεμέ (δικαστήριο) καί συκοφαντεῖ τόν εὐλογημένο, λέγοντας, ὅτι κάποιος Τοῦρκος ζητεῖ νά πάρει ὡς γυναίκα μιά Χριστιανή, ἐνῶ τόν ξέρω γιά Τοῦρκο.
Λοιπόν, παρουσιάζει τόν εὐλογημένο Γεώργιο στό δικαστήριο. Ἐκεῖ ἐρωτᾶται ἀπό τόν κατῆ (μουσουλμάνο δικαστή) καί ἀποκρίνεται μέ θάρρος. Ὁ κατῆς τόν φοβερίζει, λέγοντάς του, –Βρέ, ἐδῶ μαρτυρεῖ ὅτι εἶσαι Τοῦρκος. –Ὄχι, λέει, ὁ Ἅγιος, Χριστιανός ἤμουν καί εἶμαι. Καί λέγοντας αὐτόν τόν λόγο ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἔτυχε ὅμως μαζί καί ἕνας φίλος εἰλικρινής τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ὄντας γυμνασμένος τήν τουρκική γλώσσα, ἔχοντας καί μιά ὑπερφυσική εὐτολμία, ἀντέκρουε ὅλους τούς λόγους τοῦ κατῆ, ἐπειδή ὁ Ἅγιος ἦταν ἀπό φυσικοῦ του ὀλιγόλογος.
Ὁ κατῆς βλέποντας μιά τέτοια ὑπόθεση, ἀποφάσισε καί τόν ἔστειλε πρός τόν βεζύρη.
Ἐρωτᾶ καί ὁ βεζύρης τόν Ἅγιο καί ἀποκρίνεται τά ἴδια, καθώς καί στόν κατῆ. Μάλιστα ἔμαθε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ καί ἔστειλε καί τόν φώναξαν. Καί ρωτᾶ ὁ κατῆς τό ἀφεντικό τοῦ Γεωργίου ἄν ὁ Γεώργιος εἶναι Χριστιανός. Καί ὁ ἀφέντης του ἀπάντησε: –Τόν ξέρω ἀπό τήν ἀρχή ὅτι εἶναι Χριστιανός. Καί ἔτσι ἐλευθερώνεται ἀπό τήν συκοφαντία καί μέ προσταγή τοῦ ἡγεμόνα γράφεται στόν κώδικα τοῦ κατῆ, ὅτι εἶναι Χριστιανός.
Τήν ἴδια ἑβδομάδα, λοιπόν, τήν Κυριακή πού ἦρθε, ξημερώνοντας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στεφανώθηκε ὁ Γεώργιος μέ τήν προαναφερόμενη Ἑλένη.
Καί σέ αὐτό τό διάστημα ἔφυγε ὁ Ἰμίν πασᾶς καί τό ἀφεντικό του μαζί καί ὁ Ἅγιος, καί πῆγαν στήν Προῦσσα. Ἔπειτα τόν ἄφησε καί ἦρθε στά Ἰωάννινα. Τό φθινόπωρο κάθησαν μερικές ἡμέρες καί ἔπειτα προσκολλήθηκε ἱπποκόμος στόν Μουτεσελήμη Φιλιάδων, σταλμένος ἀπό τόν νέο ἡγεμόνα Μουσταφᾶ πασᾶ. Κάνοντας λοιπόν τρεῖς μῆνες στίς Φιλιάδες, ἦρθε στά Ἰωάννινα μαζί μέ τόν Μουτεσελήμη τό ἀφεντικό του, στά τέλη τοῦ μήνα Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη.
Καί ξημερώνοντας ἡ Πέμπτη, ἡ σύζυγός του πού ἦταν ἔγκυος γέννησε γυιό.
Κατά τίς ἑπτά τοῦ μήνα Ἰανουαρίου βάπτισε τόν γυιό του, καί χάρηκε ὁ εὐλογημένος Γεώργιος, ὅτι ἀξιώθηκε νά γίνει πατέρας.
Φαίνεται ὅτι κατά τίς ἡμέρες ἐκεῖνες τοῦ ἔπλεκε ὁ Οὐράνιος Πατέρας τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξας τοῦ μαρτυρίου. Γιατί ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἡμέρες, τήν Τρίτη τό πρωΐ παραδόθηκε σέ ἕναν ὕπνο τόσο βαθύ, ὥστε δέν ξύπνησε ὅλη τήν ἡμέρα, καί πολλές φορές τόν κουνοῦσαν, ἀλλά δέν καταλάβαινε τίποτε. Τέλος, πρός τό δεῖπνο σηκώθηκε καί ἄρχισε νά τρώει. Καθώς λοιπόν κατά συνήθεια ὅταν τρῶμε λέμε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ», αὐτός ὅμως εἶπε: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Τόν ἐρωτᾶ, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς συγγενεῖς του. –Γιατί εἶπες ἔτσι; Αὐτός τοῦ λέει: –Ὦ, καημένε, δέν λέγετε, πάλι καλά πού ξέρω καί τόσο!
Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Τετάρτη ζητεῖ τά ροῦχα του τά καλά. Τά ἔδωσαν καί ντύθηκε, καί φορώντας τα κίνησε νά φύγει μέ τήν πρόφαση νά βρεῖ καμμιά τύχη. Πηγαίνοντας, λοιπόν, ἕως τήν πόρτα, ξαναγυρίσε καί θωρεῖ μέ ἔκσταση μεγάλη τόν γυιό του καί τήν σύζυγό του καί ἄλλους. Αὐτοί βλέποντες ἕνα τέτοιο πράγμα, ἀποροῦν, λοιπόν, καί λένε: –Τί μᾶς θωρεῖς ἔτσι; Καί αὐτός τού λέγει: –Τί σᾶς πειράζει; Καί αὐτό τό ἔκανε δύο φορές. Ἔπειτα κίνησε καί πῆγε κατ' εὐθείαν πρός τήν ἀγορά.
Καί περνῶντας ἀπό τήν ἀγορά τοῦ πλατάνου, παρακάτω νά ἐκεῖνος ὁ τρισκατάρατος χότζιας, ὁ ὁποῖος ἔτυχε νά εἶναι μέ τόν κατῆ καί μέ τόν μπουλούκμπαση (ἀρχηγό στρατιωτικοῦ τμήματος) αὐτήν τήν ἐποχή, καί ἀμέσως τόν πιάνει, καθώς τό εἶχε κάνει καί πρίν ἀπό τόσο καιρό, καί τοῦ λέγει: –Ἕως πότε θά γελᾶς μέ τήν πίστη; ἤ Τοῦρκος; ἤ Χριστιανός; Αὐτός ὅμως δειλίασε ὡς ἄνθρωπος, καί κατά κάποιον τρόπο τόν παρακαλοῦσε νά τόν ἀφήσει. Καί κατά τύχη ἔτυχε νά περνᾶ καί ὁ ἀδελφός τῆς γυναίκας του Ἀλέξιος, ὁ ὁποῖος ἀγωνιζόταν νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ προδότη.
Ἐν τῷ μεταξύ βλέποντες τόν θόρυβο ἦρθαν καί ἄλλοι πολλοί Ἀγαρηνοί. Συνέτρεξαν ὅμως καί πλῆθος Χριστιανῶν πού ἔβλεπαν τό γεγονός. Καί μάλιστα δύο ἀπό τούς προεστῶτες τῆς κωμοπόλεως Κονίτσης, Γεώργιος Διαμάντης καί Ἀδάμος ἐκ Σπάδων, ἄνθρωποι καλώτατοι, ἀπό τούς ὁποίους καί πληρορήθηκα ἐγώ τά συμβάντα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.
Ἀπέναντι, λοπόν, αὐτῆς τῆς συζήτησης πού ἔγινε, ἔτυχε νά εἶναι ἡ κατοικία τοῦ Νταούτ πασᾶ τῶν τακτικῶν. Αὐτός βλέποντας τήν σύγχυση αὐτή, ἀπέστειλε ἀνθρώπους του καί τούς ἔφεραν ἐνώπιόν του. Ὁ πασᾶς τούς ρωτᾶ, καί ἀκούει ἀπό τούς συκοφαντοῦντες νά λένε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν Τοῦρκος καί τόν ξέρουμε ὅλοι μας, τώρα ὅμως γύρισε καί ἔγινε Χριστιανός, ἐπειδή βαστᾶ στό φέσι τό σημάδι, τό ὁποῖο βαστοῦν οἱ Χριστιανοί.
Τότε ἐρωτᾶται ὁ Ἅγιος καί ἀπαντᾶ μέ θάρρος λέγοντας:
–Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός πεθαίνω.
Ὁ δέ ἀρχιστράτηγος τοῦ τακτικοῦ σκεπτόταν ὅλα αὐτά. Ὁ Καπῆ Μπουλούκπασης πού ἦταν παρών, καθώς προεῖπα, δένει ἀπό τά χέρια του τόν Ἅγιον, μαζί μέ ἕναν ἄνθρωπό του καί παίρνοντάς τον τόν ὁδηγεῖ στό Μεκχεμέν. Ὁ δέ κατῆς γνωρίζοντάς τον ἀπό τήν πρώτη συκοφαντία, τοῦ ἀποκρίνεται τουρκικά: –Χριστιανός εἶσαι ἐσύ; Καί ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: –Ναί. Τοῦ λέγει πάλι ὁ κατῆς: –Ἕναν καιρόν ἤσουν Χριστιανός, μά τώρα εἶσαι Τοῦρκος. –Ὄχι, ὄχι, λέγει ὁ Ἅγιος. Χριστιανός εἶμαι, καθώς καί σύ ὁ ἴδιος τό μαρτυρεῖς καί μέ ἔχεις ἀπό πέρυσι ἀπερασμένον στό καϊδί (κατάλογο) σου. Τοῦ λέγει ὁ κατῆς: –Τότε ἦταν ἕνας μάρτυρας, μά τώρα μαρτυροῦν πολλοί, ὅτι εἶσαι Τοῦρκος, καί κατά τήν μαρτυρία αὐτῶν, πρέπει δύο πράγματα νά κάνεις, ἤ νά τουρκίσεις, ἤ νά πεθάνεις. Ὁ δέ Ἅγιος τοῦ εἶπε: –Ὅ,τι θέλεις κάμε.
Σέ αὐτή τήν περίσταση ἔτυχε νά εἶναι παρών ἕνας κακόγηρος ἀρνησίχριστος ἑβδομήντα ἐτῶν στήν ἡλικία, ὁ ὁποῖος σέ μιά τέτοια κατάσταση εἶχε τουρκίσει, ἀπό ἐλαφρότητα τῆς γνώμης του. Αὐτός ὁ μιαρός τυγχαίνοντας ἐκεῖ καί βλέποντας τόν Ἅγιο, ἄρχισε νά τοῦ λέει: –Βρέ, ἐγώ εἶχα ἑβδομήντα χρόνια σέ αὐτή τήν πίστη καί τήν ἄφησα καί ἔγινα μουσουλμάνος. Ὁ δέ Ἅγιος βλέποντας αὐτόν τόν νέο ἑωσφόρο καί μή φοβηθείς καθόλου, ἄν καί ἦταν ὡς πρόβατο μέσα στούς λύκους, ἀφοῦ γέμισε μέ θεῖο ζῆλο καί δυναμώθηκε, μέ κάποιον τρόπο ἀπό τήν ἄνωθεν βοήθεια, λέει πρός τόν κακόγηρο: –Ὦ, μιαρέ, ἀφήνω τούς ἀναίσχυντους καί λέω ἐσένα. Ὅσο γιά τήν πίστη μου γνωρίζω ὅτι εἶναι ἡ λαμπρότερη τοῦ ἡλίου. Τοῦτο σοῦ λέω μόνον, τρισάθλιε: μέ ποιά συνείδηση χωρίσθηκες ἀπό τήν οἰκογένειά σου, πού ἐσύ ἔχεις τρεῖς γυιούς καί ὁ μεγαλύτερος εἶναι παπάς; Λοιπόν, δέν σέ πόνεσε ἡ ψυχή νά τούς ἀποχωρισθεῖς, βρωμισμένε κακόγηρε;
Ὦ, γενναιότητα ἀθλητική! Ὦ, ἀνδρεία μαρτυρική! Ὦ σπουδή καί προθυμία, ἄξια οὐρανίων ἐπαίνων!
Κατά περίσταση ἔτυχε νά εἶναι γραμματέας τοῦ κατῆ κάποιος Γεώργιος, ἀνηψιός τοῦ Οἰκονόμου ἀπό τά Δολιανά, ὁ ὁποῖος μᾶς τά διηγήθηκε.
Μετά ἀπό αὐτά, ἐξέτασαν ἄν ἦταν σουνιτευμένος (περιτμημένος) καί δέν εἶδαν τίποτε.
Ὁδηγεῖται, λοιπόν, τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν κατῆ στόν ἀνθύπατο. Ρωτᾶται καί ἐκεῖ, καί αὐτός ἀποκρίνεται τά ἴδια. Τέλος, μέ προσταγή φυλακίζεται. Καί ἐκεῖ κατά περίσταση βρῆκε καί ἄλλους πολλούς Χριστιανούς καί μάλιστα δύο Βουρμπιανίτες, Χαράλαμπο καί Γεώργιο, οἱ ὁποῖοι βλέποντάς τον τόν ρώτησαν, γιά ποιά αἰτία φυλακίσθηκε. Καί ὁ Ἅγιος τούς διηγήθηκε τήν ἱστορία. Αὐτοί ὅμως βλέποντάς τον ὀλιγόλογο ἀπό φυσικοῦ του, καί ὅτι τό πρᾶγμα ἦταν γιά τήν θρησκεία, ἄρχισαν νά τόν ἐνθουσιάζουν γιά τό μαρτύριο, μέ λόγους παραινετικούς. Ξημερώνοντας δέ ἡ Πέμπτη, σύρουν πάλι τόν Ἅγιο στόν κατῆ, ὁ ὁποῖος τόν παρακινεῖ μέ τούς παρακαθημένους του στό νά τουρκίσει. Αὐτός ὅμως ἕνα λόγο ἔλεγε: –Χριστιανός εἶμαι, Χριστιανός πεθαίνω.
Ὁδηγεῖται λοιπόν στό δεσμωτήριο, καί βάζουν τά πόδια του στό τιμωρητικό ξύλο καί μία πλάκα πάνω του περίπου πενήντα ὀκάδων (64 κιλῶν). Αὐτός ὅμως κοιμήθηκε τόσο ἐλαφρά καί γλυκά, ὥστε δέν αἰσθάνθηκε τίποτε, ἀλλά σάν νά ἦταν σκεπασμένος μέ παπλώματα. Καί ὅταν ξύπνησε τόν ρώτησαν οἱ ἄλλοι: –Ἀδελφέ, πῶς πέρασες τήν νύκτα; Ἐμεῖς φοβηθήκαμε μή πεθάνεις ἀπό τό βάρος τῆς πέτρας. Ὁ δέ Ἅγιος τούς εἶπε: –Ἐγώ δέν αἰσθάνθηκα κάποιον πόνο. Ἀλλά νά σᾶς διηγηθῶ μιά ὀπτασία πού εἶδα. Ἕνας νέος ἀσπροφορεμένος ἦρθε καί μοῦ εἶπε στά τούρκικα. "Μή φοβᾶσαι Γεώργιε, μπέν σελιαμέτ σενί βερίρουμ (θά σοῦ χαρίσω εἰρήνη-σωτηρία)".
Ξημερώνοντας, λοιπόν, τό Σάββατο, ὁδηγεῖται πάλι γιά τρίτη φορά στόν κατῆ, γιά νά κηρύξει καί τρίτη φορά τήν Ἁγία Τριάδα. Καί ὁ κατῆς τοῦ λέει:–Ἔ, τί λέγεις; Ἦρθε ἡ ὥρα νά χαλασθεῖς, θά σέ κάνω ἰλιάμι (θά βγάλω ἀπόφαση ἐναντίον σου). Ὁ Ἅγιος δέν φοβήθηκε καθόλου, ἀλλά μέ θάρρος εἶπε πρός αὐτόν: –Ὅ,τι θέλεις κάνε, δέν σέ φοβοῦμαι καθόλου, ὄχι ἕνα ἰλιάμι, ἀλλά ἑκατό.
Βλέποντας μία τέτοια γενναιότητα ὁ κατῆς, σκέφθηκε νά τόν ἀφήσει, ἀλλά ὅμως τό τρισκατάρατο, βαρβαρικότατο καί δεισιδαιμονέστατο γένος τῶν Τούρκων τῶν Ἰωαννίνων φώναζαν "νά πεθάνει ὁ ὑβριστής τοῦ Μωαμεθανισμοῦ". Καί μᾶλλον πρός τοῦτο συνήργησε ἡ μιαιφόνος, μισάνθρωπος καί μιαροτάτη ψυχή τοῦ Σιέχ Ἀλῆ (ἐβληᾶ-ἅγιο τόν εἶχαν ὅλοι οἱ Ὀθωμανοί) γιά νά θανατωθεῖ. Ὁ ὁποῖος μαζί μέ τούς περί αὐτόν παρουσιάσθηκε δύο φορές πρός τόν βεζύρη καί τόν παρακινοῦσε σέ φόνο κατά τοῦ Ἁγίου. Καί ὁ βεζύρης, γιά τό θρησκευτικό σέβας, συμφώνησε. Ἔτσι λοιπόν τούς ἔδωσε τό ἰλιάμι καί παίρνοντάς τον τόν ὁδηγοῦν στήν φυλακή. Λένε μερικοί ὅτι αὐτήν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ἐξέδωσε τήν ἀπόφαση, ἔγινε μιά ὑπερβολική ἀστραπή καί ἕνας κρότος τρομερός καί ἀναβρασμός τῆς λίμνης, ὥστε τρόμαξαν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό ὁ καθένας ἄς τό σκεφθεῖ ὅπως θέλει.
Γιά τόν Γεώργιο ὑπερμάχησαν ὄχι λίγο οἱ Πανιερώτατοι, ὁ ἅγιος Ἰωαννίνων Ἰωακείμ ὁ Χῖος, ὁ ἅγιος Ἄρτης Νεόφυτος καί ὁ ἅγιος Γρεβενῶν, μέ τούς προύχοντας τῆς πόλεως καί μέ συγγενεῖς του, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάνουν κάτι. Καί τέλος παρουσιάσθηκαν οἱ δύο Μητροπολίτες, ὁ Γρεβενῶν καί ὁ Ἄρτης στόν βεζύρη, γιά νά τόν ἐλευθερώσουν. Καί αὐτός τούς ἀποκρίθηκε: –Αὐτό εἶναι θέμα τοῦ κατῆ καί δέν μπορῶ ἐγώ νά ἀναιρέσω τήν ἀπόφασή του.
Δέν σταμάτησαν ὅμως νά στέλλουν ἀνθρώπους στήν φυλακή καί νά παρακινοῦν τόν Γεώργιο πρός τό μαρτύριο. Καί περισσότερο οἱ προαναφερόμενοι Χαράλαμπος καί Γεώργιος δέν σταματοῦσαν ἀπό τό νά τόν νουθετοῦν. Αὐτός ὅμως τούς ἔλεγε: –Μή φοβᾶστε, ἐγώ θά μαρτυρήσω γιά τόν Χριστό μου μέ τελεία προθυμία. Ἦταν ὅμως ὁ εὐλογημένος τόσο ἥσυχος –καθώς αὐτός μᾶς ἔλεγε καί μάλιστα ἡ γυναίκα του– ὅπως κανείς ἄλλος, γιατί ὅσες ἡμέρες κάθησε στήν φυλακή, πήγαιναν ἐν τῷ μεταξύ ἐκεῖνοι οἱ τρισκατάρατοι καί τόν παρακινοῦσαν λέγοντάς του νά τουρκίσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἄλλο δέν τούς ἔλεγε, μόνο τό "Χριστιανός εἶμαι". Οἱ ἄλλοι ὅμως πού ἦταν στήν φυλακή τόν παρακινοῦσαν νά τούς ἐπιπλήττει, καί αὐτός τούς ἔλεγε: –Τώρα θά σκοτίζω τό κεφάλι μου νά φωνάζω; Ἐγώ τούς εἶπα, Χριστιανός εἶμαι. Καί περισσότερο ὁ ἐπάρατος δεσμοφύλακας δέν σταματοῦσε νά τόν ἐνοχλεῖ πάντοτε, λέγοντάς του: –Βρέ, Γεώργιε, τούρκισε τώρα, γιά νά γλυτώσεις τόν θάνατο καί ἔπειτα πήγαινε στήν Ἑλλάδα ἤ ἀλλοῦ καί γίνεσαι πάλι Χριστιανός. Ὁ δέ Ἅγιος σκεπτόμενος τά ψυχοφθόρα του λόγια τοῦ ἔλεγε μέ τήν φυσική του ἁπλότητα: –Ἐγώ Χριστιανός πεθαίνω, τί μέ νοιάζει γιά τά ὑπόλοιπα;
Ξημερώνοντας ἡ Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, περίπου στίς 3 ἡ ὥρα τῆς ἡμέρας, νά καί ἔρχονται πέντε δήμιοι, ἀπό τούς προαναφερθέντες. Ἐπειδή δέ καί ἐκεῖνοι ἦταν φυλακισμένοι γιά κεφαλική ποινή, φοβήθηκαν, καί ἄρχισαν νά προσεύχονται, ὅπως μποροῦσαν. Ὁ δέ Ἅγιος καθόταν στήν φωτιά, ἔχοντας τό χέρι του στό μάγουλό του. Κατά περίσταση ὅμως δέν ἔτυχε νά εἶναι ἐκεῖ ὁ δεσμοφύλακας. Ὁ Χαράλαμπος βλέπει ἕναν νέο πού λεγόταν Τασούλας, καί τοῦ κάνει νόημα: –Γιατί ἦρθαν οἱ δήμιοι; Αὐτός τοῦ λέγει: –Γιά τόν Γεώργιο. Τότε αὐτοί μυστικά τοῦ λένε: –Μή φοβηθεῖς, ἀλλά ἀνδρίζου. Λίγος εἶναι ὁ πόνος καί ἔπειτα χαίρεσαι στόν αἰῶνα τόν ἅπαντα.
Ἀκούγοντας δέ ὁ Ἅγιος τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου, χάρηκε ὑπερβολικά, δοξάζοντας τόν Θεό, πού τόν ἀξίωσε νά πεθάνει γιά τό ὄνομά του τό Ἅγιο.
Καί πάλι τοῦ λένε οἱ προαναφερθέντες: –Αὐτοί θά μεταχειριστοῦν κάθε τρόπο νά σοῦ πάρουν λόγο, πρόσεχε καλά μή γελαστεῖς. Καί λέγοντας αὐτά, ἄνοιξε τήν πόρτα ὁ δεσμοφύλακας, καί λέγει τοῦ Ἁγίου: –Σήκω. Καί σηκώθηκε χαρούμενος. Ἄρχισε νά τόν δένει κατά τήν συνήθεια τῶν καταδίκων. Ὁ δέ Ἅγιος ἔβαζε τίς κορδέλες του καί κατά περίσταση δέν ἔμπαινε τό δεξί χέρι, γι' αὐτό ὁ Ἅγιος παρακάλεσε νά τοῦ λύσει λίγο τό χέρι, καί ἔτσι τό φόρεσε, λέγοντας, "ἄϊντε καί σύ". Καί δίνοντας τόν τελευταῖο ἀσπασμό, τόν κίνησαν γιά τήν σφαγή. Ἔτρεχε ὅμως μέ τόση προθυμία, ὅπως ἡ ἐλαφίνα πού διψᾶ πρός τίς πηγές τῶν ὑδάτων, κατά τόν θεϊκό Δαβίδ. Τοῦ λένε οἱ δήμιοι: –Θά σέ κρεμάσουμε. Ὁ δέ, ἐξουθενώνοντας αὐτούς καί μυκτηρίζοντάς τους ἀπάντησε μέ γενναιότητα: –Ὅ,τι θέλετε κάνετε, μπουγιουρούν (εὐπρόσδεκτο), μιά ὥρα πρωτύτερα.
Μεγάλο θαῦμα ἦταν γιά ὅσους ἔβλεπαν τόν Ἅγιο. Γιατί ἔτρεψε μέ τόση προθυμία στούς δήμιους καί ἀγαλλίαση, ὥστε φαινόταν ὅτι πετᾶ στόν ἀέρα καί τό πρόσωπό του φαινόταν φωτεινό καί χαριέστατο, ὅλο ἐξαστράπτον, ἀπό τήν χαρά τῆς ψυχῆς του. Καί φέρνοντάς τον στόν τόπο πού λεγόταν Κουραμανιό, ἐκεῖ πάλι τόν ρωτᾶνε: –Τί εἶσαι ἐσύ; –Χριστιανός, εἶπε ὁ Ἅγιος, προσκυνῶ τόν Χριστόν μου καί τήν Δέσποινά μου Θεοτόκο. Καί λέγοντας αὐτά παρακάλεσε τούς δήμιους νά τοῦ λύσουν τά χέρια, καί λύοντάς τα, ἔκανε τόν σταυρό του καί φώναξε πρός τούς Χριστιανούς: –Συγχωρήσατέ με, ἀδελφοί, καί ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει. Καί λέγοντας αὐτά τοῦ ἔβαλαν τό σχοινί καί τραβῶντας τον, παρέδωσε τό πνεῦμα.
Καί ἔτσι τελείωσε ὁ γενναιότατος, ὄντας στήν ἡλικία τριάντα ἐτῶν.
Λοιπόν, κατά τήν συνήθεια τῶν Ἀγαρηνῶν, ἐστάθη τρεῖς ἡμέρες τό Ἅγιόν του λείψανο στήν κρεμάλα, καί κάθε βράδυ ἔβλεπαν οἱ φύλακες φῶς οὐράνιο καί ἔλεγαν, κατά τήν γλώσσα τους: –Μπάκ, μπάκ, μπού σαϊτάν λαρί (κοίτα, κοίτα, αὐτόν τόν μικρό σατανᾶ).
Γι' αὐτό τήν ἄλλη ἡμέρα αὐτοί ὁ ἴδιοι τό διηγήθηκαν καί τοῦ ἀνθυπάτου. Περνῶντας, λοιπόν, οἱ τρεῖς ἡμέρες, μέ τήν παράκληση τῶν ἱπποκόμων καί ἄλλων πρός τόν βεζύρη, δόθηκε ἄδεια καί πῆραν τό ἅγιόν του λείψανο, ἕνας εὐταξίας καί μερικοί Χριστιανοί καί τό προσέφεραν στήν Μητρόπολη, στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, στήν ὁποία ἦταν συνηγμένοι ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς, καί τό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἰωαννίνων, καί μέ ὅλη τήν χριστιανική παράταξη, μέ δάκρυα ἀφ' ἑνός καί μέ χαρά ἀφ' ἑτέρου, γιά τήν δόξα τῆς ἀμωμήτου πίστεως, καί γιά τήν καταισχύνη τῶν Ἀγαρηνῶν πού δέν ἀπόλαυσαν τήν κακοδοξία τους. Μέ ψαλμωδίες λαμπρές καί ζῆλο πίστεως ἐνταφίασαν τό ἅγιο αὐτοῦ λείψανο κατά τό ἀριστερό μέρος τῆς Ἐκκλησίας, κοντά στήν πύλη τοῦ Ἁγίου Βήματος, χριστιανικῶς και μεγαλοπρεπῶς.
Ὅσοι δέ ἀπό τούς Χριστιανούς πῆραν κομμάτι ἀπό τό σχοινί καί κάποιο πανάκι ἀπό τά ροῦχα του, εἶδαν μεγάλες ἰατρεῖες, καί ὅσοι παρόμοια ἔσπευσαν στόν τάφο τοῦ Ἁγίου. Δόθηκε φωνή σέ ἄλαλους, σέ χωλούς τό περπάτημα, καί ἐκείνης τῆς γυναίκας μέ τό παράλυτο χέρι ἡ τελεία ὑγιής ἀποκατάσταση. Καί πολλῶν ἄλλων ἡ προσέγγιση ἔδωσε τήν ἰατρεία. Σέ πολλούς φάνηκε σέ ὄνειρο, ὅπως καί στήν σύζυγό του, ἡ ὁποία ἐνοχλεῖτο, καί τῆς εἶπε: –Μή φοβᾶσαι, ἐγώ σέ σκεπάζω πάντοτε. Καί σχεδόν διαδόθηκε ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του παντοῦ. Ἔτρεξαν πλήθη ἄπειρα ἀσθενῶν καί τρέχουν, οἱ ὁποῖοι κατά τήν πίστη τους λαμβάνουν τήν ὑγεία τους.
Κάποιος ἱερομόναχος πού ἀγαπᾶ τούς μάρτυρες, ὅταν ἄκουσε γιά τόν Ἅγιο, μέ ζῆλο θεῖο κινούμενος ἔστειλε στά Ἰωάννινα καί τοῦ ζωγράφησαν τήν εἰκόνα του μέ ὅλα τά παράσημα. Καί χάρη εὐλαβείας λαμβάνουν αὐτήν πολλοί ἀπό τούς ἀσθενεῖς γιά τήν ἴαση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Αὐτός δέ ὁ φιλομάρτυρας τήν φυλάσσει ὡς μεγάλο θησαυρό καί καύχημα.
Ἄς δοξάσουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, τόν Θεό πού μᾶς ἀξίωσε νά δοῦμε μέ τά ἴδια μας τά μάτια τήν γενναιότητα τῶν ἀπό αἰώνων Ἁγίων Μαρτύρων νά σώζεται ὡς τίς ἡμέρες μας. Ἄς δοξάσουμε τόν Θεό, λέω, γιατί ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ἔγινε ἀνάσταση τῶν πιστῶν καί πτώση τῶν ἀπίστων, καί τῶν ἰοβόλων γλωσσαλγούντων κατά τῆς ἁγίας Ὀρθόδοξου μας πίστεως μεγάλη καταισχύνη. Μέ τοῦ ὁποίου μάρτυρος τίς πολλές πρεσβεῖες καί ὅλων τῶν ἁγίων ἄς ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς ἀθανάτου μακαριότητας. Ἀμήν.
* * *
Ἐπιστολή τῆς χήρας τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις, πρός τόν Χρύσανθο Λαϊνᾶ, ὑμνωδό καί συντάκτη τῆς πρώτης ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου.
Πρός τόν Ἅγιον Χρήσανθον – Εἰς Κώννιτσα
Ἐν Ἰωαννίνοις τῇ 27 9μβρίου 1886
Εἰς Κώννιτσα
Ἅγιε Χρήσανθε τήν δεξιάν σας ἀσπάζομαι.
Πρῶτον ἐρωτῶ διά τό ἔσιον τῆς περπονθείτου ὑγίας σας ὡς καί ἡμεῖς θεία χάριτε ὑγειένομεν.
Σήμερον ἐλάβαμεν μίαν ἰκόνα μέ τόν ἀγωγιάτην·
Σᾶς εὐχαριστοῦμαι καί νά ἔχομεν τήν εὐχήν σου· λάβε ἕν πρόσφουρων καί μίαν λαμπάδα μέ ἴδιον.
Ἑλένη Νεομάρτυρος