Κατά τό 1773 ἔτος, Ὀκτωβρίου 21
Ἐμαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀπό τό Γεράκι
(ἀπό τό Νέο Μαρτυρολόγιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου)
- Νόμους φυλάττων νηστίμου καιροῦ πόθῳ,
- ζωήν ἔθυσας, ὦ Ἰωάννη μάκαρ.
- Νόμους φυλάττοντας νηστείας καιροῦ μέ πόθο
- ζωή θυσίασες, ὦ Ἰωάννη μακάριε.
Αὐτός ὁ νεοφανής μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπό τήν περιφανῆ Πελοπόννησο, δηλαδή ἀπό τόν Μοριά, ἀπό τά μέρη τῆς Μονεμβασίας, ἀπό ἕνα χωριό πού λέγεται Γεράκι. Ἦταν νέος στήν ἡλικία, ἕως δέκα πέντε χρονῶν, γυιός Ἱερέως, ἔχοντας παιδευθεῖ στά ἱερά γράμματα.
Στόν καιρό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Μοριά πού συνέβη τό ἔτος 1770, ἦλθαν Ἀγαρηνοί πολλοί καί αἰχμαλώτισαν τούς ἐκεῖ Χριστιανούς. Σκλάβωσαν καί τό χωριό τοῦ μάρτυρος, καί τόν μέν πατέρα του τόν ἔσφαξαν μέ τό σπαθί, αὐτόν δέ καί τήν μητέρα του τούς σκλάβωσαν καί τούς πῆραν μαζί τους καί πῆγαν στήν Λάρισα. Καί ἐκεῖ πουλήθηκαν δυό-τρεῖς φορές ὁ καθένας ξεχωριστά. Ὕστερα δέ πουλήθηκαν καί οἱ δύο μαζί σέ ἕναν Ἀγαρηνό Θεσσαλονικέα.
Αὐτός, ἐπειδή δέν εἶχε παιδί, ἤθελε πολύ τόσον αὐτός ὅσο καί ἡ γυναίκα του νά κάνουν τόν εὐλογημένο Ἰωάννη ψυχοπαίδι τους. Γι' αὐτό καθημερινά δέν ἔπαυε νά τόν ἐνοχλεῖ, προσπαθώντας νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν καί νά τόν στρέψει στήν δική τους θρησκεία, ἄλλοτε μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις γιά τιμές καί ἀξιώματα, ἄλλοτε μέ φοβέρες γιά τιμωρίες καί βάσανα. Ἀλλά ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ στεκόταν στερεός καί ἀκλόνητος στήν εὐσέβεια, καί ὅλα αὐτά τά θεωροῦσε τιποτένια.
Καί μιά ἡμέρα, ἀφοῦ εἶχε κουρασθεῖ πολύ ἀπό τό νά παρακινεῖ τόν Μάρτυρα γιά νά ἀρνηθεῖ τήν εὐσέβεια καί δέν τά κατάφερνε, μέ ὅλα αὐτά θύμωσε καί βάζοντάς τον μπροστά μέ τό σπαθί τόν πῆγε ὡς τήν αὐλή τοῦ τζαμιοῦ. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν πολλοί Ἀγαρηνοί, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τόν Μάρτυρα νά τουρκίσει, κτυπώντας τον μέ τά σπαθιά, κτυπώντας τον μέ τά πόδια, βάζοντας τό πιστόλι στό στῆθος του καί κάνοντας ἄλλα πολλά. Ἀλλά μάταια κοπίαζαν, ἐπειδή ὁ γενναῖος Ἰωάννης, χωρίς νά δειλιάσει, ἔλεγε: «Δέν γίνομαι Τοῦρκος, ἐγώ Χριστανός εἶμαι καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω».
Ἀφήνω νά διηγηθῶ τίς μαγεῖες καί τά σατανικά γητεύματα πού ἔκανε ἡ γυναία τοῦ ἀφεντικοῦ του μέ ἄλλες κακές γριές Ἀγαρηνές, γιά νά τόν κάνουν νά χάσει τά λογικά του τόν εὐλογημένο Ἰωάννη, ἤ καί νά τόν ἑλκύσουν στήν ἐπιθυμία γιά γυναίκα καί ἔτσι νά τόν τουρκίσουν. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ τόν φύλασσε ἀπό ὅλα αὐτά.
Ἔφθασε δέ καί ἡ νηστεία τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τοῦ λεγομένου δεκαπενταύγουστου, καί ἐπειδή ὁ ἀοίδιμος Ἰωάννης δέν θέλησε μέ κανένα τρόπο νά ἀρτυθεῖ καί νά χαλάσει τήν ἁγία νηστεία, κλείστηκε ἀπό τό ἀφεντικό του κάτω σέ ἕνα κατώγειο, ὅπου ἦταν τόπος γιά τά ζῶα. Καί ἐκεῖ, σέ ὅλο τό διάστημα τῶν δέκα πέντε ἡμερῶν, ἄλλοτε τόν κρεμοῦσε καί τόν κάπνιζε μέ ἄχυρα, ἄλλοτε τόν κτυποῦσε μέ τό σπαθί σέ ὅλο τό κορμί, πιέζοντάς τον μέ βία νά φάει ἀπό τά ἀρτύσιμα φαγητά τους, τόσο τήν ἡμέρα ὅσο καί τήν νύκτα.
Ἀλλά ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, μιμούμενος τούς Τρεῖς Παῖδες, πού δέν θέλησαν νά χαλάσουν τήν νηστεία τους τρώγοντας τά φαγητά τοῦ βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, καί τούς Μακκαβαίους Παῖδες, πού δέν θέλησαν νά φᾶνε χοιρινά κρέατα, γιατί τό ἀπαγόρευε ὁ θεῖος νόμος, αὐτούς μιμούμενος ἐπαναλαμβάνω, δέν θέλησε ὁ μακάριος τηρώντας τήν τελειότητα οὔτε κἄν νά γευθεῖ ἀπό τά ἀρτυμένα φαγητά, ἀλλά ἐπικαλούμενος τό ὄνομα καί τήν βοήθεια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γιά τήν τιμή τῆς ὁποίας γίνεται αὐτή ἡ νηστεία, προτίμησε καλύτερα νά θανατωθεῖ, παρά νά χαλάσει τήν ἁγία νηστεία.
Τό ἀφεντικό του, βλέποντας ὅτι δέν πείθεται, τόν ἄφηνε νηστικό δυό καί τρεῖς ἡμέρες καί δέν τοῦ ἔδινε καθόλου φαγητό.
Καί ἡ μητέρα του, στέκοντας κοντά στόν γυιό της καί βλέποντας αὐτόν ἀποκαμωμένο ἀπό τά κτυπήματα μέ τά σπαθιά καί ἀπό τά κρεμάσματα, ἀπό τήν νηστεία καί ἀπό τίς ἄλλες κακοπάθειες, τόν παρακινοῦσε νά φάει, λέγοντας σέ αὐτόν: «Φάγε, γυιέ μου, ἀπό τά φαγητά αὐτά, γιά νά μή πεθάνεις, καί ὁ Θεός καί ἡ Παναγία σέ συγχωροῦν. Γιατί δέν τό κάνεις μέ τό θέλημά σου, ἀλλά ἀπό ἀνάγκη. Λυπήσου καί ἐμένα, τήν πτωχή μητέρα σου, καί μή θελήσεις νά πεθάνεις νέος καί μέ ἀφήσεις ἀπαρηγόρητη στήν σκλαβιά αὐτή καί ξενιτειά. Ἐπειδή ἔχοντας ἐσένα, δέν μοῦ φαίνεται ὅτι βρίσκομαι σέ σκλαβιά».
Καί ὁ Μάρτυρας, στηρίζοντας τήν ἀσθένεια τῆς μητέρας του, τῆς ἔλεγε τά ἑξῆς: «Γιατί κάνεις ἔτσι μητέρα μου; Γιατί δέν μιμεῖσαι καί ἐσύ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του θέλησε νά θυσιάσει τόν μονάκριβο γυιό του; Μόνον κλαῖς καί θρηνεῖς γιά ἐμένα; Ἐγώ εἶμαι γυιός παπά, καί πρέπει νά φυλάττω καλύτερα ἀπό τά παιδιά τῶν λαϊκῶν τούς νόμους καί τά ἔθιμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, γιατί ὅταν δέν φυλάττουμε τά μικρά, πῶς μποροῦμε νά φυλάξουμε τά μεγάλα;».
Τελικά, μετά ἀπό ὅλα αὐτά, βλέποντας τό ἀφεντικό του ὅτι δέν μπορεῖ νά μεταπείσει τόν Ἰωάννη, οὔτε στό νά ἀφήσει τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ οὔτε κἄν νά ἀρτυθεῖ καί νά φάγει ἀπό τά φαγητά πού τοῦ ἔδινε, θύμωσε καί τόν κτύπησε μέ μιά θανατηφόρο μαχαιριά στήν καρδιά καί ἔτσι μετά ἀπό δύο ἡμέρες πέθανε ὁ ἀοίδιμος Ἰωάννης.
Πεθαίνοντας ὁ Μάρτυρας παράγγειλε στήν μητέρα του, ὅπως ὁ Πάγκαλος Ἰωσήφ παράγγειλε στούς Ἑβραίους, νά σταθεῖ καί νά κάνει τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί νά τά πάρει νά τά πάει στήν πατρίδα του. Τήν παραγγελία αὐτή φύλαξε ἡ μητέρα του, καί τώρα βρίσκονται τά λείψανά του εὐωδιάζοντα στό χωριό του. Πρῶτα γιά νά στηρίζουν στήν εὐσέβεια καί στήν πίστη, καί δεύτερο γιά ντροπή καί ἔλεγχο ὅσων Χριστιανῶν εἶναι κοιλιόδουλοι καί δέν φυλάσσουν τίς παραδεδομένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Στόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος στούς αἰῶνες. Ἀμήν.