Κατά τό ᾳχοβ΄ (1672) ἔτος, Σεπτεμβρίου κγ΄, ἡμέρα β΄ (Δευτέρα)
Μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικόλαος ὁ παντοπώλης
(ἀπό τό Νέο Μαρτυρολόγιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου)
- Ὁ Νικόλαος πάντα πωλήσας κάτω,
- ἐξηγόρησε Χριστόν ἄνω ἐκ ξίφους.
- Ὁ Νικόλαος ἀφοῦ πάντα πώλησε κάτω
- ἐξαγόρασε Χριστόν ἄνω μέ τό ξίφος.
Αὐτός ὁ νέος μέν στήν ἡλικία, γηραιός ὅμως καί τέλειος στό φρόνημα, ὁ εὐλογημένος, λέω, καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Νικόλαος, γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, ἔχοντας πατρίδα τήν περίφημη χώρα πού ὀνομάζεται Καρπενήσι, ἡ ὁποία εἶναι θρόνος τῆς ἐπαρχίας Λιτζᾶς καί Ἀγράφων, στό κλῖμα τῆς Λαρίσης.
Ἀφοῦ ἀνατράφηκε καλά ἀπό τούς γονεῖς του, πῆγε στό σχολεῖο καί ἔμαθε τά ἱερά γράμματα. Καί ἀφοῦ ἔγινε δέκα πέντε χρονῶν, τόν πῆρε ὁ πατέρας του στήν Κωνσταντινούπολη, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν μεταπράτης διαφόρων τροφῶν, δηλαδή ὁ λεγόμενος στά τουρκικά μπακάλης, καί τόν εἶχε μαζί του στό ἐργαστήριό του, στόν τόπο Ταχτά Καλέ. Ἀντίκρυ ἀπό τό ἐργαστήριό του εἶχε ὁ πατέρας του ἕναν φίλο Ἀγαρηνό μπαρπέρη, ὁ ὁποῖος ἦταν γραμματισμένος πολύ στήν διάλεκτο τῶν Ἀγαρηνῶν. Σέ αὐτόν, λοιπόν, θέλησε ὁ πατέρας του νά βάλει τόν θαυμάσιο αὐτό νέο, γιά νά μάθει καί τούρκικα γράμματα. Αὐτή ὅμως ἦταν τέχνη τοῦ διαβόλου, γιά νά ὑποσκελίσει τόν νέο ἤ σέ κακά ἤθη ἤ καί τελείως στήν ἀσέβεια, ἐπειδή τέτοια εἶναι πάντοτε τά τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ διαβόλου, νά παρακινεῖ τούς ταλαίπωρους Χριστιανούς τάχα γιά κάποιο σωματικό κέδρος νά βάζουν στίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ τά παιδιά τους, καί ἔτσι νά τά χωρίζουν λίγο-λίγο ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως στόν Ἅγιον αὐτόν νέο Νικόλαο συνέβη τό ἀντίθετο, γιατί πέφτοντας αὐτός μέσα στίς παγίδες του τίς συνέτριψε μαζί μέ ἐκεῖνον πού τίς ἔστησε καί ἀνῆλθε στεφανηφόρος στά οὐράνια.
Σπούδαζε λοιπόν στόν Ἀγαρηνό ἐκεῖνο ὁ Μάρτυς τά τούρκικα γράμματα καί καθώς ἦταν εὐφυής στόν νοῦ μάθαινε μέ τόση εὐκολία πού τόν θαύμαζε ὁ Ἀγαρηνός καί τόν φθονοῦσε ὁ ἐπάρατος, ὥστε πού ἔβαλε καί σκοπό ἄν βρεῖ τρόπο νά τουρκίσει τόν νέο. Καί λοιπόν κατασκευάζει τό ἑξῆς κακούργημα.
Μία ἡμέρα κάλεσε καί κάποιους ἄλλους Τούρκους, αὐτούς πού οἱ ἴδιοι τούς ὀνομάζουν γενίτσαρους, καί τούς λέει: –Αὐτός ὁ μπακάλης ἔχει ἕνα παιδί πολύ φρόνιμο καί στά γράμματα ἐπιτήδειο, τό ὁποῖο καθώς θά τοῦ δώσει ἕνα μάθημα, τό μαθαίνει ἀμέσως. Λοιπόν, σᾶς παρακαλῶ ἀδελφοί νά βοηθήσετε νά βροῦμε τρόπο νά τουρκίσουμε ἕνα τέτοιον προκομμένο πρόσωπο. Βρῆκε καί αὐτός καί τόν τρόπο καί τούς ἑρμήνευσε, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τόν λόγο τους ὅτι θά συναγωνισθοῦν σέ αὐτό ὅσο μποροῦν.
Καί πρός τό παρόν δέν εἶπαν σέ κανέναν τίποτε. Μετά ὅμως ἀπό λίγες ἡμέρες γράφει ὁ μπαρπέρης τό σαλαβάτι, δηλαδή τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, καί τήν εἶχε ἕτοιμη. Ἔρχεται ὁ Νικόλαος νά πάρει τό μάθημα, κατά τήν συνήθειά του, καί ἀφοῦ τό διάβασε ὁ διδάσκαλος, βγάζει τό σαλαβάτι ἐκεῖνο καί τοῦ τό δίνει, λέγοντάς του: –Διάβασε αὐτόν τόν τεσκερέν (κοινοποίηση). Ἦταν δέ παρόντες καί ἐκεῖνοι οἱ γενίτσαροι. Πῆρε ὁ Νικόλαος τό γράμμα ἐκεῖνο καί τό διάβασε, μή γνωρίζοντας ὅτι εἶναι τό σαλαβάτι τους, καί ἀμέσως οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖνοι, κατά τήν διαταγή τοῦ μπαρπέρη φωνάζουν καί λένε: –Τοῦρκος ἔγινες, Νικόλαε, ἐπειδή ἀνέγνωσες τό σαλαβάτι.
Ὁ δέ Νικόλαος μέ ἔκπληξη γιά τό τέχνασμα, ἔλεγε:
–Χριστιανός εἶμαι, καί ὄχι καθώς ἐσεῖς λέτε. Ἐγώ ὅ,τι μάθημα μέ δώσει ὁ διδάσκαλός μου, πρέπει νά τό διαβάσω.
Τότε ἐκεῖνοι μαζί μέ ἄλλους πολλούς πού συνάχθηκαν ἐκεῖ, ἅρπαξαν τόν νέο καί τόν τράβηξαν μέ βία καί τόν πῆγαν στόν καϊμακάμη, δηλαδή στόν ἐπίτροπο τοῦ βεζύρη, γιατί ὁ βασιλιάς ἦταν τότε στόν πόλεμο κατά τῆς Λεχίας, μαζί μέ τόν βεζύρη, ὅταν πῆραν τήν Καμνίτζα. Πηγαίνοντας, λοιπόν, τόν μακάριον Νικόλαο στόν καϊμακάμη, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ψευδομαρτυροῦσαν καί ἄλλοι κάνοντας ἀγωγή ἔλεγαν: –Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ἀφέντη, ἔκανε σαλαβάτι μπροστά μας, καί ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς γιά τήν ἀλήθεια, δές καί τόν τεσκερέν, στό ὁποῖο τό ἔχει γραμμένο καί τό διαβάζει κάθε ὥρα. Καί τώρα τοῦ λέγουμε νά γίνει Τοῦρκος, καί αὐτός περιγελᾶ τήν πίστη μας.
Τοῦ λέγει ὁ καϊμακάμης:
–Νικόλαε, γιατί ἔχεις τό σαλαβάτι γραμμένο καί τό διαβάζεις, ἔπειτα ὅμως δέν γίνεσαι Τοῦρκος;
Ἀποκρίνεται ὁ Νικόλαος μέ θαρραλέα φωνή, χωρίς καμμιά δειλία καί λέει στόν κριτή:
–Σήμερα, καθώς μοῦ ἔδωσε τό μάθημα ὁ διδάσκαλός μου, ὕστερα μοῦ ἔδωσε καί αὐτό τό γράμμα, καί μοῦ εἶπε νά τό ἀναγνώσω. Μά ἐγώ δέν ἤξερα ὅτι εἶναι τό σαλαβάτι σας. Ἐγώ νόμιζα ὅτι μέ τό εἶναι διδάσκαλός μου, ὅ,τι γράμμα μοῦ δώσει, εἶναι ἀνάγκη νά τό διαβάσω.
Τοῦ λέει ὁ καϊμακάμης:
–Νικόλαε, ἐπειδή διάβασες τό σαλαβάτι πρέπει νά γίνεις Τοῦρκος, καί ἐγώ νά σοῦ δώσω ὀφφίκιο (ἀξίωμα τιμῆς) μεγάλο, ὅποιο θέλεις, νά σέ πλουτίσω, νά σέ τιμήσω, νά σέ δοξάσω μέσα στά βασίλεια.
Καί Ἅγιος τοῦ λέει:
–Ἐγώ Χριστιανός εἶμαι καί τόν Χριστό μου πιστεύω γιά Θεό ἀληθινό. Οἱ δέ τιμές καί τά ὀφφίκια πού μοῦ τάζεις δέν μοῦ χρειάζονται. Ἐγώ τόν Χριστό μου δέν Τόν ἀρνοῦμαι. Τόν Χριστό μου πιστεύω, γιά τό ὄνομά Του πεθαίνω, Τοῦρκος δέν γίνομαι.
Πράγματι, σέ τοῦτον τόν Ἅγιο ἐπαληθεύθηκε ὁ λόγος τοῦ δεσπότη Χριστοῦ, πού λέει: «Ὅταν σᾶς φέρουν μπροστά σέ βασιλεῖς καί ἀφεντάδες μή προμελετᾶτε πῶς ἤ τί θά ἀπολογηθῆτε, γιατί ἐγώ θά σᾶς δώσω στόμα καί σοφία, γιά νά ἀποστομώσετε ὅλους τούς ἀντικειμένους σας, μέ τό νά μή ἔχουν τί νά σᾶς ἀποκριθοῦν» (πρβλ. Λκ. κα΄, 12-15).
Βλέποντες, λοιπόν, ὁ καϊμακάμης πώς δέν κατορθώνει τίποτε, τί κάνει; Προστάζει νά δέσουν τά χέρια του πίσω καί νά τόν δέσουν σέ μιά κολώνα τοῦ σαραγιοῦ του, καί τοῦ λέει:
–Νικόλαε, βλέπει τί θέλουμε νά σέ κάμουμε. Μόνον γίνε Τοῦρκος μέ τό καλό.
Καί ὁ ἅγιος λέει:
–Ἐξουσιαστής εἶσαι, καί ὅ,τι θέλεις κάνε, ἐγώ εἶμαι Χριστιανός. Δέν λέγει τό κιτάπι σας ὅτι νά μή κάνετε κάποιον Τοῦρκο μέ τό ζόρι;
Τότε πρόσταξε καί τόν περιέτεμαν, δηλαδή τόν σουνέτευσαν, νομίζοντες πώς μέ αὐτό θά τόν μεταπείσουν νά ὁμολογήσει τήν θρησκεία τους ὡς ἀληθινή. Ἀλλά αὐτός ὁ μακάριος φώναζε μέ περισσότερο θαρραλέα φωνή:
–Τί μέ κόβετε; Ἐγώ Χριστιανός εἶμαι, τόν Χριστό μου πιστεύω γιά ἀληθινό Θεό. Ἐάν καί τό κορμί μου ὅλο κατακόψετε σέ λεπτά κομμάτια, τόν Χριστό μου δέν ἀρνοῦμαι. Αὐτόν πιστεύω, Αὐτόν λατρεύω, Αὐτόν ἔχω βοηθό, ὁ ὁποῖος καί στέκει ἀοράτως καί μέ δυναμώνει.
Οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔλεγαν:
–Ἐσύ, Νικόλαε, ἔκανες σαλαβάτι, σοῦ κάναμε καί σουνέτι, τώρα εἶσαι Τοῦρκος.
Καί ὁ Ἅγιος ἔλεγε:
–Ψέματα λέτε. Ἐγώ εἶμαι Χριστιανός καί τόν Χριστό μου πιστεύω.
Ὤ, μακαρίας φωνῆς, μακαριώτερον στόμα, πού ἔλαμψε λαμπρότερα τοῦ ἡλίου!
Βλέποντες, λοιπόν, ὁ καϊμακάμης ὅτι μέ τό σουνέτι τίποτε δέν κατόρθωσε, πρόσταξε νά τόν βάλουν στήν φυλακή τῶν φονιάδων, παραγγέλνοντας στούς φύλακες νά μή τοῦ δώσουν οὔτε ψωμί οὔτε νερό. Ἔκανε λοιπόν ὁ Μάρτυς μέσα στήν φυλακή ἑξήντα πέντε ἡμέρες.
Ἔπειτα, ἀφοῦ τόν ἔβγαλαν ἀπό τήν φυλακή, τόν πῆγαν πάλι στόν καϊμακάμη. Καί ὁ Μάρτυς ἦταν φαιδρός καί χαριέστατος, σάν νά ἦταν σέ κανένα συμπόσιο. Φώναζαν δέ οἱ κατήγοροι, ἤ νά γίνη Τοῦρκος ἤ νά θανατωθεῖ.
Τό ρώτησε πάλι ὁ καϊμακάμης, μήπως μετανόησε καί ἀποδέχεται τήν πίστη τοῦ Μωάμεθ. Ἀλλά αὐτός ὁ γενναῖος μέ ἀκόμη περισσότερο θάρρος καί μέ περισσότερη τόλμη, εἶπε: –Χριστιανός εἶμαι καί τόν Χριστό μου πιστεύω. Τόν Χριστό μου δέν ἀρνοῦμαι, ἀκόμη καί ἄν μοῦ δώσετε μύρια βάσανα. Καί πάλι πρόσταξε ὁ καϊμακάμης νά τόν βάλουν στήν φυλακή καί νά τόν ραβδίζουν συχνά.
Ἐνῶ ἦταν μέσα στήν φυλακή ὁ Ἅγιος καί μαστιγωνόταν σκληρά ἀπό τούς ἄσπλαγχνους ἐκείνους καί θηριόγνωμους δήμιους, πῆγε ὁ Ἀγαρηνός πού εἶχε τό ἐργαστήριο καί ἦταν πολύ πλούσιος καί τοῦ ἔταξε νά τοῦ δώσει τήν θυγατέρα του γιά γυναίκα μαζί μέ μυριάριθμη προίκα καί μέ πλούσια ἐργαστήρια καί ἄξια τιμῆς, ἄν γινόταν Τοῦρκος.
Ἀλλά ὅλα αὐτά ὁ γενναῖος Νικόλαος, τά ὑπολόγισε ὡς ὄνειρα καί σκόνη καί σκιά. Καί ἔλεγε: –Ἐγώ ἔχω πλοῦτο πού δέν κινδυνεύει νά κλαπεῖ, μέσα στήν καρδιά μου τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μου, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔχει ἑτοιμάσει στούς οὐρανούς θάλαμο καθαρό, δόξα ἀμάραντη, τρυφή ἀτελείωτη καί βασιλεία ἀτελεύτητη. Ὅλος ὁ κόσμος δέν εἶναι ἄξιος γιά ἕνα ἐλάχιστο μέρος ἀπό αὐτά.
Αὐτά ἄκουσε ὁ Ἀγαρηνός καί ἔφυγε ἀπό τήν φυλακή ἄπρακτος.
Μετά ἀπό αὐτά, καί πάλι μέ πρόσταγμα τοῦ καϊμακάμη, ἔβγαλαν τόν Μάρτυρα ἀπό τήν φυλακή καί τόν πῆγαν στόν κριτή. Ὁ δέ κριτής βλέποντας τόν μακάριο πολύ νέο καί τό πρόσωπό του πολύ λαμπερό, ἄρχισε νά τόν κολακεύει καί νά τοῦ λέει μέ πολλή ἡμερότητα. –Ἄκουσέ με, ὦ νέε, μή θέλεις νά χάσεις τήν ζωή σου τόσο γρήγορα.Ἔλα στήν δική μας πίστη καί τότε θά γνωρίσεις τήν ὠφέλεια καί τό καλό της, γιατί μέ τό νά εἶσαι πολύ νέος δέν μπορεῖς νά καταλάβεις τήν ἀλήθεια.
Καί ὁ Μάρτυρας φώναζε πάλι τά ἴδια λόγια: –Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός ἐπιθυμῶ νά πεθάνω. Τί ἀργεῖτε; Τί χασομερᾶτε; Μόνον αὐτήν τήν χάρη ζητῶ ἀπό σᾶς: νά μοῦ δώσετε ὅσο γίνεται γρηγορότερα τόν θάνατο.
Ἀκούοντας αὐτά ὁ κριτής καί σκεπτόμενος τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης του καί πῶς δέν ἦταν δυνατόν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε κἄν μέ ἕναν λόγο, γιά νά μήν ντροπιάζονται περισσότερο οἱ Ἀγαρηνοί, ἔβγαλε ἀπόφαση ἐναντίον του νά τόν ἀποκεφαλίσουν, παραδίνοντάς τον στόν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος δένοντάς τον τόν ἔφερε στό ἐργαστήριό του, στό Ταχτά Καλέ, πού εἶναι μπροστά στήν λεωφόρο.
Ἐκεῖ ἐρχόμενος ὁ Μάρτυρας ἦταν ὅλος χαρά, χωρίς καθόλου νά δειλιάσει τόν θάνατο, καί προκαλοῦσε θαυμασμό στούς παρόντες καί βλέποντες τήν προθυμία του, καί μάλιστα ἐπειδή καί ἄστραπτε τό πρόσωπό του ἀπό τήν ἐσωτερική φωτεινότητα τῆς ψυχῆς του, ὅπως συνέβη καί μέ τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο. Καί πράγματι, φαινόταν σάν νά πηγαίνει σέ γάμο καί ὄχι σέ θάνατο. Ἔτσι ἦταν ὅλος ἀλλοιωμένος, ἔτσι ποθοῦσε καί διψοῦσε τόν θάνατο γιά τόν Χριστό, ὅπως ἐκεῖνο τό ἐλάφι πού λέει ὁ Δαβίδ στούς ψαλμούς του, πού διψᾶ καί τρέχει στίς πηγές τῶν νερῶν. Καί ἔτσι χαιρόταν ὁ Μάρτυς, γιατί εἶχε τήν φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά, ἀπό τήν ὁποία ἀναφλεγόταν καί φώναζε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ποιός θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θλίψη; ἤ στενοχώρια; ἤ πείνα ἤ διωγμός ἤ γυμνότητα; ἤ μαχαίρι;».
Καί ὅταν ὁ δήμιος τόν γονάτισε, ὁ Μάρτυρας ἅπλωσε ὅσο μποροῦσε τόν λαιμό του γιά νά τόν ἀποκεφαλίσει εὔκολα καί γρήγορα. Καί ἔτσι προσευχόμενο τοῦ ἔκοψαν τήν τιμία κεφαλή του καί ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Καί ἡ μέν ἁγία καί καθαρή καί ἄμωμη ψυχή του ἀνέβηκε στά Οὐράνια μέ πολλή παρρησία, ὅλη ἀστράπτουσα ἀπό τό φῶς, ὅλη ἀκτινοβολοῦσα ἀκτίνες ἀστραποχρυσομαργαροφαιδροειδεῖς, ὅλη φέρουσα στεφάνια καί μέ συντροφιά τά τάγματα τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καί τῶν Μαρτύρων, ὅπου καί ἀπολαμβάνει δυνατότερα τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Ὅμως ἡ θεία Χάρη ἔμεινε καί στό ἅγιο καί σεβάσμιο λείψανό του, γι' αὐτό καί ἔβλεπαν ὅλοι ὁλοφάνερα θεῖο φῶς, τό ὁποῖο κατέβαινε πάνω σέ αὐτό ἀπό τόν οὐρανό γιά τρεῖς ὁλόκληρες νύχτες. Καί τό τίμιο λείψανο φωτιζόταν ἀπό αὐτό τό φῶς. Καί οἱ Χριστιανοί βλέποντας αὐτό χαίρονταν καί ἀγάλλονταν, οἱ δέ Ἀγαρηνοί ταράσσονταν στήν καρδιά τους καί θέλοντας νά συσκιάσουν τό γεγονός ἔλεγαν: –Ἐμεῖς τόν σφάξαμε καί ὁ Θεός ἔριξε φωτιά καί τόν καίει.
Βλέποντες οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνο τό ἅγιο φῶς, εὐλαβήθηκαν καί πῆγαν κάποιοι ἀπό αὐτούς στόν κριτή καί ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετά ἀργύρια, πῆραν τό ἅγιο λείψανο καί μέ μεγάλη παρρησία τό ἔφεραν καί τό ἔθαψαν στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας, τό ὁποῖο ὀνομάζεται Χάλκη.–