Skip to main content

Ἄθληση τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δημητρίου

ἀπό τήν Σαμαρίνα τῆς Πίνδου

πού μαρτύρησε στά Ἰωάννινα, τήν 18η Αὐγούστου 1808

(ἀπό τό βιβλίο τοῦ F.C.H.L. Pouqueville: «Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἤτοι ἡ ἀναγέννησις τῆς Ἑλλάδος», μετάφραση 1890)

Pouqueville –πρόξενος τῆς Γαλλίας στά Ἰωάννινα– παρακολούθησε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου καί τό περιγράφει ὡς ἑξῆς:

*

Ὁσιομάρτυς Δημήτριος ἀπὸ τὴν ΣαμαρίναὉ Δημήτριος, παιδί τῆς βλάχικης ἀποικίας τῆς ἁγίας Μαρίνας στήν Πίνδο, μοναχός τῆς ἀδελφότητας τοῦ ἁγίου Βασιλείου, μέ ἐνθουσιασμό ἀπό τήν εὐαγγελική ἐκείνη ἀγάπη, ἡ ὁποία ἦταν πάντοτε τό χαρακτηριστικό τῶν ἀποστόλων σέ καιρό διωγμοῦ, διέτρεχε ἐκεῖνες τίς θυελλώδεις ἡμέρες τούς δήμους πού ἦταν ταραγμένοι, ὥστε νά καθησυχάσει τούς Ἕλληνες καί νά τούς ἐπαναφέρει στόν ζυγό τῆς ὑπακοῆς.

Ἀφοῦ καταγγέλθηκε ὡς στασιαστής, μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος ἐνώπιον τοῦ σατράπη (τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ Ἰωαννίνων). Ἤθελαν νά τόν ἀναγκάσουν νά πλάσσει συνενόχους, ὥστε νά μπλέξουν σέ κάποια ψευδῆ συνωμοσία τούς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τούς ἐκκλησιαστικούς θρόνους τῆς Θεσσαλίας.

Λαμβάνοντας ζωή καί δύναμη ἀπό ἔνθερμη πίστη, μαρτύρησε τήν ἀλήθεια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀπαντήσεις του ἄναψαν τήν ὀργή τοῦ βεζύρη, ὁ ὁποῖος ἄρχισε μαζί του ἕναν διάλογο, ἄξιον νά θεωρηθεῖ γιά τόν χριστιανισμό ὡς ἕνα ἀπό τά παραδείγματα πού εἶναι προορισμένα νά δοξάσουν τό μαρτυρολόγιο τῆς ἀμυνόμενης Ἐκκλησίας.

Ἀνήγγειλες, τοῦ εἶπε ὁ Ἀλῆς, τήν βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί, ἑπομένως, τήν πτώση τῶν ἱερῶν μας καί τοῦ ἄρχοντά μας;

Δημήτριος: Ὁ Θεός μου βασιλεύει ἀπό αἰῶνες καί γιά τήν αἰωνιότητα καί σέβομαι τούς δασκάλους πού μᾶς ἔδωσε.

Ἀλῆς: Τί ἔχεις στό στῆθος σου;

Δημήτριος: Τήν σεβαστή εἰκόνα τῆς ἁγίας Του Μητέρας.

Ἀλῆς: Θέλω νά τήν δῶ.

Δημήτριος: Δέν γίνεται νά ἀτιμασθεῖ, ἀλλά διάταξε νά μοῦ ἐλευθερώσουν ἕνα χέρι μου γιά νά σοῦ τήν δείξω.

Ἀλῆς: Ἔτσι ταράσσεις τά πνεύματα; Λοιπόν, εἴμαστε βέβηλοι; Ἀναγνωρίζω στά λόγια σου αὐτά τόν ἐπίτροπο τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι προσκαλοῦν τούς Ρώσσους γιά νά μᾶς ὑποδουλώσουν. Φανέρωσε τούς συνωμότες σου.

Δημήτριος: Οἱ συνωμότες μου εἶναι ἡ συνείδησή μου καί τό καθῆκον, τά ὁποῖα μέ ὑποχρεώνουν νά συμβουλεύσω τούς χριστιανούς καί νά καταστήσω αὐτούς εὐπειθεῖς στούς νόμους σας.

Ἀλῆς: Μᾶλλον ἐννοεῖς τούς δικούς σου νόμους, ἄπιστε.

Δημήτριος: Αὐτό τό ὄνομα μέ δοξάζει.

Ἀλῆς: Φορᾶς τήν εἰκόνα τῆς Παρθένου, γιά τήν ὁποία λένε ὅτι ἔχει πολλές ὀμορφιές;

Δημήτριος: Νά τά πεῖς θαύματα. Ἡ Μητέρα τοῦ σωτῆρα μου εἶναι ὁ μεσίτης μας κοντά στόν ἀθάνατο Υἱό της καί Θεό. Τά θαύματά της εἶναι καθημερινά σέ μᾶς καί κάθε ἡμέρα τήν ἐπικαλούμαστε.

Ἀλῆς: Ἄς δοῦμε ἄν θά σέ ὑπερασπισθεῖ. Δήμιοι, νά τόν βασανίσετε!

Στίς μανιώδεις αὐτές λέξεις οἱ αὐλικοί τοῦ σατράπη κρύβονται, ἐνῶ οἱ ἐκτελεστές συνέλαβαν τόν μοναχό καί τόν ἔφεραν στά πόδια τοῦ τυράννου, ὁ ὁποῖος τόν ἔφτυσε στό πρόσωπο.

Τοῦ ἀποσποῦν τήν ἁγία εἰκόνα, μπήγουν μυτερές σφῆνες στά νύχια τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν του, οἱ ὁποῖες διαπερνοῦν τούς βραχίονες.

Τότε ἀκούονται ἀπό τό στόμα του τά ἑξῆς λόγια:

«Κύριε, εὐσπλαγχνίσου τόν δοῦλο του, βασίλισσα τῶν οὐρανῶν προσευχήσου γιά μᾶς».

Ἀφοῦ τό βασανιστήριο μέ τίς σφῆνες τελείωσε, βάζουν στό μέτωπο τοῦ σεβαστοῦ διακόνου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἁλυσίδα ἀπό κοκκαλάκια, τήν ὁποία ἔσφιγγαν μέ δύναμη, φωνάζοντες σέ αὐτόν νά ἀπολογηθεῖ καί νά ὀνομάσει τούς συνωμότες του.

Ὁ μάρτυρας δέν δυσανασχετεῖ, παρά μόνο γιά τίς ὕβρεις καί τήν κατά τοῦ Θεοῦ ἀσέβεια.

Οἱ δήμιοι κουρασμένοι ζητοῦν ὅπως τά βασανιστήρια ἀναβληθοῦν γιἀ αὔριον, καί ὁ μοναχός ἐρρίφθη στό βάθος μιᾶς ὑγρῆς φυλακῆς.

Ὁ σατράπης δέν παρέστη πιά ἄλλο στίς δοκιμασίες, τίς ὁποῖες ἐπανέλαβαν σύμφωνα μέ τήν διαταγή του, κρεμάσαντες τόν Δημήτριο μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω πάνω ἀπό μιά φωτιά ἀπό ξύλα μέ ρητίνη, μέ τήν ὁποία ἔψηναν ἀργά τήν ἐπιδερμίδα τοῦ κρανίου.

Φοβοῦνται μήπως πεθάνει καί τόν ἀποτραβοῦν ἀπό τήν φωτιά καί τόν καλύπτουν μέ ἕνα τραπέζι, πάνω στό ὁποῖο ὅσοι βρίσκονταν στό σπίτι τοῦ τυράννου ἀνέβαιναν καί χόρευαν, ὥστε νά κατασυντρίψουν τά κόκκαλά του.

Νικητής τῶν τελευταίων αὐτῶν βασανιστηρίων, ὁ Δημήτριος δοκιμάσθηκε μέ τίς σφῆνες, μέ τήν φωτιά καί μέ τήν πίεση πάνω του.

Ἐπρόκειτο νά ὑποστῆ καί ἄλλα βασανιστήρια. Τόν ἔκτισαν σέ ἕναν τοῖχο, ἀφήνοντας τό κεφάλι του μόνον ἐλεύθερο καί τοῦ ἔδιναν τροφή γιά νά παρατείνουν τίς θλίψεις του.

Μετά ἀπό δέκα ἡμέρες ἐξέπνευσε, ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Παντοδύναμου. Οἱ τελευταῖες λέξεις του ἦταν αὐτές τοῦ ἁγίου Βαβύλα ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε ὅπως καί ὁ ἴδιος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ: «ἐπίστρεψε, ψυχή μου, στήν ἀνάπαυσή σου, ὅτι ὁ Κύριος σέ εὐεργέτησε».

Ὁ θρίαμβος τῶν Χριστιανῶν γέμισε ἔκπληξη τήν Ἤπειρο. Κατέταξαν τόν Δημήτριο στήν τάξη τῶν ἁγίων. Μωαμεθανός ἀπό τήν Καστοριά, πού ἦταν μάρτυρας τῶν παθῶν του, ζήτησε νά βαπτισθεῖ, καί αὐτό τό ἔκανε λίγο μετά τήν νίκη τοῦ Μάρτυρα.

Μιλοῦσαν γιά τά θαύματα πού ἔγιναν μέ μόνο τό ὄνομα τοῦ Διακόνου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα ἀπό τά θαύματα αὐτά, τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά ἀμφισβητήσουμε, εἶναι ὅτι τό αἶμα του κατέπαυσε τήν λύσσα τοῦ τυράννου καί ὅτι ὑπῆρξε τό ἱλαστήριο θῦμα τῆς Θεσσαλίας. Μετά ἀπό αὐτό κατέπαυσαν οἱ κακώσεις καί ἡ καταδίωξη.