ΑΠΟΦΑΣΗ 173/2017
ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
(Τό ἀποδεικτικό καί τό διατακτικό της μέρος, κατά δακτυλογράφηση-ἀντιγραφή ἀπό τοῦ πρωτοτύπου, σέ μορφή doc)
Ὑπόθεση τῆς ἀπό 30-1-2013 μηνύσεως τοῦ Ἰγνάτιου Σταυρόπουλου καί ἑτέρων 295 συνυπογραφόντων
κατά τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
.................
Από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Εν προκειμένω αποδίδεται στον κατηγορούμενο οτι στη Ναύπακτο Αιτωλ/νίας την 18η Αυγούστου 2011, με την ιδιότητά του ως Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, αναφερόμενος στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο στα πλαίσια της διαδικασίας ανάκτησης του ΠΔ 601/1980, με το οποίο συστάθηκε το νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, εξέθεσε εν γνώσει του ψέματα και δη ότι με την ανωτέρω ιδιότητα του απεύθυνε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο την υπ’ αριθμ. ΡΛ΄/18.8.2011 πράξη του, με την οποία πρότεινε τη διάλυση του ανωτέρω νομικού προσώπου (Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου), αναφέροντας ψευδώς ότι το ανωτέρω νομικό πρόσωπο είναι από το έτος 2006 ακέφαλο και δεν έχει νόμιμη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ότι η ανωτέρω Μονή για πολλά έτη έχει διακόψει την αποστολή βιβλίων και στοιχείων προς την Ιερά Μητρόπολη, ώστε να μη δύναται η τελευταία να ασκήσει οικονομικό έλεγχο και να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της και ότι (η ανωτέρω Μονή) παραλείπει να συμμορφωθεί σε εντολές διαχειριστικού ελέγχου, ενώ γνώριζε ότι τα αληθή είναι ότι η Ιερά Μονή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ουδέποτε υπήρξε ακέφαλη, χωρίς νόμιμη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση και ότι ουδέποτε αρνήθηκε οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο.
Ωστόσο από το όλο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδεικνύονται τα ακόλουθα:
Με το υπ’ αριθμ 601/1980 ΠΔ (ΦΕΚ 160/15-7-1980) ιδρύθηκε η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου, ενώ με την υπ’ αριθμ 460/21-7-1980 πράξη του τότε Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Ευρυτανίας Δαμασκηνού, διορίσθηκε ηγούμενος αυτής ο Σπυρίδων Λογοθέτης. Κατόπιν, στις 8-11-1980, εκλέχτηκε από την Ολομέλεια της Αδελφότητας της ως άνω Ιεράς Μονής ο Ιερομόναχος, Σπυρίδων Λογοθέτης και ο Ιερώνυμος (Αντώνιος Δελημάρης) και Νεκτάριος Γκολιόπουλος, μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου, ενώ στις 18-12-1980, ο τότε Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Ευρυτανίας, Δαμασκηνός, ενέκρινε με την υπ αριθμ 979/ 18-12-1980 πράξη του την εκλογή του Σπυρίδωνος Λογοθέτη ως Ηγουμένου της ως άνω Ιεράς Μονής. Μετέπειτα, στις 1-12- 1984, δημοσιεύεται στο περιοδικό «Εκκλησία» ο εσωτερικός κανονισμός τις παραπάνω Ι. Μονής, ο οποίος στο άρθρο 68 αυτού, όριζε ως πρώτο ισόβιο ηγούμενο τον τότε αρχιμανδρίτη, Σπυρίδωνα Λογοθέτη, στο δε άρθρο 22, προέβλεπε, ότι και τα άλλα δύο μέλη εκλέγονται ανά τετραετία. Προσέτι, στις 29-11-1992, πραγματοποιούνται εκλογές για την ανάδειξη των μελών του ηγουμενοσυμβουλίου της Ι. Μονής, στις οποίες επανεκλέχτηκαν οι Ιερώνυμος Δελημάρης και Νεκτάριος Γκολιόπουλος, με αναπληρωτές τους Συμεών Τσιρώνη και Ιγνάτιο Σταυρόπουλο, πράγμα που συνέβη και στις εκλογές που έλαβαν χώρα στις 28- 12-1996.
Περαιτέρω, στις 19-8-2006 δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ 9/2006 απόφαση του Β/θμίου Συνοδικού Δικαστηρίου περί εκπτώσεως, του Σπυρίδωνος Λογοθέτη από τη θέση του Ηγουμένου, ενώ το ΣτΕ ( Επιτροπή Αναστολών) με την υπ’ αριθμ 512/14-6-2007 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αναστολής του Σπυρίδωνος Λογοθέτη και των λοιπών μοναχών εναντίον της αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, οι μοναχοί της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου, επανεξέλεξαν ως ηγούμενο τον Σπυρίδωνα Λογοθέτη, γεγονός που δεν εγκρίθηκε από τον (νέο ήδη) Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο και νυν κατηγορούμενο (βλ. σχετ. 421/5-7-2007 έγγραφο Μητροπολίτη). Εξάλλου, στις 6-7-2007 απεστάλη από την Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και ήδη Αγίου Βλασίου προς τη ΔΟΥ Ναυπάκτου το υπ’ αριθμ 430/ 6-7-2007 έγγραφο, με το οποίο τούτη την ενημέρωνε για τη μη έγκριση από μέρους της επανεκλογής του Σπυρίδωνος Λογοθέτη, ως ηγουμένου. Το εν λόγω όμως πρακτικό επανεκλογής δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β΄ 1452/9 -8-2007 με αποτέλεσμα να εκδοθεί η υπ’ αριθμ ΡΙΑ/31-8-2007 πράξη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου περί ακυρότητας της ως άνω επανεκλογής, ενώ στις 11-9- 2007 κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθμ. 3519/4-9-2007 συνοδική απόφαση περί ακυρώσεως των εκλογών της 1-7-2007 και περί επιβολής του επιτιμίου ακοινωνησίας στους ιερομόναχους, Σπυρίδωνα Λογοθέτη, Ιερώνυμο Δελημάρη, Νεκτάριο Γκολιόπουλο και Ιγνάτιο Σταυρόπουλο, δημοσιευθείσας, κατόπιν, στην ΕΚΤ της διαπιστωτικής πράξης του Μητροπολίτη περί ακυρώσεως επανεκλογής (ΦΕΚ Β΄ 863/14-9-2007).
Εν συνεχεία, διεξήχθησαν εκλογές στις 25- 9-2009 και αναδείχτηκε ηγούμενος ο Τιμόθεος Σμπούκης και μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου οι Πρόδρομος Ασημακόπουλος και Ιερόθεος Κεφάλας, πράγμα όμως που δεν εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο με αποτέλεσμα να διεξαχθεί νέα εκλογή με το ίδιο ως άνω αποτέλεσμα. Μετά ταύτα, η ολομέλεια της αδελφότητας αποφάσισε απολειπομένων ηγουμένου και ηγουμενοσυμβουλίου, να ασκήσει η ίδια τη διοίκηση της Ι. Μονής (βλ . σχετ. υπ’ αριθμ. 14/29-12-2009 απόφαση). Έπειτα, εκδόθηκε σχετική συνοδική απόφαση ( υπ’ αριθμ. 4694 π.ε./24-3-2010), που δεν ενέκρινε την προηγούμενη εκλογή, προτρέποντας να διεξαχθούν νέες εκλογές, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 16-5-2010 και εκλέχτηκαν, ως ηγούμενος, ο Τιμόθεος Σμπούκης και ως μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου οι Πρόδρομος Ασημακόπουλος και Ιερόθεος Κεφάλας. Στις 31-5-2010 παραιτήθηκε ο Τιμόθεος Σμπούκης και πραγματοποιήθηκαν νέες εκλογές στις οποίες ηγούμενος αναδείχθηκε ο Ειρηναίος Κουτσογιάννης και μέλη οι Τιμόθεος Σμπούκης και Πρόδρομος Ασημακόπουλος, γεγονός που ενέκρινε η Ιερά Σύνοδος (υπ’ αριθμ πρωτ 2584/30-6-2010 απόφαση). Στη συνέχεια, στις 3-8-2010, ακολουθεί η παραίτηση του ως άνω ηγουμένου, καθώς και του ηγουμενοσυμβουλίου, πράγμα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από την Ιερά Σύνοδο (υπ’ αριθμ. 3146/27-8-2010), με αποτέλεσμα τούτοι να ανακαλέσουν τις παραιτήσεις τους στις 16.1.2011.
Μάλιστα το ΣτΕ με τις υπ’ αριθμ. 685 και 686/9.3.2011 αποφάσεις του απέρριψε τις αιτήσεις των μοναχών εναντίον της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου περί εκπτώσεως από τη θέση του ηγουμένου και κατά της Ιεράς Συνόδου περί τῆς επιβολής του επιτιμίου τῆς ακοινωνησίας.
Ακολούθως καί στά πλαίσια των άνω εξελίξεων σχετικά με τη διοίκηση της παραπάνω Ιεράς Μονής και την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων του ΣτΕ (685, 686/ 2011) η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4828/18.8.2011 έγγραφο προς τον κατηγορούμενο, υπό την ιδιότητά του ως Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ζητούσε από αυτόν να υποβάλει προς τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο αυτοτελή πρόταση υπό μορφή Πράξης περί διάλυσης της εν λόγω Ιεράς Μονής και συγχώνευσης αυτής με άλλη Ιερά Μονή της αυτής Μητροπόλεως, αναφέροντας στο έγγραφο αυτό μεταξύ άλλων ότι το νομικό πρόσωπο της εν λόγω Ιεράς Μονής παραμένει κατ’ ουσίαν από της έκδοσης της 9/2006 απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου πνευματικώς και κανονικώς ακέφαλο και δεν έχει νόμιμη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ότι η Ιερά Μονή για πολλά έτη έχει διακόψει την αποστολή βιβλίων και στοιχείων προς την Ιερά Μητρόπολη, ώστε να μη δύναται η τελευταία να ασκήσει οικονομικό έλεγχο και να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της.
Ακολούθως, ο κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητά του ως Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, εξέδωσε την υπ αριθμ. ΡΛ/18.8.2011 πράξη του, που απηύθυνε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, με την οποία ανέφερε ομοίως με το αμέσως πιο πάνω έγγραφο της Ιεράς Συνόδου ότι το νομικό πρόσωπο της εν λόγω Ιεράς Μονής παραμένει κατ’ ουσίαν από της έκδοσης της 9/2006 απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου πνευματικώς και κανονικώς ακέφαλο και δεν έχει νόμιμη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ότι η Ιερά Μονή για πολλά έτη έχει διακόψει την αποστολή βιβλίων και στοιχείων προς την Ιερά Μητρόπολη ώστε να μη δύναται η τελευταία να ασκήσει οικονομικό έλεγχο και να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της και ότι (η ανωτέρω Μονή) παραλείπει να συμμορφωθεί σε εντολές διαχειριστικού ελέγχου και ακολούθως προτείνει για τους άνω λόγους στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο την κατ’ άρθρο 39 παρ. 3. του ν. 590/1977 έκδοση συνοδικής απόφασης, με την οποία θα ζητείται από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος περί διάλυσης του ως άνω νομικού προσώπου της Ιεράς Μονής Μεταμόρφωσης Σωτήρος Ναυπάκτου.
Όσα δε αναφέρθηκαν στο έγγραφο αυτό από τον κατηγορούμενο περί μη ύπαρξης νόμιμης διοίκησης στο νομικό πρόσωπο της άνω Ιεράς Μονής, αποδεικνύεται σύμφωνα και με όσα πιο πάνω εκτέθηκαν ότι ήταν αληθή, εφόσον από το έτος 2006 και δη από τις 19-8-2006 (ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 9/ 2006 απόφασης του Β/θμίου Συνοδικού Δικαστηρίου) έως τουλάχιστον και το χρόνο σύνταξης του παραπάνω εγγράφου (18.8.2011) δεν υπήρχε νόμιμα εκλεγμένη διοίκηση στο άνω νομικό πρόσωπο και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κατά το άνω χρονικό διάστημα η ολομέλεια της αδελφότητας της εν λόγω Μονής ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διοίκηση αυτής.
Ομοίως και τα όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω Πράξη του κατηγορουμένου περί της οικονομικής διαχείρισης της Μονής και της άσκησης διαχειριστικού ελέγχου στα βιβλία και στοιχεία αυτής ήταν αληθή. Συγκεκριμένα, ήδη από το έτος 2005 είχε αποφασιστεί η ανάθεση σε Οικονομικούς Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης Δυτικής Ελλάδας της διενέργειας διαχειριστικού- οικονομικού ελέγχου για τα οικονομικά έτη 1995 έως και 2005 στην άνω Ιερά Μονή με την υπ’ αριθμ. πρ. 1015926/511-Α/17.3.2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στα πλαίσια του άνω οικονομικού ελέγχου και κατόπιν σχετικών παραγγελιών των Εισαγγελέων Πρωτοδικών Μεσολογγίου και Αθηνών συνετάγη η από 31.12.2015 έκθεση ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή Ανδρέα Λιάτσου, ο οποίος σημειώνει μεταξύ άλλων σχετικά με τον διενεργηθέντα έλεγχο στην άνω Μονή για τα έτη 1995 έως και 2005 ότι οι μοναχοί- μέλη της Μονής, που συνεχίζουν να εγκαταβιούν στους χώρους της, ουδέποτε μέχρι σήμερα παρέδωσαν τα βιβλία, στοιχεία, αρχεία κλπ., για να ασκηθεί διοίκηση και διαχείριση της πρώην Μονής και για το λόγο αυτό η Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμπελακιώτισσας κατάθεσε την από 20.12.2013 μηνυτήρια αναφορά και ότι παραμένουν οι συνθήκες αδυναμίας διεξαγωγής πλήρους διαχειριστικού ελέγχου ΝΠΔΔ, αφού στη διάθεσή του (του Επιθεωρητή) δεν βρίσκονται πλήρη τα διαχειριστικά στοιχεία και βιβλία του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Σύμφωνα δε με το πόρισμα της άνω έκθεσης ελέγχου ο διαταχθείς πλήρης οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος καθίσταται αδύνατος με ευθύνη των εκπροσώπων του ελεγχόμενου ΝΠΔΔ της εν λόγω Ιεράς Μονής, όσο δεν τίθενται υπόψη του ελέγχου πλήρη τα διαχειριστικά βιβλία και στοιχεία και περαιτέρω καταλογίστηκε σε βάρος του ΝΠΙΔ σωματείο αδελφότης Μεταμόρφωσης Σωτήρος το συνολικό ποσό των 523.364 ευρώ, Αφού εν γνώσει των διοικούντων αυτού, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι διαχείρισης και του ΝΠΔΔ της Ιεράς Μονής, ελαβαν ποσά σε εκτέλεση ανύπαρκτης, άκυρης και σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης σύμβασης. Η υπόθεση δε αυτή εκκρεμεί πλέον ενώπιον των αρμίδιων ποινικών δικαστηρίων.
Σε κάθε δε περίπτωση η άρνηση της εν λόγω Ιεράς Μονής να συμμορφωθεί στις εντολές του διαχειριστικού ελέγχου προκύπτει σαφώς και από τη με ημερομηνία 27.4.2011 έκθεση βεβαίωσης γεγονότων των Οικονομικών Επιθεωρητών Σοφίας Πολυγένη και Παναγιώτη Παπαϊωάννου, στους οποίους είχε ανατεθεί αρχικώς ο διαχειριστικός έλεγχος, καθώς και από τα υπ’ αριθμ. πρωτ. 5184/23. 9.2011 και 5451/30.9.2011 έγγραφά τους, που έχουν συνταχθεί εντός του ιδίου έτους με το επίδικο έγγραφο- Πράξη του κατηγορουμένου και στα οποία γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων για διάφορες προσχηματικές και αβάσιμες δικαιολογίες και εμπόδια στη διενέργεια του ελέγχου, τα οποία υψώνονται εκ μέρους των υπολόγων της Ιεράς Μονής. Εξάλλου η άρνηση αυτή των εν λόγω προσώπων είχε διαπιστωθεί και σε προηγούμενα έτη από την Υπηρεσία Εκκλησιαστικής Οικονομικής Επιθεώρησης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. 223/20.6.2002 και 560/ 20.7.2004 έγγραφα αυτής), καθώς και από τους ορισθέντες Εκκλησιαστικούς Οικονομικούς επιθεωρητές Γεωργίου Τσιουλάκη και Στέφανο Περπινιά (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. 51/19.2.2001, 77/29.10.2001 και 69/20.6.2002 έγραφά τους αντίστοιχα).
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν αποστολής της άνω υπ’ αριθμ ΡΛ/18.8.2011 πράξης του κατηγορουμένου, η Ιερά Σύνοδος, έχοντας την αυτή άποψη επί των άνω πραγματικών περιστατικών, με τις υπ αριθμ. 4904/22.8.2011 και 4905/22.8.2011 αποφάσεις της επέβαλε το επιτίμιο της ακοινωνησίας σε ολόκληρη την αδελφότητα της Ιεράς Μονής και πρότεινε να διαλυθεί το νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μονής, όπως και ακολούθως έγινε με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 5/2013 Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο διαλύθηκε η εν λόγω Μονή, συγχωνεύτηκε αυτή με την Ιερά Μονή Αμπελακιώτισσας και κατέστη Μετόχιο της Μονής Αυτής.
Από όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα συνάγεται ότι τα άνω εκτεθέντα από τον κατηγορούμενο περιστατικά την υπ αριθμ ΡΛ/18.8.2011 Πράξη του είναι αληθή και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ο δε κατηγορούμενος προέβη στη σύνταξη του σχετικού εγγράφου κατόπιν σχετικού έγγραφου αιτήματος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο εκτίθεντο τα ίδια ως γεγονότα αναφορικά με την έλλειψη νόμιμης διοίκησης και την άρνηση της Ιεράς Μονής να συμμορφωθεί στις εντολές διαχειριστικού ελέγχου.
Εξάλλου η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ακολούθως στο άνω ΠΔ με αριθμό 5/2013 (Α 14/17.1.2013) ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 299/2016 απόφαση του ΣτΕ, καθόσον η σχετική αίτηση έγινε δεκτή για το λόγο ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν υπήρχε απόφαση σε ισχύ της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.), η οποία να εγκρίνει τη διάλυση της Ιεράς Μονής και τούτο διότι η σχετική έγκριση, που είχε χορηγηθεί με την από 19.8.2011 απόφασης της Δ.Ι.Σ. κατόπιν της από 18.8.2011 σύμφωνης γνωμοδότησης (πράξη ΡΛ/2011) του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, είχε ήδη καταστεί ανενεργός λόγω της έκδοσης μεταγενέστερων αντιθέτου περιεχομένου αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., με τις οποίες η Σύνοδος αρχικά έθεσε συγκεκριμένους όρους στην Ιερά Μονή για τη συνέχιση της λειτουργίας της και τελικά δέχθηκε ότι η τροποποίηση από την αδελφότητα της Ιεράς Μονής του Εσωτερικού Κανονισμού αυτής, κατ’ αποδοχή σχετικού κειμένου, που υποδείχθηκε από την Δ.Ι.Σ., συνιστούσε επαρκή λόγο, ώστε η Ιερά Μονή να εξακολουθήσει να υφίσταται ως ΝΠΔΔ, προτρέποντας το Μητροπολίτη Ναυπάκτου να προχωρήσει στην αναστολή κατάργησης ή συγχώνευσης της Ιεράς Μονής.
Επομένως, από το περιεχόμενο της παραπάνω απόφασης του ΣτΕ προκύπτει ότι το άνω ΠΔ ακυρώθηκε όχι επειδή ήταν παράνομες ή αναληθείς οι εν λόγω αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και η επίδικη Πράξη του κατηγορουμένου Μητροπολίτη ως προς το γεγονός της έλλειψης νόμιμης διοίκησης και της άρνησης συμμόρφωσης σε εντολές διαχειριστικού ελέγχου, αλλά επειδή μεταγενέστερα ανακλήθηκε η αρχική απόφαση της ΔΙΣ για διάλυση της Ιεράς Μονής κατόπιν σχετικής συμμόρφωσης αυτής στους όρους που έθεσε εκ των υστέρων η Ιερά Σύνοδος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων, εφόσον αποδείχθηκε ότι τα γεγονότα που εξέθεσε ο κατηγορούμενος στην υπ’ αριθμ. ΡΛ/2011 Πράξη του ήταν αληθή και σε καμία περίπτωση αυτός δεν εξέθεσε με την άνω Πράξη εν γνώσει του ψέματα, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 εδ. α ΠΚ, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και επομένως πρέπει ο τελευταίος να κηρυχθεί αθώος αυτής, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
δικάζοντας με παρόντα τον κατηγορούμενο
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ΑΘΩΟ