Κατά τό 1725 ἔτος, τόν μήνα Ἀπρίλιο
Μαρτύρησε ἡ Ἁγία Ἀργυρῆ
(ἐκ τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου Ἁγίου Νικοδήμου)
- Ἡ Ἀργυρῆ δή τοῖς φυλακῆς βασάνοις,
- ὑπέρ τό ἀργύριον ἡμᾶς φαιδρύνει.
- Ἡ Ἀργυρῆ μέ τά βάσανα τῆς φυλακῆς
- ὑπέρ τό ἀργύριο μᾶς χαροποιεῖ.
Αὐτή ἡ χρυσῆ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Ἀργυρῆ ἦταν ἀπό τήν Προῦσσα, ἀπό γονεῖς θεοσεβεῖς, ὡραία στήν ὄψη καί φοβούμενη τόν Θεό.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ μακαρία παντρεύτηκε, καί ἐνῶ ἦταν νεόνυμφη, τήν ἀγάπησε ἕνας Τοῦρκος γείτονάς της, ὁ ὁποῖος ζητῶντας νά τήν φέρει στήν κακή γνώμη του καί μή μπορῶντας, ψευδομαρτύρησε ἐναντίον της στόν κριτή τῆς Προύσσας, ὅτι δῆθεν ὑποσχέθηκε νά γίνη Τούρκισσα.
Γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ κριτής ἀμέσως φυλάκισε τήν Ἁγία.
Ὁ δέ ἄνδρας της, νομίζοντας ὅτι θά ἦταν καλύτερο, ζήτησε ἡ ὑπόθεσή της νά κριθεῖ στήν Κωνσταντινούπολη.
Καί λοιπόν, ἦρθε ἐκεῖ ὁ ἐχθρός τῆς Ἁγίας καί ἀντιδίκησε μέ αὐτή, ψευδομαρτυρώντας μπροστά στόν κριτή τά ἴδια κατά τῆς Μάρτυρος. Ἡ δέ Μάρτυς ἀποκρίθηκε ὅτι δέν γνωρίζει νά εἶπε ποτέ τέτοιον λόγο καί νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της. Καί ὅτι εἶναι Χριστιανή καί Χριστιανή πάλι θέλει νά πεθάνει.
Μετά ἀπό αὐτό, μέ προσταγή τοῦ κριτῆ ἔδειραν τήν Ἁγία καί τήν ἔβαλαν στήν φυλακή. Καί πάλι τήν ἔβγαλαν καί τήν ἀνακρίνανε. Καί ὕστερα πάλι τήν ἔβαλαν στήν φυλακή. Καί αὐτό γινόταν σέ αὐτή συνεχῶς καί κατ' ἐξακολούθηση γιά ἕνα διάστημα –ὤ, τῆς γενναιότητός της!– δεκαεπτά ὁλόκληρων χρόνων!
Ἀλλά καί μέσα στήν φυλακή καθώς βρισκόταν ἡ μακαρία, πάντοτε ἐνοχλεῖτο καί ὑβριζόταν ἀπό τίς τούρκισσες γυναῖκες, πού ἦταν φυλακισμένες ἐκεῖ γιά τίς κακές πράξεις τους. Αὐτές παρακινοῦσε ὁ διάβολος νά πειράζουν τήν Ἁγία, γιά περισσότερη θλίψη καί βάσανο.
Ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινε ἡ ἀοίδιμος μέ μεγάλη γενναιοψυχία, γιά τήν ἀγάπη καί τόν πόθο πού εἶχε γιά τόν νυμφίο της Χριστό.
Τί λέγω μόνον αὐτά; Καί αὐτή ἀπό μόνη της ἐπαίδευε τό σῶμα της μέ νηστεία καί μέ κάθε ἄλλη ἄσκηση, καθώς τό μαρτύρησαν πολλές Χριστιανές γυναῖκες πού ἦταν συμφυλακισμένες μέ τήν Ἁγία, καί ὕστερα ἐλευθερώθηκαν.
Τόση δέ χαρά καί εὐχαρίστηση λάμβανε ἡ καρδιά τῆς Ἁγίας, ἐπειδή κατοικοῦσε στήν φυλακή γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τόση μεγάλη ἀνάπαυση λογάριαζε τήν ταλαιπωρία τῆς φυλακῆς, ὥστε ἐνῶ τήν εἰδοποίησε ὁ εὐλαβέστατος Χριστιανός Μανώλης ὁ Κιουρτζίμπασης (ἀρχιγουναρᾶς) νά τήν ἐλευθερώσει, ἐκείνη δέν τό δέχθηκε, θεωρώντας τήν φυλακή ὡς βασιλικό παλάτι, γιατί εἶχε λάβει πολλή Χάρη ἀπό τόν Θεό.
Ἕως ὅτου ἐκεῖ μέσα φυλακισμένη καί δέσμια γιά τόν Χριστό ἐτελείωσε τήν ζωή της καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τό δέ ἅγιον αὐτῆς λείψανο τό πῆραν οἱ Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν στό Χάσκιόϊ. Καί μετά ἀπό τρία χρόνια ἔκαναν ἀνακομιδή καί, ὤ τοῦ θαύματος, βρέθηκε σῶο καί ἀκέραιο τό Ἅγιό της λείψανο καί ἔδωσε ἄρρητη εὐωδία. Τό ἔλαβαν ἀμέσως μέ μεγάλη εὐλάβεια οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Χριστιανοί καί τό ἀπέθεσαν μέσα στήν ἐκεῖ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, μέ τήν ἄδεια τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχη Παϊσίου.
Τό λείψανό της μέχρι σήμερα βρίσκεται ἐκεῖ καί προσκυνεῖται ἀπό τούς Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, ἄρχοντες, εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.