Κατά τό 1795 ἔτος, Ὀκτωβρίου ιγ΄
Ἐμαρτύρησεν ἡ Ἁγία Χρυσῆ
(Ἐκ τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου, Ἁγίου Νικοδήμου)
- Ἐν ταῖς βασάνοις χρυσός οἷον καμίνῳ,
- Χρυσῇ ἐδείχθης ἠγλαϊσμένη ὅλη.
- Στά βάσανα χρυσός σάν σέ καμίνι
- Χρυσῆ ἐδείχθης λελαμπρυσμένη ὅλη.
Αὐτή ἡ Παρθενομάρτυρας καί ἀμίαντη νύμφη τοῦ ἐπουράνιου βασιλιά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ Σλάτω, ὄνομα τό ὁποῖο στήν δική μας κοινή διάλεκτο ἑρμηνεύεται Χρυσῆ, ἦταν ἀπό μιά ἐπαρχία τῆς Μακεδονίας ἐπονομαζομένη Ἀλμωπία, ἀπό κάποιο χωριό πού τώρα ὀνομάζεται Χρυσῆ.
Ἦταν πτωχή κατά τό γένος –ἀφοῦ ἦταν θυγατέρα ἑνός Χριστιανοῦ πτωχοῦ καί ἄσημου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαζί μέ τήν Χρυσῆ τέσσερεις θυγατέρες– ἀλλά ἦταν πλούσια κατά τά προαιρετικά καί φυσικά πλεονεκτήματα. Προαιρετικά πλεονεκτήματα ἐννοοῦμε τήν θερμή πίστη στόν Θεό, τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη. Φυσικά ἐννοοῦμε τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου καί τήν ὡραιότητα, γιά τήν ὁποία ἀξιώθηκε ἡ μακαρία νά τελειωθεῖ μέ ἕνα ἔνδοξο καί γενναῖο μαρτύριο.
Γιατί ἕνας ἀπό τούς Τούρκους τοῦ τόπου ἐκείνου, βλέποντάς την τόσο ὡραία καί πανέμορφη, τρώθηκε στήν καρδιά του ἀπό σατανικό ἔρωτα, καί παραμόνευε νά βρῆ κατάλληλο καιρό γιά νά πραγματοποιήσει τόν κακό σκοπό πού μελετοῦσε.
Καί πράγματι, μιά ἀπό τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, ὅταν ἡ Ἁγία βγῆκε ἔξω μέ ἄλλες γυναῖκες, γιά νά μαζέψει ξύλα, τό ἔμαθε ὁ Ἀγαρηνός ἐκεῖνος, ὁ ἐπίβουλος τῆς παρθενίας τῆς Ἁγίας, καί παίρνει μαζί του καί ἄλλους Τούρκους καί πηγαίνει ἐκεῖ καί τήν πιάνει καί τήν πηγαίνει στό σπίτι του.
Καί στήν ἀρχή ἀρχίζει νά κολακεύει τήν Ἁγία μέ πολλές ὑποσχέσεις καί ταξίματα, προσπαθώντας νά διαστρέψει τήν γνώμη της καί νά τήν φέρει στήν θρησκεία του, λέγοντάς της ὅτι ἄν τουρκίσει, αὐτός ἔχει νά τήν πάρει γιά γυναίκα του. Ἔπειτα τήν φοβερίζει, ὅτι ἄν δέν μεταπειστεῖ μέ τά λόγια του, πρόκειται νά τῆς προξενήσει μεγάλα βάσανα.
Ἡ δέ ὄντως ὄνομα καί πράγμα Χρυσῆ, παθαίνοντας καί ἀκούοντας αὐτά τόσο ξαφνικά, δέν δείλιασε καθόλου, ἀλλά ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε νοερά γιά βοήθειά της τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ πολλή γενναιότητα καί παρρησία ἀποκρίθηκε: –Ἐγώ τόν Χριστό μου πιστεύω καί προσκυνῶ καί αὐτόν γνωρίζω γιά νυμφίον μου, τόν ὁποῖον δέν πρόκειται νά ἀρνηθῶ ποτέ, καί ἄν μοῦ προξενήσετε μύρια βάσανα καί ἄν κατακόψετε τό σῶμα μου σέ λεπτά κομμάτια.
Ἐκεῖνοι ἀφοῦ ἄκουσαν αὐτά καί σκέφθηκαν ὅτι μόνοι τους δέν θά τήν μεταπείσουν, μεταχειρίσθηκαν γιά τόν σκοπό τους καί ἄλλα μέσα. Ξέροντας, λοιπόν, ὅτι οἱ γυναῖκες εἶναι ἀπό τήν φύση του ἱκανότερες ἀπό τούς ἄνδρες στό νά ἀπατοῦν καί μάλιστα τίς ὅμοιες μέ αὐτές γυναῖκες, πρῶτα παράδωσαν τήν Ἁγία στίς γυναῖκες τους, παραγγέλνοντες σέ αὐτές νά χρησιμοποιήσουν κάθε τρόπο καί τέχνασμα γιά τήν μεταπείσουν. Καί αὐτές, ἀφοῦ παρέλαβαν τήν Μάρτυρα, τί δέν ἔκαναν καί τί δέν σκαρφίστηκαν, ἤ ποιές μαντεῖες ἄφησαν πού δέν τίς ἐφάρμοσαν κατά τῆς παρθένου κόρης; Ἕξι ὁλόκληρους μῆνες παρακινοῦσαν τήν εὐλογημένη νά δεχθεῖ τήν θρησκεία τους, ἀλλά μάταια ἐκοπίασαν, ἐπειδή ἡ μακαρία Χρυσῆ ἦταν στεριωμένη στήν ἀσάλευτη πέτρα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἔπειτα, ἀφοῦ κάλεσαν τούς ἴδιους τούς γονεῖς καί τίς ἀδελφές τῆς Μάρτυρος, μέ μεγάλους φοβερισμούς τούς πρόσταξαν ἤ νά παρακινήσουν τήν θυγατέρα τους νά τουρκίσει ἤ καί αὐτήν θά τήν θανατώσουν καί τούς ἴδιους θά τούς βασανίσουν καί θά τούς ζημιώσουν πολύ.
Ἀφοῦ ἦρθαν λοιπόν οἱ γονεῖς καί οἱ ἀδελφές της κοντά στήν Μάρτυρα –γιατί ὁ φόβος καί μή θέλοντες τούς ἀνάγκαζε νά τό κάνουν αὐτό– εἶπαν καί ἔκαναν ὅλα ἐκεῖνα, ὅσα μποροῦν νά μαλακώσουν καί τήν πλέον σκληρή καί ἀδαμάντινη ψυχή, κλαίοντες: –Γλυκύτατη κόρη μας, σπλαγχνίσου τόν ἑαυτό σου καί μᾶς τούς γονεῖς σου καί τίς ἀδελφές σου, πού κινδυνεύουμε ὅλοι νά ἀφανιστοῦμε ἐξαιτίας σου, καί ἀρνήσου τόν Χριστό κατά τό φαινόμενο, γιά νά γλυτώσεις καί ἐσύ καί ἐμεῖς. Καί ὁ Χριστός εἶναι εὔσπλαγχνος καί θά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία αὐτή γιά τήν ἀνάγκη καί τήν βία.
Καί ἐδῶ ἄς ἀναλογισθεῖ ὁ καθένας πόσο σφοδρός καί μεγάλος στάθηκε αὐτός ὁ πόλεμος, τόν ὁποῖον μηχανεύθηκε ὁ διάβολος, νά κινήσει κατά τῆς Μάρτυρος. Καί σέ ποιούς ἀσθενεῖς λογισμούς καί συμπάθεια μποροῦσαν νά φέρουν τήν ἁπαλή παρθένο τά δάκρυα τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα καί τῶν ἀδελφῶν πού ἔτρεχαν ποτάμι μπροστά της.
Ἀλλά ἔχετε θάρρος ἀγαπητοί, γιατί νίκησε ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν τόν πόλεμο καί τήν μεθοδεία τοῦ διαβόλου. Γιατί ἡ ἀνδρεία καί μεγαλόψυχη Χρυσῆ, καθώς ἦταν ἀναμμένη ἀπό τήν φωτιά πού ἔκαιγε στήν καρδιά της ἀπό τήν ἀγάπη της πρός τόν Χριστό, δέν κάμφθηκε καθόλου πρός συμπάθεια, ὅπως τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση, ἀπό τά λόγια καί τά δάκρυα τῶν γονιῶν καί ἀδελφῶν της, ἀλλά σάν νά ἔγινε ὑπεράνω τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος καί ἔξω ἀπό τούς ὅρους καί τούς νόμους τῆς φύσεως, στρέφεται πρός τούς γονεῖς καί τίς ἀδελφές της καί τούς λέει αὐτά τά ἀξιοθαύμαστα καί σοφώτατα λόγια: –Ἐσεῖς, πού μέ παρακινεῖτε νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό, δέν εἶστε πλέον γονεῖς μου καί ἀδελφές μου. Οὔτε ἐγώ θέλω νά σᾶς ξέρω ὡς τέτοιους στό ἑξῆς. Ἀλλά ἀντί γιά σᾶς Πατέρα ἔχω τόν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό. Μητέρα τήν Κυρία Θεοτόκο. Καί ἀδελφούς καί ἀδελφές ἔχω τούς Ἁγίους καί τίς Ἁγίες. Καί μέ τά λόγια αὐτά τούς ἔδιωξε.
Εὖγε, γιά τήν μεγαλόψυχη σου ἀνδρεία! Εὖγε γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν Θεό! Εὖγε γιά τήν σοφή διάνοια, πού εἶναι ἄξια οὐράνιων ἐπαίνων. Πράγματι, ἀδελφοί, πραγματοποιήθηκε στήν Ἁγία ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ θεϊκός Δαβίδ: «Ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου μέ ἐγκατέλειψαν, ἀλλά ὁ Κύριος μέ προσέλαβε» (Ψαλμ. κς΄, 10). Καί ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος: «Μή νομίσετε ὅτι ἦρθα γιά νά βάλω εἰρήνη στήν γῆ· δέν ἦρθα νά φέρω εἰρήνη ἀλλά μαχαίρι· γιατί ἦρθα νά διχάσω ἄνθρωπον κατά τοῦ πατέρα του καί θυγατέρα κατά τῆς μητέρας της. Καί οἱ οἰκιακοί τοῦ ἀνθρώπου θά γίνουν ἐχθροί του» (Ματθ. ι΄, 34).
Βλέποντας οἱ ἀλλόπιστοι, καί μάλιστα ὁ κακός ἐκεῖνος ἐραστής τῆς παρθένου, ὅτι δέν μπόρεσαν νά κατορθώσουν τίποτε καί νά μεταστρέψουν τήν Ἁγία ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε μέ τά μέσα ἐκεῖνα καί τά ὄργανα πού χρησιμοποίησαν, ἄφησαν πλέον τίς κολακεῖες καί τά λόγια σέ ἕνα μέρος καί ἄρχισαν νά βασανίζουν τήν Μάρτυρα.
Καί πρῶτα, τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες τήν ράβδιζαν κάθε μέρα. Ἔπειτα, τήν ἔγδαραν καί ἔβγαλαν πολλές λωρίδες ἀπό τό δέρμα της καί τίς ἄφησαν κρεμασμένες μπροστά της, γιά νά δειλιάσει βλέποντας αὐτά. Τό αἷμα ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό παρθενικό σῶμα τῆς Μάρτυρος καί κοκκίνιζε τήν γῆ. Ἔπειτα, πύρωσαν μιά σούβλα καί τήν πέρασαν ἀπό τά αὐτιά τῆς Μάρτυρος, ὥστε ὁ καπνός ἔβγαινε ἀπό τήν μύτη καί τό στόμα της.
Καί ἡ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἔπασχε τέτοια καί τόσα πάνδεινα βάσανα πού μποροῦν νά κάμψουν καί αὐτούς τούς πλέον μεγαλόψυχους ἄνδρες, ὑπέμεινε μέ πολλή γενναιότητα, λαμβάνοντας δύναμη ἀπό τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τόν ἐγκάρδιο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ μεταφραστής, «ψυχή πού ἁλώθηκε ἀπό τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό, δέν ὑπολογίζει τά παθήματα, ἀλλά ἐντρυφᾶ στά ἐπίπονα καί θάλλει μέ τήν κακοπάθεια».
Ὅταν ἄκουσε ἡ Ἁγία ὅτι ἐκεῖ κοντά βρισκόταν ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους παπα-Τιμόθεος, τόν ὁποῖον εἶχε πνευματικό της πατέρα –ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνδρας σεμνός καί ἀξιόπιστος καί διηγήθηκε σέ μᾶς τό παρόν μαρτύριο– τοῦ ἔστειλε μήνυμα μέ κάποιον Χριστιανό, νά προσεύχεται στόν Θεό γιά νά τήν ἀξιώσει νά τελειώσει θεαρέστως τόν δρόμο τοῦ Μαρτυρίου της.
Τελικά, οἱ ὠμοί καί σκληρόκαρδοι ἐκεῖνοι, ἤ καλύτερα νά ποῦμε οἱ ὠμότεροι καί ἀπό αὐτά τά θηρία, σάν νά μή χόρτασαν ἀπό τόσα καί τόσα βασανιστήρα πού ἔκαναν στήν Ἁγία, ἀλλά θαυμάζοντες πῶς ἔμεινε ἀκόμη ζωντανή καί δέν πέθαινε –ὤ, τί κάνει ἡ κακία!– θύμωσαν τόσο καί πείσμωσαν, ὥστε μή ὑποφέροντες νά νικηθοῦν αὐτοί ἀπό ἕνα κορίτσι, κρέμασαν τό ἀρνάκι τοῦ Χριστοῦ σέ μιά ἀγριοαχλαδιά καί πέφτοντας πάνω της ὅλοι μέ τά μαχαίρια τους, κατέκοψαν σέ κομματάκια τό ἱερό σῶμα τῆς παρθένου.
Καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ καλή Χρυσῆ ἀφοῦ δοκιμάσθηκε καί λαμπρύνθηκε σάν τόν χρυσάφι στό χωνευτήρι τόσων βασάνων παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ ἀθανάτου Νυμφίου της, λαμβάνοντας διπλό στεφάνι, τῆς παρθενίας καί τῆς ἀθλήσεως. Καί τώρα συγχορεύει καί συναγάλλεται στόν οὐρανό μαζί μέ τίς φρόνιμες καί ἀθλοφόρες παρθένες, παριστάμενη δεξιά τοῦ νυμφίου της Χριστοῦ καί μαζί Του συμβασιλεύει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Τά δέ ἀθλητικότατα καί παρθενικά λείψανα τῆς Μάρτυρος τά πῆραν κρυφά μερικοί Χριστιανοί καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμές καί μέ εὐλάβεια.
Ἄς ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς, μέ τίς πρεσβεῖες της, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.