Skip to main content

Νέο Θεολογικό βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Theologikes MeletesΠρόσφατα ἐξεδόθη νέο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μέ τίτλο «Θεολογικές Μελέτες» καί ὑπότιτλο «ἐπιστημονικές καί ἐρευνητικές ἐργασίες κυρίως τῆς περιόδου 1954-1970».

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔζησε τό μισό διάστημα τῆς ζωῆς του στήν Ἀμερική καί τό ἄλλο μισό διάστημα στήν Ἑλλάδα. Τά πρῶτα ἐρευνητικά κείμενά του ἦταν γραμμένα στήν ἀγγλική γλώσσα καί εἶχαν δημοσιευθῆ σέ περιοδικά, ἰδίως στό Greek Orthodox Theological Review, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, τό ὁποῖο τώρα δέν ἐκδίδεται, καί γι’ αὐτό ἦταν δυσεύρετα.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἐρευνητική ἐπιστημονική αὐτή πλευρά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἦταν ἄγνωστη σέ ὅσους δέν γνωρίζουν τήν ἀγγλική γλώσσα καί διεσπαρμένη, γι’ αὐτό ἀνέλαβα τό ἔργο νά μεταφραστοῦν καί νά ἐκδοθοῦν στήν ἑλληνική γλώσσα γιά νά γίνουν γνωστά στό ἑλληνικό κοινό καί στούς Θεολόγους.

Ἔτσι, πέρα ἀπό τήν γενική ἐπιμέλεια καί τόν πρόλογο πού ἔγραψα, παρεκάλεσα τόν κ. Ἀναστάσιο Φιλιππίδη, πού γνωρίζει καλά τήν ἀγγλική γλώσσα ἀπό τίς σπουδές του στήν Ἀμερική, στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γέηλ, νά τίς μεταφράση, τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Γεώργιο Παναγόπουλο, στήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, νά ἔχη τήν ἐπιστημονική ἐπιμέλεια, τήν Γενική Εἰσαγωγή καί τίς ἐπί μέρους Εἰσηγήσεις, τήν ἀδελφή Πελαγία νά ἐπιμεληθῆ τήν μετάφραση ὡς Ἀγγλίδα, καί τίς μοναχές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) νά ἀναλάβουν τήν ἔκδοση. Φυσικά, ἔλαβα καί τήν ἄδεια ἀπό τήν κληρονόμο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τήν κόρη του Ἀναστασία Ρωμανίδη.

Ἔτσι, ὅλα αὐτά τά κείμενα συγκεντρώθηκαν σέ ἕναν τόμο καί ἐκδόθηκαν, καί θεωρῶ ὅτι ἡ ἔκδοση αὐτή θά ἀναδείξη ἀκόμη περισσότερο τήν ἐπιστημονική ἐπάρκεια τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στόν θεολογικό χῶρο, καθώς ἐπίσης θά δείξη τό μεγάλο ἐρευνητικό χάρισμα πού εἶχε καί ὅτι ἦταν πρωτοπόρος στήν ἐπαναφορά τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στήν πατερική βάση, ἀπηλλαγμένη ἀπό σχολαστικές καί προτεσταντικές ἐπιρροές.

Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἔκδοση αὐτή θά ὁλοκληρώση τήν ἄποψη τῶν θεολόγων γιά τήν προσφορά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στήν θεολογική ἐπιστήμη καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή.

Ὡς εἰσαγωγή στό βιβλίο αὐτό ἔγραψα ἕνα μικρό κείμενο μέ τίτλο: «Ἡ θεολογική πορεία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη». Τό παραθέτω γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν.

 

Ἡ θεολογική πορεία τοῦ π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης (1927-2001) γεννήθηκε στόν Πειραιά ἀπό Καππαδόκες πρόσφυγες γονεῖς, ἀλλά ἀπό νήπιο 72 ἡμερῶν (περίπου δυόμιση μηνῶν) μεγάλωσε στήν Νέα Ὑόρκη (στό Μανχάταν), ζώντας μεταξύ τῆς καππαδοκικῆς παραδόσεως πού ἐπικρατοῦσε στό σπίτι του, μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τόν ἐκκλησιασμό, καί τῆς δυτικῆς παραδόσεως πού συναντοῦσε στό περιβάλλον τῶν Σχολείων καί τῶν Πανεπιστημίων πού σπούδασε.

Κατ’ ἀρχάς ὡς μαθητής σπούδασε σέ Παπικό Γυμνάσιο, ὅπου διδάχθηκε τήν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔπειτα συνέχισε τίς σπουδές του ὡς φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, πού διδάχθηκε μιά θεολογία ἀνάμεικτη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικοῦ Σχολαστικισμοῦ καί Προτεσταντικῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας καί στοιχείων βιβλιογραφικῆς Πατερικῆς θεολογίας. Ἀκολούθως σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Γέιλ, ὅπου γνώρισε μέ ἐπιστημονικό τρόπο τήν προτεσταντική μέθοδο ἐρεύνης τῆς «Βίβλου», ὥς ὅτου συνάντησε στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Νέας Ὑόρκης τόν μεγάλο ὀρθόδοξο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε τίς βάσεις τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας.

Τότε «ξύπνησε» ἀπό μέσα του τό καππαδοκικό περιβάλλον τῶν γονέων του καί μέ μιά προσωπική ἔντονη δημιουργική σύνθεση ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἕνας νέος παραδοσιακός καί δημιουργικός θεολόγος, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔτσι, ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, μέ τήν παράλληλη γνώση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἡσυχασμοῦ διαμόρφωσαν τελικά τόν ὥριμο Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Εἶναι φανερόν ὅτι μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐξέλιξη καί ἀνάπτυξη πρέπει νά μελετήση κανείς τήν ὅλη σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί νά δῆ τίς τρεῖς περιόδους τῆς θεολογικῆς του ἀναπτύξεως, ὅπως φαίνεται σέ ὅλα τά ἔργα πού συνέγραψε.

Ἑπομένως, ὡς συγγραφεύς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διακρίνεται σέ τρεῖς περιόδους. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ διαμορφούμενη θεολογική σκέψη του μέ τήν ἐπίδραση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι μέχρι τήν διδακτορική του διατριβή στήν Ἀθήνα τό 1957, γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ δεύτερη ἀρχίζει ἀπό τήν διδακτορική διατριβή τό ἔτος 1957 μέχρι τήν ἔλευσή του στήν Ἑλλάδα τό ἔτος 1968 κάτω ἀπό τήν μεγαλύτερη ἐπίδραση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ἀλλά, ἀσφαλῶς, καί μέ τό ξύπνημα τῆς καππαδοκικῆς παραδόσεως τῶν γονέων του καί τήν προσέγγισή του στήν ἡσυχαστική παράδοση. Ἡ τρίτη περίοδος ἀρχίζει ἀπό τό 1968 καί κυρίως τό 1970 πού ἄρχισε τήν ἀκαδημαϊκή του δραστηριότητα στήν Ἑλλάδα μέχρι τήν κοίμησή του τό ἔτος 2001.

Μέσα σέ αὐτές τίς τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς του βλέπει κανείς τήν ἀνάπτυξη τοῦ θεολόγου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὡς συγγραφέα, καί μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἑρμηνεύση τό συγγραφικό καί προφορικό του ἔργο. Μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν περιόδων τῆς ζωῆς του βλέπει κανείς διαφορές καί ὁμοιότητες. Θά ἐπιχειρήσω μιά μικρή παρουσίαση αὐτῶν τῶν τριῶν περιόδων τῆς θεολογικῆς του σκέψεως, ὡς θεολόγου συγγραφέως.

1. Περίοδος 1954-1957

Ἡ θεολογική αὐτή περίοδος ἔχει μέσα της δύο βάσεις. Ἡ μία εἶναι ἡ καππαδοκική παράδοση τῶν γονέων του καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ γνώση ἀπό τίς σπουδές του στά δυτικά Σχολεῖα καί Πανεπιστήμια.

Αὐτή τήν περίοδο διδάσκεται τήν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, τήν ὁποία, ὅμως, ἀργότερα ἀπορρίπτει, ὅταν γνωρίζη τήν προτεσταντική μέθοδο ἐρεύνης τῶν Γραφῶν. Ἔπειτα, μέ τήν γνωριμία τῆς θεολογικῆς ὀρθοδόξου σκέψεως τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι κάνει μιά δημιουργική ἐρευνητική ἐργασία. Ἀπορρίπτοντας καί τήν προτεσταντική θεολογία, χρησιμοποιεῖ τήν μέθοδό της, πού εἶναι ἡ ἱστορική, ἡ φιλολογική καί ἡ θρησκευτική μέθοδος ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, καί τήν εἰσάγει στήν ἑρμηνεία τῆς πατερικῆς παραδόσεως, γιά νά ἐξετάση τό κλίμα μέσα στό ὁποῖο θεολόγησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζοντας τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους.

Μέ τόν τρόπο αὐτό προχώρησε τήν ἔρευνα στίς ἀρχαῖες πηγές καί μελέτησε τήν περίοδο ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι τούς σχολαστικούς θεολόγους, δηλαδή μιά περίοδο τῶν πρώτων ἕνδεκα αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄρχισε μέ τήν μελέτη τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων φθάνοντας μέχρι τόν 4ο αἰώνα. Μέ τήν ἑρμηνευτική μέθοδο ἐρεύνης πού διδάχθηκε ἀπό τίς βιβλικές σπουδές του ξεχώρισε τούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί τούς διαδόχους τους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τίς ἀπόψεις τῶν κλασσικῶν μεταφυσικῶν φιλοσόφων τοῦ 4ου αἰῶνος π.Χ., Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί τῶν μετέπειτα νεοπλατωνικῶν τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ.

Καρπός τῆς μελέτης αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι τά πρῶτα ἔργα του, ὅπως «Ἡ προπατορική ἁμαρτία κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο», «Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου», «Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ», «Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου», μέ κατάληξη τήν διδακτορική του διατριβή «Τό προπατορικό ἁμάρτημα», τοῦ ὁποίου ὁ ὑπότιτλος εἶναι χαρακτηριστικός: «Συμβολή εἰς τήν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας περί Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καί Δυτικῆς μέχρι τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίας».

Μέ τόν ὑπότιτλο αὐτό καί μέ τήν μελέτη τοῦ ὅλου ἔργου του φαίνεται καθαρά ὅτι, ἀρνούμενος τήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία πού εἶχε διδαχθῆ καί χρησιμοποιώντας τήν μέθοδο ἐρεύνης τῶν Προτεσταντῶν στά βιβλικά κείμενα, παρουσιάζει τό τί εἶναι τό προπατορικό ἁμάρτημα μέ ὅλο τό συγγενές περιβάλλον τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἤτοι «Σχέση Θεοῦ καί κόσμου», «Ὁ Σατανᾶς», «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», «Ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πνευματικός Ἄνθρωπος», καί ἀσκεῖ κριτική ὄχι μόνον στίς προτεσταντικές ἀπόψεις, ἀλλά καί στίς σχολαστικές θεωρίες, γιά τόν Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί γιά τήν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.

Τό ὅτι τήν διατριβή αὐτή τήν ἀφιέρωσε στούς γονεῖς του μέ τήν φράση «εὐγνωμόνως ἀφιεροῦται εἰς τούς σεβαστούς μου γονεῖς Σάββαν καί Εὐλαμπίαν», δέν δείχνει μιά τυπική πράξη εὐγνωμοσύνης στούς γονεῖς του γιά τήν γέννηση καί τήν γενικότερη βοήθεια πού τοῦ προσέφεραν, ἀλλά γιά τό ὅτι ξύπνησε μέσα του ἡ ὅλη καππαδοκική παράδοση πού ζοῦσαν ἐκεῖνοι καί τήν ὁποία μετάγγιζαν σέ αὐτόν ἀπό τήν μικρή του ἡλικία.

2. Περίοδος 1957-1968

Ἡ δεύτερη περίοδος ὡς θεολόγου συγγραφέως ἦταν, κατά τήν γνώμη μου, ἡ πλέον δημιουργική περίοδος ἀπό ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς στήν θεολογική συγκρότησή του, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ἔγκριση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς (1957) μέχρι τήν ἐκλογή του ὡς καθηγητοῦ στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τό 1968. Ἄν ἡ προηγούμενη περίοδος (1955-1957) ὡς συγγραφέως ἦταν πράγματι ἕνα «θεολογικό ξύπνημά» του, αὐτή ἡ περίοδος ἦταν μιά δυναμική εἴσδυση στήν πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Σέ αὐτό συνετέλεσαν τέσσερεις βασικοί παράγοντες. Πρῶτον, ἡ θεολογική συζήτησή του μέ τόν Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, κατά τήν ἔγκριση τῆς διατριβῆς του περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού τόν ἐκέντρισε κυριολεκτικά γιά τήν μετέπειτα θεολογική ἔρευνά του. Δεύτερον, ἡ συνέχιση τῶν μεταδιδακτορικῶν σπουδῶν του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Τρίτον, ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, πράγμα πού τόν βοήθησε νά συστηματοποιήση τήν ἕως τότε καί ἀκόμη συνεχιζόμενη ἔρευνά του πάνω στήν πατερική θεολογία, καί τήν ἀντιπαράθεση πρός τήν δυτική θεολογία. Τέταρτον, ἡ πρώτη οὐσιαστική προσέγγιση μέ τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, διά μέσου τοῦ Ἱερομονάχου π. Παντελεήμονος Μητρόπουλου, πρώην ὑποτακτικοῦ τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, καί μέ τήν ἀνάγνωση τῶν ἐπιστολῶν πού ἀπέστελε ὁ ἅγιος Ἰωσήφ στόν π. Παντελεήμονα.

Καρποί αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι τά ἔργα: «Ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος καί τό τέταρτο Εὐαγγέλιο», «Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ A. Wolfson», «Τά σημαντικότερα σημεῖα τῆς συζητήσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καί μερικές προτάσεις γιά μιά νέα προσέγγιση», «Σχόλια ἐπί τῆς Παλαμικῆς διαμάχης καί σχετικά θέματα (Μέρος Α΄, Μέρος Β΄)», «Μία φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί Χαλκηδόνα».

Αὐτή ἡ περίοδος ἦταν πολύ σημαντική γιά τήν θεολογική ἐξέλιξή του, ἦταν ἕνα σκαλοπάτι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο πού τελείωσε μέ τήν διδακτορική του διατριβή. Ἡ θεολογική του σκέψη ἀναπτύσσεται περισσότερο καί ὡρίμασε ἐκπληκτικά καί δημιουργικά. Δέχεται ἐπιρροές ἀπό τόν δάσκαλό του π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ἀλλά ἀναπτύσσεται περισσότερο δημιουργικά καί σέ πολλά θέματα διαφοροποιεῖται ἀπό αὐτόν, ἐκφράζοντας τόν προσωπικό του τρόπο ἐρεύνης καί καταγραφῆς.

3. Περίοδος 1968-2001

Ἡ τρίτη αὐτή περίοδος ἀρχίζει ἀπό τήν ἐκλογή του, τόν Ἰούνιο τοῦ 1968, στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ἀλλά ἄρχισε νά διδάσκη τό 1970 μέχρι τήν κοίμησή του. Ἀπό πλευρᾶς τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ πλέον ταραχώδης περίοδος σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἤτοι θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, οἰκογενειακά καί κοινωνικά, ὁπότε μετά τήν συνταξιοδότησή του αὐτοαπομονώθηκε μέχρι τήν κοίμησή του, τήν 1η Νοεμβρίου 2001.

Ἐπειδή εἶχε μιά ἄρτια ἐπιστημονική θεολογική συγκρότηση καί διέθετε ἕναν καππαδοκικό χαρακτήρα συνδεδεμένο μέ μιά ἀμερικανική νοοτροπία, δέν ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τούς περισσότερους συναδέλφους του Καθηγητές, ἐνῶ ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς φοιτητές του, πού πολλοί ἔγιναν Κληρικοί καί μοναχοί. Ὁ ἴδιος ἦταν εὐγενής ὡς ἄνθρωπος, ἐσωστρεφής, ἀλλά, ὅπου χρειαζόταν, γινόταν καί μαχητικός.

Ἡ μετακίνησή του ἀπό τήν Ἀμερική στήν Ἑλλάδα εἶχε συνέπειες στήν οἰκογενειακή του ζωή. Ἡ χρησιμοποίησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους τόν ἔφεραν σέ ἀντίθεση μέ τήν δυτική θεολογία καί νοοτροπία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά καί τούς ὀρθοδόξους θεολόγους πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν δυτική θεολογία, προτεσταντική καί σχολαστική. Ἡ προσπάθειά του, ἐπίσης, νά ἀφυπνίση τήν ὑπνώττουσα ἐκκλησιαστική παράδοση στούς ἀνθρώπους τῆς Ἑλλάδος, προξένησε τήν δυσφορία μερικῶν Νεοελλήνων θεολόγων.

Πάντως, αὐτήν τήν περίοδο πού ἕνας θεολόγος ὁ ὁποῖος μεγάλωσε στήν Ἀμερική καί ἦλθε στήν Ἑλλάδα, κομίζοντας τό πατερικό πνεῦμα μέ ἕναν φρέσκο τρόπο, ξάφνιασε πολλούς, θεολόγους καί μή, ὁπότε ἔγινε σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἄλλοι ἐνθουσιάσθηκαν καί ἄλλοι ἀντιδροῦσαν μέ ποικίλους τρόπους στά ὅσα ἔλεγε.

Προοΐμιον αὐτῆς τῆς περιόδου, πού εἶναι καί ἡ σύνδεση μεταξύ τῶν δύο προηγουμένων περιόδων καί αὐτῆς τῆς τελευταίας περιόδου, εἶναι τό Δίτομο ἔργο: Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, πού προορίζονταν γιά τούς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί ἦταν ἡ βάση τῆς περαιτέρω ἀναπτύξεως τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας του.

Ἀκολούθησαν ἄλλα ἔργα του, ὅπως: Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, τά πολύ σημαντικά κείμενά του: Ἡ Χριστολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Κριτικός ἔλεγχος τῶν Ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας, Ὁ Θεολόγος στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν οἰκουμενικό διάλογο, Φράγκοι, Ρωμαῖοι, Φεουδαλισμός καί Δόγμα, Ἰησοῦς Χριστός-ἡ Ζωή τοῦ κόσμου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν καί πνευματικότητα τῆς Ρωμηοσύνης, Ἐκκλησία καί Σύνοδοι καί πολιτισμός, Ὀρθόδοξος καί Βατικάνιος Συμφωνία περί Οὐνίας, Ἡ θρησκεία εἶναι Νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της καί μερικά ἄλλα ἔργα του.

Τό διακριτικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς ὥριμης θεολογικῆς του περιόδου εἶναι ἡ συγκρότηση τῆς δικῆς του θεωρίας, μέ τήν ὁποία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν θεολογική παράδοση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἐντελῶς ἀπό αὐτήν, ἀλλά εἶναι μιά αὐθεντικότερη ἑρμηνεία τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν ἀνατολικό ὀρθόδοξο Χριστιανισμό, ἀφοῦ βλέπει καθαρότερα τά θεολογικά θέματα, ὅπως διαμορφώθηκαν τήν δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι διαπίστωσε, προϊόντος τοῦ χρόνου, κατά διάφορα στάδια τήν παρέκκλιση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί θεολόγων ἀπό τήν πατερική παράδοση μέ τόν σχεδιασμό καί τίς ἐπεμβάσεις τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως φαίνεται σέ δύο ἐπίπεδα, δηλαδή τά πολιτικά, ἤτοι τήν ἀποδέσμευση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ρωμηοσύνη, καί τά θεολογικά, τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τόν ἱερό ἡσυχασμό.

Ἔτσι, αὐτήν τήν περίοδο, ὄχι μόνον μέ τά κείμενά του, ἀλλά, κυρίως, μέ τόν προφορικό του λόγο, κατά τίς πανεπιστημιακές του παραδόσεις, ἀλλά καί σέ ἄλλες συναντήσεις του, κυρίως στήν Ἀθήνα, παρουσίασε ἔντονα δύο σοβαρά θέματα.

Πρῶτον, δίδαξε μέ αὐθεντικό τρόπο τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέσα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις της, πού εἶναι ὁ ἡσυχασμός, τά σχετικά μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἤτοι νοῦς, καρδία, νοερά προσευχή, θεωρία Θεοῦ κλπ. Σέ αὐτό τό θέμα ἦταν ἀπόλυτος, γιατί αὐτά ἦταν τά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς ὀρθοδόξου προφητικῆς, ἀποκαλυπτικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως, δηλαδή τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Δεύτερον, παρουσίασε μέ ἔντονο τρόπο, θά ἔλεγα προφητικό, τά πολιτικά αἴτια τά ὁποῖα προκάλεσαν τήν διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τήν ἐκκοσμίκευση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων στόν ὀρθόδοξο χῶρο, ἀπό τήν φραγκολατινική παράδοση. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο εἶδε τήν ἄνοδο τῶν Φράγκων μέ τόν Καρολομάγνο στό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό ἔτος 794, τόν φραγκικό πολιτισμό πού ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμηοσύνης καί δημιούργησε τήν φραγκολατινική παράδοση. Αὐτό πού οἱ σύγχρονοι τό ὀνομάζουν σχολαστικισμό, αὐτός τό ὀνόμασε ὡς φραγκολατινική παράδοση, γιατί δημιουργήθηκε ἀπό τούς Φράγκους ὡς ἀποδέσμευση ἀπό τήν θεολογία τῶν Ρωμαίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι Φράγκοι χρησιμοποίησαν τούς λατινόφωνους Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, πού τόν προέβαλαν ὑπερβολικά καί σέ μερικά σημεῖα ἴσως καί παρερμηνευτικά,, γιά νά ἀρνηθοῦν τούς Πατέρες τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἔτσι, ὁμιλοῦσε γιά Ρωμαίους καί Φράγκους μέσα ἀπό θεολογική προοπτική. Ἤθελε νά δείξη τήν διαφορά μεταξύ τῶν Πατέρων κατά τήν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν στήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, καί τῆς φραγκολατινικῆς θεολογίας (σχολαστικῆς), ἡ ὁποία ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν πατερική παράδοση, χρησιμοποιώντας τούς ἀρχαίους φιλοσόφους, καί ἡ ὁποία φραγκολατινική θεολογία καταδικάσθηκε ἀπό τήν Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-80 μ.Χ.) καί τήν Θ´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (1351 μ.Χ.), πράγμα πού παρουσιάζεται ἔντονα στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».

Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ θεολογική κατάληξη τῆς σκέψεώς του, χωρίς νά εἶναι ἀποδέσμευση ἀπό τήν προηγούμενη θεολογική σκέψη του, εἶναι ρωμαλέα, ὥριμη καί ρεαλιστική. Ἔδειξε καθαρά ποιά εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, πῶς ἀποδεσμεύθηκε ἡ Δύση ἀπό τήν Ἀνατολή καί δημιούργησε μιά ἄλλη παράδοση, αἱρετική, καί πῶς μποροῦμε νά δοῦμε τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐπαναφορά τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ στήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού διαφυλάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ ἐξέταση τοῦ θέματος Ρωμηοσύνη καί Φραγκοσύνη εἶναι μεγαλειώδης καί ἀπολύτως ρεαλιστική. Ἄν ἀπό τήν σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀποβληθοῦν οἱ φραγκικές βάσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας καί τοῦ πολιτισμοῦ, μέ τίς ἀντιδράσεις πού δημιούργησαν στήν Δύση, καί ἄν δέν γίνη ἀποδεκτή ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού συγκεκριμενοποιεῖται στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά «ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν».

Μέ τόν βίο καί τήν θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀσχολήθηκα μέ τρία βιβλία πού ἔγραψα, ἤτοι π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (Α΄ καί Β΄ τόμοι) καί Πατερική καί σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους, μέ βάση τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος. Μέσα σέ αὐτά τά τρία βιβλία παρουσίασα τήν ὅλη θεολογική πορεία τῆς σκέψεώς του (στό πρῶτο βιβλίο), ἀλλά καί τήν ὥριμη θεολογική σκέψη του στήν τρίτη περίοδο δράσεώς του (μέ τά ἑπόμενα δύο βιβλία μου).

Στό παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οἱ μελέτες του ἀπό τήν πρώτη περίοδο τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας (1955-1957) καί τήν δεύτερη μεταδιδακτορική περίοδο (1957-1968). Ἕνα κείμενο προέρχεται ἀπό τό μέσον τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, τό ὁποῖο γράφτηκε στά ἀγγλικά καί δέν πρόλαβε νά μεταφρασθῆ στά ἑλληνικά. Πρόκειται γιά κείμενα πού ἔγραψε στίς πρῶτες δύο περιόδους καί ἀπετέλεσαν τήν βάση γιά τήν μετέπειτα ὥριμη ὁλοκληρωμένη περίοδό του, ὡς θεολόγου καί συγγραφέως. Σέ μερικά σημεῖα φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖ μιά διαφορετική ὁρολογία, τήν ὁποία διαμόρφωσε διαφορετικά στήν ὁλοκληρωμένη καί ὥριμη περίοδο, ἀλλά, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπανειλημμένως ἔλεγε, κατά καιρούς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλάζει τό «ρῆμα», ἀλλά παραμένει τό «νόημα».

Τά κείμενα πού δημοσιεύονται στόν παρόντα τόμο προέρχονται, ὅπως προανέφερα, ἀπό τήν πρώτη καί δεύτερη περίοδο τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας καί δημοσιεύθηκαν στήν ἀγγλική γλώσσα. Ἔτσι, ὅποιος δέν εἶχε γνώση τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης, δέν μποροῦσε νά ἔχη πρόσβαση σέ αὐτά καί νά διαπιστώνη τήν διαδοχική πορεία τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας μεγάλος θεολόγος, πού προχωροῦσε ἐρευνητικά καί ἔφθασε τελικά στήν φιλοκαλική παράδοση καί συνέδεσε τήν θεολογία μέ τόν ἡσυχασμό. Μόνον αὐτή ἡ θεολογία μπορεῖ νά γίνη ἡ βάση τοῦ πραγματικοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

Τό βιβλίο ἐκδόθηκε καί διακινεῖται ἀπό τήν Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος.

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ, Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ

  • Προβολές: 886