Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Συζητήσεις δύο κόσμων
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Οἱ πολιτικὲς συζητήσεις, ποὺ μονοπωλοῦν τὸν μεγαλύτερο χρόνο στὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες τηλεοπτικὲς συζητήσεις, μὲ "κοινωνικὸ" περιεχόμενο, ποὺ βγάζουν στὸ φῶς ὅσα συνήθως γίνονται στὸ σκοτάδι, τείνουν νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸν νεοέλληνα τηλεθεατῆ –τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία, δηλαδή, τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ– τὴν αἴσθηση τοῦ ποιά θέματα εἶναι σοβαρὰ καὶ ποιά γελοία. Πάντως ὅλες αὐτὲς οἱ συζητήσεις, εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἀποτελοῦν ἐξωθεσμικοὺς παράγοντες τῆς νεοελληνικῆς παιδείας, ἀφοῦ προσφέρουν μιὰ μορφὴ παιδείας στὸ λαό· του διδάσκουν τρόπο καὶ περιεχόμενο συζήτησης. Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι παράγουν πολιτισμό, ἔστω –ἀκριβέστερα– ὑποπολιτισμό, δηλαδή, πολιτισμὸ χαμηλῆς στάθμης ἀπὸ πλευρᾶς αἰσθητικῆς, ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς. Πρέπει, μάλιστα, νὰ σημειωθῇ ὅτι τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ ὑποπολιτισμοῦ, τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος συζητήσεων, ἐξαπλώνεται ἀπειλητικά, ἀφοῦ ἡ κοινωνία τῶν "τηλεκατευθυνόμενων" πολιτῶν προσλαμβάνει ἀδιαμαρτύρητα –σχεδὸν εὐχάριστα– μαζὶ μὲ τὰ λεγόμενα καὶ νοούμενα μηνύματά τους, τὸ ἦθος τῶν συζητητῶν καὶ τὴν τεχνικὴ τῆς συζήτησης.
Μέσα σ' αὐτὸν τὸν τηλεοπτικὸ βομβαρδισμὸ τοῦ ὑποπολιτισμοῦ χρειαζόμαστε ἀσφαλῆ καὶ ἄνετα καταφύγια· χώρους προστασίας τοῦ νοῦ μας καὶ τοῦ ἤθους μας. Ἡ πρώτη κίνηση, βέβαια, εἶναι τὸ κλείσιμο τῆς τηλεόρασης, ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι μᾶς ὑποτιμᾶ ὡς σκεπτόμενους ἀνθρώπους, μὲ αἰσθητικὰ καὶ ἠθικὰ κριτήρια. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι ἀποτελεσματική, ἂν γίνεται ἀπὸ τὴν πλειοψηφία, γιατί ἔχει κόστος γι' αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση τῶν καναλιῶν, ἀφοῦ ἐλαττώνει τὴν διαρκῶς μετρούμενη τηλεθέαση, καὶ ρίχνει χαμηλὰ τὶς τιμὲς τῶν διαφημίσεων. Αὐτὸ τὸ κόστος ἐξασκεῖ μιὰ πίεση, ἡ ὁποία μπορεῖ κάπως νὰ βελτιώση τὰ πράγματα. Δὲν ἀρκεῖ, ὅμως, μόνο αὐτὴ ἡ ἀρνητικὴ κίνηση. Χρειάζεται νὰ κινηθοῦμε καὶ θετικά, ὥστε νὰ ἀπεμπλακοῦμε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν νοοτροπία τῶν παθητικῶν τηλεθεατῶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ νοσηρὰ συμπτώματά της. Μιὰ πολὺ σημαντικὴ θετικὴ κίνηση εἶναι νὰ πάψουμε νὰ ἀκοῦμε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο συζητήσεις τοῦ "παρόντος αἰῶνος", κουβέντες τῆς τρέχουσας καθημερινότητας καὶ νὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀκροώμαστε μὲ προσοχὴ κάποιες ἄλλες συζητήσεις, ποὺ ἔγιναν αἰῶνες πρίν, ποὺ εἶναι ὡστόσο ἐπίκαιρες, ἀφοῦ καταγράφηκαν ἀπὸ τοὺς πολῖτες τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τοὺς ἁγίους Πατέρες μας. Γράφοντας αὐτὰ ἔχω στὸ νοῦ μου βιβλία ὅπως τὸ Γεροντικό, ἡ Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, ὁ Εὐεργετινός, ἀλλὰ καὶ ἄλλα πατερικὰ κείμενα στὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται ἐρωτήσεις ποὺ τέθηκαν καὶ ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν πάνω σὲ βασικὰ θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶναι ὁ ἄλλος κόσμος, ὁ ἀσύλληπτος ἀπὸ τὶς φανερὲς ἢ κρυφὲς κάμερες τῶν Μ.Μ.Ε.. Εἶναι ἕνας κόσμος μὲ διαφορετικὰ θεμέλια καὶ διαφορετικὲς προοπτικές.
Τρία σημεῖα νομίζω ὅτι δείχνουν καθαρὰ τὸ μέγα χάσμα ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς κόσμους τῶν δύο συζητήσεων. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ προοπτική, τὸ δεύτερο τὸ ὑπόβαθρο καὶ τὸ τρίτο οἱ κινητήριες δυνάμεις τῆς ζωῆς τους. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ προοπτικὴ εἶναι ἐνδοκοσμική, στὴν ἄλλη ὑπάρχει ἄνοιγμα στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὑπόβαθρο τῆς πρώτης εἶναι ἡ στρεβλὴ ἐνέργεια τῶν παθῶν, ἐνῷ τῆς δεύτερης ἡ φυσικὴ θεολογικὴ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὸν λόγο τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων. Τέλος, ἡ ἐνδοκοσμικὴ προοπτικὴ ὑποθάλπεται καὶ ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ θυμικοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ὀργή, ὁ πικρὸς λόγος, ἡ νομιμοφανὴς πλεκτάνη, ἡ πρόκληση τῶν σαρκικῶν παθῶν, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀφύσικου ὡς φυσικοῦ, ἡ προσπάθεια νομιμοποίησης κάθε ἐκτροπῆς, ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς κινητήριες δυνάμεις "τοῦ κόσμου ποὺ δὲν βλέπει οὐρανό"... Ὁ ἄλλος κόσμος –τῶν ἁγίων Πατέρων– θεμελιώνεται στὸ ταπεινὸ φρόνημα, στὴν ἐπιθυμία τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, στὴν ἄσκηση τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης, στὴν δίψα τῆς προσευχῆς, στὴν ὑπέρβαση τῶν χαμερπῶν παθῶν. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ κλίμα κινοῦνται καὶ πραγματοποιοῦνται οἱ συζητήσεις τῶν πολιτῶν αὐτοῦ τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ὑπάρχει μιὰ πολὺ ὡραία βυζαντινὴ εἰκόνα ποὺ ἐπιγράφεται: "ὁ ἅγιος Ἀντώνιος συνομιλῶν μετὰ τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ἁπλοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ". Μέσα σ' ἕνα σπήλαιο εἶναι καθισμένοι οἱ δύο ὅσιοι, ὁ ἕνας ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ συνομιλοῦν. Ἡ αἴσθηση, ὅτι συνομιλοῦν, δίνεται ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν χεριῶν τους, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι κάτι ἀνάμεσα στὶς αὐθόρμητες κινήσεις ποὺ κάνουμε, ὅταν θέλουμε νὰ ἐνισχύσουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸν λόγο μας, καὶ στὴν ἱκετευτικὴ ὕψωση τῶν χεριῶν κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Εἶναι, δηλαδή, μιὰ συνομιλία ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἦθος τῶν "ἐν φόβῳ καὶ ἀγάπη Θεοῦ" προσευχομένων. Τί ὅμως συζητοῦσαν οἱ δύο ὅσιοι; Τὸ ἐρώτημα ἔχει σημασία, γιατί εἶναι γνωστὸ ἀπὸ πατερικὰ κείμενα, ὅτι "σ' ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀποφασιμένοι νὰ ζοῦν πράγματι μοναστικὰ εἶναι δυσάρεστη ἡ συναναστροφὴ ὄχι μόνο πρὸς τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ὁμοτρόπους", ἐπειδὴ ἡ συναναστροφὴ διακόπτει "τὸ συνεχὲς τῆς πρὸς τὸν Θεὸν θυμηρεστάτης ὁμιλίας" (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς). Τὸ περιεχόμενο τῆς ἡσυχαστικῆς συνομιλίας τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου μὲ τὸν ὅσιο Παῦλο τὸν ἁπλὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐντοπίσουμε στοὺς βίους τῶν δύο Πατέρων, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε ὡς ἀνάλογο μὲ συνομιλίες ἄλλων Ὁσίων, ποὺ εἶναι καταγραμμένες στὸ Γεροντικό. Σ' αὐτὲς φαίνεται τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἡ δίψα γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Μιὰ χαρακτηριστικὴ περίπτωση τέτοιας "συζήτησης" σκιαγραφεῖται στὰ ἀποφθέγματα τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου.
Ὁ Μέγας Ἀρσένιος, ἀσκητὴς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, ἐθεάθη κάποτε νὰ συζητᾶ θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μὲ ἕναν ἀγράμματο ἀσκητή. Κάποιοι τοῦ εἶπαν: Πῶς ἐσὺ μὲ τὴν μεγάλη ρωμαϊκὴ καὶ ἑλληνικὴ παιδεία καταδέχεσαι νὰ συζητᾶς καὶ νὰ ἀκοῦς ἕναν ἀγράμματο ἀσκητή; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: ἐγὼ ἀκόμη δὲν ἔμαθα τὸ ἀλφάβητο αὐτοῦ τοῦ ἀγράμματου.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Ἀρσένιος δὲν ἦταν ἕνα σχῆμα λόγου, οὔτε ταπεινολογία ἦταν πεποίθησή του. Γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση τῶν κτισμάτων καὶ τοὺς περίπλοκους μεταφυσικοὺς στοχασμοὺς τῆς φιλοσοφίας, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο "ἀλφάβητο", ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο ἐπιστητό, ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ διαφορετικὴ ἐπιστήμη καὶ μιὰ διαφορετικὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ἐπιστήμη αὐτὴ ἀναπτύχθηκαν κυρίως ἀπὸ τοὺς "καθηγητὲς τῆς ἐρήμου", τὶς μεγάλες ὁσιακὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν κατὰ κόσμον ἀγράμματοι. Αὐτὸ τὸ ἀλφάβητο καὶ αὐτὴν τὴν ἐπιστήμη μάθαινε ὁ Μέγας Ἀρσένιος ἀπὸ τὸν ἀγράμματο ἀσκητή. Ἡ συζήτησή του, δηλαδή, δὲν ἦταν ἄσκοπη, οὔτε τὴν ἐπέβαλαν τὰ πάθη, οὔτε ἀκόμη ἀπέβλεπε μὲ αὐτὴν στὸ νὰ ἐπιβληθῇ στὸν συνομιλητή του μὲ τὸ κοσμικό του κῦρος. Δὲν συζητοῦσε ἔχοντας τὴν αἴσθηση τῆς ὑπεροχῆς ἢ τὴν ἀγωνία νὰ ἀποδείξη τὴν ὑπεροχή του. Γνώριζε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ φαντάζεται γιὰ τὸ ἑαυτό του, ὅτι εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲν μπορεῖ νὰ προοδεύση πνευματικά. Ἐνῷ αὐτὸς ποὺ πιστεύει εἰλικρινὰ ὅτι εἶναι τελευταῖος ἡ συνάντησή του μὲ τοὺς ἄλλους γίνεται πάντοτε εὐκαιρία γιὰ ὠφέλεια καὶ πνευματικὴ πρόοδο.
- Προβολές: 2927