Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Φονικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ τσουνάμι
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὅλοι εἴδαμε τὸν τελευταῖο καιρό, τὸ πῶς τὸ φονικὸ τσουνάμι τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας προκάλεσε ἕνα ἀναγεννητικὸ παλιρροϊκὸ κῦμα ἀνθρωπισμοῦ σὲ ὅλον τὸν πλανήτη, τὸ ὁποῖο –πρὸς καιρόν, τοὐλάχιστον– ἀνέτρεψε καὶ ἔπνιξε τὴν καθεστηκυῖα ἀπανθρωπιὰ τῶν νεοταξικῶν διεθνῶν σχέσεων. Ὁ κοινὸς θάνατος πλουσίων καὶ φτωχῶν, δυτικῶν καὶ ἀνατολικῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀνασφάλεια ποὺ μᾶς προκάλεσε ἡ ἐπικίνδυνη καί, ἀκόμη, ἀπρόβλεπτη ἀστάθεια τοῦ φλοιοῦ τῆς γῆς, μᾶς ἕνωσαν συγκλονισμένους (καὶ φοβισμένους) σὲ μιὰ παγκόσμια κίνηση ἀλληλεγγύης.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιδέχεται πολλαπλὴ μελέτη, ἀπὸ πολλὲς ὀπτικὲς γωνίες. Εἶναι ἀντικείμενο ἔρευνας γιὰ τοὺς σεισμολόγους καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς θετικοὺς ἐπιστήμονες, εἶναι ὅμως ὑπόθεση ἐργασίας καὶ γιὰ τοὺς πολιτικούς, τοὺς κοινωνιολόγους καὶ τοὺς θεολόγους. Εἶναι ἕνα σύνθετο γεγονός, τὸ ὁποῖο προσφέρεται γιὰ ἐλεύθερη ἔρευνα, χωρὶς φραγμούς, χωρὶς ἐπιβαλλόμενες ἀποκρύψεις. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί "κανεὶς δὲν νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποκρύψη λεπτομέρειες, κανεὶς δὲν πιέζεται νὰ ἀπολογηθῇ γιὰ τὸ φυσικὸ γεγονός. Κανεὶς δὲν νιώθει ἔνοχος γιὰ τὸ τσουνάμι" (Καθημερινὴ 9-1-05). Σὲ ὅσα γεγονότα ὑπάρχουν ὑπαίτιοι (συνήθως κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς) εἴτε αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους, εἴτε ὄχι, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία ἔρευνας, δὲν ὑπάρχει λεπτομερειακὴ ἐνημέρωση, γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει, τελικά, παγκόσμια κινητοποίηση γιὰ τὴν θεραπεία τῶν τραυμάτων ποὺ προκλήθηκαν (καὶ προκαλοῦνται). Αὐτό μας τὸ βεβαιώνει ἡ πρόσφατη πεῖρα μας ἀπὸ τὴν διεθνῆ πρακτικὴ τῶν "πλατηταρχὼν" καὶ τῶν συνοδοιπόρων τους.
Στὰ λεγόμενα "φυσικὰ γεγονότα", ὅπως τὸ τσουνάμι, ὅσο τραγικὰ καὶ ἂν εἶναι, ἡ λογικὴ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ψάξουμε γιὰ ἐνόχους ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀκόμη ἀνάμεσα στὰ "συνήθη ὕποπτα" κράτη, οὔτε στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς, ἐκτὸς καὶ ἂν πρόκειται γιὰ ὀφθαλμοφανεῖς συνέπειες βιασμοῦ καὶ ρύπανσης τοῦ περιβάλλοντος. Στὰ τραγικὰ "φυσικὰ γεγονότα" ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰτίας παίρνει συχνὰ δύσβατες φιλοσοφικὲς ἢ θεολογικὲς ἀτραπούς. Ἔτσι, ὅσοι δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, στέκονται βουβοί, χωρὶς σχόλια, προβληματισμένοι καὶ φοβισμένοι, ἀπέναντι στοὺς μηχανισμοὺς τῆς "μητέρας τοὺς φύσης"· νιώθουν τὴν μηδαμινότητα ἢ καὶ τὸ παράλογο τῆς ζωῆς τους. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς διαλύονται ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἐνῷ ἄλλοι προσπαθοῦν μὲ ἔπαρση καὶ ἄγχος νὰ ἐπινοήσουν νέες τεχνικὲς μεθόδους, μὲ τὶς ὁποῖες νὰ μποροῦν νὰ ἐλέγχουν, ὅσο γίνεται καλύτερα, τοὺς "μηχανισμοὺς τῆς φύσης". Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅσοι πιστεύουν ἀληθινὰ στὸ Θεό –στὸν ἐνυπόστατο Λόγο, ποὺ ἐνηνθρώπησε– δὲν πνίγονται στὴν ἀπελπιστικὴ ἐπιφάνεια. Μελετοῦν βαθύτερα τὰ πράγματα μὲ ὁλοένα αὐξανόμενη αὐτογνωσία καὶ θεογνωσία. Βλέπουν τὴν ρίζα τοῦ κακοῦ (ἢ ἔστω κάποια ἀπὸ τὰ παράρριζά του) μέσα τους. Συγκλονίζονται καὶ πληγώνονται ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν καταστροφῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ θέαμα ποὺ βλέπουν μέσα τους. Στέκονται, ὅμως, ὄρθιοι, χωρὶς ἀτελέσφορους προβληματισμούς, γιατί ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ ἐλπίζουν. Μποροῦν καὶ ἀγκυροβολοῦν τὴν ἐλπίδα τους στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐπηγγελμένη παγγενῆ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσοι, πάλι, ἔχουν μιὰ ἀναιμικὴ καὶ ἀκαθόριστη πίστη, παλεύουν συνήθως ὀργισμένοι μὲ τὸν Θεό τους, προσπαθῶντας νὰ βροῦν μιὰ καταληπτὴ ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἐξήγηση τῆς τραγωδίας, ἔξω ἀπὸ τὴν λειτουργία τῶν λεγομένων φυσικῶν νόμων.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἀπέναντι στὰ τραγικὰ "φυσικὰ γεγονότα" σὰν καὶ αὐτὸ τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, εἶναι χωρὶς νόημα ἐρωτήσεις τοῦ τύπου: Γιατί νὰ συμβῇ αὐτὸ τὸ γεγονός; Γιατί ὁ Θεὸς νὰ τὸ ἐπιτρέψη; Πῶς μπορεῖ νὰ συμβιβαστῇ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν τραγωδία αὐτή; Οἱ ἐρωτήσεις αὐτές, ἂν καὶ κατανοητές, εἶναι ἄκαιρες καὶ μὴ ρεαλιστικές, διότι ἀφ' ἑνὸς μὲν δὲν μποροῦν νὰ διορθώσουν τίποτε, ἀφ' ἑτέρου δὲ θεμελιώνονται στὸ λάθος ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ κατανοῆ πλήρως τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Στὴν οὐσία συνιστοῦν φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Βάζουν ἐρωτηματικὰ στὴν ἀκατανόητη μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κτίση, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀποστροφὴ πρὸς τὸ πικρὸ ποτήρι τῶν γεγονότων. Τὶς ἐρωτήσεις αὐτὲς τὶς γεννᾶ ὁ πανικός μας, ἡ ἀνασφάλειά μας καὶ ἡ ἀναιμική μας πίστη. Ξεπηδοῦν, βέβαια, στὶς ψυχὲς τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, σὰν μιὰ φυσικὴ ἀντίδραση στὶς ἀπρόβλεπτες συμφορές. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, ἄλλωστε, βρίσκονται στὴν ἀφετηρία τοῦ ἀνθρώπινου φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ὁ ὁποῖος "ἀεὶ ὠδίνει", χωρὶς οὐδέποτε νὰ "τίκτη". Κοπιάζει, ἀλλὰ δὲν γεννᾶ ζωντανὸ λόγο, ἱκανὸ νὰ ζωογονήση τὸν ἄνθρωπο, τὶς στιγμὲς ποὺ αἰσθάνεται ὅτι ἐξωθεῖται, ἀπὸ τραγικὰ γεγονότα καὶ ἀδιέξοδα, στὸ σύνορο ζωῆς καὶ θανάτου.
Μὲ ἁπλὴ σκέψη πρέπει νὰ ἀποδεχόμαστε τὰ γεγονότα, χωρὶς νὰ καταφεύγουμε στὴν κατασκευὴ "μεταφυσικῶν ἐνόχων". Ἔχουμε ἀπέναντί μας ἕνα τραγικὸ γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συμβιβαστοῦμε. Ἔχουμε, μάλιστα, μεγάλη ἀνάγκη νὰ τὸ ἀφομοιώσουμε, σὰν μιὰ πολὺ δύσπεπτη, ἀλλὰ δυνατὴ τροφή, σὰν ἕνα πολὺ πικρὸ φάρμακο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ὅμως, μπορεῖ νὰ ὠφεληθῇ πολύ –ἂν ἀντέξη στὴν πικρότητά του– ὁ ἀσθενὴς ψυχοσωματικὸς ὀργανισμός μας. Μὲ ποιά διαδικασία, ὅμως, μποροῦμε νὰ ἀφομοιώσουμε τὰ θανατηφόρα γεγονότα, σὰν τὸ τσουνάμι τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας;
Θὰ σημειώσουμε ὁρισμένα κατανοητὰ σημεῖα τοῦ τελευταίου τραγικοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖο εἶναι κρυμμένο μέσα στὴν ἄβυσσο τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα ἀπ' ὅλα πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμῇ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ ζήσουν τέτοια γεγονότα. Πρέπει νὰ εὐχόμαστε διαρκῶς "ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων... καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν", καθὼς ἐπίσης καὶ "ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου". Αὐτό μας διδάσκει ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλες τὶς λατρευτικὲς συνάξεις της. Τὴν εἰρήνη, μάλιστα, τοῦ "σύμπαντος κόσμου" μποροῦμε νὰ τὴν ἐννοοῦμε ὄχι μόνο κατὰ κυριολεξία, ὡς τὴν εἰρήνη ὅλων τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν, ἀλλὰ καὶ ὡς τὴν εἰρήνη ὅλων τῶν στοιχείων τῆς κτίσεως· ὡς τὴν ἁρμονία καὶ τὴν εὐταξία ὅλης τῆς δημιουργίας, λογικῆς καὶ ἄλογης, ἔμβιας καὶ μή. Οἱ ἐπαναστάσεις τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ οἱ τραγωδίες ποὺ δημιουργοῦν πρέπει νὰ μᾶς ἑδραιώνουν στὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἐπιδίωξη τῆς συμπαντικῆς ἐν Χριστῷ εἰρήνης, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς τῆς "ἄνωθεν εἰρήνης", τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μὲ τὰ παραπάνω γίνεται σαφὲς ὅτι κάθε δηκτικὴ ρητορία γιὰ διαφθορὰ ποὺ συντάραξε τὴν γῆ καὶ ξεσήκωσε τὴν θάλασσα, οἱ ὁποῖες δὲν ἄντεξαν τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας καὶ κατέπνιξαν τοὺς παραβάτες, εἶναι ἀδιάκριτη καὶ ἐπιβλαβής. Ἡ σκληρὴ γλῶσσα ἀπαιτεῖ προφητικὸ χάρισμα, διότι μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει ποιοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ παραβάτες, καθὼς καὶ τὸ γιατί ἄφησε τὰ φυσικὰ γεγονότα νὰ ἐξελιχθοῦν, ὅπως ἐξελίχθηκαν. Ἐμεῖς πρέπει νὰ διαφυλάσσουμε τὸν ἑαυτό μας, μὲ κάθε τρόπο, ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης καί, σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο, νὰ θέλουμε καὶ νὰ μιμούμαστε μόνον ὅσα "μακροθυμῶν καὶ χρηστευόμενος θέλει ὁ Θεός". Νὰ εἴμαστε, δηλαδή, "οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστί".
Ἂν διακατεχόμαστε ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, μποροῦμε νὰ προσλάβουμε σημαντικὴ πνευματικὴ ὠφέλεια, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ καταστρεπτικὸ τσουνάμι. Ἀποδείχθηκε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ καταστροφή μας ἔκανε νὰ πάρουμε ἀντίθετες στροφὲς ἀπὸ τὸν ἀτομοκεντρισμό μας. Ἄν, ἐπιπλέον, ἐπιχειρήσουμε νὰ πάρουμε μέσα μας, ὅσο ἀντέχουμε, τὸν πόνο ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τὶς τηλεοπτικὲς καὶ τὶς ἄλλες εἰκόνες τῆς καταστροφῆς, τότε μποροῦμε νὰ πετύχουμε σὲ κάποιο βαθμὸ τρία πολὺ σημαντικὰ πράγματα: Πρῶτον, μέσα στὴν κόλαση τοῦ πόνου νὰ δοκιμάσουμε τὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας μας στὸν Θεό, τὴν ποιότητα τῆς πίστης μας. Δεύτερον, μὲ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπρόβλεπτη συμπεριφορὰ τῆς γῆς μποροῦμε νὰ καταπολεμήσουμε τὰ συμπτώματα τῆς ἔπαρσης, νὰ καταπραΰνουμε τὶς φλεγμονὲς ποὺ δημιουργοῦν οἱ φαντασιώσεις τοῦ ὑπερανθρώπου. Ὁ μέγας ἄνθρωπος –καὶ οἱ κατασκευές του– ἀποδείχθηκαν πολὺ ἀνίσχυροι ἀπέναντι στὴν ὁρμὴ τῶν κυμάτων. Μὲ αὐτὴ τὴν δυσάρεστη αἴσθηση μποροῦμε νὰ προσγειωνόμαστε στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ νὰ αἰσθανόμαστε πάντα τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Τρίτον, ἡ αἴσθηση τῆς ἀλληλεγγύης ποὺ δημιούργησε ἡ "ἀπροσωπόληπτη" καταστροφή μας βοηθᾶ νὰ ξεπερνοῦμε τὰ σύνορα καὶ νὰ κατανοοῦμε κάπως τὴν φυσικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ὁποία διαιροῦμε μὲ τὶς ἐμπαθεῖς γνῶμες μας.
Πάντως, μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει, πῶς ἕνα "φυσικὸ κακὸ" μπορεῖ νὰ γεννᾶ τέτοια ἐκδήλωση ἀλληλεγγύης, στὸν καιρὸ μάλιστα ποὺ "ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν".–
- Προβολές: 2918