Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ μῦθος τοῦ χωρισμοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(δημοσιεύθηκε σὲ μιὰ πρώτη μορφὴ στὴν Ἀπογευματινή, 25-2-2005)
Στὴν πρόσφατη σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινα νὰ συγκροτηθῇ μιὰ Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία θὰ μελετήση τὸ ὅλο πρόβλημα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ τὸ συζητήσουμε, ὅταν τὸ θέμα θὰ τεθῇ, ὅπως πιστεύω, ἐντονώτερα. Στὴν Ἐπιτροπὴ αὐτὴ θὰ πρέπη νὰ συζητηθοῦν ὅλες οἱ παράμετροι τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἐπειδὴ δημιουργοῦνται πολλὲς συγχύσεις. Ἡ πρόταση αὐτὴ ἀπορρίφθηκε.
Στὴν συνέχεια, θὰ ὑπογραμμίσω μερικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ ξεκαθαρίσουν λίγο τὸ θέμα αὐτό, τὸ ὁποῖο ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς σκοτίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὶς ποικίλες γνῶμες καὶ ἀπόψεις, ἔγκυρες καὶ μή, ποὺ διατυπώνονται. Γενικῶς, ἐπὶ τοῦ θέματος φαίνεται νὰ κυριαρχῇ ἡ ἄγνοια ἢ ἡ ἡμιμάθεια.
1. Κράτος καὶ Ἐκκλησία
Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ χωρισμὸ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας πολλοὶ ἐννοοῦν δύο θεσμοὺς ποὺ εἶναι μεταξύ τους ἑνωμένοι καὶ πρέπει νὰ χωρίσουν. Θὰ πρέπη νὰ δοῦμε ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ χωρίσουν.
Ὅταν λέμε Κράτος-Πολιτεία ἐννοοῦμε ὅλη τὴν συντεταγμένη Πολιτεία μὲ τὰ ὄργανά της, ἐννοοῦμε τοὺς πολῖτες μιᾶς χώρας μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεγμένους ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ τοὺς νόμους ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων λειτουργεῖ ἡ Πολιτεία αὐτή. Καὶ ὅταν λέμε Ἐκκλησία ἐννοοῦμε ὅλα τὰ μέλη της ποὺ εἶναι βαπτισμένα καὶ κατὰ ποικίλους τρόπους καὶ βαθμοὺς ζοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ὄργανά της, Ἱερὰ Σύνοδος, Μητροπόλεις, Ἐνορίες, Μονές, ποὺ ἔχουν ρυθμισθῇ νὰ λειτουργοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχοντες αὐτὰ ὑπ' ὄψη, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία ποὺ πρέπει νὰ χωρίση ἀπὸ τὸ Κράτος, ἐννοοῦμε τρεῖς πραγματικότητες. Ἡ μία εἶναι τὰ μέλη της, ἡ δεύτερη εἶναι ἡ διοίκησή της καὶ ἡ τρίτη εἶναι ἡ παράδοσή της.
Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας προφανῶς δὲν μποροῦν νὰ χωρίσουν ἀπὸ τὸ Κράτος, γιατί εἶναι ταυτοχρόνως πολῖτες τοῦ συγκεκριμένου Κράτους, ἀκόμη καὶ πολιτικοὶ Ἡγέτες. Ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ποὺ ἔχει ἐμποτισθῇ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι δύσκολο νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ Κράτος, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ παράδοση ἔχει γίνει ἐν πολλοῖς ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν κατοίκων τῆς Πολιτείας καὶ δὲν μπορεῖ εὔκολα ἡ Πολιτεία νὰ ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ αὐτήν, διότι οἱ πολῖτες ἐπιθυμοῦν νὰ τηροῦν αὐτὲς τὶς παραδόσεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἑορτὲς καὶ τὸν τρόπο ζωῆς. Ὁπότε, ἀπομένει ὡς χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Κράτος νὰ ἐννοοῦμε τὸν χωρισμὸ τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Κράτους. Αὐτὸ ἐν πολλοῖς ὑπάρχει σήμερα, ἄλλωστε γι' αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ "διακριτότητα τῶν ρόλων", ἀρκεῖ νὰ τηροῦνται καλὰ τὰ νενομισμένα καὶ ἀκόμη ἴσως χρειασθῇ νὰ γίνουν μερικὲς ἀκόμη ἀλλαγὲς καὶ ὁριοθετήσεις γιὰ τὴν καλύτερη λειτουργία τῶν σχέσεων μεταξύ τους.
2. Χωρισμὸς ἢ ἀναθεώρηση-ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων;
Ἡ ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ ἔχει σχέση μὲ τὸν ἀποχωρισμὸ καὶ αὐτὸ ἑρμηνεύεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ διαζυγίου, δηλαδὴ τελεία διακοπὴ τῶν σχέσεων. Θὰ πρέπη τὸ Κράτος, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ Ἐκκλησία νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ Κράτος. Αὐτό, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη, ἀπόλυτα καὶ διαλεκτικά, σὲ μιὰ συντεταγμένη Πολιτεία.
Αὐτὸ λέγεται ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οὕτως ἢ ἄλλως ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνας ὀργανισμὸς θὰ πρέπη νὰ ἔχη κάποια σχέση μὲ τὸ Κράτος, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη. Τίποτε μέσα σὲ ἕνα Κράτος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τελείως ἀνεξάρτητο, γιατί τότε αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα κράτος ἐν Κράτει. Κάθε ὀργανισμὸς πρέπει νὰ ἔχη μιὰ νομικὴ προσωπικότητα, δημοσίου ἢ ἰδιωτικοῦ δικαίου, θὰ πρέπη νὰ ἔχη κάποια σχέση μὲ τὸ Κράτος.
Ὁπότε, δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ χωρισμό, ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἐνδεχόμενη ἀναθεώρηση ἢ νέα ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοικήσεως σὲ δύο σημεῖα, ἤτοι στὸν Καταστατικὸ Χάρτη καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοσύνη. Δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ ἐννοήσουμε τὴν ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι λάθος ἡ φράση "χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας" καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ὅρων Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χωρισμοῦ.
3. Οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
Μιλῶντας γιὰ χωρισμὸ ἢ ἀναθεώρηση - ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συζητήσουμε καὶ τὴν ἐνδεχόμενη ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Προλαβαίνω ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι δὲν θεωρῶ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία πρέπει νὰ προχωρήση σὲ συζήτηση γιὰ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεών της μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, γιατί αὐτὸ θὰ εἶναι "ἔγκλημα" ἐναντίον τοῦ ἑλληνισμοῦ γενικότερα. Ἀλλὰ τὸ χρησιμοποιῶ μόνον ὡς ἐπιχείρημα ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ζητᾶ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία τὴν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεών της μὲ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ μὴ συζητᾶ τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο ὑπάγονται πολλὲς Μητροπόλεις ποὺ εὑρίσκονται στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος.
Πάντως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναθεωρηθοῦν καὶ ὑποβιβασθοῦν οἱ σχέσεις τοῦ Κράτους μὲ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ ἀγνοῆται τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ ἀνήκουν πνευματικῶς οἱ Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, ποὺ χαρακτηρίζονται Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι καὶ συναποτελοῦν μαζὶ μὲ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὴν ὅλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, σὲ αὐτὸ ἀνήκει κατ' εὐθεῖαν τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ οἱ Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάγεται ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶναι σχέσεις ὁμοταξίας καὶ καθορίζονται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος.
Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι ἐὰν εἶναι εὔκολη ἡ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο;
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐπειδὴ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀσκεῖ μιὰ συνδιοίκηση μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, λόγῳ τῶν Μητροπόλεων τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, διερωτῶμαι πῶς μπορεῖ νὰ γίνη ὁποιαδήποτε ἀναθεώρηση τῆς σχέσεως σὲ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν γνώμη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου; Νομίζω ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν θὰ παραμείνη ἀπαθὲς σὲ τέτοιες ἐνέργειες.
4. Σχέσεις μὲ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης
Θὰ πρέπη νὰ ρυθμισθοῦν ἀνάλογα καὶ οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης καὶ νὰ μελετηθῇ τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὴν συνθήκη τῆς Λωζάνης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ θρησκευτικοὶ ἀρχηγοὶ (μουφτῆς) θεωροῦνται ὡς "δημόσιοι λειτουργοί". Ἀκόμη καὶ οἱ Ἰσραηλιτικὲς Κοινότητες εἶναι Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Ἔτσι, δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ ὑποβιβασθῇ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρὶς νὰ ἀναθεωρηθοῦν οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, καὶ αὐτὸ δὲ τὸ τελευταῖο δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῇ, γιατί θὰ προκαλέση τὴν γειτονικὴ χώρα καὶ ἑπομένως μιὰ διαφορετικὴ ρύθμιση θὰ ἔχη ὀδυνηρὲς συνέπειες στὴν ὅλη ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ἑλλάδος,
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καὶ οἱ σχέσεις μὲ ὅλες τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ ὁμολογίες.
5. Ὑπάρχει πολιτικὴ βούληση γιὰ τὸν χωρισμό;
Ὁ λεγόμενος ὅμως χωρισμὸς χρησιμοποιεῖται πολλὲς φορὲς γιὰ διαφόρους λόγους, ἀλλὰ τελικὰ ὅσες φορὲς χρειάσθηκε νὰ προχωρήση, κάτι ἔγινε καὶ σταμάτησε. Νομίζω, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουν ὑποσχέσεις καὶ προγράμματα τῶν κομμάτων γιὰ τὸν χωρισμὸ "Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας", ἀλλὰ οὔτε καθορίζεται τί εἶναι χωρισμός, οὔτε ὑπάρχει πολιτικὴ βούληση γιὰ ἕνα τέτοιο ἔργο. Ἡ ἱστορία τοῦ θέματος αὐτοῦ τὸ ἀποδεικνύει περίτρανα.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ 1987 συστήθηκε μικτὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν μελέτη τοῦ θέματος, ἡ ὁποία ὕστερα ἀπὸ 36 πολύωρες συνεδριάσεις κατέληξε στὰ ἑξῆς βασικὰ σημεῖα: Νὰ γίνη μιὰ συμφωνία μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ποὺ θὰ καθορίζονται μερικὰ πλαίσια βασικῶν ἀρχῶν, νὰ καταρτισθῇ νέος νόμος ποὺ νὰ ἔχη λίγα ἄρθρα καὶ πολλὲς ἐξουσιοδοτήσεις κανονιστικοῦ περιεχομένου καὶ νὰ χαρακτηρισθῇ ἡ Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησιαστικὸ Νομικὸ Πρόσωπο εἰδικοῦ χαρακτῆρα. Ὅμως αὐτὴ ἡ συμφωνία παρέμεινε στὰ συρτάρια κάποιου Γραφείου καὶ δὲν προχώρησε στὴν ὑλοποίηση.
Καὶ ἡ δυσπραγία αὐτὴ γίνεται φανερὴ ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ λόγο. Ἡ Πολιτεία δὲν θὰ ἤθελε ποτὲ μιὰ ἀνεξέλεγκτη καὶ ἐλεύθερη Ἐκκλησία, γιατί δὲν γνωρίζει ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀδηγήση αὐτὴ ἡ ἐλευθερία, ἤτοι θὰ μποροῦσε νὰ εὐνοήση τὴν ἀσυδοσία μερικῶν Μητροπολιτῶν ἢ τὴν ἀνταρσία μερικῶν Πρεσβυτέρων καὶ μοναχῶν. Ἄλλωστε, ὅπως ἔχει παρατηρηθῇ, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους κοινότητες ὡς Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ἔγινε γιὰ νὰ ἐλέγχη τὸ Κράτος τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ γενικὰ ὅλη ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία ἀποτελοῦν σήμερα, παρὰ τὴν ἀντικανονικότητα μερικῶν διατάξεων, ἀσφαλιστικὴ δικλείδα γιὰ διάφορες ἀνταρσίες, σχίσματα καὶ διαιρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐπιθετικότητες ἐναντίον τῆς Πολιτείας. Ἀμφιβάλλω ἐὰν μερικοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ πολιτικὰ θὰ ἤθελαν τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχθοῦν ἐλεύθερα καὶ ἀπρόβλεπτα μὲ συνέπειες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία, τὴν ἑνότητα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καὶ τὸν Ἑλληνισμό.
6. Ἡ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου
Ἐὰν ὁ λεγόμενος χωρισμὸς προϋποθέτει καὶ τὴν διακοπὴ τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου ἀπὸ τὸ Κράτος, τότε θὰ πρέπη ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ καταργηθοῦν ὅλες οἱ συμβάσεις μὲ τὶς ὁποῖες τὸ Κράτος ἀπαλλοτρίωσε τὴν περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ τὴν ἀποζημιώση, ἀφ' ἑτέρου δὲ θὰ πρέπη νὰ ἐπιστραφοῦν οἱ περιουσίες αὐτὲς ἢ νὰ ἀποτιμηθῇ ἡ ἀξία τους μὲ σημερινὰ δεδομένα καὶ νὰ δοθοῦν τὰ χρήματα στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε χωρισμὸ καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐὰν δὲν ἐξετασθῇ καὶ αὐτὴ ἡ σημαντικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος. Γιατί ἂν δὲν λυθῇ καὶ αὐτὸ τὸ θέμα, τότε τὸ Κράτος θὰ εἶναι ὑπεύθυνο γιὰ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία θὰ περιέλθουν οἱ Κληρικοὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους, μὲ φοβερὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σημεῖα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐντοπισθοῦν, ἀλλὰ παραμένω σὲ αὐτὰ μόνο, πρὸς τὸ παρόν, στὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι πράγματι ὁ λεγόμενος χωρισμὸς Κράτους καὶ Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας "μῦθος", ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ διαφόρους λόγους, ἴσως διότι οἱ πολιτικοὶ προκαλοῦνται ἀπὸ μερικοὺς συντηρητικοὺς Κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ σημερινὴ Κυβέρνηση ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα αὐτὸ μὲ ψυχραιμία καὶ σωφροσύνη, ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάνουν καὶ πολλὰ στελέχη τῆς ἀντιπολίτευσης.
Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη στὶς σύγχρονες ἀνάγκες εἶναι, ἀφ' ἑνὸς μὲν οἱ Κληρικοὶ νὰ μὴν ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πολιτική - κομματισμό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κυρίως προκαλεῖ καὶ πυροδοτεῖ τὴν συζήτηση τοῦ θέματος, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ ἐπαναπροσδιορισθοῦν καὶ ὁριοθετηθοῦν ἐκ νέου οἱ σχέσεις μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοικήσεως. Θὰ πρέπη δηλαδὴ νὰ δοῦμε ποιά σημεῖα ἀνήκουν στὴν ἁρμοδιότητα τῆς πολιτικῆς διοικήσεως, ποιά σημεῖα ἀνήκουν στὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ ποιά σημεῖα χρειάζονται κοινὴ ἀντιμετώπιση, μέσα στὰ πλαίσια τῆς εὐνομούμενης Πολιτείας καὶ μέσα στὶς σύγχρονες εὐρωπαϊκὲς προδιαγραφές. Καὶ πρέπει νὰ γίνη τὸ συντομώτερο αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ ἀφήνωνται κενά.
Μιὰ τέτοια ὁριοθέτηση θὰ ὠφελήση πρωτίστως τὴν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία καὶ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, διότι θὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ πολλὲς ἀγκυλώσεις καὶ πολλοὺς μύθους.
- Προβολές: 2743