Skip to main content

Ὁ ἀείμνηστος π. Φιλόθεος Ζερβάκος μέσα ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ Ἀρχιμ. π. Ἀρσενίου Κομπούγια

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀρσένιος Κομπούγιας, πνευματικὸς τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Γοργοεπηκόου Ναυπάκτου, διετέλεσε ἀδελφὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος π. Φιλοθέου Ζερβάκου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὴν 8η Μαΐου 1980.

Ο αείμνηστος π. Φιλόθεος Ζερβάκος μέσα από τις αναμνήσεις του Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια

Με τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς κοιμήσεως τοῦ ἀειμνήστου γέροντος Φιλοθέου, ὁ π. Ἀρσένιος μᾶς διηγήθηκε μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν γνωριμία του μαζί του καὶ μᾶς παρέδωσε μερικὲς ἐπιστολὲς ποὺ ἀντήλλαξε μὲ τὸν Γέροντά του καθὼς καὶ ἕνα παλαιότερο ἄρθρο ποὺ εἶχε δημοσιεύσει.

Ὁ π. Ἀρσένιος (κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Κομπούγιας) στὴν ἡλικία τῶν 21 ἐτῶν καὶ διαβιώνοντας στὴν Ἀθήνα, κατ' ἀρχὰς κοντὰ σὲ ἕναν θεῖο του καὶ κατόπιν σὲ μία ἀδελφότητα νέων μὲ κοινὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα, εἶχε ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνη μοναχός. Ρώτησε τὸν Πνευματικό του π. Ἰγνάτιο Γκολιόπουλο, στέλεχος τῆς Ζωῆς, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία.

Ἔτσι, ὁ τότε Ἀντώνιος Κομπούγιας ἔστειλε γράμμα στὸν π. Φιλόθεο Ζερβάκο, τὸν ὁποῖο εἶχε δεῖ μία φορά, ὅταν ὁ π. Φιλόθεος εἶχε ἔλθει στὴν Ἀθήνα γιὰ ἐξομολόγηση καὶ ὁμιλίες, ἀλλὰ ἡ φήμη του εἶχε ἤδη ἐπεκταθῇ πολὺ ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς νήσου Πάρου, ὅπου κατηύθυνε τὴν ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, τὴν ὁποία εἶχαν ἱδρύσει Φιλοκαλικοὶ (Κολλυβάδες) Πατέρες, καὶ τὴν γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως - Ὁσίου Ἀρσενίου του ἐν Πάρῳ. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν π. Φιλόθεο νὰ τὸν δεχθῇ στὸ μοναστήρι καὶ νὰ τὸν κείρη μοναχό. Ὁ π. Φιλόθεος τὸν ἐδέχθη.

Ἔφθασε στὴν Πάρο τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1939 καὶ συγκατελέγη στὸ μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ φόρεσε τὸ τίμιο ράσο ὡς ἀρχάριος μοναχός, ὅπως εἶχε τυπικὸ ἡ Μονή.

Ὁ π. Φιλόθεος τὸν ρώτησε τί ὄνομα νὰ τοῦ δώση καὶ ὁ τότε Ἀντώνιος τοῦ ἀπήντησε ἢ Ἰγνάτιος ἢ Αὐγουστῖνος. Στὴν ἐρώτηση τοῦ Γέροντα γιατί διάλεξε αὐτὰ τὰ ὀνόματα, ὁ Ἀντώνιος ἀπάντησε ὅτι τοῦ ἄρεσε πολὺ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἰδίως μάλιστα τὸ τέλος του, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ποὺ περισυνέλεξαν τὰ ἀπομεινάρια τοῦ σώματός του ποὺ εἶχαν ἀφήσει τὰ θηρία, βρῆκαν τὴν καρδιά του, καὶ πάνω στὴν καρδιὰ τοῦ χαραγμένο τὸ ὄνομα "Ἰησοῦς", ἐνῷ ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο του ἄρεσαν πολὺ οἱ προσευχές του ποὺ εἶχε διαβάσει στὸ "Κεκραγάριο" τὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος ἀπηύθυνε στὸν Χριστό. Ἔτσι, ὁ ἀείμνηστος Φιλόθεος Ζερβάκος ἔδωσε προκαταβολικὰ στὸν Ἀντώνιο Κομπούγια τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος.

Ὅμως, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1939 ὁ Αὐγουστῖνος ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῇ στὸν στρατό, ἀφοῦ κάλεσαν ἀκόμη καὶ τοὺς μοναχούς.

Ὁ π. Ἀρσένιος διηγεῖται ὅτι ὑπῆρχε μοναχὸς ὀνόματι Νικηφόρος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Λογγοβάρδας, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1939 ἔλεγε ὅτι θὰ γίνη μεγάλος πόλεμος καὶ θὰ καλέσουν καὶ τοὺς μοναχοὺς νὰ πολεμήσουν καὶ ὅτι ὁ ἴδιος, ὁ Νικηφόρος, θὰ σκοτωνόταν. Ὅπως καὶ ἔγινε, ἀφοῦ στὸν πόλεμο κάλεσαν καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ ὁ Νικηφόρος σκοτώθηκε ἀπὸ ὀβίδα πυροβολικοῦ, ἐνῷ βρισκόταν στὰ μετόπισθεν.

Κάνοντας μιὰ παρένθεση νὰ ποῦμε ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ὑπ' ὄψη του καὶ ἄλλες ὁσιακὲς μορφὲς μοναχῶν ποὺ ἔζησαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Λογγοβάρδας, ὅπως ὁ π. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀμόρφωτος κατὰ κόσμον, ἀλλὰ εἶχε συνέχεια στὸ στόμα του τὸ ὄνομα καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀξιώθηκε νὰ κοιμηθῇ ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, γονατιστός, μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι νὰ κρατᾶ τὸ κομβοσχοίνι καὶ μὲ τὸ δεξὶ τοῦ χέρι στὸ μέτωπο, τὴν ὥρα ποὺ σχημάτιζε τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Στὴν στάση αὐτὴ τὸν βρῆκαν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του.

Ἐπίσης ἐνθυμεῖτο τον π. Ἰλαρίωνα, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στὴν ἀδελφότητα στὴν ἡλικία τῶν 70 ἐτῶν. Ἐπειδὴ μάλιστα ἦταν μεγάλος στὴν ἡλικία, ὑπῆρχαν ἀντιρρήσεις καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν στὸ μοναστήρι, αὐτὸς παρακαλοῦσε τὸν Γέροντα νὰ τὸν δεχθῇ, βεβαιώνοντάς τον ὅτι δὲν θὰ τοὺς εἶναι βάρος, ἀλλὰ θὰ βοηθῇ ὅσο μπορεῖ. Πράγματι, ὁ π. Ἰλαρίων κοιμήθηκε στὴν ἡλικία τῶν 107 ἐτῶν. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἔκανε γεωργικὲς δουλειές, καλλιεργοῦσε ἀμπέλια, ἐλαιῶνες, ἔκτισε τοίχους – ξερολιθιές. Κοιμήθηκε δὲ εὐλογημένα, ἀφοῦ σὲ ἡλικία 107 ἐτῶν, ὅπως εἴπαμε, κάποιο μεσημέρι, 15 ἡμέρες πρὶν τὸ Πάσχα, ἄρχισε νὰ γυρίζη ὅλη τὴν Μονή, νὰ κτυπᾶ τὶς πόρτες τῶν κελλιῶν τῶν μοναχῶν καὶ νὰ τοὺς λέγη: "ἀδελφέ, συγχώρεσέ με, φεύγω". Πῆρε εὐχὴ καὶ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο. Ὅλοι τὸν κοιτοῦσαν παραξενεμένοι. Ἀφοῦ κτύπησε ὅλα τὰ κελλιά, γύρισε στὸ κελλί του καὶ ἔκλεισε τὴν πόρτα. Ὅταν τὸν ἀναζήτησαν μετὰ ἀπὸ 15 λεπτά, τὸν βρῆκαν πάνω στὸ κρεβάτι του μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα πάνω στὸ στῆθος νὰ ἔχη "φύγη", ὅπως προεῖπε.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἀντώνιος-Αὐγουστῖνος παρουσιάσθηκε στὸ Μεσολόγγι καὶ κατετάγη στὸ σῶμα τῶν εὐζώνων. Ὑπηρέτησε τὴν Πατρίδα μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, ὅταν εἰσῆλθαν στὴν Ἑλλάδα οἱ Γερμανοί.

Τότε, ὁ Αὐγουστῖνος μέσῳ Ραφήνας καὶ Σύρου ξαναγύρισε στὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του, ὅπου ἔφθασε στὶς δύο ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα, τὴν ὥρα ποὺ κτυποῦσε τὸ τάλαντο. Ἐκείνη τὴν ὥρα κτυποῦσε καὶ ὁ Ἀντώνιος- Αὐγουστῖνος τὴν πύλη τῆς Μονῆς νὰ τοῦ ἀνοίξουν. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε μὲ τὰ λόγια: "Ἡ Παναγιὰ σὲ ξανάφερε, παιδί μου".

Πρὶν ἐγκρίνη τὴν κουρά του, ὁ τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Χερουβίμ, ζήτησε νὰ δοθῇ στὸν νέο μοναχὸ τὸ ὄνομα Ἀρσένιος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου της Πάρου. Ὁ Ἡγούμενος π. Φιλόθεος τὸ δέχθηκε, λέγοντας στὸν Ἀντώνιο-Αὐγουστῖνο νὰ μὴ στενοχωρῆται καὶ ὅταν θὰ τὸν ἔκανε μεγαλόσχημο θὰ τὸν ὀνόμαζε καὶ πάλι Αὐγουστῖνο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔμεινε στὴν Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας μέχρι τὸν Μάρτιο τοῦ 1945. Τότε τὸν ἐκάλεσαν καὶ πάλι ἀπὸ τὴν στρατολογία. Ὁ π. Ἀρσένιος ρώτησε τὸν Γέροντα Φιλόθεο ἂν μποροῦσε νὰ περάση νὰ δὴ καὶ τοὺς δικούς του, ἀφοῦ θὰ πήγαινε φαντάρος. Ὁ Γέροντας τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια. Στὴν Ἀθήνα, στὴν γειτονιὰ τοῦ θείου του ὅπου μεγάλωσε, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἰωακείμ, μὲ τὸν ὁποῖο γνωριζόταν ἀπὸ μικρός. Ὅταν ὁ Μητροπολίτης συνάντησε τὸν μοναχὸ Ἀρσένιο, τὸν ὁποῖο γνώριζε ἀπὸ παιδί, τὸν ρώτησε: "Σὺ εἶσαι ὁ Ἀντωνάκης; Καὶ ἔγινες μοναχός; Ποῦ;". Ἀμέσως, λοιπὸν τοῦ ζήτησε νὰ τὸν χειροτονήση Διάκο. Ὁ π. Ἀρσένιος συνεννοήθηκε μὲ τὸν Ἡγούμενό του π. Φιλόθεο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔτσι καὶ ἀλλιῶς στὴν σκέψη του νὰ τὸν κάνη Διάκο, καὶ συγκατατέθηκε στὴν πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως.

Ἤδη στὴν Ἀθήνα ἦταν Πρωτοσύγκελλος ὁ Χριστοφόρος Ἀλεξανδρόπουλος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, τὸν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ὁ π. Ἀρσένιος στὸ Μεσολόγγι ὡς Γεώργιο Ἀλεξανδρόπουλο.

Ὁ π. Φιλόθεος προέτρεψε τὸν Διάκονο Ἀρσένιο νὰ πάη στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ π. Ἀρσένιος ἀπήντησε ὅτι δὲν θέλει νὰ συνεχίση στὸ Πανεπιστήμιο, πέραν μερικῶν μαθημάτων ποὺ παρακολουθοῦσε ὡς ἁπλὸς ἀκροατής, γιατί τὸ μόνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν πῶς θὰ σωθῇ. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε πῶς δὲν ἔχει καμμία δουλειὰ στὴν Ἀθήνα καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψη στὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔμεινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Λογγοβάρδας κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ σύντομη ἐπιστροφή του, 7-8 μῆνες.

Τὸν Μάρτιο τοῦ 1946 ἔλαβε ἀπὸ τὸν πρ. Πρωτοσύγκελλο Ἀθηνῶν Χριστοφόρο Ἀλεξανδρόπουλο, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἐκλεγῇ Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ τὸν βοηθήση ὡς Ἱεροκῆρυξ στὴν Μητρόπολη τῆς γενετείρας του, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενά του, ἐστερεῖτο Πρωτοσυγκέλλου, Ἱεροκηρύκων, Πνευματικῶν κλπ. Ὁ Μητροπολίτης Χριστοφόρος ζητοῦσε καὶ τὴν συγκατάθεση τοῦ Ἡγουμένου π. Φιλοθέου, γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ βοηθοῦσε καλύτερα καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ στὴν ἐπαρχία αὐτὴ εἶχε μεγαλύτερη ἀνάγκη.

Ὁ π. Ἀρσένιος δέχθηκε τελικὰ τὴν κλήση τοῦ ἀειμνήστου Χριστοφόρου καὶ ἔτσι ἦλθε στὴν Ναύπακτο τὸ πρῶτον ὡς Διάκονος. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες ὁ π. Φιλόθεος νοσηλεύθηκε στὸν Εὐαγγελισμό, ὁ Μητροπολίτης Χριστοφόρος τον ἐπισκέφθηκε μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο, τοῦ φίλησε τὸ χέρι, σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ π. Ἀρσενίου, καὶ τοῦ ζήτησε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ νὰ χειροτονήση τὸν π. Ἀρσένιο Ἱερέα. Ὁ π. Φιλόθεος ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἂν δὲν εὐδοκιμήση ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ζητοῦσε ὁ Μητροπολίτης, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ γυρίση καὶ πάλι πίσω στὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του.

Ὁ π. Ἀρσένιος συνέχισε νὰ ἔχη ἐπαφὴ μὲ τὸν Γέροντά του π. Φιλόθεο διὰ τῆς ἀλληλογραφίας, τὸν ἐπισκέφθηκε ἀρκετὲς φορές, μάλιστα τοῦ προσέφερε τὴν πρὸ τελευταία θεία Μετάληψη, μία ἑβδομάδα πρὶν κοιμηθῇ, τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, 8 Μαΐου 1980.

Δημοσιεύουμε στὸ τεῦχος αὐτὸ ἀποσπάσματα ἑνὸς παλαιοτέρου ἄρθρου τοῦ π. Ἀρσενίου στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο ποὺ ἀναφέρεται στὸν π. Φιλόθεο Ζερβάκο.

Ἐπίσης δημοσιεύουμε καὶ μία χαρακτηριστικὴ ἐπιστολή, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ εἶχε ἀποστείλει ὁ π. Φιλοθέος πρὸς π. Ἀρσένιο.–

Α.Κ.

  • Προβολές: 2815