Ἐπίκαιροι σχολιασμοί: Σύγχρονη Δημοκρατία καὶ Προφητικὴ ἐξουσία
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δυσκολότερες καμπὲς τὶς ἱστορίας της, γιὰ τὴν ὁποία φυσικὰ ἄλλοι εἶναι ἁρμοδιότεροι νὰ μιλήσουν. Τὸ θέμα αὐτό, ἐκ πρώτης ὄψεως, μοιάζει νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν ἐνδιαφερόντων μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἐφημερίδας. Ἔχει ἐν τούτοις πτυχὲς ποὺ ἐπιδέχονται "ἐκκλησιαστικὸ σχολιασμό". Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ σύγχρονη κρίσιμη καμπὴ τῆς Ε.Ε. μᾶς προκαλεῖ σὲ μιὰ σύγκριση τῶν σύγχρονων δημοκρατικῶν ἐξουσιῶν μὲ τὴν δοτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ προφητικὴ ἐξουσία, ὅπως ἦταν ἡ ἐξουσία τοῦ προφήτη καὶ νομοθέτη Μωϋσῆ. Ἡ πρόκληση προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι –ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν μορφὴ τῶν πολιτευμάτων–ανάμεσα στοὺς ἡγέτες καὶ τὸν λαὸ δὲν ὑπῆρχε πάντα συμφωνία, οὔτε ὡς πρὸς τοὺς στόχους, οὔτε ὡς πρὸς τοὺς τρόπους τῆς διακυβέρνησης τοῦ λαοῦ. Κάποιες φορὲς τὸ χάσμα ποὺ χώριζε τοὺς ἡγέτες καὶ τὸν λαὸ ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ συγκριτικὴ μελέτη αὐτῶν τῶν χασμάτων, τώρα ποὺ οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ στὴν Εὐρώπη θεωροῦνται ἀτράντακτα θεμελιωμένοι, μὲ τὴν σχετικὴ περιθωριοποίηση τῶν φασιστικῶν, ρατσιστικῶν κινημάτων καὶ τὴν ἀποβολὴ τῶν "ἐλέῳ Θεοῦ" τυραννικῶν πολιτευμάτων, μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ δοῦμε καθαρότερα καὶ κριτικότερα κάποιες ἀρχές, οἱ ὁποῖες πᾶνε νὰ ἐπιβληθοῦν, ὡς προστατευτικὲς τῆς ἐλευθερίας, καὶ οἱ ὁποῖες ἀκουμποῦν τὴν θρησκευτικὴ πίστη. Ἂς ξεκινήσουμε, ὅμως, ἀπὸ τὴν σημερινὴ κατάσταση.
Ὅσο περνάει ὁ καιρὸς γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονα αἰσθητὸ ὅτι στὴν Ε.Ε. παίρνονται ἀποφάσεις, ἐπιλέγονται πολιτικὲς καὶ τίθενται κανόνες, στοὺς ὁποίους ὀφείλουν νὰ προσαρμόζονται ὅλες οἱ ἐθνικὲς κυβερνήσεις, γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἀπαιτεῖται –καὶ δὲν ζητεῖται– ἡ σύμφωνη γνώμη τῶν πολιτῶν. Οἱ πολῖτες τῆς Εὐρώπης ἀγνοοῦν συνήθως αὐτὰ ποὺ ἀποφασίζονται στὶς Βρυξέλλες ἀπὸ κάποιους "εἰδικοὺς" ὑπαλλήλους ἢ ἀπὸ κάποιους "εἰδήμονες" τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς πολιτικῆς. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν "σιωπὴ τῆς λαϊκῆς κοινῆς γνώμης" ἔσκασε ἡ βόμβα τῶν δημοψηφισμάτων στὴν Γαλλία καὶ τὴν Ὀλλανδία, γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῆς "Εὐρωπαϊκῆς Συνταγματικῆς Συνθήκης". Τὸ "ὄχι" ποὺ ἐπικράτησε, ἀδιάφορο ἂν ἦταν σωστὴ ἐπιλογὴ ἢ ὄχι, ἀποκάλυψε τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μεγάλου χάσματος ἀνάμεσα στὶς κυβερνήσεις καὶ τοὺς πολῖτες. Φάνηκαν οἱ πολῖτες σὰν νὰ μὴ καταλαβαίνουν τὰ "καλὰ" τοῦ "εὐρωσυντάγματος", τὰ ὁποῖα τοὺς διαφήμιζαν οἱ πολιτικοί, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, φάνηκαν οἱ πολιτικοὶ σὰν νὰ μὴ καταλαβαίνουν τὶς εὐαισθησίες, τὰ ὁράματα καὶ τοὺς φόβους τῶν πολιτῶν. Οἱ ἐπί κεφαλῆς τῶν κυβερνήσεων τῆς Ε.Ε. παρουσιάσθηκαν σὰν μιὰ ἰδιαίτερη κάστα Εὐρωπαίων, ἡ ὁποία πολιτεύεται ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖο ἐκπροσωπεῖ. Αὐτὴ ἡ κλειστὴ ὁμάδα τῶν "εἰδημόνων τῆς πολιτικῆς" ἐμφανίσθηκε σὰν νὰ εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὰ "ἀγαθὰ" τῆς ἐλεύθερης οἰκονομίας, τὴν "ἀνωτερότητα" τῆς ἀνοικτῆς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴν "ἀναγκαιότητα" τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας κάθε "διαφορετικοῦ", ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ τὸ "διαφορετικὸ" φεύγει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κοινῆς ἀντίληψης γιὰ τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ἀφύσικο.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ χάσματος δὲ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ λεγόμενο "Εὐρωσύνταγμα". Τὰ δημοψηφίσματα ἦταν μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ. Οἱ λαοὶ δείχνουν νὰ μὴ "βολεύονται" μὲ τὶς "προοδευτικὲς" ἀπόψεις τῶν πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅπως φαίνεται, ἄφησαν τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο, καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὶς ἀνάγκες του, καὶ πέρασαν σὲ μιὰ καθαρὰ ἐπιστημονικὴ ἀντιμετώπιση τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας. Ἔτσι, θέτουν στόχους καὶ ἐπιλέγουν πρακτικές, οἱ ὁποῖες παραθεωρούν, ἐν πολλοῖς, τὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Ὅλα, ἐπιπλέον, τὰ βλέπουν ἐνδοκοσμικά. Δὲν εὐνοοῦν καμμιὰ ἀναφορὰ στὸν Θεό, οὔτε προπαντὸς τὴν προσδοκία γιὰ κάποια μέλλουσα Βασιλεία. Αὐτά, συγκαταβατικά, τὰ ἀφήνουν γιὰ τοὺς "ἰδιόρρυθμους" τῶν θρησκειῶν. Τὰ πάντα γι' αὐτοὺς ρυθμίζονται ἀπὸ ἀρχὲς οἱ ὁποῖες προῆλθαν ἀπὸ ἐξιδανικεύσεις τῶν ἀπαιτήσεων τῆς φιλαυτίας. Οὔτε λόγος φυσικὰ γιὰ ἀνιδιοτέλεια. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς ἐνδοκοσμικῆς ἐξιδανικευμένης φιλαυτίας ἐντάσσονται οἱ φιλελεύθερες ἀπόψεις γιὰ ἀποκαθήλωση τῶν εἰκόνων ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ δικαστήρια, γιὰ τὴν ἀποσύνδεση τοῦ Κλήρου ἀπὸ τὴν οἰκονομία τοῦ Κράτους, γιὰ τὸν ἀποχρωματισμό, γενικά, τῆς κρατικῆς διοίκησης ἀπὸ κάθε θρησκευτικὸ ἢ παραδοσιακὸ χρῶμα.
Στὴν προφητικὴ ἐξουσία τοῦ Μωϋσῆ, ὅμως, τὰ πράγματα ἦταν σχεδὸν ἀντίστροφα. Ἂς δοῦμε τὸ θέμα ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν ἐπίκαιρη ὑμνολογία τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴν πρώτη ὠδὴ τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ποίημα γιὰ ὁρισμένους ἑρμηνευτὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ γιὰ ἄλλους τοῦ Ἰωάννου μοναχοῦ τοῦ Ἀρκλᾶ, παρουσιάζεται ὁ Μωϋσῆς, ὡς ὁ "βραδύγλωσσος" ἡγέτης τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος "ἐρητόρευσε" –κήρυξε– στὸν λαό του τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ γραμμένο πάνω στὶς δύο πλάκες τῆς Διαθήκης, "θείῳ καλυφθεῖς γνόφω" στὸ ὅρος Σινᾶ. Μὲ τὸν νόμο αὐτὸ κυβέρνησε καὶ καθοδήγησε τοὺς Ἰσραηλῖτες. Ὄχι μόνο τοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς γενιὲς ποὺ ἀκολούθησαν μέχρι τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, μέχρι τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Ὁ νόμος αὐτός, προσαρμοσμένος στὴν σκληροκαρδία τοῦ "σκληροτράχηλου καὶ ἀπερίτμητου τὴ καρδία καὶ τοῖς ὠσὶν" λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν καταγεγραμμένος στὰ βιβλία τῆς Ἐξόδου, τοῦ Λευϊτικοῦ καὶ τοῦ Δευτερονομίου. Τὰ βιβλία αὐτὰ ἦταν ἡ βάση γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν λατρεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὁ Μωϋσής, ὡς ἡγέτης, ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τοὺς "ὑπηκόους" του, ποὺ διατηροῦσαν "ἀπερίτμητη" τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀκοή τους, παρὰ τὴν σωματικὴ περιτομὴ ποὺ εἶχαν ὑποστῇ. Ἀπερίτμητοι στὴν καρδιὰ καὶ στὴν ἀκοὴ ἦταν αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶχαν ἀποκόψει τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν θυμό τους ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα, γι' αὐτὸ ἐνῷ ἄκουγαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν, ὅσα "λαλοῦσε" τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ στόμα τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν ἄλλων Προφητῶν.
Βέβαια, ὁ καθένας στὶς μέρες κατανοεῖ, ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ λαὸς νὰ ἀκούη ἕναν ἡγέτη, χωρὶς νὰ ἀντιδρᾶ στοὺς λόγους του, ὅταν αὐτοὶ πηγαίνουν ἀντίθετα πρὸς τὴν φιλαυτία του καὶ τὶς σχετιζόμενες μὲ αὐτὴν εἰδωλατρικὲς τάσεις του. Ὁ Μωϋσῆς μὲ τὴν νομοθεσία του, ἡ ὁποία συμπυκνώνεται στὶς γνωστὲς δέκα ἐντολές, προσπάθησε νὰ προσανατολίση τὸν νοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν στὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ ρυθμίση τις μεταξύ τους σχέσεις. Στὴν πραγματικότητα προσπάθησε νὰ χαλιναγωγήση τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν θυμό, νὰ εἰρηνεύση τὶς ψυχὲς τῶν ὁμοφύλων του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰρήνη, νὰ τοὺς δώση τὴν δυνατότητα νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ προχωρήσουν στὴν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἡ νομοθεσία καὶ ἡ διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ ἦταν γιὰ τὸν Μωϋσὴ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν ὑμνογράφο, "ἐκτινάξας", ὁ Μωϋσῆς, ἀπὸ τὸ νοῦ του, ποὺ εἶναι τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, τὴν λάσπη τῶν παθῶν καὶ κάθε γήινου φρονήματος, εἶδε τὸν ὄντως ὄντα Θεὸ καὶ μυήθηκε στὴν γνώση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν ἡγέτης θεόπτης. Ἡ ἐξουσία του ταυτιζόταν μὲ τὴν παιδαγωγία τοῦ λαοῦ στὴν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Προφανῶς, ἡ ποιητικὴ ἑρμηνεία, ποὺ μᾶς δίνει ὁ ὑμνογράφος, γιὰ τὴν αὐθεντία τοῦ ἡγέτη Μωυσῆ, δὲν ἔχει καμμιὰ ἐφαρμογὴ στὶς σύγχρονες δημοκρατικὲς ἡγεσίες. Ἄλλωστε, τὸ χάσμα ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸν λαό, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς θεοπτίας του. Προερχόταν ἀπὸ τὴν δυσκολία τῆς σάρκας νὰ ἀκολουθήση τὸ πνεῦμα. Δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀντίδραση σὲ ἀρχὲς καὶ ἀποφάσεις ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴν φιλαυτία τῶν ἰσχυρῶν καὶ καταπιέζουν τὴν φιλαυτία τῶν ἀδυνάτων, ὅπως συμβαίνει στὶς ἐλεύθερες, δημοκρατικὲς κοινωνίες, τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς.
- Προβολές: 2986