Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, 2 Ἰουνίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του Θεόδωρος καὶ Εὐδοκία ἦσαν εὔποροι καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς, κυρίως ὅμως ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Ἰδιαίτερα ὁ πατέρας του διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ἐναντίον τῆς αἵρεσης τῶν εἰκονομάχων, ἐξ' αἰτίας τῶν ὁποίων τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του στὴν ἐξορία.
Ὁ ἅγιος Νικηφόρος, ὅπως ὁ πατέρας του, ἦταν καὶ αὐτὸς ζηλωτὴς καὶ πυρίπνους, ἀλλὰ καὶ κάτοχος ἀρίστης παιδείας καὶ γι' αὐτὸ χρημάτισε ἀρχιγραμματέας στὰ Ἀνάκτορα γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ κτῆμα του κοντὰ στὸν Βόσπορο, γιὰ νὰ ἀφοσιωθῇ στὴν μελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ἀργότερα τοῦ ἀνετέθη ἡ διεύθυνση τοῦ μεγάλου Πτωχοκομείου τῆς Βασιλεύουσας, ὅπου διηκόνησε μὲ θαυμαστὸ ζῆλο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἔλαβε διαδοχικὰ καὶ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ 806 μ. Χ. ἀνέβηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο.
Ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στὰ πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς τοῦ διακονίας φρόντισε γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποία ἐπιχειροῦσαν νὰ νοθεύσουν οἱ αἱρετικοὶ εἰκονομάχοι, καθὼς καὶ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητος τοῦ ποιμνίου του, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν διασπάσουν. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ ὑποστῇ ἀφάνταστες ταλαιπωρίες, διωγμοὺς καὶ ἐξορίες. Ἀξιοσημείωτο εἶναι το ὅτι τὰ δεκατρία ἀπὸ τὰ εἰκοσιδύο χρόνια τῆς πατριαρχείας του τὰ πέρασε στὴν ἐξορία καὶ ἐκεῖ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του. Πρωτίστως καὶ κυρίως ὅμως τὸν ἐνδιέφερε ἡ προκοπὴ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἡ διαφύλαξή του ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους, τοὺς αἱρετικούς, καὶ ὄχι ἡ προσωπική του προβολὴ καὶ ἡ παραμονή του στὴν ἐξουσία. Γι' αὐτὸν ὁ θρόνος ἦταν σταυρικὴ διακονία καὶ ὄχι ἀφορμὴ ἐπίγειων ἀπολαύσεων. Ἄλλωστε, μεγάλες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, δὲν παρέμειναν στὸν θρόνο τοὺς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους καὶ αὐτό τους τιμᾶ ἰδιαιτέρως, ἐπειδὴ ὁ πρῶτος ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἀληθείας καὶ "ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ" στὴν ἐξορία, καὶ ὁ δεύτερος παραιτήθηκε προκειμένου νὰ συμβάλη στὴν διαφύλαξη τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν καὶ στὴν ἀποτροπὴ ἐνδεχομένου σχίσματος μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἔφταιξε σὲ τίποτε.
Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, στὸ ἀπολυτίκιο ποὺ συνέθεσε γιὰ τὸν Ἅγιο σκιαγραφεῖ μέσα σὲ λίγες λέξεις τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία του, ἤτοι τοὺς ἀγῶνες, τὶς ἐξορίες καὶ τὴν θαρραλέα ὁμολογία του, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως. "Νίκην ἤνεγκε, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σὴ ἔνθεος ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε. Τὴν γὰρ εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος ὑπερορία ἀδίκως ὡμίλησας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος".
Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε λίγο στὴν φράση: "τὴν γὰρ εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος..." καὶ νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Κατ' ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ' εἰκόνα Θεοῦ καὶ εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος. (Μ. Βασίλειος).
Ὅποιος σέβεται καὶ ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ αὐτὸς ἀσπάζεται καὶ τὸ εἰκόνισμα τῆς μορφῆς Τοῦ, καθὼς καὶ τὰ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας Μητέρας Τοῦ καὶ τῶν φίλων Τοῦ, τῶν Ἁγίων. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ κανεὶς ἕνα πρόσωπο τόσο ἔπιθυμέί νὰ τὸ βλέπη καὶ νὰ χαίρεται τὴν παρουσία του. Καὶ ὅταν αὐτὸ δὲν καθίσταται δυνατὸν λόγῳ ἀποστάσεως ἢ γιὰ ὁποιονδήποτε ἄλλον λόγο, τότε παίρνει τὴν φωτογραφία του, τὴν ἀσπάζεται καὶ δὲν αἰσθάνεται ὅτι φιλᾶ τὸ χαρτὶ καὶ τὰ χρώματα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ. Κατὰ παρόμοιον τρόπο ἀσπάζεται καὶ τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ αἰσθάνεται ὅτι ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη ἀνάγονται στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο καὶ ὄχι στὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, ἐπειδή, ὅπως τονίζει ὁ Μ. Βασίλειος, "ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει". Ἐδῶ θὰ πρέπη νὰ διευκρινισθῇ, τὸ ὅτι ἡ λατρεία ἀνήκει μόνον στὸν Ἅγιον Τριαδικὸ Θεό, ἐνῷ στὴν Θεοτόκο καὶ τοὺς Ἁγίους ἀποδίδεται τιμὴ καὶ ὄχι λατρεία.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ σέβεται τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ χαρτὶ ἢ τὸ ξύλο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ πρέπη νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ σέβεται καὶ τὴν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνθρωπο. Μάλιστα, ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾶ κανεὶς τὸν Χριστό, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶ καὶ τὶς εἰκόνες του, τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, "ὅταν ἡ ψυχὴ ἐρωτευθῇ τὸν Χριστό, ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς μισήσει". Καὶ ὅπως ἐξακολουθεῖ νὰ τιμᾶ τὰ εἰκονίσματα, ἔστω καὶ ὅταν εἶναι πεσμένα κάτω καὶ λερωμένα, καὶ τὰ σηκώνει, τὰ καθαρίζει καὶ τὰ ἀσπάζεται, ἔτσι ἀκριβῶς, ἴσως καὶ περισσότερο, πρέπει νὰ σέβεται καὶ τὶς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι' ἂν εἶναι πεσμένες καὶ λερωμένες, καὶ νὰ μὴ τὶς περιφρονῇ ἢ νὰ τὶς κατακρίνη. Ἡ κρίση ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ σὲ μᾶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἁρπάζουμε μὲ ἀναίδεια καὶ νὰ οἰκειοποιούμαστε τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἡ μετάνοια, διὰ τῆς ὁποίας σώζονται ἀθάνατες ψυχές.
Κάποτε ὁ π. Παΐσιος, ἀποχαιρετῶντας κάποιον ἐπισκέπτη τοῦ ἱερέα του εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων: "Νὰ πᾶς στὴν Ἐνορία σου νὰ καθαρίσης τὶς εἰκόνες". Καὶ ἐννοοῦσε τὶς ἔμψυχες εἰκόνες, ποὺ διὰ τῆς καθάρσεως ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ φθάσουν στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ἤτοι στὴν ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς.
- Προβολές: 3117