Γεωργίου Ἀναστ. Γαλανοπούλου: Τὸ Μοναστῆρι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ στὴν Ἀράχωβα (Β)
Γεωργίου Ἀναστ. Γαλανοπούλου, Δικηγόρου στὸν Ἄρειο Πάγο
(συνέχεια ἀπὸ τὸ τ. 112)
Ἐπανερχόμενοι στὰ σχετικὰ μὲ τὴν Μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ποὺ προϋπῆρχεν τῆς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης, γνωρίζουμε ὅτι σὲ αὐτὴν εἶχαν θησαυρισθῇ ἀπὸ αἰῶνες πλῆθος λειψάνων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῶν ἁγίων Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Ἀνδρέου, Θεοδώρου Στρατηλάτου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀναργύρων καὶ ἄλλων ἁγίων. Τμῆμα τῆς κᾶρας τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ χέρι βρίσκεται στὴν ἱερὰ Μονὴ Ἀμπελακιωτίσσης, ἡ κᾶρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία σήμερα διασώζεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσσιωτίσσης, μὲ σχετικὴ γραπτὴ ἀναφορὰ προελεύσεως «Μονὴ Προφήτου Ἠλιοῦ Κραβάρων) πολύτιμα ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, βιβλία καὶ εἰκόνες Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας.
Ἱστορικὰ ἀναφέρεται ὅτι μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1544-1584 μ.Χ. τὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ὑπέστη καταστροφὲς ἀπὸ σεισμοὺς καὶ ἐρημώθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια. Ἔτσι δικαιολογεῖται γιατί ἔγινε Πατριαρχικὸ καὶ Σταυροπηγιακὸ αὐτὸ τῆς Κοζίτσης μὲ ἔγγραφο τοῦ 1749, σὰν ἀρχαιότερο στὰ Κράβαρα, ἐνῷ ἄξιο μνείας εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἔγγραφο τοῦ 1724 τὰ Κραβαροχώρια τῆς περιοχῆς μας ὑπάγονταν ἐκκλησιαστικὰ στὴν Ἐπισκοπὴ Λιδωρικίου (ἐνίοτε καὶ Κραβάρων), τελοῦσαν ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης, θὰ πρέπη νὰ ἐπισημανθῇ καὶ ἡ ὀλιγοχρόνια σχέση καὶ σύνδεση τῆς ὀρεινῆς καὶ ἀπομακρυσμένης ἀπὸ τὴν Ναύπακτο Ἀράχωβας μὲ τὴν Ἐπισκοπὴ Λιτζιὰς καὶ Ἀγράφων.
Ἡ ἔλλειψη ἐπαρκῶν γραπτῶν πηγῶν, οἱ δηώσεις καὶ οἱ καταστροφές, συνετέλεσαν ὥστε νὰ λησμονηθῇ ἱστορικὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ καὶ νὰ γίνη εὐρύτερα γνωστὸ καὶ φημισμένο αὐτὸ τῆς Κοζίτσας. Κατὰ τὰ Ὀρλωφικὰ γεγονότα τοῦ ἔτους 1770 τὸ Μοναστήρι κάηκε καὶ ἐρημώθηκε.
Ἡ χρονολογία 1779, ποὺ ἀναγράφεται στὶς περισσότερες θαυμάσιες εἰκόνες τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι ἔτος ἀνακαίνισης-ἀναστήλωσης τοῦ μοναστηριοῦ στὰ 1778 (Ἀπὸ τὸν Ἀθαν. Σισμάνη, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἐντοιχισμένη πλάκα ὡς Σισμανόπουλος), σὲ ἐκπλήρωση τάματος μετὰ τὴν ἐξόντωση τῆς οἰκογένειας τῶν Σισμαναίων στὰ Ὀρλωφικὰ καὶ ποὺ καταργήθηκε ἐπὶ Ὄθωνα, γιατί εἶχε κάτω ἀπὸ 6 μοναχούς. Τὸ μοναστήρι εἶχε μεγάλη περιουσία καὶ ἀρκετὰ κοντινὰ παρεκκλήσια (Ἄγ. Κων/νός, Ἄγ. Ἀντώνιος, Ἁγ. Παρασκευή). Ἡ Παλιαράχωβα ἦταν ἐπίσης μοναστηριακή. Δύο φορὲς πέρασε ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατρο-Κοσμᾶς. Τὴ δεύτερη μεταξὺ 1759-1762 διέμεινε, λειτούργησε καὶ κήρυξε τὸ θεῖο λόγο στοὺς πιστούς.
Νὰ πῶς περιγράφει στὸ βιβλίο του «Στ' ἀπόσκια τῆς Ἀράχοβας» ὁ χωριανός μας δάσκαλος Γ. Μποσινάκος τὴν διάλυση τοῦ Μοναστηριοῦ: «Πρὶν νὰ περιορίση τὸν ἀριθμὸ τῶν μοναστηρίων ἡ Κυβέρνηση τοῦ Ὄθωνα πρόλαβε ὁ ἡγούμενος τοῦ δικοῦ μας μοναστηριοῦ καὶ τὸ διέλυσε αὐτός, ὅπως βλέπουμε παρὰ κάτω στὸ ἔγγραφο τῆς Νομαρχίας Μεσολογγίου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον Ἐκκλησιαστικῶν: Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, ἀριθμ. 1462 τὴν 28 Σεπτεμβρίου 1833 Μεσολόγγιον, πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδέυσεως Β, Γραμματείαν. «Περὶ φυγῆς τοῦ ἡγουμένου τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ τῆς Ἀράχοβας μετὰ τινὸς γυναικός». Ὁ ἔπαρχος τῆς Ναυπακτίας διὰ τῶν ἀριθμ. 770 καὶ 772 ἀναφορῶν του πληροφορεῖ τὴν Νομαρχίαν ὅτι τὴν 10ην τοῦ λήγοντος ὁ Γρηγόριος ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, κειμένου εἰς τὸ χωρίον Ἀράχοβα Κραβάρου, συνενοηθεὶς μετὰ τινος γυναικὸς ὀνομαζομένης Ἀγγελικῆς Νικολάου Δεσποτοπούλου, συζώσης δι' ἀθεμίτου γάμου μὲ τὸν Νικόλαον Σισμάνην ἐντόπιον καὶ μετὰ τοῦ ὑπηρέτου τοῦ ἰδίου Σισμάνη Χαμουλᾶ λεγομένου, ἐδραπέτευσε ἐκεῖθεν λαβῶν μετ' αὐτοῦ δύο ζῶα τῆς μονῆς, ἕναν ἵππον καὶ ἕναν ἡμίονον καὶ μερικὰ χρήματα τοῦ διαληφθέντος Σισμάνη. Ἀναφερθέντος τοῦ συμβάντος τούτου εἰς τὸν Ἔπαρχον, ὅστις ἐξ αἰτίας τῆς περιοδείας εὑρέθη εἰς Βετολίσταν, ἔσπευσε νὰ στείλη ἀνθρώπους πρὸς ἀναζήτησιν τῶν φυγάδων. Δὲν ἔλαβεν πληροφορίας εἶχον περάσει εἰς τὰς πλησίον ἐπαρχίας τῆς Καλλιδρόμης ἢ Φθιώτιδος. Ἅμα ἤκουσε τοῦτο, ἔγραψεν εἰς τοὺς Ἐπάρχους τῶν εἰρημένων Ἐπαρχιῶν προσκαλῶν αὐτοὺς διὰ νὰ διατάξωσιν αὐστηρῶς τὰ περὶ τῆς συλλήψεώς των. Ἀπὸ τὰς ἀναφορᾶς τῶν Ἐπάρχων, φαίνεται ὅτι ὁ ἡγούμενος οὗτος, ἀσώτου καὶ διαφθαρμένης διαγωγῆς πρὸ καιροῦ μελετῶν καὶ σχεδιάζων τὴν φυγήν του εἶχε πωλήσει διάφορα κτήματα τῆς εἰρημένης Μονῆς, ἐκινήθη δὲ νὰ πράξη τὴν κακουργίαν, ὅτε ἐπροσκαλεῖτο παρὰ τοῦ Ἐπάρχου, διὰ νὰ δώση κατάλογον τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηρίου. Μάλιστα λογίζεται πιθανὸν ὅτι νὰ ἔλαβε μετ' αὐτοῦ χρήματα ἱκανὰ καὶ σωστὴ (ταμείου;) τοῦ ἱεροῦ καταγωγίου. Διὰ νὰ δηλωθῇ δὲ τοῦτο ὁ Ἔπαρχος ἐδιώρισεν μίαν Ἐπιτροπὴν συγκειμένην ἀπὸ τὸν Δημογέροντα Ἀράχοβας καὶ τοὺς ἐξ αὐτῆς Παπαπαναγιώτην Λαναρὰν καὶ Δημήτριον Λοῦρον, τὸν δημογέροντα Κλεπὰς καὶ τὸν συγχωριανὸν τοῦ Γαλάνην Μιρεσέρδην ν' ἀνέλθη εἰς τὴν Μονὴν νὰ καταγράψη τὴν κινητὴν καὶ ἀκίνητον κατάστασίν της καὶ ἀναθέτουσα εἰς ἕνα τῶν τιμιωτέρων καὶ ἱκανωτέρων πατέρων τῆς μονῆς προσωρινῶς τὴν ἠγουμενίαν ν' ἀναφέρη εἰς αὐτὸν τὰ πρακτικά της καὶ μάλιστα τὰ περὶ φυγάδος ἡγουμένου, προσεκάλεσε ταυτοχρόνως καὶ τὸν Ἔφορον Ναυπακτίας, εὑρισκόμενον τότε εἰς Ἀράχοβα νὰ ἐφορεύη εἰς τὰς ἐργασίας τῆς Ἐπιτροπῆς καὶ νὰ ἀναφέρη εἰς τὸ Ἐπαρχεῖον. Κατὰ χρέος σπεύδω νὰ γνωστοποιήσω τὸ συμβὰν εἰς τὴν Β. ταύτην Γραμματείαν ἐπιφυλασσόμενος νὰ ἀναφέρω εἰς αὐτὴν καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν παρὰ αὐτῶν Ἐπάρχου ληφθέντων μέτρων. Ὁ Εὐπειθέστατος Νομάρχης Αἰτ. καὶ Ἀκαρνανίας Ν. Σουΐδας (ὑπογρ. δυσανάγνωστος).
Πρὶν διαλυθῇ χρησίμευσε ὡς ὁρμητήριο καὶ στρατόπεδο ἀρματωλὼν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὁ ὑπεραιωνόβιος πλάτανος μὲ τὴν πηγὴ στὶς ρίζες του ξεκούρασε ἀρματωλοὺς καὶ κλέφτες καὶ τὸ μοναστήρι ἔδωσε τροφὴ καὶ στέγη σὲ γυναικόπαιδα καὶ φτωχούς, ἐνῷ λειτούργησε σ' αὐτὸ γιὰ πολλὰ χρόνια Κρυφὸ Σχολειό.
Ἐὰν διασωζόταν τὸ Μοναχολόγιό του, ἀσφαλῶς καὶ θὰ εἴχαμε πληρέστερα στοιχεῖα τῆς ἱστορικῆς του πορείας.
Γ΄
Ὡς τελευταῖος του ἡγούμενος ἀναφέρεται ὁ Γρηγόριος (ἐπιλήψιμης ἠθικῆς) καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στὸν Ἀη-Νικόλα μὲ τόνομά του, χωρὶς ὅμως χρονολογία), ποὺ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ Μοναστηριοῦ ἔγινε Ἐφημέριος τοῦ Νεοχωρίου. Τὰ κειμήλιά του μετὰ τὴ διάλυσή του μεταφέρθηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Προυσσοῦ (Εὐαγγέλιο καὶ ἡ κᾶρα σὲ ἀργυρὸ ὀρθογώνιο κουτὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ποὺ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 12 Νοεμβρίου). Στὴν ἁγία κᾶρα ἀναφέρεται ὡς δωρητὴς ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος καὶ καθηγούμενος ὁ Νικηφόρος. Στοὺς τέσσερις τελευταίους του μοναχοὺς ἀναφέρεται καὶ ὁ Διονύσιος, 55 χρόνων, ποὺ κατέφυγε στὴν Κόνισκα.
Καὶ στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγιᾶς στὸ Νεοχώρι δωρήθηκε ἐπίχρυσος Σταυρὸς ἀπ' τὸ μοναστήρι μας τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ μὲ χρονολογία 1817, στὸ κέντρο τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε ξυλόγλυπτος σταυρὸς ὡραίας μικροτεχνικῆς ἐργασίας, ἐνιαύσιο βιβλίο ἔκδοσης Λειψίας 1761, δερματόδετο Εὐαγγέλιο ἔκδοσης Ἐνετίας 1793 καὶ ὀρειχάλκινη λειψανοθήκη μὲ 12 ἅγια λείψανα. Τὸ ἀξιολογώτερό του ὅμως κειμήλιο (ἕνας ξύλινος Σταυρὸς μὲ χρονολογία 1110, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ἀείμνηστος Ἱερέας Παπα-Δημήτρης Παπαδημητρίου), χάθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια, καθὼς καὶ ἕνα Εὐαγγέλιο τοῦ 1619 καὶ ἡ Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Μανδηλίου (1624), ποὺ εἶχαν μεταφερθῆ στὸν Ἀη-Νικόλα. Τὶς χρονολογίες αὐτὲς τὶς θυμᾶμαι καλά, γιατί τὶς εἶχα γράψει κατὰ τὴν ζωντανὴ συζήτηση ποὺ εἶχα, ἔφηβος τότε, μὲ ἔντονο ζῆλο μὲ τὸν προαναφερόμενο ἅγιο Παππούλη, ποὺ μὲ ὑπεραγαποῦσε καὶ ὅσο ζοῦσε ἐπικοινωνούσαμε πολὺ συχνά. Τὸ χειροποίητο ξύλινο σκαλιστὸ τέμπλο τοῦ μοναστηριοῦ, ἀνεκτίμητης ἀξίας, κοσμεῖ σήμερα τὸν ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πολιούχου τῆς Ἀράχωβας.
Ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἔγγραφα τῆς Ι. Μ. Κοζίτσας μὲ ἡμερομηνίες 20-2-1863 καὶ 2-3-1872, ποὺ ὑπογράφουν οἱ ἡγούμενοι Νικόδημος Δημητρίου καὶ Κύριλλος Κομνηνός, δόθηκαν στὴ Μονὴ Προυσσοῦ ἀντὶ τῆς Κοζίτσας ἀπὸ τὸ διαλυμένο Μοναστήρι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ Ἀράχωβας, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω καὶ τὰ ἀκόλουθα ἱερὰ λείψανα καὶ σκεύη: Ἀργυροῦν κιβώτιο μὲ τεμάχια τῆς Ἁγίας Κᾶρας τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου μὲ ἀργυρὸ Σταυρό. Ὅμοιο κιβώτιο μὲ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ ἄλλο ὅμοιο μὲ λείψανα τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα. Ἀργυρὸ Θυμιατὸ καὶ Δισκοπότηρο, χρυσοῖ σταυροί, 4 ἀργυρὲς ζῶνες καὶ 4 ζεύγη χρυσοΰφαντα ἄμφια. Πάντως στὴν καταγραφὴ τῶν κειμηλίων τοῦ (8-6-1834) τὰ ὑπάρχοντα μαρτυροῦν τὴν ἱστορική του παρουσία καὶ σημασία τοῦ μοναστηριοῦ μας. Ὑπῆρχαν γιατί δὲν ξέρουμε σήμερα ποὺ βρίσκονται, ἀργυρὸς σταυρὸς μὲ Τίμιο Ξύλο, 8 ἀργυρᾶ κανδήλια, ἕνα φαιλόνι μποχασένιο καὶ δύο ἐπιτραχήλια παλαιότατα, 69 ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ ἄλλα σημαντικὰ κειμήλια.
Οἱ Ἀραχωβίτες τὰ ζήτησαν μὲ ἔγγραφό τους γιὰ νὰ μείνουν στὸν ἐνοριακό τους ναό, ἐπειδὴ τὰ τιμοῦσαν μὲ πατροπαράδοτο σέβας, ἀλλὰ δὲν εἰσακούστηκαν.
Ὁ ἀφανισμὸς τῶν μοναστηριῶν, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ δικοῦ μας, ἦταν ἔργο τῆς Βαυαροκρατίας, τῶν πολιτικῶν μας, τῶν Ἀρχιερέων καὶ τοῦ τουρκοπιασμένου Κωνσταντινουπολίτη Κων/νοῦ Σχοινά, γιὰ νὰ ρημάξουν τοὺς ναούς τους καὶ νὰ πλιατσικολογήσουν πουλῶντας τὰ ἱερά τους καὶ κάθε ἄλλο περιουσιακὸ στοιχεῖο (βλ. Ἀπομνημονεύματα Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, σέλ. 364-365).
Ἡ ἀρχικὴ θέση τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος ἐπεκτεινόταν 300 μ. πιὸ κάτω ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶναι σήμερα, δηλ. ἦταν καὶ κάτω ἀπὸ τὸν ἀμαξητὸ δρόμο τὸ βουρδουναριὸ καὶ ἄλλα κτίσματα.
Γιὰ τὸ κύριο οἴκημα τοῦ Μοναστηριοῦ (ἀρχονταρίκι), ποὺ ἦταν ΒΔ. τοῦ ἐξωκκλησιοῦ καὶ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν, ΒΑ πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι δὲν ὑπῆρχαν ἴχνη. Κατὰ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὅταν ἀφαιρέθηκε ὁ πρόναος καὶ μίκρυνε ὁ ναός, βρέθηκαν μάντρες ἀπὸ τὰ κτίσματά του καθὼς καὶ τάφος πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερό του ποὺ χαλάστηκε.
Σήμερα στὴ θέση τοῦ Καθολικοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ εἶναι ἱστορικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ μνημεῖο, ἔχει ἀπομείνει τὸ ἀνακαινισμένο ξωκκλήσι τοῦ Ἀη-Λιὰ ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Σούλα Σισμάνη καὶ τὸν ὁμώνυμο ἀδελφὸ Σύλλογο τῶν Ἀραχωβιτῶν τῆς Λαμίας μετὰ τὸν θάνατό του, ποὺ λειτουργεῖται στὴ μνήμη του στὶς 20 Ἰουλίου κάθε χρόνο.
Ἡ ἱστορικὴ οἰκογένεια Σισμάνη πάντοτε προστάτευε τὸ μοναστήρι, ἔκανε δωρεὲς καὶ ἀνακαινίσεις, τὸ ἔχτισε πάλι μετὰ τὴν πυρπόληση καὶ τὴν καταστροφή του στὰ Ὀρλωφικὰ καὶ τὸ βοηθοῦσε σὲ κάθε δυσκολία του. Ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας ὅταν πέρασε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔτος 1890, τὸ βρῆκε ἐρειπωμένο μὲ τὴν κτητορικὴ εἰκόνα τοῦ ἄρχοντα Σισμάνη μισοκατεστραμμένη καὶ τὰ κελλιά του μισογκρεμισμένα. Παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ Νικολάκη Σισμάνη πρὸς τὸν βασιλιᾶ Ὄθωνα στὰ 1838 γιὰ τὴν ἐπανασύσταση τῆς ἱστορικῆς Μονῆς δὲν εἰσακούστηκε τὸ δίκαιο αἴτημά του καὶ ἡ προαναφερθεῖσα ἀναφορὰ τοῦ Νομάρχη Ν. Σουΐδα ἀδικεῖ τὸν Νικόλαο Σισμάνη καὶ τὴν ἱστορικὴ φιλόθρησκη οἰκογένεια.
- Προβολές: 2721