Ἄσπας Ξύδη: Ἡ θεια-Τασά
Ἄσπας Ξύδη
Σακατεμένη σχεδὸν ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε. Βυζισταρούδι, γλίστρησε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πατέρα της καὶ τὸ πέσιμο στάθηκε ὀλέθριο γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Τασούλας μας. Μέση καὶ πόδια χτυπημένα, ἐμποδισμένη ἀνάπτυξη καὶ μιὰ κουτσαμάρα παράξενη. Πέρα-δῶθε, ἕνα ρυθμικὸ τραμπάλισμα πάνω στὰ κοντὰ καὶ πρησμένα ποδαράκια της. Παράπονο κανένα. Μὲ τὸ χορευτικό της βηματισμὸ ξεκίναγε τὶς δουλειές της. Ὅλα τὰ κατάφερνε, ὅλα τὰ γνώριζε καὶ εὐλογία Θεοῦ τα καλομαγειρεμένα της. Ἡ θεια-Τασά, μικρότερη ἀδερφὴ τῆς μάνας μου, ζοῦσε μαζί μας. Ξεχωριστὴ ἀδυναμία τοῦ πατέρα μου καὶ πιστέψτε με, ὅσο μπόϊ της ἔλειπε, τόσο τρανὴ ἦταν ἡ νοικοκυροσύνη της. Ἡ θεῖτσα μοῦ μεγάλωσε. Πάντα ὑπὸ τὴν ὑψηλὴ ἐποπτεία τῆς μάνας μου, λίγο συχνὰ ἀδιάθετης, κι ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, καλοβολεμένης. Γιὰ τὴν Τασὰ ὅμως ἤμουνα τὸ μεγάλο της ἀπόκτημα. Μὲ κανάκεψε καὶ μὲ ἀνέθρεψε σὰν πριγκηπέσα κι ἀκόμα θυμᾶμαι ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ ρόφημα, τὸ μὲ τόση δεξιοτεχνία χτυπητὸ αὐγουλάκι, περιχυμένο μὲ ζεστὸ κακάο καὶ βούτηγμα τὰ πεντανόστιμα παξιμαδάκια της. Μὲ τὰ λίγα γράμματα τῆς Δ`Δημοτικού, ἔγραφε καὶ διάβαζε τὶς προσευχὲς καὶ τὸ μαγικὸ βιβλιαράκι τῆς «Διὰ τὰς ὥρας τοῦ πόνου» καὶ εἶχε τὴ σιγουριὰ πὼς μ' αὐτὸ μποροῦσε νὰ προσφέρη ἀνακούφιση καὶ γιατρειὰ στὸν πάσχοντα.
Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας μου ἤμουνα 3,5 ἐτῶν. Τὰ περισσότερα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μοῦ τὰ διηγότανε ἡ μάνα μου, ἔμειναν ὅμως καὶ εἰκόνες σὲ μεγέθυνση ἀπὸ τὶς παιδικές μου μνῆμες. Τὰ ἀδέρφια τοῦ πατέρα μου, μετὰ τὴ διάγνωση τῶν γιατρῶν στὴν Ἀθήνα πὼς ἡ ἄρρωστη καρδιά του εἶχε πολὺ λίγη ζωή, τὸν ἔφεραν πάλι στὸ σπίτι του. Παλιὰ τραύματα, ἀνεπανόρθωτη ζημιά. Κάθισε στὴν πολυθρόνα, στὸ μεγάλο δωμάτιο, περιτριγυρισμένος ἀπὸ τὰ κυνηγετικὰ σκυλιά του καὶ δίπλα του τὸ πιὸ πιστό, ἡ Τασούλα μὲ «τὰς ὥρας τοῦ πόνου» ἀνὰ χεῖρας, ἕτοιμη νὰ τοῦ προσφέρη βοήθεια. Κολλημένη δίπλα στὸ Θόδωρο, τὸν ἀγαπημένο της ἄρρωστο, ἐκείνη ἄκουσε τὶς τελευταῖες τοῦ θελήσεις καὶ τοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια. Μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα στὴ θύμησή μου...Το στρατιωτικὸ ἄγημα, ἡ μπάντα καὶ παραπίσω, κοντά μας, ἡ θεια-Τασά, μὲ τὸ χορευτικό της βάδισμα πέρα-δῶθε. Εἶχε φύγει ἀπὸ κοντά της ὁ προστάτης, ὁ ἀδερφός, ὁ μοναδικὸς ἄντρας τῆς ζωῆς της καὶ τότε πιὰ ἄρχισε νὰ διαβάζη «τὰς ὥρας τοῦ πόνου» στὸν ἑαυτό της.
Στὴν Κατοχὴ ὅμως, μιὰ καὶ ἤμουνα ὁλόκληρη κοπέλα, παράβηκε τὴν ἐντολή του νὰ περάση κοντά μας ὅλη τὴ ζωή της, κουράστηκε ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὶς κακουχίες καὶ γύρεψε καταφύγιο στὸ πατρικό της, στὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ κοντὰ στὸν ἀδερφό της, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ πέθανε, στὴ νύφη καὶ τὴν ἀνεψιά της. Κι ὅταν ἐλευθερωθήκαμε, ἐξακολούθησε νὰ παραμένη στὸν τόπο της. Κάθε τόσο ὅμως, μὲ τὴν κάποια χρηματικὴ ἄνεση ποὺ τῆς πρόσφερε ἡ μάνα μου, ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἀσημένιο πιὰ κεφαλάκι της μοῦ ἀκουμποῦσε στὸ στομάχι. Τὴ χαϊδολόγαγα καὶ τὴν παρακαλοῦσα νὰ μείνη κοντά μας. «Ὄχι, μὰ θὰ ξανάρθω σύντομα», μοῦ' λεγε.
Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἔφευγε, ἂν τὸ εἰσιτήριο ἔγραφε στὶς δέκα ἀναχώρηση, ἀπὸ τὶς ἕξι τὸ πρωΐ καθότανε στὴν ἄκρη τῆς πολυθρόνας, πανέτοιμη, δίπλα στὸ καρῶ βαλιτσάκι της. Μιὰ ἀλησμόνητη Δευτέρα ἔλαβα τὸ γράμμα της.
«Δὲν αἰσθάνομαι καλὰ τώρα τελευταῖα. Ὅπως σὲ μεγάλωσαν τὰ χεράκια μου, θέλω νὰ μὲ θάψουνε τὰ δικά σου. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐντολὴ τοῦ πατέρα σου».
Πέρασα ἀνήσυχη λίγες μέρες καὶ ἑτοιμάστηκα νὰ πάω νὰ τὴ δῶ, μὰ δὲν τὴν πρόλαβα. Σάββατο, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὁ ἀγαπημένος της Θόδωρος τὴν κάλεσε κοντά του καὶ ἡ Τασούλα μοῦ ξεκίνησε. Ἤρεμη, ξεκούραστη, ἐλεύθερη, μὲ σφιγμένη στὰ χεράκια της τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων καὶ δίπλα της, χωμένο ἀπὸ τὸ χέρι μου, τὸ μαγικὸ βιβλιαράκι τῆς «Διὰ τὰς ὥρας τοῦ πόνου».
Ὅταν, πρὶν φύγω, πῆγα στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸ συγχώριο μου, ὁ γέρος ἱερέας μὲ κοίταξε μὲ συμπάθεια.
-Γιατί νὰ κλαῖς, παιδί μου, ἡ Τασὼ ἦταν μιὰ ἅγια γυναῖκα. Τὴν περασμένη Πέμπτη, τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεινα τὴν ἐκκλησία, μὲ πρόλαβε στὸ κλείδωμα καὶ μοῦ εἶπε:
-Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ, Δέσποτα.
-Αὔριο, Τασώ μου, τῆς εἶπα, τώρα βράδιασε πιά.
-Δὲν προλαβαίνω, βοήθησέ με, γιατί τὸ Σάββατο θὰ πάω νὰ συναντήσω τὸν Κύριό μου.
-Ἄκουσα τὴ θεῖτσα σου, κοπέλα μου, καὶ ἁπάλυνε τὴ δική μου ψυχὴ ἡ ἀγαθότητά της. Ἦρθε τὸ Σάββατο, κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, κάθισε στὸ σκαλάκι, στὴν ἐξώπορτα τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀκούμπησε τὸ κεφαλάκι της στὸν τοῖχο καὶ πέθανε.
Σᾶς διηγήθηκα σήμερα, μιὰ πολὺ προσωπικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ἱστορία. Ἤθελα ὅμως, γιὰ πρώτη φορά, νὰ φέρω κοντὰ σὲ κόσμο τὴ θεια-Τασά. Νὰ τὴ γνωρίσουν, ἴσως καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουν, νὰ τὴ συμπονέσουν γιὰ τὴ βασανισμένη της ζωὴ καὶ νὰ θαυμάσουν τὸ κουράγιο καὶ τὴν πίστη της. Εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, ὅπως ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, νὰ εἶναι καθισμένη σ' ἕνα σκαλοπάτι τ' οὐρανοῦ, ἕτοιμη νὰ διαβάση: «Διὰ τὰς ὥρας τοῦ πόνου» σὲ κάποιον πονεμένο περαστικὸ Ἅγιο.–
- Προβολές: 2582