Ἀρχιμ. π. Πολυκάρπου Παστρωμᾶ: ἡ Τοπικὴ Ἐκκλησία
Ἀρχιμ. π. Πολυκάρπου Παστρωμᾶ,
Ἡγουμένου Ἱερὰς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης
Δημοσιεύουμε, ὅπως εἴχαμε ὑποσχεθῇ, σὲ δύο συνέχειες τὴν εἰσήγηση τοῦ π. Πολυκάρπου στὸ Ι Ἱερατικὸ Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, τὸν Σεπτέμβριο ε.ε.
***
Σεβασμιώτατε, Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀνατέθηκε νὰ ἀναπτύξουμε στὸ σημερινὸ Ι Ἱερατικὸ συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου εἶναι: «Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία». Πρέπει, δηλαδή, νὰ ἐξετάσουμε στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως πὼς καταδεικνύεται ἡ καλύτερα πὼς βιώνεται ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στὸ χῶρο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο γιὰ τὶς ἀσθενεῖς πνευματικές μας δυνάμεις, ὅμως ἐλπίζοντας στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ζητῶντας τὶς εὐχὲς τόσον τοῦ Σεπτοῦ Ποιμενάρχου μᾶς κ. Ἱεροθέου, ὅσον καὶ ὅλων τῶν πατέρων τῆς συνάξεως αὐτῆς, προχωροῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ποὺ μᾶς δόθηκε.
Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε πίστη στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τὴν Ἐκκλησία ἵδρυσε ὁ Κύριος καὶ ἐθεμελίωσαν οἱ Ἀπόστολοι. Ἔχει διπλὸ χαρακτῆρα. Εἶναι καθίδρυμα ἁγιαστικὸ καὶ κοινωνία Ὀρθόδοξη. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ καθηγητὴς κ. Ἀθανάσιος Δεληκωστόπουλος σημειώνει: «Θὰ μπορούσαμε νὰ ὁρίσουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς Ἱερὸ Καθίδρυμα, τὸ ὁποῖο ἱδρύθη ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ἀνθρώπων, φέρει τὸ θεῖον κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τοῦ Κυρίου καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μία πίστη καὶ τὰ ἴδια Μυστήρια, διαιροῦνται δὲ αὐτοὶ στὸ λαὸ καὶ στὸν κλῆρο ποὺ ἀνάγει τὴν ἀρχή του μὲ ἀδιάκοπο διαδοχὴ στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι' αὐτῶν στὸν Κύριο». Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ἐφεσ. ἂ 22β-23) ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ σῶμα Του.
Ὁ καθηγητὴς κ. Ἰωάννης Καραβιδόπουλος ἑρμηνεύοντας τὰ ἐν λόγῳ χωρία θὰ πῇ ὅτι: «Μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ αὐτὴ εἰκόνα τῶν στίχων 22β-23 γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα μὲ Κεφαλὴ τὸν Χριστό, ὑπογραμμίζονται οἱ ἑξῆς ἀλήθειες τῆς πίστεως:
α) Ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητος δὲν εἶναι δοσμένη ἐκ φύσεως, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ Στωϊκοὶ κατὰ τὴν ἐποχῇ τοῦ Παύλου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐπεμβάσεώς Τοῦ μέσα στὸν κόσμο. Στὴ διασπασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα ὁ Θεὸς προσφέρει μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας τὴν δυνατότητα τῆς ἑνότητος.
β) Ὁ κάθε Χριστιανὸς δὲν ἀποτελεῖ μεμονωμένη ὕπαρξη στὸν κόσμο, ἀλλὰ ζῇ σὲ κοινωνία μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλα τὰ μέλη μαζὶ συνδέονται μὲ τὸν Χριστὸ καί,
γ) Ὁ Χριστὸς ὡς Κεφαλὴ ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἁρμονικὴ σχέση τῶν μελῶν μεταξύ τους.
Ἀπὸ τὶς βασικὲς αὐτὲς ἀλήθειες ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα καὶ γιὰ τὴν ἐποχῇ μας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα σήμερα ἀτομοκρατία ὑπογραμμίζει τὴν κοινωνικὴ προοπτικὴ τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀποτελεῖ μεμονωμένη ὕπαρξη στὸν κόσμο, ἀλλὰ βρίσκεται σὲ σχέση ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς. Οἱ σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ ἐπιβεβαιώνονται καὶ ἀπηχοῦνται στὴ συμπεριφορὰ τοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ συνανθρώπου ὡς ἀδελφοῦ καὶ ὄχι ὡς ἐχθροῦ, συντελεῖται μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλοι αἰσθάνονται ὅτι εἶναι μέλη τοῦ ἴδιου ὀργανισμοῦ, ποὺ συνδέονται μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν Κεφαλὴ τοῦ σώματος.
Πρέπει ἀκόμη νὰ τονισθῇ ὅτι ἡ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους δὲν ἀποτελεῖ στατικὴ κατάσταση, ἀλλὰ δυναμική. Σημαίνει, δηλαδή, τὴν ἀρχὴ μιᾶς πορείας μὲ τέρμα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία αὐτὴ συνεπάγεται συνεχῆ προσπάθεια καὶ ἐπαγρύπνηση. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος πολὺ χαρακτηριστικὰ ὑπενθυμίζει: «Μὴ τοίνυν θαρρῶμεν ὅτι γεγόναμεν ἅπαξ τοῦ σώματος».
Ἡ πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ πλήρη φανέρωση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας στὰ συγκεκριμένα γεωγραφικά της ὅρια, ἐγκεντρισμένη στὸν ἕναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ εὑρισκομένη σὲ ταυτότητα πίστεως ἀλληλοδιαδόχως πρὸς τὴν ἐρχέγονη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πρὸς τὶς ἄλλες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Γράφει σχετικὰ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης στὴν Ἐκκλησιολογική του μελέτη «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπω κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας», «Ὑψίστην μορφὴν ἐκφράσεως μιᾶς τοιαύτης κατὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας ἀπετέλει ἡ ἑνότης ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπω. Ἡ ἑνότης τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον πιστῶν δὲν ἦτο εἰμὴ ἑνότης διὰ τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῆς εἰς ἢν ἀνῆκεν ἕκαστος Ἐκκλησίας. Τὸ κύτταρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος (δὲν) ἦτο ἡ μία Εὐχαριστία, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὖσα καὶ ἡ ἐν αὐτῇ ἐκφραζομένη «Καθολικὴ Ἐκκλησία».
Ὁ Ἐπίσκοπος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀνέλυσε προηγουμένως ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, εἶναι μία Ἱεραρχικὴ Ἐκκλησία. Οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς δομῆς της εἶναι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων. Γράφει καὶ πάλιν ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου: «Οὐχὶ μόνον πάντες οἱ Ἐπίσκοποι ἀπὸ κοινοῦ, ἀλλὰ εἰς ἕκαστος Ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος πάντων τῶν Ἀποστόλων...». Ἐνῷ ὁ Δοσίθεος τονίζει: «Τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι τόσο ἀναγκαῖο στὴν Ἐκκλησία, ὥστε χωρὶς αὐτὸ οὔτε ἡ Ἐκκλησία οὔτε κἂν τὸ ὄνομα Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη... ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ...καί πηγὴ ὅλων τῶν Μυστηρίων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνουμε τὴ σωτηρία μας». «Ἂν κάποιος δὲν εἶναι μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία» θὰ πῇ ὁ ἅγιος Κυπριανός.
Στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγὲς γράφεται ὅτι ὁ Ἀρχιερεὺς εἶναι «Διδάσκαλος εὐσεβείας, οὗτος μετὰ Θεὸν πατὴρ ἡμῶν...ουτος ἐπίγειος Θεὸς μετὰ Θεόν, ὀς ὀφείλει τῆς παρ' ἡμῶν τιμῆς ἀπολαύειν». Ὁ δὲ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος διδάσκει: «Ὦσπερ οὗν ὁ Κύριος ἄνευ τοῦ Πατρὸς οὐδὲν ποιεῖ...ουτω καὶ ἡμεῖς ἄνευ τοῦ Ἐπισκόπου, μηδὲ Πρεσβύτερος, μηδὲ Διάκονος, μηδὲ λαϊκός. Μηδὲ τί φαινέσθω ὑμῖν εὔλογον παρὰ τὴν ἐκείνου γνώμην· τὸ γὰρ τοιοῦτον παράνομον καὶ Θεοῦ ἐχθρόν».
Μὲ τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία του ὁ Ἐπίσκοπος προικίζεται μὲ τὴν τριπλὴ ἐξουσία, α) νὰ διοικῇ, β) νὰ διδάσκη, καὶ γ) νὰ ἐπιτελῆ τὰ Μυστήρια. Ὁ Ἐπίσκοπος τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ καθοδηγῇ καὶ νὰ κυβερνᾶ τὸ ποίμνιο ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη του, ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοὐτέστιν τοῦ Χριστοῦ· καὶ διὰ τῶν Ἐπισκόπων ἐνεργεῖ ὁ Χριστός. Κατὰ τὴν χειροτονία του ὁ Ἐπίσκοπος λαμβάνει ἐπίσης τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἐνεργεῖ ὡς διδάσκαλος τῆς πίστεως. Ὅταν ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερεῖς ἡ λαϊκοὶ κηρύττουν, ἐνεργοῦν οὐσιαστικὰ ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ Ἐπισκόπου. Τέλος ὁ Ἐπίσκοπος, κατὰ τὸν Δοσίθεο, εἶναι «πηγὴ ὅλων τῶν μυστηρίων».
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία λειτουργὸς τῆς Εὐχαριστίας ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος. Καὶ σήμερα ὁ Ἱερεὺς ποὺ τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία ἐνεργεῖ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐπισκόπου. Γιαυτὸ καὶ εἶναι ἀδανόητο νὰ τελεσθῇ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸν Ἱερέα χωρὶς τὴν ὕπαρξη ἀντιμηνσίου μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου ἡ μὲ τὴν ἀπάλειψη τῆς μνημονεύσεως ἡ τῆς μνημονεύσεως λόγῳ νομικοῦ καθήκοντος τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ συνιστᾶ νοσηρὴ κατάσταση. Πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων ἂς ἀκούσουμε τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο νὰ τονίζη χαρακτηριστικά: «Καλῶς ἔχει Θεὸν καὶ Ἐπίσκοπον εἰδέναι. Ὁ τιμῶν τὸν Ἐπίσκοπον ὑπὸ Θεοῦ τετίμηται, ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τί πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Προηγουμένως ἀναφέραμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκλέγεται γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῶ ποίμνιον. Ἐνεργεῖ, δηλαδή, ὡς κυβερνήτης. Ὅμως ὁ ὅρος κυβερνήτης δὲν πρέπει νὰ νοηθῇ ὅτι δηλώνει κάποιον σκληρὸ καὶ ἀπρόσωπο τρόπο διακυβέρνησης. Ὁ Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἐξάσκηση τῆς ἐξουσίας του καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ νόμο τῆς ἀγάπης. Δὲν εἶναι κάποιος τύραννος, ἀλλὰ ὁ Πατέρας τοῦ ποιμνίου του.
Ἡ ὀρθόδοξη στάση πρὸς τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα δίνεται χαρακτηριστικὰ στὴν εὐχὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν χειροτονία: «Σύ, Χριστέ, καὶ τοῦτον τὸν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς Ἀρχιερατικῆς χάριτος ποίησον γενέσθαι μιμητήν σου τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος, τιθέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων σου, ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, φωστῆρα ἐν κόσμῳ· ἵνα καταρτίσας τα ψυχὰς τὰς ἐμπιστευθείσας αὐτῶ ἐπὶ τῆς παρούσης ζωῆς, παραστῇ τῷ βήματί σου ἀκαταισχύντως καὶ τὸν μέγαν μισθὸν λάβη, ὀν ἡτοίμασας τοῖς ἀθλήσασιν ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου σου».
Τὸ κῦρος ποὺ διαθέτει ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ κῦρος ποὺ διαθέτει ἡ Ἐκκλησία. Ὅσο μεγάλα καὶ ἂν εἶναι τὰ προνόμια τοῦ Ἐπισκόπου, δὲν εἶναι κάποιος ποὺ ἔχει τοποθετηθῇ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ κατέχει ἕνα ἀξίωμα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπίσκοπος καὶ λαὸς ἀποτελοῦν μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα. Χωρὶς Ἐπισκόπους δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ὀρθόδοξος λαός, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὀρθόδοξο λαὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος. «Ἡ Ἐκκλησία» μας λέγει ὁ ἅγιος Κυπριανός, «εἶναι ὁ λαὸς μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, εἶναι τὸ ποίμνιο ποὺ εἶναι προσκολλημένο στὸν ποιμένα του. Ὁ Ἐπίσκοπος βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία στὸν Ἐπίσκοπο».
Ἡ ἐξουσία ὅμως τοῦ Ἐπισκόπου δὲν εἶναι ἀκέφαλη, διότι κάτι τέτοιο θὰ ἐγκυμονοῦσε αὐθαιρεσία. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «Ἐπειδὴ ὁ Ἀρχιερεὺς κεφαλὴ ἢν τοῦ λαοῦ, ἔδει δὲ τὸν πάντων κεφαλὴν γινόμενον, ἔχειν κατὰ κεφαλῆς τὴν ἐξουσίαν· ἀπολελυμένη γὰρ αὐθεντία ἀφόρητός ἐστιν· ἔχουσα δὲ ἐπικείμενον τὸ σύνθεμα τῆς δεσποτείας, ὑπὸ νόμον ἄγεται· κελεύει οὗν τὴν κεφαλὴν μὴ εἶναι γυμνήν, ἀλλὰ κεκαλυμμένην, ἵνα μάθη ἡ κεφαλὴ τοῦ λαοῦ ὅτι κεφαλὴν ἔχει. Διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ταῖς χειροτονίαις τῶν Ἱερέων, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ κεφαλῆς τίθεται, ἵνα μάθη ὁ χειροτονούμενος ὅτι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Εὐαγγελίου κάραν λαμβάνει· καὶ ἵνα μάθη ὅτι, εἰ καὶ πάντων ἐστὶ κεφαλή, ἀλλ' ἀπὸ τούτους πράττει τοὺς νόμους, πάντων κρατῶν καὶ τῷ νόμῳ κρατούμενος, πάντα λογοθετῶν καὶ ὑπὸ λόγου νομοθετούμενος. Διὰ τοῦτο γενναῖος τὶς τῶν ἀρχαίων, Ἰγνάτιος δὲ ἢν ὄνομα αὐτῶ, οὗτος Ἱερωσύνη καὶ μαρτυρίῳ διαπρέψας, ἐπιστέλλων τινι Ἱερεῖ ἔλεγε· Μηδὲν ἄνευ γνώμης σοῦ γινέσθω, μηδὲ σὺ ἄνευ γνώμης Θεοῦ τί πράττε. Τὸ τοίνυν ἔχειν Ἀρχιερέα τὸ Εὐαγγέλιον, σημεῖον ἐστὶ τὸ ὑπ' ἐξουσίαν εἶναι».
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)
- Προβολές: 2900