Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Α)
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Δημοσιεύουμε, ὅπως εἴχαμε ὑποσχεθῇ, στὸ παρὸν τεῦχος τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν Αἴθουσα Χειρογράφων τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης στὴν Πόλη. Ἡ δημοσίευση θὰ ὁλοκληρωθῆ σὲ τρεῖς συνολικὰ συνέχειες.
***
Κατ' ἀρχὰς θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἔκανε νὰ μὲ προσκάλεση νὰ ὁμιλήσω στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐνώπιον τόσου ἐκλεκτοῦ ἀκροατηρίου, ὁπότε οἱ εὐθύνες μου εἶναι μεγάλες καὶ δὲν γνωρίζω ἂν θὰ μπορέσω νὰ ἀνταποκριθῶ σὲ αὐτές. Ζητῶ τὴν κατανόησή σας καὶ τὴν συγγνώμη σας, κυρίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Τὸ θέμα ποὺ ἐπέλεξα νὰ παρουσιάσω εἶναι «Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες, σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο».
Καὶ ὀφείλω νὰ διευκρινίσω ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἄραβες εἶναι ἀραβόφωνοι Ρωμηοί. Κατὰ τὶς συνεχεῖς ἐπισκέψεις μου στὴν Μέση Ἀνατολὴ διεπίστωσα ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦσαν ὅτι εἶναι Ρωμηοὶ καὶ ἐκαυχῶντο γι' αὐτό. Ὅμως στὶς πρῶτες ἑνότητες τῆς διαλέξεως αὐτῆς θὰ ἀναφερθῶ στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν Ρωμηῶν καὶ τῶν Ἀράβων Μουσουλμάνων, ἐνῷ στὴν τρίτη ἑνότητα θὰ ἀναφερθῶ στὴν σχέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ πρὸς τοὺς Ἄραβας Μουσουλμάνους καὶ πρὸς τοὺς ἀραβόφωνους Ρωμηούς.
1. ΡΩΜΗΟΙ ΚΑΙ ΑΡΑΒΕΣ
Μεχρι τὸν 16ο αἰῶνα ἡ Αὐτοκρατορία μὲ ἕδρα τὴν Κωνσταντινούπολη λεγόταν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἡ Ρωμανία, οἱ δὲ κάτοικοί της λέγονταν Ρωμαῖοι ἡ Ρωμηοί. Κείμενα τοῦ 14ου αἰῶνος ποὺ ἔχω ὑπ ὄψη μου ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Μικρὰ Ἀσία, χαρακτηρίζουν τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Ρωμαίους. Τὸ δὲ γένος δὲν λεγόταν Ἑλληνικὸ ἡ Βυζαντινό, ἀλλὰ γένος τῶν Ρωμαίων. Πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ὀνομάσθηκε ἡ Αὐτοκρατορία Βυζαντινὴ τὸν 16ο αἰῶνα καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὴν «βάπτισε» μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι ὁ ἱστορικὸς Ἱερώνυμος Βὸλφ τὸ 1562 μ.Χ.
Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἱστορικῆς τῆς διαδρομῆς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίση διάφορα προβλήματα ἀπὸ τοὺς Πέρσες κατ' ἀρχὰς καὶ τοὺς Ἄραβες στὴν συνέχεια. Ἂς δοῦμε λίγο αὐτὸ τὸ γεγονός. Ἄραβες λέγονται οἱ κάτοικοι τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου ποὺ εἶναι ἡ πλέον ἐκτεταμένη χερσόνησος στὸν κόσμο καὶ περιλαμβάνει σήμερα τὰ Κράτη Σαουδικὴ Ἀραβία, Ὑεμένη, Ὀμάν, Ἀσκάτ, Κουβέϊτ, Κατάρ, Ἀκτὴ Πειρατῶν, Νήσους Μπαχρέϊν καὶ Ἄντεν. Ἐπίσης Ἄραβες λέγονται γενικότερα ὅσοι προέρχονται ἀπὸ τὸν λαὸ αὐτὸ ἡ ὅσοι φέρουν τὴν σφραγῖδα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν λεγομένων σήμερα Ἀραβικῶν Χωρῶν ποὺ βρίσκονται στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ τὴν Βόρειο Ἀφρική. Στοὺς Ἄραβες συγκαταλέγονται καὶ οἱ ἐξαραβισθέντες ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλους λαούς.
Ἡ ἀραβικὴ ἱστορία χωρίζεται στὴν προϊσλαμικὴ περίοδο, ἡ ὁποία συνήθως ἀπὸ μουσουλμανικὰ κείμενα τιτλοφορεῖται ὡς «χρόνος ἀγνωσίας», «ἀμαθείας», «βαρβαρότητας», καὶ τὴν ἰσλαμικὴ περίοδο. Στὴν Ἀραβία κατὰ τὴν προϊσλαμικὴ περίοδο παρατηροῦμε πολυθεϊστικὰ στοιχεῖα, καθὼς καὶ διείσδυση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, Νεστοριανισμοῦ καὶ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Μωάμεθ ἐπέτυχε τὴν ἑνότητα τῶν Ἀράβων καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀρχίζει ἡ ἔναρξη καὶ ἡ ἐπέκταση τῆς Ἀραβικῆς Αὐτοκρατορίας. Κατὰ συνέπεια, ὁ Μωαμεθανισμὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 7ο μ.Χ. αἰῶνα στὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, στὴν Ἀραβία, εἶχε ἐπηρεασθῇ σημαντικὰ ἀπὸ παραδόσεις ἰουδαϊκές, χριστιανικές –κυρίως μονοφυσιτικές– καὶ ἀπὸ διάφορα γηγενῆ στοιχεῖα. Παντως, ὅταν ἐμφανίσθηκε ὁ Μωαμεθανισμὸς θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μιὰ αἵρεση χριστιανική, ἀκριβῶς γιατί εἶχε προσλάβει μερικὰ χριστιανικὰ στοιχεῖα.
Ὁ Καθηγητὴς Δημήτριος Πάλλας παρατηρεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη συνδέθηκε μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ἐνῷ οἱ αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ὁδηγήθηκαν πρὸς τὴν περιφέρεια τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ὁ ἀρειανισμὸς περιορίσθηκε στοὺς Γότθους καὶ βγῆκε ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ Βυζαντίου, πρὸς δυσμάς, ἐνῷ οἱ μονοφυσιτικὲς τάσεις ἐπικράτησαν στὶς ἀνατολικὲς περιφέρειες τῆς Αὐτοκρατορίας «καὶ τελικὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τοὺς μονοφυσίτες προσχώρησε στὸ Ἰσλάμ», καὶ ὅπως παρατηρεῖ «τὸ ἰσλαμικὸ " Ἰλ Ἀλλάχ" –"¨Ἕνας Θεός"- ἦταν ὁ ἀλαλαγμὸς "Εἰς Θεὸς" τῶν μονοφυσιτῶν».
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ σύγγραμμά του «περὶ αἱρέσεων» κατέταξε τὸν Μουσουλμανισμό –τοὺς ὀνομάζει Ἰσμαηλίτες– στὶς αἱρέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς Μονοθελῆτες καὶ γράφει: «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου. Κατάγεται δὲ ἀπὸ Ἰσμαήλ, τοῦ ἐκ τῆς Ἀγὰρ τεχθέντος τῷ Ἀβραάμ, διόπερ Ἀγαρηνοὶ καὶ Ἰσμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρακηνοὺς δὲ αὐτοὺς καλοῦσιν, ὡς ἐκ τῆς Σάρρας κενούς...».
Στὴν συνέχεια γράφει ὅτι αὐτοὶ οἱ Ἀγαρηνοί –ἐννοεῖ προφανῶς τοὺς Ἄραβες– ἔγιναν εἰδωλολάτρες καὶ προσκύνησαν τὸ φωτεινὸ ἀστέρι Ἀφροδίτη, ὁπότε «ἕως μέν, οὗν τῶν Ἡρακλείου χρόνων προφανῶς εἰδωλολάτρουν», μετὰ ὅμως τὴν ἐμφάνιση τοῦ «Μαμέδ», δηλαδή του Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος μελέτησε τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη «ὁμοίως δῆθεν Ἀρειανὼ προσομιλήσας μοναχῷ, ἰδίαν συνεστήσατο αἵρεσιν». Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται στὴν διδασκαλία τοῦ Κορανίου γιὰ τὸν Θεό, τὸν Χριστό, τὴν Μαρία, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσή, τὸν Ἀαρῶν καὶ τὴν Παναγία καὶ σχολιάζει καὶ ἄλλες ἀπόψεις τοῦ Κορανίου. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675-740 μ.Χ.) ἔζησε τὴν περίοδο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Μωαμεθανισμοῦ καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε στὴν Δαμασκὸ ἦλθε σὲ ἄμεση ἐπαφῇ μὲ τοὺς Ἄραβες καὶ γνώρισε τὸ Κοράνιο, γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ τμήματά του. Ἀργότερα δὲ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. ὁ Μωαμεθανισμὸς ποὺ προσέλαβε μὲ τὸν σουφισμὸ ἀρχαιοελληνικὰ καὶ ὀρθόδοξα μοναχικὰ στοιχεῖα, πλησίασε περισσότερο πρὸς τὸν Χριστιανισμό.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων κ. Ἀναστάσιος στὸ εἰδικὸ σύγγραμμά του γιὰ τὸ Ἰσλὰμ καταλήγει στὴν διαπίστωση, ἀπὸ διάφορες μελέτες, ὅτι οἱ ρίζες τοῦ Ἰσλὰμ βρίσκονται σὲ τρία βασικὰ θρησκευτικὰ στρώματα τὰ ὁποῖα ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τοῦ Ἰσλαμισμοῦ. Τὸ πρῶτο στρῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντλήθηκαν στοιχεῖα ἦταν ἡ ἀραβικὴ θρησκεία ποὺ ὑπῆρχε στὸν χῶρο τῆς Ἀραβίας καὶ διακρίνονταν ἀπὸ τὰ πολυθεϊστικὰ στοιχεῖα μὲ μερικὲς «ἐνοθεϊστικὲς καὶ μονοθεϊστικὲς τάσεις». Τὸ δεύτερο βασικὸ θρησκευτικὸ στρῶμα ἦταν ἡ Ἰουδαϊκὴ θρησκεία καὶ παράδοση, καὶ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ δραστηριοποιοῦνταν στὴν χερσόνησο τῆς Ἀραβίας. Τὸ τρίτο βασικὸ θρησκευτικὸ στρῶμα ποὺ ἐπηρέασε τὸν Ἰσλαμισμὸ ἦταν, ὅπως ὑποστηρίχθηκε καὶ πιὸ πάνω, «ὁ χριστιανισμὸς εἰς παρεφθαρμένην κυρίως μορφήν», καὶ ἐννοοῦνται οἱ Χριστιανικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποταμίας ποὺ εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν Μονοφυσιτισμὸ καὶ τὸν Νεστοριανισμό, ἀφοῦ στοὺς Ἀραβες ἀνέπτυξαν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Νεστοριανοί. Μάλιστα τὸν ΣΤ αἰῶνα μ.Χ. στὸ νότιο τμῆμα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὁλόκληρες ἀραβικὲς φυλὲς ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ «καὶ ἵδρυσαν δύο χριστιανικὰ ἀραβικὰ κράτη». Τὸ ἕνα ἦταν τὸ κράτος τῶν Γασανιδῶν ποὺ βρισκόταν ἀνατολικὰ τῆς Παλαιστίνης καὶ δέχθηκε τὸν Μονοφυσιτισμό, καὶ τὸ ἄλλο ἦταν τὸ κράτος τῶν Λαχμιδῶν, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Εὐφράτη καὶ προσεχώρησε στὸν Νεστοριανισμό.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε καλὴ ἰδέα γιὰ τοὺς Ρωμηούς, τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Βυζαντίου. Μαλιστα στὸ Κοράνιο καὶ συγκεκριμένα στὸ 30ο κεφάλαιό του ὁ Μωάμεθ γράφει γιὰ τὴν προσωρινὴ πτώση τῶν Ρωμαίων στοὺς Περσας, στὴν Μεση Ἀνατολή, καὶ «προφητεύει» τὸν τελικὸ θρίαμβό τους. Στὸ συγκεκριμένο κεφάλαιο γράφεται:
«Ἐν ὀνόματι τοῦ οἰκτίρμονος καὶ ἐλεήμονος Θεοῦ. Ἀλέφ, Λάμ, Μίμ. Ἐνικήθησαν οἱ Ἕλληνες (ὁ Γεράσιμος Πεντάκης τὴν φράση τοῦ Κορανίου "Γούλιπατ-ἐρ- Ρούμ", δηλαδὴ "Ἐνικήθησαν οἱ Ρωμαῖοι-Ρωμηοί", τὴν μεταφράζει ὡς "Ἐνικήθησαν οἱ Ἕλληνες"). ἔν τινι χώρα ἐγγὺς τῆς ἡμετέρας. Πλὴν μετὰ τὴν ἧτταν ταύτην, καὶ οὗτοι θὰ νικήσωσιν, ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν. Τὰ πράγματα, εἴτε πρίν, εἴτε μετά, ἐξαρτῶνται παρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη οἱ πιστοὶ ἀγαλλιάσονται, διὰ τὴν νίκην, ἥτις τελεσθήσεται τὴ βοηθεία τοῦ Θεοῦ. Οὗτος συντρέχει ὀν βούλεται, ὤν κραταιὸς καὶ πολυέλαιος. Αὕτη ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, οὗτος δὲν ἀρνεῖται τὰς ἑαυτοῦ ἐπαγγελίας, ἀλλ' οἱ πιστοὶ οὐκ οἴδασι τοῦτο. Κατανοοῦσιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ὅ,τι ὑποπίπτει εἰς τὰς αἰσθήσεις, πλὴν δὲν σκέπτονται περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς» (Κοράνιον, κέφ. Λ', στ. 1-6).
Σημαντικὰ εἶναι τὰ ὅσα ὑποστηρίζει ὁ Ἀλὺ Νοὺρ στὴν διδακτορικὴ διατριβή του μὲ τίτλο «Τὸ Κοράνιο καὶ τὸ Βυζάντιο». Ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ κεφάλαιο τοῦ Κορανίου ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Ρούμ, συγκριτικὰ μὲ τὸ πρωτότυπο Κοράνιο στὴν ἀραβικὴ γλῶσσα καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα στὴν ὁποία γράφηκε, ἀναλύει γιατί γράφηκε ἀπὸ τὸν Μωάμεθ καὶ σὲ ποιούς πιστοὺς ἀναφέρεται. Θὰ δοῦμε συνοπτικὰ μερικὲς ἑρμηνευτικὲς ἀπόψεις του. Κατ' ἀρχὰς ἡ ἐπικεφαλίδα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τοῦ Κορανίου εἶναι «Ἀρρούμ». Τὸ «ἀρ» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀραβικὸ ἄρθρο «ἀλ» καὶ τὸ «Ροὺμ» ἀναφέρεται στοὺς Ρωμηούς, ὁπότε «Ἀρροὺμ» σημαίνει οἱ Ρωμηοί. Σημειώνεται ὅτι οἱ Ἄραβες, καὶ πρὶν τὸ Ἰσλάμ, γιὰ νὰ δηλώσουν τοὺς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη Ροὺμ καὶ γιὰ νὰ δηλώσουν ὅλην τὴν Αὐτοκρατορία χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη Ρωμανία. Ὁ Μασουντὶ (10ος αἰών.) θεωρεῖται ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος Ἄραβας ἱστορικὸς ποὺ διέκρινε τοὺς Ρωμαίους σὲ «Ἰουνὰν» (ἐθνικοί, Ἕλληνες) καὶ «Ροὺμ» (Ρωμαῖοι ἡ βυζαντινοὶ Χριστιανοί).
Ἀκόμη, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀλὺ Νούρ, ἡ μετάφραση τοῦ Κορανίου ἀπὸ τὸν Πεντάκη δὲν ἀποδίδει πλήρως τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ Κορανίου, ἀφοῦ ὑπάρχουν λεπτὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα συγχέονται στὴν μετάφραση. Πάντως, μὲ τὸ κεφάλαιο αὐτὸ τοῦ Κορανίου δηλώνεται ὅτι νικήθηκαν μὲν οἱ Ρωμηοί, ἀλλὰ σὲ λίγο θὰ νικήσουν πάλι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ πιστοὶ θὰ χαροῦν. Μὲ τὸν ὅρο πιστοὶ ἐννοοῦνται οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι. Γιὰ νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ κορανικὸ αὐτὸ χωρίο, θὰ πρέπη νὰ κατανοηθῆ ὅτι ἀναφέρεται στὶς πολεμικὲς διενέξεις μεταξὺ Ρωμηῶν καὶ Περσῶν. Οἱ Ἄραβες διάκεινται εὐμενῶς μὲ τοὺς Ρωμηούς. Σὲ ἄλλο κεφάλαιο τοῦ Κορανίου, καὶ συγκεκριμένα στὸ 106ο κεφάλαιο, γίνεται λόγος γιὰ τοὺς Κορεϊχίτας τῆς Μέκκας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἡγετικὴ ἀραβικὴ φυλὴ ποὺ εἶχε πολλὲς σχέσεις μὲ τὸ Βυζάντιο. Ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ αὐτὴ φυλὴ προερχόταν καὶ ὁ Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν τὴν Συρία, ἡ ὁποία βρισκόταν κάτω ἀπὸ βυζαντινὴ διοίκηση καὶ ἄλλα μέρη τοῦ Βυζαντίου. Ὅταν, λοιπόν, οἱ Πέρσες ἀπειλοῦσαν τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Κορεϊχίτες εἶχαν στενὲς σχέσεις μὲ τὸ Βυζάντιο καὶ διατηροῦσαν τὴν γραμμὴ Συρίας - Ὑεμένης, μεταφέροντας τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀνατολῆς στὸ Βυζάντιο. Οἱ Κορεϊχίτες, κάτοικοι τῆς Μέκκας, παρέμειναν εἰδωλολάτρες γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν οὐδετερότητα ἔναντι τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν Νεστοριανῶν Περσῶν καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντίου.
Στὴν Μέκκα ζοῦσαν πολλοὶ ξένοι, ἤτοι Βυζαντινοί, Πέρσες, Αἰθίοπες καὶ πολλὲς φυλὲς Ἀράβων. Τόσο οἱ Βυζαντινοὶ ὅσο καὶ οἱ Πέρσες ἀνέπτυξαν στὴν Μέκκα ἐλεύθερα τοὺς κοινωνικοὺς καὶ οἰκονομικοὺς στόχους τους. Ὅμως οἱ Κορεϊχίτες τῆς Μέκκας εἶχαν περισσότερες σχέσεις μὲ τοὺς Ρωμηούς – Βυζαντινοὺς καὶ «ἀπετέλουν τότε τὸν κύριον φορέα τοῦ βυζαντινοῦ ἐμπορίου ἀλλὰ καὶ ἐπεῖχον τὴν θέσιν τοῦ φορέως τοῦ βυζαντινοῦ πνεύματος». Ὁ Μωάμεθ συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς Αἰθίοπας τῆς Μέκκας καὶ πολλοὶ μὲ ὀνόματα ἑλληνικὰ ἦταν φίλοι του Μωάμεθ. Μάλιστα λέγεται ὅτι ὁ διδάσκαλος τοῦ Μωάμεθ ἦταν ὁ βυζαντινὸς δοῦλος τῆς Μέκκας Γκὰμπρ (πιθανῶς Γαβριήλ). Ἡ ἧττα τῶν Ρωμηῶν θὰ σήμανε καὶ ριζικὴ ἀλλαγῇ στὴν τύχη τῆς Μέκκας, ἡ ὁποία ἀσκοῦσε τὸ ἐμπόριο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς ἀνατολάς. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἡ Μέκκα ὡς ἐμπορικὸ κέντρο, μετὰ τὴν ἧττα τῶν Ρωμηῶν καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπὸ τοὺς Πέρσες, δέχθηκε περσικὴ ἐπίδραση, ἐν τούτοις ὁ Μωάμεθ διὰ τοῦ Κορανίου δήλωνε διὰ τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ κεφαλαίου τὴν στάση του ὑπὲρ τῶν Ρωμηῶν. Ἄλλωστε, ὁ Μωάμεθ μὲ τὸ Κοράνιο κατέπνιξε τὴν ἀραβικὴ εἰδωλολατρία.
Στὸ ἐρώτημα, λοιπόν, ποιοὶ ἦταν οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι θὰ χαίρονταν γιὰ τὴν νέα νίκη τῶν Ρωμηῶν, ἡ ἀπάντηση εἶναι οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι. Ἀσφαλῶς οἱ πιστοὶ δὲν ἦταν οἱ Κορεϊχίτες εἰδωλολάτρες, οὔτε ὅσοι ἦταν ὑπὲρ τῶν Περσῶν. Ἄλλωστε, στὴν κοινωνία τῆς Μέκκας ἐχθροὶ τοῦ Βυζαντίου – Ρωμανίας ἐθεωροῦντο «οἱ Πέρσαι, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Νεστοριανοὶ καὶ ἄλλοι ἀσήμαντοι, εἴτε εἰδωλολάτραι εἴτε πιστοὶ εἰς ἀντίθετα συμφέροντα». «Μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Αἰθίοπες, οἱ Μουσουλμᾶνοι καὶ ἄλλοι τινὲς πιστοὶ ἄνθρωποι ἦσαν πράγματι ὑπὲρ τοῦ Βυζαντίου». Ἑπομένως, οἱ πιστοὶ Μουσουλμᾶνοι Ἄραβες ἐννοεῖται ὅτι θὰ χαροῦν μὲ τὴν νίκη τῶν Ρωμαίων ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὅπως σημειώνεται ἀπὸ τὸν Ἀλὺ Μούρ, ἐπαληθεύθηκε ἡ «προφητεία», ἀφοῦ «ὁ μὲν Ἡράκλειος νικήσας τοὺς Πέρσας ἔστησεν τὸν τίμιον Σταυρόν, ὁ δὲ Μωάμεθ νικήσας τοὺς Ἄραβας εἰδωλολάτρας μετέτρεψε τὴν Καάβαν εἰς Ναὸν τοῦ Θεοῦ».
Εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ κεφάλαιο αὐτὸ τοῦ Κορανίου δείχνει τὴν σχέση τὴν ὁποία εἶχαν ὁ Μωάμεθ καὶ οἱ ὀπαδοί του μὲ τοὺς Ρωμηοὺς καὶ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ὄχι μὲ τοὺς Πέρσας. Γενικά, οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι ἔτρεφαν ἕναν θαυμασμὸ πρὸς τοὺς Ρωμηούς, τοὺς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς μιμοῦνται καὶ ἐπεδίωκαν ἀπὸ θαυμασμὸ νὰ κατακτήσουν τὴν περιοχή τους. Προσέλαβαν τὸν πολιτιστικὸ τρόπο ζωῆς τους, πῆραν ἀπὸ τοὺς Ρωμηοὺς τὴν μουσική, τὰ τραγούδια, τοὺς χοροὺς καὶ ἄλλες πολιτιστικὲς παραδόσεις. Γι αὐτὸ παρατηροῦμε ὅτι ὑπάρχουν κοινὰ πολιτιστικὰ στοιχεῖα μεταξὺ τῶν Ρωμηῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων. Ὅποιος ἐπισκέπτεται τὶς μουσουλμανικὲς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς θὰ διαπιστώση ὅτι οἱ Μουσουλμᾶνοι τρέφουν μιὰ συμπάθεια πρὸς τοὺς Ρωμηοὺς καὶ Γιουνὰν (Ἴωνες). Ὅμως, στὴν πορεία τοῦ χρόνου εἰσῆλθε μέσα σὲ μερικοὺς Ἄραβες Μουσουλμάνους μιὰ ἐχθρότητα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σημεῖο αὐτὸ χρήζει διερεύνησης;
Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ πρῶτοι Ἄραβες ὀπαδοί του Μωάμεθ εἶχαν μεγάλο σεβασμὸ στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό τους. Μάλιστα προσέλαβαν πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν Ρωμαίων καὶ ἀνεδείχθησαν ἐφάμιλλοι στὸν πολιτισμὸ μὲ αὐτούς. Στὸ Κοράνιο ἀνευρίσκονται πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Προφήτας. Διερωτώμενος, πὼς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῆ ἡ μετατροπὴ τῆς ἀγάπης τῶν Ἀράβων πρὸς τοὺς Ρωμαίους σὲ ἔχθρα, γράφει ὅτι μέρος τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς φαίνεται νὰ εἶναι ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στοὺς συνεχεῖς πολέμους μεταξὺ τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν Ἀράβων. Ὅμως, δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν δύο σημεῖα: πρῶτον, ἡ θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ στροφὴ τῶν Ἀράβων ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ρωμαίων καὶ δεύτερον ἡ ἐγκατάλειψη ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τῶν ἀπόψεων τοῦ Μωάμεθ γιὰ τὴν Ρωμηοσύνη.
Πάντως, ὁ ἴδιος ἰσχυρίζεται ὅτι γιὰ νὰ ἀπαντηθῇ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ ἡ «ἐπίδραση τῶν ἐξισλαμισθέντων Περσῶν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς ἀντιρωμαϊκῆς στροφῆς τῶν Ἀράβων, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Πέρσαι εἶχαν ἔντονον μῖσος διὰ τοὺς ἑλληνοφώνους Ρωμαίους ἐξ αἰτίας 1) τῶν κατακτήσεων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, 2) τῶν συνεχῶν πολέμων μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ 3) κυρίως τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς τοῦ κράτους τῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων Ἡρακλείου ὡς προεφήτευσεν ὁ Μωάμεθ».
Ἐπίσης, ἰσχυρίζεται ὅτι πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ ἡ ὅλη ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ρωμαίων στοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Τούρκους. «Δὲν εἶναι τυχαῖον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ρωμαίϊκη γλῶσσα παρέμεινεν ἐπὶ 100 ἔτη ἡ διοικητικὴ γλῶσσα τῶν Ἀράβων μετὰ τῶν ὑπ' αὐτῶν κατάκτησιν τῆς συριακῆς καὶ τῆς αἰγυπτιακῆς Ρωμανίας. Ὑπάρχουν πάμπολλα τὰ μαρτυροῦντα τὴν ἐπίδρασιν αὐτὴν ἀπὸ τοὺς ἰδίους ἀρχαιοτέρους Ἄραβας ἱστορικούς. Ἡ ἀραβικὴ καὶ τουρκικὴ μουσικὴ π.χ. βασίζεται ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς ρωμαίϊκης ὀκτωήχου, ἡ ὁποία διατηρεῖται μέχρι σήμερον εἰς τὰ τραγούδια καὶ τοὺς χοροὺς τῶν Ἀράβων καὶ Τούρκων». Ὅλα αὐτά, ὅπως γράφει, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀπόψεις του Μωάμεθ γιὰ τοὺς Ρούμ, «δύνανται νὰ ἀποτελέσουν μίαν σταθερὰν βᾶσιν εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο λαῶν (Ρωμαίων-Ἑλλήνων καὶ Ἀράβων). Τὸ ἴδιον ὅμως ἰσχύει διὰ τὰς σχέσεις μεταξὺ Τούρκων καὶ Ρωμαίων». Ἑπομένως, ἡ ἔνταση μεταξὺ Ἀράβων καὶ Ρωμαίων δὲν ὀφείλεται σὲ θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ αἴτια, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς σὲ ἐθνικὰ καὶ πολιτικὰ αἴτια, ἀφοῦ ὅταν ἐξισλαμίσθηκαν οἱ Πέρσες, τότε τὸ αἰώνιο ἐθνικὸ μῖσος τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων πέρασε καὶ στοὺς Μουσουλμάνους. Δυστυχῶς, τὸ ἐθνικὸ μῖσος ἐπηρεάζει τὶς πολιτιστικὲς καὶ θρησκευτικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο λαῶν. Δὲν εὐθύνονται οἱ θρησκεῖες γιὰ ὅλες τὶς διαφορὲς καὶ ἐντάσεις μεταξὺ τῶν λαῶν.
Σὲ κείμενα ἱστορικῶν παρουσιάζεται αὐτὴ ἡ σχέση μεταξὺ Βυζαντίου, Περσῶν καὶ Ἀράβων. Οἱ Πέρσες ἦταν ἕνας ἰνδοευρωπαϊκὸς λαὸς ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν Νότια Ρωσία καὶ τὸν Καύκασο καὶ ἐγκατεστάθηκαν στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Περσικοῦ κόλπου τὸν 8ο αἰῶνα π.Χ. καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀνεδείχθησαν σὲ μεγάλη στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ δύναμη στὴν περιοχή. Ὁ Ζωροαστρισμὸς ἦταν ἡ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Περσίας. Ἡ διάδοση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ προσέκρουε «στὶς ἰσχυρὲς κοινωνικὲς καὶ διοικητικὲς δομὲς τῆς ζωροαστρικῆς θρησκείας». Στὴν Περσία διαδόθηκε καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ δέχθηκαν τὸν διωγμὸ ἐκ μέρους τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ πολιτικοῦ κατεστημένου τῆς Περσίας καὶ κατέφυγαν σὲ περιοχὲς κοντὰ στὰ σύνορα μὲ τὴν ρωμαϊκὴ ἐπικράτεια. «Οἱ περισσότεροι Πέρσες Χριστιανοὶ ἀσπάσθηκαν τὸν Νεστοριανισμὸ καὶ ἐπῆλθε ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὴν γραμμὴ τῆς Κωνσταντινούπολης».
Οἱ Ἕλληνες ἀντιμετώπισαν τὴν ἐπιθετικότητα τῶν Περσῶν καὶ εἶναι γνωστὲς οἱ μάχες στὴν Σαλαμῖνα, τὶς Πλαταιὲς καὶ τὸν Μαραθῶνα. Εἶναι ἀκόμη γνωστὴ ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴν Περσία καὶ ἡ κατάκτησή της. Οἱ Βυζαντινοί – Ρωμαῖοι εἶχαν πολλὰ συμφέροντα στὴν περιοχὴ αὐτή, γι' αὐτὸ καὶ συνεχεῖς ἦταν οἱ ἐχθροπραξίες μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Περσῶν. «Ἡ ἐγκαθίδρυση μιᾶς ἰσχυρῆς συγκεντρωτικῆς ἐξουσίας μὲ αὐστηρὴ ἱεραρχικὴ τάξη καὶ ἐχθρικῆς πρὸς τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο, ἡ δημιουργία ἑνὸς καλὰ ἐκπαιδευμένου στρατοῦ, ἡ προσήλωση στὴν ἀρχαία θρησκεία (μαζδαϊσμό-ζωροαστρισμό), ἐπέτρεψαν στὴν ἀναγεννημένη Περσία νὰ ἀποβεῖ ἰσχυρὸς ἀντίπαλος τῶν Ρωμαίων καὶ τοῦ Βυζαντίου στὴ συνέχεια».
Μεταξὺ Ρωμαίων-Βυζαντινῶν καὶ Περσῶν ὑπῆρξαν συνεχεῖς ἐχθροπραξίες, ἀλλὰ κατὰ διαστήματα ἐπικρατοῦσαν καὶ ἀγαθὲς σχέσεις μεταξύ τους. Ἔτσι, ὑπῆρξαν καὶ ἀμοιβαῖες ἐπιρροές. Οἱ ἀνώτερες τάξεις τοῦ Βυζαντίου ποὺ ἔρρεπαν στὴν πολυτέλεια ἐπηρεάσθησκαν ἀπὸ τὸν περσικὸ πολιτισμικὸ πλοῦτο, ἀλλὰ καὶ οἱ Βυζαντινοὶ ἐπηρέασαν τὴν Περσία στὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνος ἐμφανίσθηκαν στὸ προσκήνιο οἱ Ἄραβες. Τὴν 31 Μαΐου τοῦ ἔτους 637 «οἱ Ἄραβες τοῦ χαλίφη Ὀμὰρ συνέτριψαν τὸν περσικὸ στρατὸ στὴν Καδεσία». Οἱ Ἄραβες κατέλαβαν τὴν Περσία καὶ ἄρχισε ὁ ἐξισλαμισμός. Στὴν ἀρχὴ οἱ Ἄραβες ἀντιμετώπισαν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ συνάντησαν στὴν Περσία, ὡς «ἀνθρώπους τῆς Βίβλου», ὅμως ἀργότερα ἐπέβαλαν περιορισμοὺς καὶ διακρίσεις. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οἱ Πέρσες εἶχαν μιὰ πολιτιστικὴ ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν Ἀράβων, γι' αὐτὸ καὶ «ἄσκησαν καταλυτικὴ ἐπίδραση στὸν σχηματισμὸ τοῦ ἰσλαμικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸς εἶχε πλέον ὁριστικοποιηθεῖ ἐδαφικά». Ἀκόμη σταδιακὰ ἐπικράτησε καὶ ἡ «νεοπερσικὴ γλῶσσα» ποὺ «ἀντικατέστησε τὴν ἀραβικὴ ὡς ἐπίσημο γλωσσικὸ ὄργανο στὰ ἐδάφη ποὺ κατακτούνταν ἀπὸ Πέρσες καὶ εὐρύτερα Ἰρανίους, δηλ. ἀπὸ τὸν Τίγρη μέχρι τὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τὸν Ἰνδὸ ποταμό».
Ἀπὸ τὴν σύντομη αὐτὴ παρουσίαση ἐξηγεῖται πὼς οἱ Ἄραβες ἐστράφησαν ἐναντίον τῶν Βυζαντινῶν-Ρωμηῶν. Φαίνεται ὅτι ἡ καλὴ διάθεση ποὺ εἶχαν οἱ Ἄραβες ἔναντι τῶν Χριστιανῶν μετατράπηκε σὲ μῖσος καὶ ἐπιθετικότητα ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Περσῶν, ὁπότε φαίνεται ὅτι τὸ ἐθνικὸ μῖσος τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν εἰσῆλθε καὶ στὴν θρησκεία καὶ ἐπηρέασε τοὺς λαούς. Μεσα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἑρμηνεία μποροῦμε νὰ δοῦμε γιατί μερικοὶ Μουσουλμᾶνοι διάκεινται εὐμενῶς πρὸς τοὺς Ρωμηούς, ἐνῷ μερικοὶ ἄλλοι ἔχουν διαφορετικὴ στάση. Σὲ αὐτὸ δὲν ἔχουν εὐθύνη τόσο οἱ θρησκεῖες, ὅσο οἱ ἐθνικὲς καταβολές, ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες. Δυστυχῶς τὸ ἐθνικὸ μῖσος εἰσέρχεται μέσα στὶς θρησκεῖες καὶ προσλαμβάνει ἕνα θρησκευτικὸ προσωπεῖο.
Βεβαίως, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου αὐτὸ τὸ μῖσος τῶν Ἀράβων-Μουσουλμάνων πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ αὐξήθηκε λόγῳ τῶν Σταυροφοριῶν, ἀφοῦ οἱ δυτικοὶ Χριστιανοὶ μὲ τὶς Σταυροφορίες τους ἔκαναν φοβερὰ ἐγκλήματα καὶ ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν καὶ ἐναντίον τῶν Μουσουλμάνων. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ Μουσουλμᾶνοι τῶν περιοχῶν τῆς Μεσης Ἀνατολῆς κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ Δυτικῶν Χριστιανῶν καὶ Ρωμηῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ὀνομάζονται τουρκιστὶ καὶ ἀραβιστὶ ἀκόμη καὶ σήμερα Ροὺμ Πατρίκ, δηλαδὴ Πατριάρχες τῶν Ρωμαίων, ἐνῷ οἱ λεγόμενοι στὴν Ἑλλάδα Ρωμαιοκαθολικοί, ἐκεῖ λέγονται Λατῖνοι καὶ Φράγκοι.
Ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι οἱ Μουσουλμᾶνοι (Τοῦρκοι καὶ Ἄραβες), παρὰ μερικὲς περιπτώσεις, σεβάστηκαν περισσότερο τοὺς Ρωμηοὺς ἀπὸ ὅ,τι οἱ Φράγκοι κατακτητές. Αὐτὸ φαίνεται σὲ πολλὰ κείμενα διαφόρων μελετητῶν ποὺ δὲν ἔχω τὴν εὐκαιρία, λόγῳ τοῦ περιορισμένου χρόνου, νὰ ἀναφέρω. Τὸ ὅτι οἱ σχέσεις μεταξὺ Ρωμηῶν καὶ Μουσουλμάνων, ἐν πολλοῖς, βρίσκονταν καὶ βρίσκονται σὲ καλὴ προοπτική, φαίνεται ἀπὸ δύο παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶναι οἱ προσωπικές μου ἐντυπώσεις ἀπὸ τὰ ταξίδια μου στὸν Λίβανο καὶ τὴν Συρία, ὅταν κλήθηκα νὰ διδάξω γιὰ μερικὰ ἑξάμηνα διάφορα μαθήματα σὴν Μπελεμέντειο Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας καὶ μάλιστα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου στὴν περιοχή.
Τότε διεπίστωσα ὅτι ὁ πόλεμος αὐτός, ἐνῷ ὅπως σχολιάζονταν στὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης ἦταν μεταξὺ Μουσουλμάνων καὶ Χριστιανῶν, στὴν πραγματικότητα ἦταν πόλεμος μεταξὺ Μαρωνιτῶν, ποὺ εἶναι Μονοθελίτες καὶ βρίσκονται σὲ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ Μουσουλμάνων. Ἀντίθετα οἱ Ρωμηοί, τόσο οἱ Ἑλληνόφωνοι ὅσο καὶ οἱ Ἀραβόφωνοι, ἦταν στὸ ἐνδιάμεσο μεταξὺ Μαρωνιτῶν καὶ Μουσουλμάνων καὶ ἀποτελοῦσαν τὴν τρίτη εἰρηνικὴ δύναμη στὴν φλεγομένη ἐκείνη περιοχή.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὅσοι διακρίνονταν ἀπὸ τὴν ρωμαίϊκη νοοτροπία καὶ παράδοση καὶ ὄχι ἁπλῶς ἑλλαδική, γίνονταν ἀποδεκτοί, τόσο ἀπὸ τοὺς Ἀραβόφωνους Ρωμηούς, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, Λιβανέζους καὶ Σύριους Μουσουλμάνους. Ἐπειδὴ προσπαθοῦσα νὰ ἐκφράζω τὸ «πνεῦμα» καὶ τὴν παράδοση τῶν Ρωμηῶν, γι' αὐτὸ καὶ μετακινόμουνα ἐλεύθερα, δεχόμουν τὴν ἀγάπη τους καὶ ἔχω ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ μερικοὺς φοιτητές μου, οἱ ὁποῖοι κατέχουν σήμερα θέση στὴν περιοχή, εἴτε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ὡς Ἐπίσκοποι, εἴτε στὴν ἐπιστήμη ὡς Καθηγητές.
Ὅπως δὲ εἶναι γνωστόν, οἱ Ἀραβόφωνοι Ρωμηοὶ ψάλλουν στοὺς Ναούς τους τροπάρια στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, συνήθως ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο χοροὺς ψάλλει μὲ τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ θεωροῦν τιμὴ ποὺ ἡ ὑποδομή τους εἶναι Ρωμαίϊκη. Μάλιστα σὲ μερικοὺς φανατικοὺς Μουσουλμάνους ἀντιτάσσουν τὸ ἐπιχείρημα ὅτι μᾶς βρήκατε στὴν περιοχὴ αὐτή.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τῶν προσφύγων ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγῇ τῶν πληθυσμῶν, ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα.
Ἡ Renee Hirschon, Καθηγήτρια στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, μελέτησε, σὲ εἰδικὴ ἔρευνά της τὸ κλίμα καὶ τὴν παράδοση τῶν προσφύγων τῆς Κοκκινιὰς καὶ τὴν κατέγραψε σὲ βιβλίο μὲ τίτλο «Κληρονόμοι τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς· ἡ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν Μικρασιατῶν προσφύγων στὸν Πειραιᾶ». Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ἡ ἴδια, γιὰ νὰ πληροφορηθῇ «ἐκ τῶν ἔνδον» τὴν ὅλη παράδοσή τους, ἔζησε γιὰ δύο χρόνια μαζί τους (1971-1972) καὶ γνώρισε ὅλο τὸ βαθύτερο «εἶναι» τους.
Περιγράφοντας, λοιπόν, τὴν ζωή τους, ἐντοπίζει τὴν ὅλη κοσμοπολίτικη νοοτροπία ποὺ τοὺς διακατεῖχε. Οἱ πρόσφυγες τῆς Κοκκινιάς, καίτοι ἀγράμματοι, αἰσθάνονταν σὰν νὰ βρίσκονταν σὲ μιὰ ἀνωτερότητα ἀπὸ τοὺς Ἐλλαδίτες, μὲ τοὺς ὁποίους συζοῦσαν. Ἡ Renee Hirschon, στὸ βιβλίο αὐτό, ἀναφερόμενη στὴν κοσμοπολίτικη κληρονομιὰ τῶν προσφύγων, γράφει: «Ἀκόμα καὶ στὶς ἐπαρχίες τῆς κεντρικῆς Ἀνατολίας, σὲ οἰκισμοὺς κάθε μεγέθους, συγκατοικοῦσαν διάφορες ἐθνοτικές, θρησκευτικὲς καὶ πολιτισμικὲς ὁμάδες. Γι' αὐτὸ οἱ πρόσφυγες ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν πολιτισμικὴ ποικιλία, μὲ τὴν ὁποία ἔρχονταν σὲ ἐπαφῇ καθημερινὰ στὴν πατρίδα τους, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὶς ἐμπειρίες τους μετὰ τὸν ξεριζωμό».
Οἱ πρόσφυγες τῆς Κοκκινιὰς πολλὲς φορὲς θυμόντουσαν τὶς καλὲς σχέσεις ποὺ εἶχαν μὲ τὶς ἄλλες κοινότητες. Γράφει ἡ Renee Hirschon: «Πολλὲς φορές μου εἶχαν πεῖ πὼς γινόταν ἡ ἀνταλλαγῇ φαγητῶν μεταξὺ Τούρκων καὶ Ἑλλήνων στὶς μεγάλες γιορτὲς τοῦ Ραμαζανιοῦ καὶ τοῦ Πάσχα καὶ μοῦ εἶχαν περιγράψει τὰ μουσουλμανικὰ ἔθιμα τοῦ γάμου καὶ τῆς περιτομῆς». Ἐπίσης, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καίτοι ἐξαναγκάσθηκαν νὰ ἐκπατρισθοῦν καὶ νὰ ζοῦν ὡς πρόσφυγες, καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἀναφύονται ψυχολογικὲς καταστάσεις πικρίας καὶ παραπόνων, ἐν τούτοις δὲν εἶχαν μέσα τους μῖσος ἡ ἔχθρα ἐναντίον τῶν Μουσουλμάνων, ἀλλὰ εἶχαν καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν συμβίωσή τους μὲ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολλὲς φορὲς ἰσχυρίζονταν ὅτι τὴν ἀναστάτωση στὴν περιοχὴ δὲν τὴν δημιούργησαν οἱ θρησκεῖες, ἀλλὰ οἱ ἐθνικισμοὶ καὶ κυρίως οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες. Γράφει ἡ συγγραφεύς:
«Σὲ γενικὲς γραμμές, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἄλλους, τόνιζαν τὴν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν ἁρμονία. Ἡ ἔχθρα, τὸ μῖσος καὶ ὁ φθόνος ἀπουσίαζαν ἐντελῶς ἀπὸ τὶς περιγραφές τους. Ἀνέφεραν συχνὰ πόσο εἰρηνικὰ ζοῦσαν μὲ τοὺς Τούρκους γείτονές τους. Ὑπογράμμιζαν ὅτι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὰ ἀστικὰ κέντρα βασίλευε μιὰ ἀτμόσφαιρα ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν πὼς νὰ φέρονται ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἦταν κατηγορηματικοί: γιὰ τὶς ταραχὲς καὶ τὴ σύρραξη ποὺ ὁδήγησαν στὸν ἐκπρατρισμό τους δὲν ἔφταιγε ὁ τουρκικὸς πληθυσμός. Οἱ ἐχθροπραξίες ἀνάμεσα στὶς κοινότητές τους ὀφείλονταν κατὰ τὴν γνώμη τους στὶς παρεμβάσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Τὸ συμπέρασμα ἦταν πάντα ὅτι "οἱ πολιτικοί μας φέρανε τὸ μῖσος". Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς μαρτυροῦν ὀξυδέρκεια ποὺ γίνεται ἀκόμα πιὸ ἐντυπωσιακή, ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς ἀπώλειές τους, καθὼς καὶ τὸ ὅτι ἄμεσα θύματα τῶν πολιτικῶν ἀντιπαραθέσεων ἦταν οἱ ἴδιοι. Αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς πιὸ σοβινιστικὲς ἀπόψεις τῶν Ἐλλαδιτῶν συγχρόνων τους».
Ἀσφαλῶς τέτοιες ἐντυπώσεις θὰ ὑπάρχουν καὶ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους ποὺ ἐξαναγκάσθηκαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν πόσο κακὸ εἶναι ὅταν τὸ ἐθνικὸ μῖσος, ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες, εἰσέρχωνται μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς θρησκείας, καὶ πόσο κακὸ εἶναι ὅταν ἡ θρησκεία, ἀκόμη καὶ ὁ Χριστιανισμός, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὸ οἰκουμενικό του «πνεῦμα» καὶ τὸν οἰκουμενικό του ρόλο, μετατρέπεται σὲ ἕνα δεκανίκι τοῦ κάθε ἐθνικισμοῦ.
(συνεχίζεται: Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Β))
- Προβολές: 2707