Κωνσταντίνου Χαραλαμπίδη: Οἱ Κατακόμβες ὡς τόποι Λατρείας
Κωνσταντίνου Χαραλαμπίδη, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.
Σὲ καμμία πόλη τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ κόσμου τὰ ὑπόγεια κοιμητήρια δὲν ἔχουν ἐπιδείξει τόση σπουδαιότητα ὅση στὴ Ρώμη. Ὅταν στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ Ἔ`αιώνα ἄρχισε προοδευτικὰ ἡ ἐγκατάλειψη τῆς χρήσης ἐνταφιασμοῦ στὶς κατακόμβες, τὰ κοιμητήρια τῆς Ρώμης ἀντίθετα δὲν ἐγκαταλείφθηκαν, ὅπως θὰ ἀνέμενε κανείς, ἀλλὰ συνέχιζαν νὰ προσελκύουν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν, ὅπου συνέρρεε πλῆθος προσκυνητῶν. Ἐπίσης ἦταν γνωστὴ ἡ φροντίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας γιὰ τὴν προστασία καὶ τὶς ἀναγκαῖες ἀναστηλώσεις. Ἡ πλεονεκτικὴ θέση τῶν ρωμαϊκῶν κατακομβῶν ἔναντι τῶν ὑπολοίπων πρωτοχριστιανικῶν κέντρων ἔγκειται στὴν ὕπαρξη πολλῶν προσκυνημάτων ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, στὰ νεκρικὰ μνημεῖα τῆς ρωμαϊκῆς πρωτεύουσας. Φαίνεται μία σαφὴς καὶ συστηματικοποιημένη ὀργάνωση, ὀφειλόμενη ὄχι στὴν αὐθόρμητη ἄνθηση λατρευτικῶν τιμῶν στὸν ἕναν ἡ στὸν ἄλλο μάρτυρα, ἀλλὰ στὸν καθορισμὸ ἑνὸς προγραμματισμένου σχεδιασμοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἦταν κατὰ μέγα μέρος καρπὸς τοῦ ἔργου τοῦ πάπα Δαμάσου (306-384) γιὰ τὴν τιμὴ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
Γνωρίζουμέ μὲ βεβαιότητα ὅτι σὲ κάποια κατακόμβη ἡ τιμὴ τῶν μαρτύρων δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν πάπα ἡ εἶχε διακοπῆ ἐξ αἰτίας κατολισθήσεων στοὺς διαδρόμους τῶν κατακομβῶν. Ἔτσι, στὸ κοιμητήριο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ δὲν ἐτιμᾶτο πρὶν ἀπὸ τὸν Δάμασο ὁ μάρτυς Εὐτύχιος. Ἐνεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα χωρὶς φθορὲς μὲ χαραγμένο ἐγκώμιο ἀπὸ τὸν καλλιτέχνη Furio Dionisio Filokalo (ὄντως φίλος τοῦ καλοῦ), φίλο τοῦ Δαμάσου, ἐντειχισμένη στὴν παραπάνω ἐκκλησία, ἀναφέρεται στὶς ἀποδιδόμενες τιμὲς χάρη τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς τέτοιου ἐπιγραφικοῦ περιεχομένου ἐνδιαφέρουσες πλάκες, ποὺ ἔθεσε ὁ ἐν λόγῳ πάπας στοὺς τάφους τῶν μαρτύρων. Εἶναι μία ἀπόδειξη γιὰ τὴν πρωτοβουλία τοῦ πάπα Δαμάσου γιὰ τὰ προσκυνήματα τῶν μαρτύρων στὶς κατακόμβες τῆς Ρώμης, ποὺ ἦταν προγραμματισμένη καὶ ὄχι εὐκαιριακή.
Εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὸν Δάμασο δὲν ὑπῆρχε λατρευτικὴ τιμὴ γιὰ τοὺς μάρτυρες Φήλικα καὶ Ἄδαυκτο στὴν κατακόμβη τῆς Commidilla. Ἡ νεκρικὴ χρηστικότητα τοῦ ὑπάρχοντος λατομείου τῆς Πουζολάννας (Pozzolana), στὸ ὁποῖο ἦταν οἱ τάφοι τους ἀρχίζει κατὰ τὴν ἐποχῇ τοῦ Ποντίφηκα αὐτοῦ καὶ σύντομα μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν « vetrosanetos», δηλαδὴ τῶν ἐνταφιασμῶν ποὺ ἦταν ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν εὐλάβεια στοὺς ἁγίους. Ἐπίσης καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν μεγάλων κοιμητηριακὼν περιοχῶν ποὺ περιβάλλουν τὴν ἀρχικὴ κατακόμβη εἶναι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἤδη τιμώμενοι στὸ παρελθὸν ἦταν ἀντίθετα ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ὑάκινθος, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν Depositio Martyrum, δηλαδὴ τὸ Ἡμερολόγιο τῶν τελετουργιῶν καὶ ἱερουργιῶν στὰ ρωμαϊκὰ κοιμητήρια τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ Δ`αι. Ὅμως οἱ τάφοι τους στὸ κοιμητήριο τῆς Bassilla στὴ via Salaria Vetus εἶχαν ἀποβῇ ἀπροσπέλαστοι κατὰ τὴν ἐποχῇ τοῦ πάπα Δαμάσου, ἴσως λόγῳ κατολισθήσεων στοὺς χώρους τῶν περιπατητηρίων. Ὁ ποντίφηξ ἐρεύνησε τοὺς δύο τάφους καὶ ὑπενθύμισε τὴν ἀνεύρεση στὸ μαρμάρινο ἐπίγραμμα, ποὺ τοοποθέτησε στὸ ἀποκατεστημένο προσκύνημα. Οἱ ἐργασίες συμπληρώθηκαν ἀπὸ τὸν Θεόδωρο, ποὺ ἦταν πολὺ πιθανὸν πρεσβύτερος στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα στὴν ἀκολουθία τοῦ Δαμάσου. Αὐτὸς ἔκαμε μιὰ κατάβαση (descensus) στοὺς τάφους, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἐπιγραφῇ τῆς ἴδιας ἐποχῆς, στὴν ὁποία μνημονεύεται ἡ ἀνεύρεση.
Ὅπως φαίνεται, στὴν πρωτοβουλία τοῦ παραπάνω πάπα ἀντετίθεντο ποικίλες δυσκολίες. Ἦταν ἀπίθανοι χωρὶς ἄλλο οἱ κίνδυνοι κατολισθήσεων ἐξ αἰτίας τῆς κατάστασης τοῦ ἐδάφους. Ὁ γαιοῦχος πωρόλιθος συμπαγὴς μὲ τὴ ρωμαϊκὴ ὕπαιθρο, ἀρκετὰ εὔκολος γιὰ ἐργασίες καὶ συγχρόνως ἀνθεκτικὸς γιὰ τοὺς στενοὺς διαδρόμους ἡ τοὺς περιορισμένους νεκρικοὺς θαλάμους, ἦταν εὐνοϊκὸς γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς κοινοτικῆς ταφῆς τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν προσφερόταν στὴ δημιουργία χώρων ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν πλήθη προσκυνητῶν ἡ στὶς λειτουργικὲς συνάξεις. Οἱ κατακόμβες δὲν εἶχαν ἀκόμη τὴν πνευματικὴ γοητεία ποὺ ἀπέκτησαν στὴ συνέχεια, ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Δαμάσου. Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος περιγράφοντας τὶς νεανικὲς ἐπισκέψεις του στὶς κατακόμβες τῆς Ρώμης (ὑπόμνημα στὸν Ἰεζεκιήλ, ΧΙΙ, 40, PL 25, 375) παραθέτει τὸν στίχο τοῦ Βιργιλίου «horror ubique animos, simul ipsa silentia terrent» (=φρίκη παντοῦ στὶς ψυχὲς μαζὶ μὲ αὐτὲς τὶς σιωπὲς ἐμβάλλουν σὲ φόβο).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὴν ὑγρασία χρειάζεται νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι στοὺς ὑπόγειους χώρους συνεχιζόταν οἱ καταθέσεις τῶν νεκρῶν σωμάτων, ἰδιαίτερα πλησίον τῶν τάφων τῶν μαρτύρων, μὲ τὶς συνέπειες γιὰ τὸν ἀερισμό, ποὺ μόνο ἐν μέρει οἱ φωταγωγοὶ μποροῦσαν νὰ τροποποιήσουν. Σὲ πολλοὺς ἄλλους τόπους τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου δὲν ἐδίσταζαν νὰ ἀφαιρέσουν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων ἀπὸ τὰ κοιμητήρια, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὰ πάρουν σὲ προσκυνήματα περισσότερο κατάλληλα καὶ περισσότερο ἄνετα. Ὁ Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου, σύγχρονος τοῦ Δαμάσου, τὸ 386 ἄνοιξε τοὺς τάφους τῶν ἁγίων Γερβασίου καὶ Προτασίου καὶ μετέφερε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ λείψανα. Ἔτσι ἔκαμε πιὸ ἀργότερα γιὰ τὰ σώματα τοῦ ἁγίου Ναζαρίου, πάντοτε σὲ κοιμητήριο τοῦ Μιλάνου καὶ τῶν ἁγίων Βιταλίου καὶ Ἀγρικόλα, ποὺ βρέθηκαν στὴν βορειοϊταλικὴ Bolognia τὸ 393.
Στὴ Ρώμη ἴσως ἐπηρέασε μία πιὸ ἰσχυρὴ ἀνάμνηση τῆς νομικῆς σημασίας τοῦ ἀπαραβίαστου τοῦ τάφου (locus reliogiosus) ἡ πιὸ πιθανῶς κατὰ τὴν ἐποχῇ τοῦ Δαμάσου ἡ ὕπαρξη ἤδη στὴν πράξη ἐκδηλώσεων λατρείας σὲ ποικίλους ὑπόγειους χώρους, ἀκόμη κι ἂν δὲν ἦταν ὀργανωμένοι καὶ ἐπαυξημένοι. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ποντίφηξ, λάτρης τῶν μαρτύρων, ἐπεδίωξε νὰ ἐπιλύση τὶς δυσκολίες. Σὲ κάποιο ἐπίγραμμά του ὑπαινίσσεται τὶς ἐπιχειρούμενες ἐργασίες, ὅπως στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Κορνηλίου στὴν κατακόμβη τοῦ ἁγίου Καλλίστου. Δυστυχῶς τὸ μάρμαρο κατέληξε νὰ εἶναι σήμερα ἀκρωτηριασμένο καὶ δὲν ἔχει ἀντιγραφῆ ἀπὸ τοὺς προσκυνητές, ὅπως συνέβαινε γιὰ πολλὲς ἄλλες ἐπιγραφὲς τοῦ πάπα. Ἀλλὰ στὸ διατηρούμενο τμῆμα εἶναι ἀρκετὰ ἐμφανὴς ἡ ἔνδειξη στὸν φωταγωγὸ γιὰ νὰ εἰσάγεται φῶς στὸν στενὸ χῶρο καὶ σὲ ἄλλες ἐργασίες γιὰ τὴν διευκόλυνση τῶν ἐπισκεπτῶν. Στὴν ὁμάδα τῶν εἴκοσι περίπου ὑπογείων προσκυνημάτων, στὰ ὁποῖα ἡ ἐπέμβαση τοῦ Δαμάσου εἶναι βέβαιη γιὰ τὴν παρουσία τῶν ἐπιγραμμάτων του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθοῦν μὲ εὐκολία οἱ ἐργασίες ποὺ ἔγιναν ἀπ' αὐτόν. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ προσκυνήματα δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀνακαλυφθῇ, ὅπως τὸ προσκύνημα τοῦ Γοργονίου στὴ via Labicana ἡ μερικὰ τῆς via salaria Vetus. Σὲ ἄλλα ἔχουν ἐπισυμβῇ ἐπιβλητικὲς ἀναστηλώσεις ἡ διευρύνσεις, ποὺ ἐπιτελέστηκαν ἀπὸ πᾶπες διαδοχικῶν ἐποχῶν, ποὺ ἀπομιμούμενοι τὸν ζῆλο τοῦ προκατόχου τους Δαμάσου, εἶχαν προβλέψει νὰ ἐπιδιορθώσουν τὶς βλάβες ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν καιρὸ ἡ τοὺς ἀνθρώπους ἡ νὰ καταστήσουν τοὺς τόπους περισσότερο κατάλληλους στὸν αὐξανόμενο ἀριθμὸ τῶν προσκυνητῶν. Σὲ κάποια περίπτωση ἡ διαμόρφωση τῶν ὑπογείων χώρων ἀκυρώθηκε ἀμέσως συνολικά, γιὰ νὰ δώσουν τὴ θέση τους σὲ ἡμιεπιχωματισμένες βασιλικές.
Ἔτσι στὴν κατακόμβη τῆς ἁγίας Ἁγνῆς ὁ πάπας Ὀνώριος (625-638) ἔθεσε τὸν τάφο τῆς μάρτυρος στὸ κέντρο ἑνὸς ὡραιότατου τρίκλιτου κτιρίου φέροντας το φῶς τῆς ἡμέρας, ὅπου πρὶν ἦταν τὸ σκότος, ὅπως ἔχει λεχθῇ στοὺς γραπτοὺς στίχους κάτω ἀπὸ τὸ ψηφιδωτὸ τῆς ἁψῖδας. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶχε κάμει περίπου πενῆντα χρόνια πρὶν ὁ πάπας Πελάγιος Β`(579-596) γιὰ τὸν τάφο τοῦ ἁγίου Λαυρεντίου στὴ Via Tiburtina καὶ ἔτσι συνέβη γιὰ τὸν τάφο τῶν μαρτύρων, ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμη ταυτισθῇ, στὴν ἀνώνυμη βασιλικὴ τῆς via Ardeatina, στὴν ὁποία ὁ Δάμασος εἶχε ἐπιχειρήσει ἔρευνα, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἐπανεύρεση στὶς ἀνασκαφὲς ἐπιγραφικῶν τεμαχίων μὲ γράμματα τοῦ καλλιτέχνη Φιλόκαλου. Σχεδὸν συνολικὰ λόγῳ τῶν μεταγενέστερων ἐπεμβάσεων ἔχουν ἀκυρωθῇ οἱ ἐργασίες του ποντίφηκα γιὰ τοὺς μάρτυρες Νηρέα καὶ Ἀχίλλειο στὴ via Ardeatina, τοὺς Μαρκελίνο καὶ Πέτρο στὴν κατακόμβη «ad duas lauros» καὶ τοὺς Φήλικα καὶ Ἄδαυκτο στὴν κατακόμβη τῆς Commodilla. Ὅμως χρειάζεται νὰ παραδεχθοῦμε, ἀκόμη καὶ ἂν οἱ μνημειακὲς ἀποδείξεις ἔχουν ἐξαλειφθῆ, ὅτι σχεδὸν πάντοτε τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου λάτρη τῶν μαρτύρων δὲν περιορίστηκε στὴν ἔνδειξη τοῦ τιμώμενου τάφου, σχεδὸν σημειώνοντάς του μὲ μία παπικὴ σφραγῖδα, ἐπισημοποιῶντας μία λατρευτικὴ τιμή, ἤδη ὑπάρχουσα ἡ δίνοντας ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχή, ἀλλὰ ἔχει γίνει ἡ πρόβλεψη νὰ καταστοῦν οἱ τόποι αὐτοὶ μὲ λιγότερες ἐλλείψεις καὶ περισσότερο φιλόξενοι.
Ἡ πιὸ ὅμως ἀναγκαία ἐνέργεια ἦταν νὰ διευκολυνθῇ ἡ εἴσοδος στὰ ὑπόγεια προσκυνήματα γιὰ ἕναν ἀριθμὸ προσώπων, ποὺ ἦταν δυσανάλογα ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ χῶροι εἶχαν ἀρχικὰ δημιουργηθῇ. Πράγματι, ὁ πρῶτος σκοπὸς τῆς προπαγάνδας τοῦ Δαμάσου ἦταν ἀκριβῶς ἐκεῖνος γιὰ τὴν προσέλκυση τῶν πιστῶν στοὺς τάφους τῶν μαρτύρων, τὴ γνωστοποίηση τῆς προσωπικότητας μὲ τὶς σύντομες ἱστορικὲς πληροφορίες, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀναζητήσει καὶ χαράξει στὸ μάρμαρο, τὸν προσδιορισμὸ μιᾶς εὐσέβειας σοβαροῦ καὶ ἐποικοδομητικοῦ τύπου. Γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς κυκλοφορίας τῶν προσκυνητῶν κατασκευάστηκαν νέες κλίμακες πιὸ κοντὰ στὸν τιμώμενο τόπο, φωτίστηκαν οἱ διάδρομοι καὶ πρὸ πάντων οἱ θάλαμοι τῶν μαρτύρων μὲ φωταγωγοὺς ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν ἐπίσης καὶ στὴν ἀνανέωση τοῦ ἀέρα. Ἀκόμη καθορίστηκαν διαδρομὲς ὡς μονόδρομοι, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔχουμε τὴν πρώτη εἴδηση ἤδη στὴν κωνσταντίνεια ἐποχῇ, ὅταν ἔγιναν «usor ad corpus sancti Laurentii martyris grados ascensionis et descensionis».
Σὲ κάποια κατακόμβη οἱ ἀρχαιολόγοι ἐπέτυχαν, παρὰ τὶς μεταγενέστερες ἀναστηλώσεις, νὰ ἐξατομικεύσουν μὲ μεγάλη πιθανότητα τὸ ἔργο τοῦ Δαμάσου. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν εἶναι ἀναγνώσιμο στὴ συγκεκριμενικότητα τῶν μνημείων, τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου ποντίφηκα ἐπέτυχε μὲ τὸν πιὸ ἀποτελεσματικὸ τρόπο νὰ καταστήση τὶς ρωμαϊκὲς κατακόμβες ὄχι ἁπλὰ λείψανα τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ εὔγλωττες μαρτυρίες τῶν πρώτων χριστιανικῶν γενεῶν, ποὺ εἶχαν δεῖ τὴ θυσία τῶν μαρτύρων ἡ εἶχαν γι' αὐτοὺς ζωηρότατο τὸ ἐνθύμιο στὸ πνεῦμα.
- Προβολές: 3839