Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ὀρθότητα, πειστικότητα, ἐμπιστοσύνη
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Σταχυολογῶ ὁρισμένες χαρακτηριστικὲς προτάσεις ἀπὸ μιὰ πολιτικὴ συνέντευξη ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ μεγάλη ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα. Ἀποκρύπτω τὸ ὄνομα τοῦ πολιτικοῦ καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἐφημερίδας γιὰ νὰ μείνη καθαρὸ τὸ νόημα τῶν προτάσεων, γιατί στὴν ἐποχῇ ποὺ ζοῦμε εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ χαθῇ καὶ τὸ σαφέστερο νόημα κάτω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ χρώματα ποὺ συνοδεύουν τὰ πρόσωπα τῆς πολιτικῆς ἐπικαιρότητας ἡ τὶς ὑπόνοιες ποὺ δημιουργοῦν οἱ γενικότερες ἐκφρασμένες θέσεις καὶ ἀπόψεις τους. Οἱ προτάσεις οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια θὰ σχολιασθοῦν δίνουν ἀφορμὴ γιὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐπίκαιρες ἐπισημάνσεις.
Ξεκινῶ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ δόθηκε σὲ ἐρώτηση ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ὀρθότητα κάποιων πολιτικῶν ἀντιλήψεων. «Στὰ δημοκρατικὰ συστήματα διακυβέρνησης [εἰπώθηκε] ἡ ὀρθότητα ταυτίζεται μὲ τὴν πειστικότητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ἱκανότητα συγκέντρωσης πλειοψηφίας». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ περιγράφει μὲ ρεαλισμὸ τὸ καταστάλαγμα τῆς ἐμπειρίας τῶν πολιτικῶν κομμάτων μέσα στὸ σύστημα τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας. Σύμφωνα μὲ τὸ θεμελιῶδες δόγμα ποὺ ἀποκρυσταλλώθηκε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, τὸ πολιτικὰ ὀρθὸ δὲν συνδέεται μὲ τὸ ἀληθὲς ἡ τὸ δίκαιο, ἀλλὰ μὲ τὸ πειστικό. Δηλαδή, γιὰ τὸν πολιτικό, στὴν σχέση του μὲ τὸν λαό, δὲν προέχει ἡ ἀλήθεια ἡ ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἡ πειστικότητα. Ὅμως, ἡ «ἀλήθεια», ἡ «δικαιοσύνη», ἡ «πειστικότητα» εἶναι ἔννοιες ἀφηρημένες, οἱ ὁποῖες δέχονται ποικίλες ἑρμηνεῖες. Ὡς ἄνθρωποι μὲ πεπερασμένες διανοητικὲς ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ ὑποκείμενοι κατὰ διαφόρους βαθμοὺς στὴν σύμφυτη μὲ τὴν θνητότητά μας φιλαυτία, ἑρμηνεύουμε τὰ πάντα μέσα ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς προσδοκίες μας καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική μας ὡριμότητα. Αὐτὴ ἡ ποικιλία τῶν ἑρμηνειῶν ἀναγκάζει τοὺς πολιτικοὺς νὰ μὴ μπαίνουν στὴν συζήτηση γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ νὰ παρακάμπτουν τὸν σκόπελο τῆς «δικαιοσύνης», μὲ τὸ νὰ στοχεύουν στὸ «ἐφικτό», στὸ «καλύτερο δυνατὸ» γιὰ τὸν λαό, μέσα στὶς ἀντίξοες συνθῆκες ποὺ δημιουργεῖ ἡ βουλιμία τοῦ μέγιστου κέρδους τῶν ἰσχυρῶν παραγόντων τῆς οἰκονομίας. Ἔτσι, αὐτὸ ποὺ κυρίως τοὺς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ πείθουν τοὺς πολῖτες ὅτι οἱ στόχοι τους εἶναι τὸ «καλύτερο δυνατὸ» γιὰ τὸ σύνολο τοῦ λαοῦ καὶ ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι οἱ πλέον ἐνδεδειγμένοι γιὰ νὰ τοὺς πραγματοποιήσουν.
Τὰ παραπάνω πολιτικὰ δὲν θὰ μᾶς ἐνδιέφεραν καθόλου, ἂν δὲν ἔδιναν ἀπάντηση σὲ μιὰ καταληκτικὴ ἀποστροφὴ τῆς συνέντευξης, ἡ ὁποία εἶναι σαφῶς ἕνα κήρυγμα ὑπὲρ τῶν πολιτικῶν καὶ τοῦ Κοινοβουλίου μὲ ταυτόχρονη ἀπαξίωση ἄλλων θεσμῶν. Παραθέτω τὴν ἀπάντηση σὲ ἐρώτηση ποὺ ἦταν σχετικὴ μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ λαοῦ σὲ θεσμοὺς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας: «Ἡ κοινωνία, ἀπαντῶντας σὲ ἔρευνες, τοποθετεῖ στὴν τελευταία θέση ἀξιοπιστίας τὰ κόμματα, τὰ πολιτικὰ πρόσωπα, τὸ Κοινοβούλιο, δηλαδὴ τοὺς ἐλεγχόμενους μέσα ἀπὸ τὴν ψῆφο τοῦ πολίτη θεσμούς. Τοποθετεῖ ὅμως πάντα στὴν πρώτη θέση μὴ αἱρετοὺς θεσμούς, ὅπως ἡ Δικαιοσύνη, ἡ Ἐκκλησία, ὁ Στρατὸς καὶ τὰ Σώματα Ἀσφαλείας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ προσοχὴ δίνεται τελευταῖα σὲ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς θεσμούς, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ Δικαιοσύνη, οἱ πολῖτες πρέπει νὰ προβληματιστοῦν γιὰ τὸ ποὺ ἐπενδύουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους».
Πρέπει νὰ προσεχθῇ ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη στοὺς θεσμούς, σ' αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα τῆς συνέντευξης, ταυτίζεται μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ πρόσωπα ποὺ τοὺς διακονοῦν. Προβάλλεται μάλιστα ὡς ἀποδεικτικὸ ἀναξιοπιστίας πρὸς τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἡ γνωστοποίηση σκανδάλων στὰ ὁποῖα ἐμπλέκονται ὁρισμένα –πολὺ ἐλάχιστα– στελέχη της. Στὴν ἀπάντηση δὲν γίνεται λεκτικὴ ἀναφορὰ σὲ σκάνδαλα, σαφῶς ὅμως ὑπονοοῦνται. Εἶναι μιὰ εὐγενικὴ κριτικὴ σὲ παράνομες καὶ ἀντικανονικὲς πράξεις προσώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως «καρφώνει» μὲ τὴν αἰχμὴ τῆς ἀπαξίωσής της τὸν θεσμό. «Οἱ πολῖτες πρέπει νὰ προβληματιστοῦν γιὰ τὸ πού [σὲ ποιό θεσμὸ] ἐπενδύουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους».
Ἔχει καταντήσει πλέον κοινότοπη ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν θεσμῶν καὶ τῶν προσώπων ποὺ τοὺς διακονοῦν, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ γίνη. Διευκρινίζουμε, λοιπόν, ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ εὐθύνη ἑνὸς θεσμοῦ καὶ ἄλλη τῶν προσώπων. Ἕνας θεσμὸς εἶναι προβληματικός, ἂν λειτουργῶντας ἄρτια, μὲ πιστότητα πρὸς τὶς «ἱδρυτικὲς διακηρύξεις» του, δημιουργῇ προβλήματα καὶ νοσηρὲς καταστάσεις σὲ ἀνθρώπους καὶ κοινωνίες. Δυὸ παραδείγματα μποροῦν νὰ διαφωτίσουν αὐτὴ τὴν ἄποψη. Μιὰ πολιτεία ποὺ στερεῖ τὶς βασικὲς ἐλευθερίες τῶν πολιτῶν της καὶ ἀναπτύσσει μέσα στὸν λαὸ συστήματα παρακολούθησης τῶν ἀντιφρονούντων (γνωστὲς καταστάσεις ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ παρ' ἡμῖν), εἶναι ἕνας ἄρρωστος θεσμός, ποὺ ἀρρωσταίνει τοὺς πολῖτες. Μιὰ φιλοσοφικὴ ὀργάνωση, μὲ καταστατικὸ ἐγκεκριμένο ἀπὸ τὸ Πρωτοδικεῖο, μὲ ἀποκρυφιστικὸ καὶ παραθρησκευτικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ ἀλλοιώνει τὶς προσωπικότητες τῶν μελῶν της ἡ τὶς ὑποτάσσει στὴν ἀπόλυτη θέληση κάποιου γκουροῦ, εἶναι ἕνας ἄρρωστος θεσμὸς ποὺ ἀρρωσταίνει τὰ μέλη του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἕνα πρόσωπο-φορέας ὑγιοῦς θεσμοῦ εἶναι προβληματικὸ ἂν πολιτεύεται παραβαίνοντας τὶς «ἱδρυτικὲς διακηρύξεις» τοῦ θεσμοῦ του. Σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἴδιος ὁ θεσμὸς κρίνει τὸ πρόσωπο ὡς ἄσχετο μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν δράση του.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι κατανοητὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς δὲν θὰ ἄξιζε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ, ἂν τηρῶντας τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀρρώσταινε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς κοινωνίες τους. Ἄν, δηλαδή, τηρῶντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, στὴν ὁποία συνοψίζεται ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εὐνοοῦσε τὴν διαπλοκή, τὴν παράνομη συγκέντρωση πλούτου, τὰ σαρκικὰ πάθη ἡ τὴν φιλοδοξία γιὰ κοινωνικὴ καὶ ἐπαγγελματικὴ ἀνέλιξη μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο.
Στὴ συνέχεια ὅλων αὐτῶν μποροῦμε νὰ δώσουμε μιὰ ἀπάντηση στὸ γιατί ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν δείχνει μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία ἀπ' ὅ,τι στοὺς πολιτικούς, τοὺς ὁποίους ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἐλέγχη καί, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ καθορίζη μὲ τὴν ψῆφο του. Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι ἡ ἀπουσία τῆς ἐμπιστοσύνης ὀφείλεται ἀκριβῶς στὴν ὕπαρξη τῆς ψήφου. Πιὸ σωστά, ὀφείλεται στὴν νόσο τῆς ψηφοθηρίας, ποὺ ἀναπτύσσεται ὡς παράσιτο μέσα στὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα. Βέβαια, ἡ θεραπεία αὐτῆς τῆς νόσου δὲν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ψήφου, ἀλλὰ ἡ ὡρίμανση τῶν πολιτῶν.
Οἱ πολιτικοί, λοιπόν, ποὺ ζητοῦν τὴν ψῆφο τοῦ λαοῦ ἔχουν ὅραμα τὴν ἐκλογικὴ νίκη. Μὲ αὐτὸν τὸν στόχο καταρτίζουν τὰ προγράμματά τους καὶ ἐκεῖ ἀποβλέπει ἡ προεκλογικὴ ρητορική τους. Ἀνομολόγητο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς δόγμα εἶναι ἡ ρήση: «ἡ ὀρθότητα ταυτίζεται... μὲ τὴν ἱκανότητα συγκέντρωσης πλειοψηφίας», πρᾶγμα ποὺ τοὺς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ δύο σοβαροὺς κινδύνους: Πρῶτον, τὴν εὔκολη ὁδὸ τῶν ψευδῶν ὑποσχέσεων, τὴν χρησιμοποίηση, δηλαδή, μηχανισμῶν παραπλάνησης τοῦ λαοῦ, ποὺ ἀποδεικνύονται ἐνίοτε πολὺ ἀποτελεσματικοὶ στὸ κυνήγι τῆς συγκέντρωσης ψήφων. Καὶ δεύτερον, τὴν ὑποταγὴ σὲ δυνάμεις ποὺ διαμορφώνουν τὴν κοινὴ γνώμη, ὅπως εἶναι οἱ μεγάλοι ἰδιοκτῆτες τῶν Μ.Μ.Ε., καθὼς καὶ τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ ἰσχυροὺς οἰκονομικοὺς παράγοντες, οἱ ὁποῖοι διατίθενται νὰ χρηματοδοτήσουν στοὺς προεκλογικοὺς ἀγῶνες. Ἀποτέλεσμα πιθανῶν ὑποχωρήσεων στοὺς παραπάνω κινδύνους εἶναι ἡ μετεκλογικὴ διάψευση τῶν προσδοκιῶν τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία κατεβάζει πολὺ χαμηλὰ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ πρὸς τοὺς πολιτικούς.
Οἱ ἡγεσίες θεσμῶν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἀπὸ τὴν ψῆφο τοῦ λαοῦ, μποροῦν νὰ εἶναι αὐθεντικότερες καὶ εἰλικρινέστερες στὴν σχέση τους μὲ τὸν λαό, ἀκόμη μποροῦν νὰ πηγαίνουν ἀντίθετα πρὸς τὴν ποικιλόμορφη παθολογία του, νὰ τοῦ λένε ἀπροσχημάτιστα τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ καίη. Αὐτὸς εἶναι ὁ βασικὸς λόγος ποὺ οἱ θεσμοὶ αὐτοὶ συγκεντρώνουν τὴν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ.
Βέβαια, καὶ ὁ δικός τους πειρασμὸς εἶναι οἱ δεῖκτες τῶν δημοσκοπήσεων, τὰ ποσοστὰ τῆς περιστασιακῆς εὔνοιας τοῦ λαοῦ. Ἡ «συγκατάθεση» σ' αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἀνοίγει τὸν δρόμο στὶς εἰσηγήσεις τῶν ἐπιστημόνων τῆς ἐπικοινωνίας, στὶς ὁποῖες δυστυχῶς «ἡ ὀρθότητα τῆς δράσης» ταυτίζεται «μὲ τὴν ἐφήμερη εὔνοια τοῦ λαοῦ»..–
- Προβολές: 3040