Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μήνος: Ἀπόστολος Τιμόθεος, 22 Ἰανουαρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Γεννήθηκε στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα καὶ μητέρα Ἰουδαία. Ὁ πατέρας του ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴν ζωὴ πολὺ νωρὶς καὶ ὁ ἅγιος Τιμόθεος μεγάλωσε μὲ τὴν μητέρα τοῦ Εὐνίκη καὶ τὴν γιαγιὰ τοῦ Λωΐδα, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ ἀνόθευτο γάλα τῆς πίστης καὶ τοῦ ἔμαθαν ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πέρασε ἀπὸ τὰ Λύστρα ἐκτίμησε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ νεαροῦ Τιμοθέου καὶ στὸ πρόσωπό του εἶδε τὸν ἄξιο ἀποστολικὸ ἐργάτη. Τὸν πῆρε μαζί του στὴν δεύτερη ἀποστολική του περιοδεία του καὶ ἀργότερα τὸν τοποθέτησε στὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ ποιμάνη τὸ ποίμνιο τῆς Τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἐπίσκοπός της. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος του ἀπέστειλε δύο ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Πρόκειται γιὰ θαυμάσια συμβουλευτικὰ κείμενα ποὺ πρέπει νὰ μελετοῦμε ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ κυρίως οἱ πνευματικοὶ ποιμένες.
Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Ρώμη, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος συνέχισε τὸ ποιμαντικό του ἔργο στὴν Ἔφεσο μέχρι τὸ δικό του μαρτυρικὸ τέλος. Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωμένους εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ ἐπέκρινε τὰ ὄργιά τους σὲ μιὰ σειρὰ γιορτῶν τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Ἐφεσίας.
Στὶς δύο Ἐπιστολὲς του πρὸς τὸν ἅγιο Τιμόθεο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος του δίνει διάφορες συμβουλὲς γιὰ τὴν προσωπική του προκοπή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ ποιμνίου του. Τοῦ γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«Ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ἡ παρηκολούθηκας» (Ἂ Τίμ. δ 6)
Τὸν προτρέπει νὰ τρέφεται μὲ τοὺς λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ποὺ παρακολούθησε, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση, στὴν συνέχεια, νὰ θρέψη ὡς καλὸς ποιμένας καὶ τὸ λογικό του ποίμνιο.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικὰ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ στηρίζει καὶ δυναμώνει καὶ παράλληλα ξεκουράζει καὶ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι καὶ ζωντανὸ πνευματικὸ νερὸ ποὺ δροσίζει καὶ ξεδιψᾶ τὴν ψυχή του. Βέβαια ὅταν εἶναι καθαρὸς καὶ ἀνόθευτος, γιατί καὶ σήμερα, ὅπως καὶ στὴν ἐποχῇ τοῦ ἁγίου Τιμοθέου, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἐποχῇ, ὑπάρχουν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι νοθεύουν τὴν πίστη καὶ μαζὶ μὲ τὴν πνευματικὴ τροφὴ προσφέρουν καὶ πνευματικὸ δηλητήριο.
Στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ὑπερκατανάλωσης οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες μαστίζονται κυρίως ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πεῖνα. Παρ' ὅλον ποὺ κυκλοφοροῦν σήμερα πολλὰ πνευματικὰ βιβλία καὶ ἀκούονται πολλὰ κηρύγματα, σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν γῆ, ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη πνευματικὴ πεῖνα, «λιμός του ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου». Ἀφ' ἑνὸς μὲν γιατί οἱ ἄνθρωποι στὴν πλειοψηφία τους δυστυχῶς δὲν μελετοῦν καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ εὐθύνονται πολλοὶ παράγοντες, ὅπως ἡ τηλεόραση, ἡ χαλάρωση τῶν ἠθῶν, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ λόγῳ τῆς ἀφθονίας τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν κ.λ.π., ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί τὶς περισσότερες φορές, ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀφθονοῦν τὰ βιβλία καὶ τὰ κηρύγματα, αὐτὸ ποὺ προσφέρεται ὡς λόγος Θεοῦ καὶ ὡς τροφὴ πνευματικὴ δὲν εἶναι παρὰ θεολογία τῶν παθῶν. Δηλαδή, ἐμπαθὴς ἀνθρώπινος λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴν δύναμη νὰ παρηγορήση, νὰ στηρίξη καὶ νὰ ἀναγεννήση τὸν ἄνθρωπο.
Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχῇ ὅπου ἡ ἐκκοσμίκευση ἔλαβε ἐπικίνδυνες διαστάσεις καὶ κατατρώει τὸ μεδούλι τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς. Πολλὰ κηρύγματα εἶναι, δυστυχῶς, ἄχροα, ἄοσμα, ἄγευστα καὶ εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο παρὰ λόγος Θεοῦ. Ἐπίσης, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καρπὸς ἐμπειρίας καὶ θεοπτίας. Καὶ ἂν ὁ κήρυκας τοῦ Θείου λόγου δὲν ἔχει μεγάλη προσωπικὴ πεῖρα καὶ ἐμπειρία, ὡστόσο ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ «ἐκμεταλλεύεται» τὴν πεῖρα καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν θεοπτὼν Ἁγίων καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνη καὶ νὰ μὴ λέγη δικές του σκέψεις καὶ στοχασμούς, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νὰ κάνη σοβαρὰ λάθη. Καὶ ἀσφαλῶς κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ παίζη μὲ τὴν σωτηρία τὴν δική του, ἀλλὰ καὶ τῶν συνανθρώπων του. «Γι' αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονίζεται καὶ τὸ πὼς εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ πραγματοποιήση τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ νὰ ἐπιτύχη τὴν σωτηρία του, ποιό τρόπο καὶ ποιά μεθοδο θὰ πρέπη νὰ ἀκολουθήση» (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος).
«οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ» (Β Τίμ. ἂ 7)
Προτρέπεται ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος νὰ ἀναζωπυρώνη τὴν φλόγα τοῦ χαρίσματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ δόθηκε διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ.
Ὑπάρχει διάχυτη ἡ ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται νὰ βιώνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους εἶναι δειλοί, ἀπόκοσμοι, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀποτυχημένοι τῆς ζωῆς καὶ χωρὶς τὴν δύναμη νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν καθημερινότητα καὶ τὰ προβλήματά της. Ἀλλὰ συμβαίνει ἀκριβῶς το ἀντίθετο, ἐπειδὴ χρειάζεται νὰ διαθέτη κανεὶς μεγάλη ἀνδρεία, ἐσωτερικὴ δύναμη καὶ πνευματικὴ λεβεντιὰ γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἀπαρνηθῇ τὸ θέλημά του, νὰ βιώση τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζῇ μὲ παρθενία, ἁγνεία καὶ σωφροσύνη σὲ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες μέσα στὸν κόσμο ὡς ἔγγαμος ἡ ὡς ἀσκητὴς στὴν ἔρημο μὲ ἑκούσιες στερήσεις, μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, μακριὰ ἀπὸ ἀγαπημένα πρόσωπα, «μόνος μόνῳ Θεῷ». «Τὸ νὰ προσεύχεσαι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο εἶναι σὰν νὰ χύνης αἷμα» (Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης).
Ὅσοι ἔχουν μάθει νὰ τρέφονται μὲ τὸ ἀνόθευτο γάλα τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ζωντανὸ μαστὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἀπὸ κακέκτυπα ὑποκατάστατά της, αὐτοὶ ἀποκτοῦν πνευματικὰ ἀντισώματα, πνευματικὴ ὑγεία, ἀνδρεία καὶ εὐρωστία καὶ ἀληθινὴ λεβεντιά.–
- Προβολές: 3100