Δύο Διονυσιάτες Μοναχοί
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Πολλές φορὲς ἀναπολῶ μὲ νοσταλγία τὶς πρῶτες ἐπισκέψεις ποὺ ἔκανα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅταν ἤμουν φοιτητὴς στὴν δεκαετία τοῦ '60, συγκεκριμένα τὴν πρώτη φορὰ τὸ ἔτος 1966. Τότε μὲ τὴν συνοδεία τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ μου Παναγιώτη Χρήστου καὶ ἄλλων ἐπιστημονικῶν τοῦ συνεργατῶν ἐργαζόμασταν γιὰ πολλὲς ἑβδομάδες καὶ μῆνες στὶς βιβλιοθῆκες τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καταγράφοντας τὰ χειρόγραφα καὶ ἀνέκδοτα κείμενα τοῦ μεγάλου Ἁγιορείτη ἡσυχαστῆ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἦταν ἡ περίοδος ποὺ τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶχε ἑορτάσει τὴν χιλιετία (1963) ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Μὲ μεγαλοπρέπεια ἑορτάσθηκε αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸ ἐπισκέφθηκε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ ἄλλοι Πατριάρχες καὶ ἔγινε μιὰ πανηγυρικὴ λειτουργία στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου στὶς Καρυές.
Τὴν ἐποχῇ ἐκείνη λίγοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονταν τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔτσι μᾶς δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ τὸ προσεγγίσουμε προσωπικὰ μὲ κατάνυξη, προσευχή, ἠρεμία καὶ πενυματικὴ κατάσταση. Βέβαια, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἔζησα τὸ Ἅγιον Ὅρος πρὶν τὴν ἐπάνδρωση τῶν ἱερῶν Μονῶν του ἀπὸ τὶς νέες ἀδελφότητες καὶ γι' αὐτὸ στὶς ἱερὲς Μονὲς ἀσκοῦνταν μοναχοί, ποὺ εἶχαν τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τοῦ παλαιοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ, μὲ τὴν προσήλωσή τους στὴ παράδοση, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀρχοντιά, τὴν αὐθεντικότητα στὴν ἔκφραση καὶ τὴν προσέγγιση, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση, τὴν φιλόξενη διάθεση καὶ τὴν καθαρὴ ἀγάπη. Ἀργότερα οἱ νέες ἀφελφότητες ἐμποτίσθηκαν σὲ αὐτὴν τὴν ἁγιορείτικη νοοτροπία καὶ ἔτσι δὲν χάθηκε αὐτὸς ὁ παραδοσιακὸς τρόπος ζωῆς, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, γιατί τὸ Ἅγιον Ὅρος διαθέτει μιὰ μεγάλη καὶ δυνατὴ παράδοση, ποὺ δὲν ἀλλοιώνεται, ἀλλὰ ἀφομοιώνει ὅλες τὶς ἄλλες παραδόσεις.
Μπορῶ νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι τὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ μένα ὑπῆρξε μιὰ πνευματικὴ ἀνακάλυψη, ἡ δεύτερη πατρίδα μου, ἡ κατ' ἐξοχὴν πνευματική μου πατρίδα... Μόλις πῆγα στὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ ὅλες τὶς πνευματικές μου ἀναζητήσεις καὶ ἀνησυχίες, ἐπισκέφθηκα τὶς Μονές του, τὴν ἔρημο καὶ τὶς Σκῆτες καὶ ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τοὺς πατέρες ποὺ ἀσκοῦνταν ἐκεῖ, ἀμέσως ἄλλαξαν πολλὰ πράγματα στὴ ζωή μου. Εἶδα τὴν αὐθεντικὴ ζωή, συνέδεσα αὐτὰ ποὺ διάβασα στοὺς Πατέρες μὲ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα ζωντανὰ μπροστά μου καὶ ἔτσι οἱ ἀνησυχίες μου ἄρχισαν νὰ ἀντιμετωπίζωνται κατὰ θετικὸ τρόπο. Καταλάβαινα πιὰ ὅτι ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε ὀρθολογιστική-ἐπιστημονική, οὔτε ἠθικιστική...
Συνάντησα πολλοὺς ἁγιορεῖτες Πατέρες κατὰ τὶς ἐπισκέψεις μου στὸν ἱερὸ καὶ ἁγιασμένο Ἄθωνα. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ζοῦσαν κρυμμένοι μέσα στὰ κοινόβια καὶ τὰ ἰδιόρρυθμα Μοναστήρια, ἄλλοι ἀσκοῦνταν ὡς ἐρημοπούλια στὶς ἀπόκρημνες πλευρὲς τοῦ Ἄθωνα, ἄλλοι ζοῦσαν ἁπλὰ καὶ εὐαγγελικὰ στὶς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἄλλοι βίωναν ἕνα εἶδος ἐν Χριστῷ σαλότητος κλπ. Τοὺς ἀπολάμβανα στὶς ἀγρυπνίες, τὶς πολύωρες ὁδοιπορίες, στὴν ἐργασία τους, στὴν καθημερινὴ ἀναστροφὴ καὶ διέκρινα ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι λόγια καὶ παραμύθια, ἀλλὰ μιὰ εὐλογημένη καθημερινὴ ἐμπειρικὴ ζωή.
Δύο ἀπὸ τὶς ἐξέχουσες μορφὲς καὶ προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐννοῶ τῶν φοιτητικῶν μου χρόνων, πρὶν γνωρίσω τον π. Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, τὸν π. Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη, τὸν π. Παΐσιο κλπ. ποὺ μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση καὶ ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὴν ζωή μου, ἦταν ὁ ἀείμνηστος Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου π. Γαβριὴλ καὶ ὁ μοναχὸς π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Ὁ π. Γαβριὴλ ἦταν ὁ Γέροντας τοῦ π. Θεοκλήτου. Ὁ Γέρων Γαβριὴλ μᾶς δεχόταν μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ μὲ στοργή, μᾶς ἀγαποῦσε πραγματικὰ καὶ ὅταν τὸν πλησιάζαμε διακρίναμε ἔντονα τὴν κοινωνικότητά του. Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἦταν νέος τότε στὴν ἡλικία καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σοφία του, τὸν χειμαρώδη λόγο του, τὴν τεράστια μνήμη του, τὴν ἀπὸ στήθους ἀναφορὰ διαφόρων πατερικῶν χωρίων γιὰ κάθε περίσταση καὶ τὴν ἄνεση μὲ τὴν ὁποία προσέγγιζε τοὺς νέους καὶ τοὺς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς ἀνθρώπινης γνώσης εἶχαν οἴηση καὶ ὑπερηφάνεια.
Πρόκειται γιὰ δύο προσωπικότητες μὲ μεγάλη προσφορὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ στὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὁ ἀείμνηστος Γαβριὴλ ἦταν διακριτικός, ἡσύχιος, κοινωνικός, πεπειραμένος, αὐθεντικός, ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ἦταν σοφός, γνώστης ὅλων τῶν ρευμάτων τῆς κοινωνίας καὶ διαλεκτικὸς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ θεολογικοῦ του λόγου καὶ τῶν ποικίλων χαρισμάτων. Ὁ πρῶτος ἀποτελοῦσε μέλος τῶν ἀντιπροσωπειῶν ποὺ διαχειρίζονταν ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀναφύονταν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μὲ «μαεστρία» εὕρισκε τὶς κατάλληλες λύσεις σὲ πολλὰ ζητήματα, ὁ δεύτερος ἦταν πάντοτε ἕτοιμος νὰ δίνη τὸν θεολογικό του λόγο σὲ κάθε πνευματικὴ ἀναζήτηση τοῦ συνομιλητοῦ του καὶ νὰ ἐλέγχη κάθε προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς μοναχικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ὁ π. Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἐντυπωσίαζε μὲ τὴν μεγάλη του κοινωνικὴ καὶ μοναχικὴ πεῖρα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κατανυκτικό του λόγο. Λένε πολλοί -τὸ ἔζησα καὶ προσωπικά- ὅτι δὲν θὰ μποροῦσες νὰ καταλάβης τὴν οὐσία καὶ τὸ «πνεῦμα» τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἂν δὲν ἄκουγες τὸν π. Γαβριὴλ νὰ ἀπαγγέλη τὸν «ἑξάψαλμο» στὴν ἀρχὴ τοῦ ὄρθρου, μέσα στὸ ἱλαρὸ φῶς τῶν καντηλιῶν. Φωνὴ κατανυκτική, γεμάτη ἱλαρότητα καὶ μετάνοια, ἔκφραση ὅλου τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος ζῇ τὴν ἑνδεκάτη ὥρα καὶ εἶναι νοσταλγὸς τῆς δωδεκάτης ὥρας καὶ ἀγωνίζεται στὴν πνευματική του ζωὴ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ζητᾶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ δικαιοκρίτου Χριστοῦ.
Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ πρώτου, μᾶς ἐντυπωσίαζε μὲ τὸν αὐθόρμητο καὶ θεολογικό του λόγο, ποὺ ἤξερε νὰ ἐλέγχη, νὰ διδάσκη, χρησιμοποιῶντας τὴν πατερικὴ καὶ τὴν θύραθεν σοφία, νὰ διακρίνη κάθε σφαλερὸ καὶ συγκεχυμένο. Μοῦ προκαλοῦσε ἐντύπωση τὸ ξύπνιο πνεῦμα του, οἱ τεράστιες γνώσεις του, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπείνωσή του, ποὺ ἐκδηλωνόταν σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ τὴν ὁποία διέβλεπες, ἄν, βέβαια, διέθετες καὶ μιὰ ἐσωτερικὴ εὐαισθησία. Ὠφεληθήκαμε πολὺ μὲ τὴν ἀναστροφή του, κυρίως κατὰ τὴν πολύωρη ἐργασία μας στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, ὅταν καὶ ἐκεῖνος εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ βιβλιοθηκαρίου.
Πολλὲς φορὲς μνημονεύω τὸν ἀείμνηστο π. Γαβριὴλ στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκα καὶ τὸν ὁποῖο συμβουλεύθηκα γιὰ κρίσιμα θέματα τῆς νεανικῆς μου ζωῆς καὶ γιὰ σημαντικὲς ἀποφάσεις ποὺ ἔλαβα στὴν ζωή μου. Ὅταν δὲ τὸν συνάντησα στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴν ἠγουμενία, διέκρινα τὴν βαθυτάτη του ταπείνωση ποὺ ἔφθανε μέχρι τὴν ἐσχάτη αὐτομεμψία. Ἕνας Ἡγούμενος πάνω ἀπὸ πενῆντα χρόνια ἠγουμενίας μὲ τόση προσφορὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ στέκεται μπροστά σου ὡς ἕνας ἀρχάριος μοναχός! Συγκινοῦμαι βαθύτατα ὅταν θυμᾶμαι τὴν προσωπικότητά του καὶ κυρίως συγκινήθηκα βαθιὰ ὅταν πῆγα στὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς καὶ εἶδα τὴν κᾶρα του. Κάθησα πολλὴ ὥρα προσευχόμενος στὸν Θεὸ καὶ ζητῶντας τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀειμνήστου μεγάλου Γέροντος τῶν νεανικῶν μου χρόνων.
Ἐπίσης, μνημονεύω συχνὰ τὸν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασε μὲ τὸν τρόπο του τὴν ζωή μου. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὰ βιβλία του γιὰ τὴν νοερά-καρδιακὴ προσευχή, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὰ ἄρθρα του, ποὺ ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα τῶν ἀθωνικῶν ἀνθέων. Σημαντικὰ ἦταν τὰ δύο βιβλία του, ἤτοι ἡ βιογραφία καὶ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἡσυχαστῆ ἁγιορείτη, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ βιογραφία καὶ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτη, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλοκαλικοῦ Πατρός. Ὅλα αὐτὰ ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὴν ζωή μας, καὶ ὠφελούμασταν σημαντικά, ὅταν ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸν συναντούσαμε προσωπικά, ἀφ' ἑτέρου δὲ διαβάζαμε τὰ βιβλία καὶ τὰ κείμενά του, γραμμένα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἔτσι μπορούσαμε νὰ κρίνουμε δημιουργικὰ τὴν θεολογία ποὺ μαθαίναμε στὸ Πανεπιστήμιο καὶ τὴν θεολογία τῆς ἁγιορείτικης πολιτείας, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ τὸν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη ἔχω καὶ ἕναν ἄλλο σύνδεσμο, διότι κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναύπακτο, στὴν ὁποία ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ ἔστειλε νὰ διακονήσω ἀπὸ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου. Ἔτσι μὲ διάφορες εὐκαιρίες ἐπικοινωνοῦμε καί, βεβαίως, ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του διακρίνει κανεὶς τὴν πνευματική του ὡριμότητα στὴν ὁποία ἔφθασε, ἀφοῦ συνδυάζει τὴν ἀνθρώπινη σοφία μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του μὲ τὴν αὐτομεμψία, τὴν ἡσυχία μὲ τὴν ἱεραποστολή, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Δύο Διονυσιάτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο του ὁ καθένας καὶ μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του, ὑπῆρξαν εὐεργέτες μου κατὰ τοὺς φοιτητικοὺς καὶ μετέπειτα χρόνους, ποὺ ὁ ἕνας τελειώθηκε καὶ ὁ ἄλλος τελειοῦται στὴν πνευματικὴ ζωή, οἱ ὁποῖοι ἀποπνέουν τὸ δυνατὸ καὶ εὐαίσθητο ἄρωμα τοῦ περιβολιοῦ τῆς Παναγίας μας καὶ ὑπῆρξαν ἡ ἀνάπαυση καὶ παρηγοριὰ ὄχι μόνο χιλιάδων προσκυνητῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ποὺ εἶχαν τὴν μεγάλη εὐκαιρία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς προσεγγίσουν, ποὺ πολλὲς φορές μας μέθυσαν ἀπὸ τὸ δυνατὸ διονυσιάτικο κρασί. Καί, βεβαίως, δὲν ἐννοῶ τὸ ὑλικὸ κρασὶ τῆς Μονῆς Διονυσίου ποὺ φημιζόταν γιὰ τὴν ἀξία του, ἀλλὰ τὸ δυνατὸ κρασὶ τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γενικότερα.
Ζητῶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Γαβριὴλ Διονυσιάτου καὶ τὶς προσευχές του (ἀειμνήστου τώρα) π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, τὸν ὁποῖο διαρκῶς μνημονεύω στὶς προσευχές μου καὶ διατηρῶ στὴν ἀγαθὴ μνήμη τῆς καρδιᾶς μου, ὅπως μοῦ ζήτησε σὲ μιὰ ἐπιστολή του νὰ τὸν μνημονεύω «καὶ ζῶντα καὶ μετὰ πότμον»
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὀρθόδοξος Μοναχισμός»)
- Προβολές: 3107