Χάϊδω Πελέκη: Πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης - Μνήμη Δικαίου
Χάϊδως Πελέκη
Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῶ Ἰωάννης, οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ (Ἰωάν. ἄ , 6-7)
Αὐτός ὁ εὐαγγελικὸς λόγος ἐφαρμόστηκε, σὲ κάποιο μέτρο καὶ βαθμὸ βέβαια, καὶ στὸν π. Θεόκλητο, γνωστὸ σ' ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπανταχοῦ τῆς γῆς. Ἡ ἀποστολή του ἦτο νὰ ἐπαναφέρη στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Πατερικὸ πνεῦμα. Εἰδικότερον δὲ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ ἀφανίση τὸ ἰδιόρρυθμον σύστημα καὶ νὰ παγιώση συνολικὰ γιὰ τὶς 20 Ἱερὲς Μονὲς τὸ Κοινοβιακὸ Σύστημα. Ἂς ἐνθυμηθοῦμε, λοιπόν, γιὰ τὸν ἁγιαζομένης βιωτῆς Γέροντα. Πρῶτον, τὸ γεγονὸς μὲ τὸν βομβαρδισμὸ τοῦ τραίνου στὴν Μαλακάσα ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε ἐκείνη τὴν στιγμὴ στὴν Παναγία Μητέρα μας ὅτι θὰ τὴν ὑπηρετήση στὸ περιβόλι της. Δεύτερον, ὅταν ἔφθασε στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου μὲ τὸ θαυμαστὸ ὅραμα, ποὺ εἶδε τὴν Παναγία σὰν καλογραῖα καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ μία ἐκκλησία γεμάτη φέρετρα μὲ ἀνθρώπους ἔχοντες ὑποψία ζωῆς καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἔτσι θὰ γίνης καὶ σύ, δηλαδή, νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο.
Ἡ ἐκκλησία αὐτὴ ἦταν τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Διονυσίου ἀφιερωμένης στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐγκαταβίωσε σ' αὐτὴ τὴν Μονὴ παρὰ τὸν Γέροντα Γαβριὴλ καὶ ὑπηρέτησε τὴν Παναγία καὶ τὸν Τίμιο Πρόδρομο γιὰ 65 ὁλόκληρα χρόνια. Τρίτον, μέσα ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν ἄσκηση, μὲ τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μελέτη, ἦταν ἄριστος γνώστης τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, ἡ ψυχή του καθαριζόταν καὶ γινόταν δεκτικὴ λόγου καὶ σοφίας Θεοῦ, ἀφοῦ διὰ τῆς ἀγάπης σκήνωσε σ' αὐτὴν ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ τοῦ ἐνέπνεε ὅλα ὅσα ἔγραψε στὰ τόσα βιβλία του πρὸς ὠφέλεια καὶ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Τέταρτον, σὲ μιὰ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ λειψανδρία ἔδωσε πνευματικὲς μάχες γιὰ νὰ ἀποκαταστήση τὰ πράγματα, δηλαδή, νὰ ἐπαναφέρη τὴν κοινοβιακὴ τάξη στὶς Μονὲς καὶ νὰ ἐλκύση νέους μοναχοὺς κι ὅπως περίμενε ὁ Τίμιος Πρόδρομος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τον Μεσσία ἔτσι καὶ ὁ π. Θεόκλητος περίμενε τὴν ἀναγέννηση στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Κι αὐτὸ τὸ πέτυχε μὲ τὰ ἀναρίθμητα ἄρθρα καὶ τὰ τόσα βιβλία μὲ πρῶτο καὶ κορυφαῖο τὸ «Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς», καὶ μὲ τὶς πράξεις του καὶ ἐνέργειές του ὡς Πρωτεπιστάτης. Εἶχε σπάνιο συγγραφικὸ ταλέντο καὶ γλαφυρότητα, ποὺ ἄγγιξε τὴν Θεία Σοφία. Ἂν καὶ πάντα ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι ἕνα δεινὸς συγγραφεὺς ἀλλὰ ἕνας καλὸς ἀντιγραφεὺς τῆς σοφίας καὶ τῶν λόγων τῶν Πατέρων. Ἔτσι βλέπουμε πὼς ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ προορισμοῦ «νὰ μαρτυρήση περὶ τοῦ φωτὸς ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ».
Ἔγινε σκεῦος εὔχρηστον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν νεότητά του γιὰ νὰ μαρτυρήση περὶ τοῦ Φωτὸς μέσα στὸν χρόνο καὶ χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἦτο τότε ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ φωνή του φωταγωγοῦσε τοὺς πιστούς. Ὁ Θεοφόρος λόγος του φωτίζει ἀκόμη τὶς καρδιές μας.
Ἦταν ἡ πιὸ λυγερόκορμη «βασιλικὴ δρῦς» τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, ὅπως λέει καὶ κάποιος φίλος του, ποὺ στὰ εὐλογημένα κλωνάρια καὶ πλούσια φυλλώματά της εὕρισκαν ἀνάπαυση χιλιάδες πουλιά, δηλαδὴ κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Εἶχε γνήσιο μοναχικὸ καὶ πατερικὸ πνεῦμα, στοχαστὴς καὶ μαχητὴς μὲ ἐκκλησιαστικὴ γραμμὴ καὶ αὐστηρότητα σκέψεως ἀλλὰ καὶ θεοφώτιστη ἀνθρωπιὰ καὶ ἀγάπη. Κατενύσσετο μὲ τὴν ἀγάπη του στὴν Θεοτόκο καὶ εἶχε οἰκειότητα μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Στὸ κελάκι τοῦ εἶχε περίπου 25 εἰκόνες τὴ Παναγίας μὲ 3 καντηλάκια. Ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο καὶ συνήθως ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐκφραζόταν καὶ μὲ τὸν λόγο του.
Ὑποδεχόταν τοὺς πάντες μὲ τὸ «εὐλογημένο παιδάκι τῆς Παναγίας», ἡ «καλό μου παιδάκι». Δὲν κατέκρινε κανένα καὶ ὅταν τοῦ μιλοῦσα γιὰ τὰ διάφορα προβλήματα καὶ μάλιστα ἐκκλησιαστικὰ μοῦ ἀπαντοῦσε πὼς ἐγὼ φταίω ποὺ σκανδαλίζομαι. Ὁ καλὸς Χριστιανὸς δὲν σκανδαλίζεται ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὸν σκανδαλοποιό. Βεβαίως, ἦταν αὐστηρότατος σὲ κάθε κακοδοξία.
Χάσαμε τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου ἰδιοτυπίας μας, ἔλεγε. Καθολικοποιήσαμε τὴν ἁμαρτία. Πάσχετε ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ ὀφθαλμοδουλεία. Βέβαια, ὁ κόσμος προσφέρει πολλὰ ὑποκατάστατα, ποὺ αἰχμαλωτίζουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν διαστρέφουν καὶ νομίζετε ὅτι τάχα μετέχετε σὲ ὑψηλὸ πολιτισμό, ἐνῷ δὲν ὑποπτεύεστε τὴν πτωχεία σας καὶ ἁμαρτάνετε χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνετε κι αὐτὴ εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία. Ζεῖτε μέσα σὲ μιὰ τραγωδία, χωρὶς αἴσθηση τοῦ θείου κάλλους. Ἀγνοεῖτε τὶς δωρεὲς ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς καὶ εἴσαστε ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν τραγωδία σας. Ἰκανοποιεῖστε μὲ τὶς μικροχαρές. Ἐνῷ ὁ τα ἄνω γευσάμενος εὐχερῶς τα κάτω καταφρονεῖ.
Συχνά, πολὺ συχνά, μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὴν λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ποὺ εἶναι ἄτεγκτος, ὅπως ἔλεγε καὶ πολλὲς φορὲς λειτουργεῖ πολὺ πιὸ ἄτεγκτα ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἔλεγε ὅτι ὅλα τὰ θλιβερὰ καὶ δύσκολα γεγονότα, (συκοφαντίες, ζήλιες, ψέματα κλπ) μας ἔρχονται ἀπὸ κάποιους ἀνθρώπους. Ἀμέσως νὰ κάνης διαχωρισμὸ τοῦ φορέα ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ νὰ λὲς ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν πειρασμὸ κατὰ δίκαιον λόγο ἀπὸ ἀγάπη ἡ ἀπὸ παιδαγωγία καὶ νὰ μὴ θεωρήσης τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ στενοχώρησε ἐχθρό. Ἂν ἀμέσως κάνης αὐτὸ τὸ διαχωρισμὸ χωρὶς πολὺ κόπο θὰ φθάσης στὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, στὴν ταπείνωση, στὴν αὐτομεμψία καὶ στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ποὺ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐπίπεδο ἀρετῆς. Μὴ βλέπεις ἀπὸ ποίους ἔρχεται ὁ πειρασμὸς ἀλλὰ γιατί ἔρχεται (ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας) καὶ θὰ θαυμάσης τὴν σοφία τὴν ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ δῶ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ ἐξοφλήσουμε τὰ χρέη μας δηλαδή, τὶς ἁμαρτίες μας.
Ἐν ἄλλοις πταίομεν καὶ ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα, ὄχι ὅμως κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ πνευματικὸς νόμος. Οἱ πειρασμοὶ εἶναι μέσα ἐκγυμνάσεως.
Νὰ ζήσουμε, ἔλεγε, μέσα στὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση. «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ κλῆμα, ὑμεῖς τὰ κλήματα. Νὰ γίνουμε δεκτικὰ σκεύη τῆς ὑπερφυσικῆς θείας ἑνώσεως. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ εἴμαστε ἕνα. Ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλον. Ὅταν κάποτε εἶχε πάει στὸν Γέροντα Πορφύριο ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ λέη τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με, Κύριε Ἰησοῦ, Κύριε Ἰησοῦ ἐλέησον με». Ὁ π. Θεόκλητος τὸν ρώτησε : «Γιατί γέροντα ἐλέησον με; Δυὸ εἴμαστε». Ὄχι, τοῦ ἀπάντησε ὁ γέροντας Πορφύριος, εἴμαστε ἕνα. Ἔλεγε συνεχῶς : «Ὦ Χριστέ μου, ὦ Χριστέ μου, ὦ γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, φώτισέ μας τὸ σκότος, ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ...ασύλληπτη Ἀγάπη τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσουμε γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Σοῦ; Γλυκύτατε Κύριε ποὺ μᾶς ἔκανες ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους, μετόχους τῆς Θείας ἐνεργείας. Ἄνοιξε τὸν νοῦ μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς Σοῦ, τὴν δόξα Σοῦ, νὰ κλάψουμε ἀπὸ εὐχαριστία. Τίποτε δὲν εἶναι δικό μας, ὅλα εἶναι δικὰ Σοῦ». Μὲ δακρυσμένα μάτια μου ἔλεγε: «Τὴν εὐχούλα παιδάκι μου, τὴν εὐχούλα μὲ πόθο, μὲ ἀγάπη, μὲ δοξολογία, μὲ θεῖο ἔρωτα μὲ χαρά, μὲ εὐχαριστία γιὰ νὰ φεύγουν οἱ δαίμονες».
Ἐρχόταν κόσμος πολὺς νὰ τὸν δή. Ρωτοῦσε πάντα γραμματικὲς γνώσεις καὶ ἡλικία γιὰ νὰ ξέρη σὲ ποιό ἐπίπεδο θὰ κινηθῇ ἡ συζήτηση.
Μιὰ μέρα ἦρθε μιὰ κυρία μὲ τὴν μητέρα της. Ρώτησε, λοιπόν, κατὰ τὴν συνήθειά του πόσο χρονῶν εἶναι ἡ μεγάλη κυρία. Τοῦ ἀπάντησε. –Δὲν σοῦ λέω. –Γιατί; –Δὲν μοῦ φαίνονται τὰ χρόνια καὶ ματιάζομαι ὅταν λέω πόσο εἶμαι. Ἔδιωξε ὁ παπποῦς ἐμᾶς καὶ ἔμειναν μόνοι τους. Μετὰ ἀπὸ 15 λεπτὰ περίπου ἦρθε μὲ ἕνα χαρούμενο θριαμβευτικὸ ὕφος σὰν μικρὸ παιδάκι καὶ λέει. –Συνομήλικοι εἴμαστε! Αὐτὸς ἦταν ὁ παπποῦς, ἕνας Μεγάλος Γέρων καὶ κάποιες φορὲς ἕνα μωρὸ παιδάκι.
Μία φορὰ εἶχε κατέβει ἐνωρὶς στὸ κάτω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου οἱ χῶροι διημερεύσεως καὶ ὑποδοχῆς. Ἐστέκετο καὶ ἐπισκοποῦσε τοὺς χώρους. Ὅταν τὸν ρώτησα τί κοιτάζει μοῦ εἶπε: Τί τὸ θέλετε βρὲ παιδάκι μου τόσο σπίτι; Ξέρεις πόσα κελάκια θὰ ἔβγαζες ἐδῶ πέρα; Τὸ πρωί, ὅταν ὁ Διονύσης ἔφευγε νὰ κατέβη στὸ γραφεῖο, περνοῦσε νὰ πάρη τὴν εὐχή του. Καὶ ὁ παπποῦς ἐπαναλάμβανε πολλὲς φορές: «Ἐξῆλθε ἄνθρωπος ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας». Μία φορά του λέγει ὁ Διονύσης. –Γιατί παπποῦ ἕως ἑσπέρας; Κατάλαβε τὸ πειραγματάκι τοῦ Διονύση καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ἀμέσως: –Μά, Νιόνιο μου, τότε δὲν εἶχαν ἠλεκτρισμὸ γιὰ νὰ δουλεύουν τὴν νύκτα.
Ὅταν ἔβλεπε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ συγγράμματα, συγκεντρωμένα σὲ μιὰ γωνία τοῦ σπιτιοῦ, καὶ ἀφοῦ ἐπὶ ὧρες συζητοῦσε μὲ τὸν Διονύση γιὰ τοὺς ἀρχαίους τοῦ ἔλεγε. –Κάπου εἶσαι κλασικόπληκτος. Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι ἐξέπεμπον φῶς ὅσο οἱ κωλοφωτιές. Πυγολαμπίδες ἦταν. Τὸ φῶς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ μόνο.
Μᾶς ἐπέβαλε νὰ τοῦ μιλᾶμε στὸν ἑνικὸ μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ὅταν στὸν Θεὸ ἡ στὴν Μανούλα Παναγία μιλᾶμε στὸν ἑνικό, αὐτὸς ποιός εἶναι γιὰ νὰ τοῦ μιλᾶμε στὸν πληθυντικό. Εἶναι τόσα πολλὰ ὅσα ἀκούσαμε καὶ ζήσαμε παρὰ τὰς πόδας τοῦ παπποῦ, ποὺ μακάρι νὰ μπορέσουμε νὰ ἐφαρμόσουμε κάτι λίγο, ἔτσι γιὰ νὰ κάνουμε ἀρχὴ μετανοίας. Αὐτὸ φώναζε συνέχεια. Μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια δηλαδή, αἴσθηση ἁμαρτιῶν καὶ ἐκζήτηση ἐλέους.
Σὲ μιὰ ἐποχῇ πλήρους συγχύσεως πνευματικῆς, ποὺ κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν καὶ οἱ ἐκλεκτοί, ἡ παρουσία τοῦ μεγάλου Γέροντα Θεοκλήτου ἐν μέσῳ Ἁγίου Ὅρους καὶ Ἐκκλησίας, ἦταν ἀληθινὴ εὐλογία γιατί δίδαξε στους πάντες πόσο ἀπαραίτητες εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τὸν πῆρε τὴν ἡμέρα τῆς πανηγύρεως στὴν Μονή, τὴν ὥρα ποὺ ἔψαλλαν «δοῦλοι Κυρίου» καὶ κουνοῦσαν τοὺς πολυελαίους ἀφοῦ «δοῦλος Κυρίου» ἦταν σὲ ὅλη τὴν ζωή του ὁ Γέροντας Θεόκλητος.
Τελειώνω μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Ἦταν ὁ χαιρετισμός του μετὰ ἀπὸ κάθε τηλεφώνημά μας. Χριστὸς Ἀνέστη πολυαγαπημένε παπποῦ. Τέρπου καὶ ἀγάλλου ἐν Κυρίῳ. Μέμνησο καὶ ὑπὲρ ἡμῶν των περιλειπομένων ἀδελφῶν σου, ἵνα τύχωμεν καλῆς ἀπολογίας ἐν τῇ φοβερὰ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως.
- Προβολές: 3293