Skip to main content

Πηνελόπης Βουτσινᾶ - Θεολόγου: Στὴ Μνήμη τοῦ Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτη

 Πηνελόπης Βουτσινᾶ - Θεολόγου, Ὑποψ. Δρὸς Φιλοσοφίας

Ἕνας κορυφαῖος νεοέλληνας συγγραφέας, ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, πηγαίνοντας στὸ Ἅγιο Ὅρος τὸ 1960, ρώτησε σὲ μία συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ὑμνογράφο, Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη –γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ γέροντας Θεόκλητος ἔχει γράψει τὴ βιογραφία του- ἂν ὑπάρχουν ἀκόμη στὸ Ὅρος «ἄνθρωποι ποὺ ἐπιδίδονται, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἡσυχαστές, στὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ ποὺ βλέπουν τὸ Ἄκτιστο Φῶς». Καὶ ὁ ἔμπειρος Γέροντας ἀπάντησε: «Ὑπάρχουν. Εἶμαι σὲ θέση νὰ σᾶς τὸ βεβαιώσω. Ἀλλὰ δὲ θὰ σᾶς τὸ ποῦν. Μὴν ἐπιμείνετε νὰ μάθετε περισσότερα».

Στη Μνήμη του Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτη

Ὁ παραπάνω διάλογος μὲ ἔκανε νὰ ἀνακαλέσω στὴ μνήμη μου κάποιες στιγμές, κατὰ τὴ διάρκεια μακρᾶς παραμονῆς τοῦ γέροντα Θεοκλήτου στὴν Ἀθήνα τὸ 1998, στὶς ὁποῖες μᾶς μιλοῦσε μὲ δάκρυα περὶ τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἀκτίστου, Θαβωρίου Φωτός.

Πρὶν περάσω ὅμως σὲ μιὰ σκιαγράφηση τοῦ Θεοκλήτου ὡς λόγιου μοναχοῦ, ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παραθέσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ταξίδι Στὴ Μέση Ἀνατολὴ Καὶ Στὸ Ἅγιον Ὅρος, Ἑστία, 1961, τὸ ὁποῖο μιλάει ἐκτενῶς γιὰ τὴν προσωπικότητά του.

«25 Αὐγούστου 1960

Ὁ πατὴρ Γαβριὴλ δὲν εἶναι ὁ μόνος συγγραφέας στὴ μονὴ Διονυσίου. Κοινοὶ φίλοι μας εἶχαν μιλήσει ἐπίσης γιὰ τὸν πατέρα Θεόκλητο καὶ εἴχαμε διαβάσει, πρὶν πᾶμε ἐκεῖ, τὸ βιβλίο τοῦ Μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ Γῆς, ἀξιόλογη μελέτη τοῦ πνεύματος τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καὶ μυστικισμοῦ, σὲ μορφὴ διαλόγου. Τὸ ἔργο αὐτὸ περιέχει σκέψη ἰσχυρή, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία διαβλέπει κανεὶς ὄχι μόνο τὴ συστηματικὴ μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας –ποὺ δὲν θὰ ἤμουν, ἄλλωστε, καθόλου ἁρμόδιος νὰ τὴ σχολιάσω- ἀλλὰ καὶ προσωπικὰ βιώματα, βαθιὰ καὶ ἔντονα, σὲ μιὰ πνευματικὴ περιοχὴ ποὺ τὰ νεώτερα ἑλληνικὰ γράμματα θαρρεῖς ὅτι φοβοῦνται νὰ τὴν πλησιάσουν. Εἶναι μιὰ συμβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωή μας καὶ εὔχομαι νὰ διαβαστεῖ μὲ προσοχὴ ἀπὸ τοὺς νέους διανοούμενους ποὺ δὲν εἶναι ἀδιάφοροι ἀπέναντι στὸ πρόβλημα τῆς πίστης.

Ὁ πατὴρ Θεόκλητος εἶναι ἄνθρωπος ἀρκετὰ νέος –δὲν δείχνει νὰ εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρονῶν –ὑψηλὸς καὶ ἀδύνατος, κλειστὸς καὶ αὐστηρὸς στὴν ὄψη. Εἶναι μορφὴ βυζαντινή, ἀπὸ τὶς γνησιότερες ποὺ εἴδαμε στὸ Ἅγιο Ὅρος, μορφὴ ποὺ ἐκφράζει ἀδιάκοπη αὐτοσυγκέντρωση, σκληρὴ ἄσκηση καὶ ἀπόλυτη ἀδιαλλαξία ἀπέναντι στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο.

Ἐπισκεφθήκαμε μαζί του τὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς ποὺ εἶναι πλούσια σὲ χειρόγραφους κώδικες, τῶν ὁποίων ἡ χρονολόγηση ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα. Μᾶς συνόδευαν τρεῖς-τέσσερις ἄλλοι ἐπισκέπτες, καὶ ἀνάμεσά τους, ἕνας νέος κληρικὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀπόφοιτος Πανεπιστημίου, καλλιεργημένος, ἔξυπνος καὶ εὐγενικός.

Σκυμμένοι ἀπάνω σ' ἕνα τραπέζι, φυλλομετρούσαμε μὲ ἐνδιαφέρον ὁρισμένα εἰκονογραφημένα χειρόγραφα. Ὀρθὸς ἀπέναντί μας, ὁ πατὴρ Θεόκλητος μᾶς παρακολουθοῦσε, χωρὶς νὰ μιλᾶ. Ὁ νέος κληρικὸς ἔδειχνε μεγάλη περιέργεια γιὰ τὶς μικρογραφίες καί, σὲ μιὰ ὁρισμένη στιγμή, δὲν μπόρεσε νὰ κρύψει τὸν ἐνθουσιασμό του γιὰ κάποιες συνθέσεις, ἐξαίρετα διατηρημένες, μὲ ζωηρά, ὁλόδροσα χρώματα καὶ μ' ἕνα ὕφος, στὶς εἰκονιζόμενες φυσιογνωμίες, ἀπροσδόκητα χαρούμενο καὶ χαμογελαστό. Τότε μίλησε ὁ πατὴρ Θεόκλητος:

-Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἡ σκια, εἶπε.

Ἡ φράση δὲν ἀφοροῦσε ἐμᾶς τοὺς κοσμικούς. Ἦταν λόγια κληρικοῦ πρὸς ἄλλον κληρικό, μιὰ ἐξήγηση μεταξύ τους σὲ τόνο, μάλιστα, κάπως ἐπιτιμητικό. Φαντάζομαι –ἂν δὲν κάνω λάθος- πὼς ἤθελε νὰ πεῖ στὸ νέο περίπου τὰ ἑξῆς: "Αὐτὰ ὅλα –δηλαδὴ οἱ ζωγραφιές, ἡ τέχνη, ἡ αἰσθητική, τὸ ὡραῖο, -δὲν εἶναι τὸ κύριο θέμα, γιά μας. Τὸ κύριο θέμα, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἀκατάπαυστα, εἶναι ἄλλο. Ἂς μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ ὀφθαλμαπάτες. Αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἡ σκια, τὸ ἀντικαθρέφτισμα ἐκείνου τοῦ Ἄλλου, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ".

Εἴχαμε ἀργότερα μιὰ συζήτηση μὲ τὸν πατέρα Θεόκλητο στὸ δωμάτιό μας. Κατάλαβε πὼς τὸ ἐνδιαφέρον μας στὸ Ἅγιο Ὅρος δὲν ἦταν μόνο αἰσθητικὸ καὶ ὅτι μᾶς ἀπασχολοῦσαν κι ἐμᾶς οἱ πραγματικότητες τοῦ πνεύματος. Θέλησε ὅμως νὰ τοῦ ποῦμε τί ἀκριβῶς πιστεύαμε. Ἀπαντήσαμε κάπως ἀόριστα καὶ διστακτικὰ γιὰ ὁρισμένα προσωπικά μας βιώματα καὶ γιὰ ὁρισμένες ψυχικὲς διαθέσεις μας. Ὅλα ὅσα τοῦ εἴπαμε τὰ καλύψαμε μὲ τὸ ρῆμα «νομίζω». Ὁ πατὴρ Θεόκλητος σημείωσε ἀμέσως αὐτὸ τὸ ρῆμα καὶ παρατήρησε πώς, ὅποια καὶ ἂν ἦταν ἡ στάση μας, ἀνήκαμε, καθὼς ἔβλεπε, στοὺς «χλιαρούς». Ὑποθέτω ὅτι ἔδινε στὸ ἐπίθετο αὐτὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει στὴν Ἀποκάλυψη. Μᾶς τόνισε πὼς ἡ πίστη εἶναι κάτι ἀπόλυτο, ὁλοκληρωτικό, κρυστάλλινο –ὑπογράμμισε δυό-τρεῖς φορὲς αὐτὴ τὴ λέξη. Δηλαδή, κάτι ὁλοκάθαρο, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀσάφεια, καμιὰ θολούρα, καμιὰ ρωγμή, καὶ ποὺ ἀναλύεται σὲ ὁρισμένα δόγματα ἐντελῶς ξεκαθαρισμένα, ἀμετακίνητα, ἀμετάκλητα. Μᾶς τὰ ἀπαρίθμησε. Φαντάζομαι ὅτι ἐννοοῦσε πὼς ἡ συζήτηση ἀρχίζει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα. Ἀλλιῶς, ἡ ἀνταλλαγῇ σκέψεων δὲν θὰ εἶχε οὐσιαστικὸ περιεχόμενο.

Παρατήρησα στὸν πατέρα Θεόκλητο –καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω ἐδῶ, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ πλευρὰ τοῦ θέματος ποὺ μὲ ἀπασχολεῖ ἐμένα περισσότερο –ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα δὲν διαιρεῖται μονάχα σὲ ἀνθρώπους ἀπόλυτα πιστοὺς καὶ ἀπόλυτα ἀπίστους. Ὑπάρχουν, ἀνάμεσα, πολλὲς ἄλλες κατηγορίες πνευμάτων καὶ ψυχῶν. Περιορίζοντας τὸ θέμα, ἀνέφερα δυὸ παραδείγματα βασικά. Ὑπάρχουν, εἶπα οἱ πιστοὶ πού, ὧρες-ὧρες, ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν πίστη τους. Γνωρίζω μάλιστα ὅτι ὑπάρχουν στὸν κόσμο πολὺ γνήσιοι, πολὺ εἰλικρινεῖς πιστοὶ ποὺ δὲν περνᾶ εἰκοσιτετράωρο χωρὶς νὰ ζήσουν μιὰ τοὐλάχιστον στιγμὴ ἀμφιβολίας. Καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὑπάρχουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἀρχίζουν νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ἀπιστία τους καὶ τούτη εἶναι μιὰ κατηγορία ἀνθρώπων πολὺ χαρακτηριστική της ἐπιστημονικὰ ὑπερεξελιγμένης κοινωνίας μας. Ὀλίγη ἐπιστήμη, εἶπε ἕνας παλαιὸς στοχαστής, ὁδηγεῖ στὴν ἀθεΐα, ἀλλὰ πολλὴ ἐπιστήμη ξαναφέρνει στὸ Θεό (....). Αὐτὰ εἶπα, πολὺ συνοπτικά, βέβαια, ἀλλὰ δὲ νομίζω πὼς οἱ παρατηρήσεις μου ἐνδιέφεραν τὸν πατέρα Θεόκλητο. Ὁ πνευματικός του κόσμος εἶναι ἄλλος καὶ εἶναι κόσμος κλειστός. Θὰ ἀνοίξει μόνο σ' ἐκεῖνον ποὺ ὁριστικὰ ξεπεράσει κάθε δισταγμό, κάθε ἀμφιταλάντευση, κι ἔχει ἀποδεχτεῖ, ἐξ' ὁλοκλήρου καὶ ἐκ τῶν προτέρων καὶ μὲ τρόπο, καθὼς εἶπε, κρυστάλλινο, τὸ σύστημα στὸ ὁποῖο πιστεύει (...).

Ἡ συνάντηση αὐτὴ ἐνίσχυσε τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ εἶχε δώσει τὸ βιβλίο του, ὅτι εἶναι πνευματικὴ φυσιογνωμία μὲ βαρύτητα καὶ ὅτι ἐκφράζει μιὰ ἄποψη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ ἦταν συμπληρωμένη ἡ πνευματικὴ εἰκόνα τοῦ ἑλληνορθόδοξου μοναχισμοῦ: τὴν ἄποψη τοῦ δόγματος ποὺ εἶναι θεμελιωμένο σὲ σοφία καὶ σὲ διαλεκτικὸ πάθος καὶ ποὺ ὀρθώνει, ἀπέναντι στὸ κύλισμα τῶν αἰώνων καὶ τῶν κοινωνιῶν, τὴ δύναμη τῆς ἀλυγισίας του».

Σὲ αὐτὴ τὴ σκιαγράφηση τοῦ Θεοτοκᾶ, λοιπόν, θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω κάποια στοιχεῖα ποὺ θεωρῶ ὅτι συνθέτουν τὴν προσωπικότητά του.

Ὡς συγγραφέας πολυγραφότατος ἦταν πραγματικὰ φορέας λογιοσύνης. Διέθετε βαθιὰ γνώση τόσο τῆς Πατερικῆς ὅσο καὶ τῆς θύραθεν γραμματείας. Εἶχε θὰ λέγαμε τὸ εἶδος μόρφωσης τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Μελετοῦσε κυρίως ἀρχαίους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ νεώτερους ὅπως ὁ Nietzsche, ρώσους καὶ ἄγγλους λογοτέχνες, καθὼς καὶ κάποιους θεατρικοὺς συγγραφεῖς. Μάλιστα, μοῦ ταχυδρομοῦσε περιοδικὰ σύγχρονης φιλοσοφίας τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἠθικῆς ποὺ συνέρεαν στὸ κελάκι του, τὰ ὁποῖα, πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη, ὅταν τὰ ἄνοιγα ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ παρατηρήσεις του καὶ ἐνστάσεις, ποὺ πολλοὶ καθηγητὲς φιλοσοφίας θὰ ζήλευαν.

Ὁ χαρακτῆρας τῆς γραφῆς του εἶναι συνήθως διαλογικός. Οἱ πνευματικές του συμβουλὲς καὶ ἐμπειρίες σπάνια καταγράφονται σὲ πρῶτο πρόσωπο δείχνοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ἄποψή του γιὰ τὸ ὅτι ἡ γνώση δὲν μεταδίδεται σὲ μορφὴ αὐθεντίας ἀλλά, ταπεινά, σὲ μορφὴ κοινωνίας.

Μιλοῦσε δέ, ἀκριβῶς, ὅπως ἔγραφε: μὲ ἀμεσότητα, ἁπλότητα καὶ ζωντάνια. Στὴν συνομιλία του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν συνήθως ἐκμαιευτικός. Οἱ ἐρωτήσεις του εἶχαν μία ὑπαρξιακὴ κλιμάκωση, ἐνῷ θεωροῦσε ὅτι ἡ λέξη 'πρόβλημα', ποὺ ὅλοι σχεδὸν ἀναφέραμε στὴν προσωπικὴ ἐπικοινωνία μαζί του, εἶναι ἀδόκιμη, ἀσύμβατη μὲ τὸν ἐν Χριστῷ βίο, καὶ ἀποτέλεσμα καθολικευμένης νοησιαρχίας στὸν τρόπο ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωή. Μὲ χιοῦμορ ἀποκρινόταν σὲ ὅσους πεισματικὰ διατύπωναν ἰσχυρὲς ἀπόψεις, καὶ δὲν εἶχαν διάθεση γιὰ ἀλλαγῇ τρόπου σκέψης, μὲ τὴ φράση τοῦ θεατρικοῦ συγγραφέα Πιραντέλο 'ἔτσι εἶναι ἂν ἔτσι νομίζετε'! Βαθύτατα κοινωνικός, τὸ σπίτι μας καθημερινὰ κατακλυζόταν ἀπὸ φίλους καὶ γνωστοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ τοῦ μιλήσουν, ὅταν ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα.

Ὡς "θεολόγος νοῦς" συνέβαλε καθοριστικὰ στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμὸ τονίζοντας πάντα τὸ θεῖο ἔρωτα ὡς τρόπο ζωῆς. Μὲ δάκρυα καρδιᾶς κάθε φορὰ ποὺ προσευχόταν στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, τὴ Μανούλα του, βίωνε συγκλονισμό. Γιὰ τὸν πατέρα Θεόκλητο ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι ὁ ἀπόλυτος ἔρωτας, διότι λαμβάνεις ἀξία καὶ χάρη ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀναγνωρίζοντας συνεχῶς τὴν ἀνθρώπινη ταπεινότητά σου, ἐνῷ οἱ ἀνθρώπινοι ἔρωτες ὑποκύπτουν στὸ χρόνο, τὶς ἀνάγκες, τὶς συνθῆκες, τὶς ψευδαισθήσεις. Χαρακτηριστικὰ ἔλεγε, ὅτι λυπᾶται ὅταν ὁ γάμος μετατρέπεται σὲ ἐγωισμὸ εἰς διπλοῦν, σὲ ἐγωισμὸ γιὰ δυό. Μέχρι τὴν κοίμησή του ἦταν ἐπικριτικὸς στὴν τάση κάποιων διανοούμενων καὶ μή, περὶ τῆς ἀναλογικῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπινου μὲ τὸ θεῖο ἔρωτα.

Θὰ ἔλεγα ὅτι λόγῳ αὐτῆς τῆς ζωοποιοὺς σχέσης μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ἡ θεολογία του ἦταν κυρίως δοξολογική. "Δόξα σοὶ Χριστέ μου, Ἰησοῦ μου γλυκύτατε" ἐπαναλάμβανε καὶ πλημμύριζε φῶς.

Μία ἀπὸ τὶς συμβουλές του ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν εἶναι ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ παλεύουμε γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ δευτερευόντως αὐτὴ ἡ κατάσταση νὰ ἐκφραστὴ μὲ πράξεις φιλανθρωπίας καὶ συναλληλίας. Τὴν ἀντίστροφη πρακτικὴ δηλαδὴ ἐξωστρέφεια, χωρὶς ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ αὐτογνωσία, δὲν τὴν ἀξιολογοῦσε ὡς πράξη πνευματικότητας.

Μία δεύτερη συμβουλή του εἶναι τὸ "φείδου χρόνου". Θέλοντας νὰ μᾶς δείξη τὴν ἔγνοιά του γιὰ τὴ διαχείριση τοῦ χρόνου, μᾶς περιέγραφε ὅτι ὅταν εἶχε πρωτοπάει στὸ Ὅρος συναντοῦσε τὰ σχολιαρόπαιδα στὴν Ἀθωνιάδα σχολὴ καὶ στὰ διαλείμματα κλωτσοῦσε τὴν μπάλα μαζί τους. Ὅταν μεγάλωσε καὶ ἐμβάθυνε στὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, μετάνιωσε γιὰ τὸ χρόνο ποὺ ἔχασε, καὶ ἔλεγε ὅτι ἀντὶ νὰ κλωτσάη τὴν μπάλα ἔπρεπε νὰ προσεύχεται!

Στὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ζωή του ἔβλεπα πάντα τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πολὺ νωρὶς στὴ ζωή του συνειδητοποίησε ὅτι οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις ἀντιλαμβάνονται μόνο τὶς σκιὲς μέσα στὴν πλατωνικὴ σπηλιά, δηλαδὴ μόνο τὰ φαινόμενα, καὶ ὅτι μόνο ἡ πνευματικὴ αἴσθηση δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀντιληφθῆ τὴν ὄντως πραγματικότητα, τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀλήθειά του, τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Τὴν ὀντολογία τῆς πνευματικῆς αἴσθησης κανένα φιλοσοφικὸ ρεῦμα δὲν μπόρεσε νὰ συγκροτήση καὶ νὰ ἐκφράση. Γιὰ τὸ θεῖο Θεόκλητο ὅμως, ἡ μεθοδολογία γιὰ τὴ συγκρότηση τῆς πνευματικῆς αἴσθησης εἶναι συγκεκριμένη: ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἄσκηση, ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι ὁ 'μοναχικὸς' δρόμος τῆς διαχείρισης τῶν ψυχικῶν ἰδιοτήτων μας.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συμβολή του στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὸ μοναχισμὸ ὁ γέροντας Θεόκλητος ὑπῆρξε μαχητὴς σὲ πολλὰ κοινωνικὰ καὶ θεολογικὰ ζητήματα, ποὺ ἀνέκυπταν κατὰ καιρούς. Ἦταν πάντα εὐθὺς καὶ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ διπλωματικὴ ὁδός. Οἱ ἐπιστολές του ἦταν πάντα παρεμβατικές, καὶ τὸ κριτήριο ποὺ ἔθετε γιὰ νὰ ἀξιολογήση μία κατάσταση, εἶναι ἐὰν αὐτὴ προέρχεται ἡ ὄχι ἀπὸ ἔντιμη πνευματικότητα, καὶ ἐὰν προκαλῆ ἀποπροσανατολισμὸ καὶ φαύλους κύκλους.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς παραπάνω ἰδιότητές του ὁ θεῖος Θεόκλητος, μεγαλειώδης, ἀρχοντικός, ὀξυδερκής, φιλόκαλος, ἦταν γιὰ μᾶς ἕνας Βουτσινάς. Ἦταν ὁ ἀδελφὸς τοῦ παπποῦ μας, ὁ θεῖος τοῦ πατέρα μας. Καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα μας, ἦταν γιὰ μᾶς ἕνας δεύτερος πατέρας. Μάλιστα, δὲ θὰ ξεχάσω καὶ τὶς γήινες ἀνθρώπινες στιγμές του, ὅπως αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφτιαχνε μὲ δεξιοτεχνία ἁγιορείτικες συνταγὲς καὶ ἀπολαμβάναμε οὐράνιες γεύσεις κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἀθήνα. Εἴμαστε πλούσιοι ἀπὸ ἀναμνήσεις καὶ ἀπὸ ἀγάπη γι' αὐτόν. Ἂς μᾶς ἐπηρεάζει πάντα μὲ τὴ ζωή του καὶ ἂς μᾶς ἀξιώνει νὰ μιλᾶμε γι' αὐτόν.

Υ.Γ. Θεωρῶ ὅτι πέρα ἀπὸ τὶς ἐνδιαφέρουσες προσωπικὲς μαρτυρίες χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ ἔτυχε νὰ τὸν συναναστραφοῦν, μπορεῖ, ὅποιος ἐνδιαφέρεται νὰ τὸν γνωρίση ἡ ἁπλῶς νὰ τὸν ἀνακαλέση στὴν μνήμη του, νὰ ἰχνηλατήση μέσα ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη γραφή του τὶς ἀφετηρίες τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του, καθὼς καὶ τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς του ζωῆς πρὸς τὴν τελείωση. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἐξασφαλίσαμε γιὰ τὴν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη ὅλη τὴν σειρὰ βιβλίων τοῦ π. Θεοκλήτου, ὥστε νὰ ὑπάρχη πρόσβαση σὲ αὐτὰ ἀπὸ ὅλους, καὶ κυρίως ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ προσεγγίσουν τὴν ὀπτικὴ τῆς «θεοπτείας».

  • Προβολές: 2672