Κύριο ἄρθρο: Τὰ αἴτια τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιον
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν 29η Μαΐου τοῦ 1453 ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς φθίνουσας δόξας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς πτώσης αὐτῆς ἐγράφησαν πολλά, τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τότε ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία-Βυζάντιο, ἀφοῦ εἶχε χαθῇ ὅλη ἡ Μικρὰ Ἀσία, ἡ Ἀνατολικὴ Θράκη καὶ εἶχε μείνει μόνον ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ περίχωρά της. Οἱ κατὰ καιροὺς ἐχθροὶ εἶχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, μὲ ἀποκορύφωμα καὶ τελειωτικὸ κτύπημα τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, κατὰ τὴν Δ Σταυροφορία τὴν 13η Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1204. Ἡ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια (1261) ἀνακατάληψή της καὶ ἐλευθέρωσή της δὲν προσέφερε οὐσιαστικὰ πράγματα, διότι ἤδη ἡ Πόλη εἶχε καταστραφῆ καὶ λεηλατηθῇ ὁλοσχερῶς.
Πέρα ἀπὸ τὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ αἴτια ποὺ συνετέλεσαν στὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ σημειωθοῦν ἰδιαιτέρως τὰ πνευματικὰ αἴτια στὰ ὁποῖα συνήθως δὲν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Ἄλλωστε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ Θεὸς διευθύνει τὸν κόσμο μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνεργειὲς Τοῦ, καὶ ἡ προσωπικὴ Τοῦ ἐπέμβαση ἐκδηλώνεται μὲ τὴν εὐδοκία Τοῦ, τὴν μακροθυμία Τοῦ, τὴν παραχώρηση τῶν ποικίλων πειρασμῶν κλπ. Σὲ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ αἴτια ἀναφέρεται ὁ μοναχὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος, διδάσκαλος τοῦ γένους καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεως, ποὺ ἔζησε στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς τῆς Βασιλεύουσας καὶ ἄκουγε τὸν ρόγχο τοῦ θανάτου της.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, σύμφωνα μὲ μελέτη τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 1350 μ.Χ., ἐκάρη μοναχὸς στὴν Μονὴ Στουδίου, ὑπῆρξε ἀσκητὴς μὲ πατερικὸ φρόνημα, ἀνεδείχθηκε μεγάλος λόγιος καὶ διδάσκαλος τοῦ γένους, τὸν ὁποῖον συμβουλεύονταν οἱ Αὐτοκράτορες καὶ οἱ Πατριάρχες, καὶ ἀποστελλόταν ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα σὲ διάφορες κρίσιμες ἀποστολές, ὅπως τὴν Κύπρο καὶ τὴν Κρήτη, ὁμιλοῦσε κατὰ τὶς ἐπίσημες ἡμέρες στὸ Παλάτι, συμμετεῖχε στὶς προετοιμασίες γιὰ τὴν συζήτηση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Λατίνους, γιὰ τὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ κοιμήθηκε περὶ τὸ 1431, περίπου εἴκοσι δύο (22) χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅπως γράφει ὁ Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Δεληδῆμος, στὴν εἰσαγωγὴ τῶν ἔργων του ποὺ ἐξεδόθησαν ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος κατὰ τὰ ἔτη 1401-1431 ἀνεγνωρίζετο ὡς ὁ κορυφαῖος λόγιος ἐν Κωνσταντινουπόλει».
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ (14 Ἀπριλίου) τοῦ ἔτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξεφώνησε ἕνα λόγο στὸ Παλάτι «ἐπὶ παρουσία βασιλέων, καὶ τῶν ἐν τέλει, καὶ συνελεύσει τῶν ἐξαιρέτων τοῦ γένους ἡμῶν, καὶ τῆς βασιλίδος ταύτης τῶν πόλεων», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφεται στὴν ἐπικεφαλίδα.
Ὅπως λέγει σὲ ἄλλα κείμενά του, στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσαν περίπου 70.000 κάτοικοι καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος ἔκανε ἔκκληση στοὺς Κωνσταντινουπολίτας, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀνταπόκριση, νὰ συντελέσουν στὴν ἀνοικοδόμηση τῶν τειχῶν της, ἐν ὄψει τοῦ μεγάλου κινδύνου. Ὅμως οἱ κάτοικοι, ἰδιαιτέρως οἱ πλούσιοι, ἀσχολούμενοι μὲ τὴν αὔξηση τῶν ἀτομικῶν τους ἐσόδων, ἀδιαφοροῦσαν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ πόλη νὰ ὁμοιάζη, ὅπως λέγει, μὲ «σεσαθρωμένον» πλοῖον ποὺ ἦταν ἕτοιμο νὰ βυθισθῇ.
Στὸν λόγο τοῦ αὐτὸν ποὺ ἀναφερόμαστε, ὁ διακεκριμένος αὐτὸς λόγιος μοναχός, ὁμιλῶντας μπροστὰ στοὺς ἐπισήμους ἄρχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξέθεσε ἀνάγλυφα καὶ παραστατικὰ τὰ πνευματικὰ αἴτια τῆς ἐπερχομένης πτώσεως τῆς Βασιλευούσης. Καὶ εἶναι σημαντικὴ αὐτὴ ἡ μαρτυρία γιατί προέρχεται ἀπὸ ἕναν λόγιο μοναχὸ καὶ ἀσκητή, μὲ ἦθος, παιδεία καὶ πατερικὸ φρόνημα, τὸν ὁποῖον σέβονταν οἱ πάντες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ οἱ κάτοικοι ἔβλεπαν τὸν ἐπερχόμενο ὄλεθρο.
Τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου αὐτοῦ ἀναλύεται στὴν ἐπικεφαλίδα: «διὰ τὸ πωλεῖσθαι καθ’ ἑκάστην το τοῦ Χριστοῦ σῶμα καὶ αἷμα παρὰ τῶν οὕτω λεγομένων πνευματικῶν, καὶ ἀγοράζεσθαι παρ’ ἡμῶν, οἴμοι! τὸ ἡμέτερον γένος ἀφανισμῷ παραδίδοται καὶ Ἰσμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, τὸ γένος ἀφανίζεται καὶ πέφτει στοὺς Ἰσμαηλίτες – Μωαμεθανούς, διότι πωλεῖται τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς λεγομένους πνευματικοὺς καὶ ἀγοράζεται ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου του ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἐκφράζει τὴν ὀδύνη του, ἀφοῦ τὸ γένος περιστοιχίζεται ἀπὸ δεινά, τὰ ὁποῖα, ὅπως λέγει, «δάκνει μου τὴν καρδίαν, συγχεῖ τὸν νοῦν καὶ ὀδυνὰ τὴν ψυχήν». Κάνει λόγο γιὰ τὴν «ὁλόσωμον πληγὴν» καὶ τὴν «νόσον καθολικήν». Τὸ γένος ἔχει περιπέσει σὲ ποικίλα πάθη καὶ ἁμαρτίες. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν «ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι». Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ κριτὲς δωρολῆπτες, οἱ μεσῖτες ψευδεῖς, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ γηράσαντες μεθυσμένοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι, «καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι». Συγχρόνως μὲ τὴν γενικὴ κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων χάθηκε «εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστής, οὐχ εὕρηται φρόνιμος». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν διάφοροι ἐχθροὶ καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία.
Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται στὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ποὺ ἔγινε στὴν ἱστορία, δηλαδὴ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἡ ὁποία συνίσταται στὸ «πωληθῆναι τιμῆς καὶ ἀγορασθῆναι τὸν Κύριον», δηλαδὴ ὁ Ἰούδας ἐπώλησε τὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖον ἀγόρασαν οἱ Ἑβραῖοι. Αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα, ὅπως λέγει, γίνεται στὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους πνευματικοὺς πωλοῦν τὸν Κύριο καὶ «ἀγοράζει δὲ πᾶς ὁ ἔχων ἀργύριον καὶ βουλόμενος». Προφανῶς πρόκειται γιὰ τὸ ὅτι οἱ λεγόμενοι πνευματικοὶ χορηγοῦσαν ἄφεση ἁμαρτιῶν μὲ τὴν λήψη χρημάτων. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ἀσελγοῦν ἐν ἐπιγνώσει, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ διακατέχονται ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη καὶ προσέρχονται νὰ λειτουργοῦν στὴν σεβασμία Τράπεζα ἀναιδῶς. Ἀναφέρεται διεξοδικῶς στὴν κατάπτωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ ποιμένες ἔχουν ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὰ ὅρια ποὺ εἶχαν θέσει οἱ Πατέρες. Ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν χάσει τὸν προορισμό τους καὶ ἀσχολοῦνται μὲ ἄλλα ζητήματα, ἀφοῦ ὑπάρχουν μοναχοὶ «καὶ τρία καὶ πέντε, καὶ ἑπτὰ ἔχοντες ἀδελφάτα ἐκ διαφόρων αὐτοῖς ἀφεθέντα προσώπων».
Ὁ ὅρος «ἀδελφάτο» σημαίνει «ἐπιτροπεία διευθύνουσα ἀγαθοεργὸν κατάστημα» (Δημητράκου) ποὺ ἀνήκει στοὺς Δήμους. Μὲ γενικὴ ἔννοια ἀδελφάτο εἶναι «σύλλογος, σωματεῖο μὲ ἰδιαίτερα στενοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν μελῶν του» ἡ ἀκόμη «ἐπιτροπὴ μὲ διαχειριστικὰ καθήκοντα σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, ναούς, νοσοκομεῖα» (Μπαμπινιώτης). Στὴν περίπτωση αὐτὴ μὲ τὸν ὅρο ἀδελφάτα μᾶλλον ἐννοοῦνται μερίδια τῆς Μονῆς ποὺ παραλαμβάνουν καὶ κατέχουν καὶ οἱ ἐκτὸς τῆς Μονῆς ζῶντες μοναχοὶ ποὺ τὰ ἐκμεταλλεύονται, ὁπότε ἕνας τέτοιος μοναχὸς μᾶλλον πρέπει νὰ καλῆται «ληστὴς» καὶ ἡ ἐνέργεια αὐτὴ «τόκος ἐστι, καὶ τόκου χεῖρον, ἱεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεῖ τὰ ἀδελφάτα τῶν πτωχευόντων μοναστηρίων ἐνέχυρα γιὰ τόκο. Πρόκειται γιὰ ἀλλοίωση τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχασε τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ μεταβλήθηκε σὲ ὑλικὴ ἐκμετάλλευση τῶν μοναστηριῶν.
Καὶ ἀφοῦ κάνει μεγάλη ἀνάλυση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ποὺ παρατηρεῖται στοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαό, τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς μοναχούς, τοὺς ἀστοὺς καὶ τοὺς χωρικούς, καταλήγει στὸν ὑπέροχο αὐτὸν καὶ σημαντικό του λόγο σὲ μιὰ ἀνακεφαλαίωση, στὴν ὁποία δίνει τὶς κατάλληλες συμβουλὲς γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ κακό, τὸ ὁποῖο βλέπει καθαρὰ νὰ ἔρχεται.
Λέγει ὅτι βλέποντας πρὶν σαράντα χρόνια νὰ ἐρημώνωνται οἱ πόλεις, νὰ ἀφανίζωνται οἱ χῶρες, νὰ καίγωνται οἱ Ἐκκλησίες, νὰ βεβηλώνωνται τὰ ἅγια καὶ νὰ δίδωνται τὰ ἱερὰ σκεύη στὰ σκυλιὰ καὶ «πᾶν τὸ ἡμέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον καὶ μαχαίρα», προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη γιὰ τὸ ποὺ ὀφείλεται αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ λαοῦ καὶ «ἡ τοσαύτη τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησις καθ ?μ?ν». Καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσευχὲς βρῆκε ποιό εἶναι τὸ αἴτιο καὶ θέλει νὰ τὸ ἀποκαλύψη, τὴν ἡμέρα αὐτή, ἐνώπιον τῶν Βασιλέων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ, γιατί φοβᾶται, μήπως τιμωρηθῇ ἂν σιωπήση. Καὶ ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαίας Τοῦ ἀγανακτήσεως κατὰ τῶν Ρωμαίων εἶναι «τὸ πωλεῖσθαι καθ’ ἑκάστην το τοῦ Χριστοῦ σῶμα καὶ αἷμα, παρὰ τῶν λεγομένων πνευματικῶν καὶ ἀγοράζεσθαι πρὸς ὑμῶν τῶν χριστιανῶν».
Διαμαρτύρεται γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρες τὸν χορὸ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Ζητὰ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τὸν Κλῆρο καὶ τὸν λαὸ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεὸ γιὰ νὰ γίνη «ἡ τοῦ γένους ἀνάκλησις» καὶ νὰ εἶναι μαζί τους ὁ Θεός, γιατί διαφορετικὰ θὰ πάθουν χειρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθεν ἡ παλαιὰ Ἱερουσαλήμ, ποὺ κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Σαφῶς ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. Ζητὰ ἀπὸ τοὺς κατοίκους νὰ μετανοήσουν, γιατί ἂν δὲν γίνη αὐτό, ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ μέλλουσες γενεὲς θὰ λένε σὲ παρόμοιες περιπτώσεις: «μὴ πάθοιμεν ἂ οἱ Ρωμαῖοι πεπόνθασιν». Ἐδῶ πρέπει νὰ παρατηρηθῇ ὅτι παραμονὲς τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας οἱ κάτοικοί της δὲν λέγονταν Βυζαντινοί –ποὺ ὁ ὅρος αὐτὸς χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Φράγκους– ἀλλὰ Ρωμαῖοι.
Δὲν ἀρκεῖται, ὅμως, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος σὲ γενικὲς προτροπὲς γιὰ μετάνοια, ἀλλὰ τὴν συγκεκριμενοποιεῖ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀναλύει στὴν πραγματικότητα τί θὰ πὴ νὰ πωλοῦν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν ἀνάξια μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν τέλεση διαφόρων ἁμαρτιῶν ἀπὸ Κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, τὶς ὁποῖες δὲν ἐξομολογοῦνται καὶ τὴν προδοσία τῆς πίστεως. Μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους γίνεται ἀσέβεια στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλὲς καὶ κατευθύνσεις μετανοίας.
Ἡ πρώτη εἶναι οἱ πνευματικοὶ νὰ μὴ λαμβάνουν χρήματα ἀπὸ τοὺς ἐξομολογουμένους. Ἡ δεύτερη συμβουλὴ εἶναι νὰ μὴ κρατοῦν οἱ Ἱερεῖς ἐνέχυρα γιὰ τόκους, νὰ μὴ λαμβάνη κάποιος μοναχὸς ἡ μονάστρια τόκους, οὔτε οἱ ἐκτὸς τῆς Μονῆς νὰ κρατοῦν ἀδελφάτα πάνω ἀπὸ δύο ὁ καθένας καὶ μετὰ παρέλευση δέκα χρόνων, καὶ νὰ μὴ κοινωνῇ κανεὶς τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶναι τελῶνες καὶ ἄδικοι, ἂν δὲν ἀποκαταστήση καὶ ἐπιστρέψη τὸ ἀδίκημα. Ἡ τρίτη συμβουλὴ εἶναι νὰ μὴ κοινωνῇ κανεὶς ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, «τῆς ἁμαρτίας ἔτι ἐνεργουμένης» –ἂν δὲν ἔχη μετανοήσει καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία– ἐκτὸς καὶ ἐὰν μετὰ τὴν ἐξομολόγηση εἶναι βαριὰ ἀσθενῇς πρὸς θάνατον. Καὶ ἡ τέταρτη συμβουλὴ εἶναι «μηδεὶς ἱερέων τοῖς δυσσεβούσιν ἱερεῦσι συλλειτουργῇ (ἐννοεῖ τοὺς λατίνους καὶ λατινόφρονας) μηδὲ τὶς τῶν κοσμικῶν αὐτοὺς ἐκδική».
Καὶ ἐπειδὴ μερικοὶ ἰσχυρίζονταν ὅτι πρὶν ἀποθάνη κανεὶς θὰ ἔπρεπε νὰ κοινωνήση χωρὶς τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος λέγει ὅτι κανένας δὲν πῆγε στὴν Κόλαση, ἐπειδὴ δὲν πρόλαβε νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὴν τελευταία στιγμή –ἐννοεῖται ἀφοῦ ζοῦσε σὲ μετάνοια μέσα στὴν Ἐκκλησία– ἀλλὰ μύριοι κολάσθηκαν «διά το ἀναξίως μεταλαβεῖν». Γι’ αὐτὸ συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ νὰ τηροῦν τὸν χρόνο ἀποχῆς ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία ποὺ θὰ ἐπιβληθῇ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ γιὰ τὴν θεραπεία κάθε ἁμαρτήματος. Ἐπίσης, μετὰ βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γὰρ ἡ ἀποχὴ τούτου μετ’ εὐλαβείας καὶ φόβου, ἥπερ ἡ μετάληψις μετὰ τόλμης καὶ ἀναξιότητος, πίστευσον».
Εἶναι σημαντικὸς αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ μεγάλου διδασκάλου τοῦ γένους μας πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ δείχνει ποιά εἶναι τὰ πνευματικὰ αἴτια τῆς πτώσεως τῆς Βασιλευούσης τῶν πόλεων καὶ ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωὴ τῶν Κληρικῶν καὶ Χριστιανῶν ποὺ θέλουν νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγωνται ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Τὰ διάφορα δεινὰ ἔχουν κυρίως καὶ πρὸ παντὸς πνευματικὰ αἴτια, ἔστω κι ἂν δὲν θέλουμε νὰ τὰ ἐντοπίζουμε. Δὲν πρέπει νὰ παραμένουμε μόνον σὲ πολιτικούς, κοινωνικοὺς καὶ οἰκονομικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ θὰ πρέπη νὰ βλέπουμε καὶ τὴν πνευματικὴ διάσταση τοῦ θέματος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς διευθύνει τὴν ἱστορία. Ἄλλωστε ἡ χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ τὸ πρότυπό της, κατὰ βάση, ἦταν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν προφητικὸ καὶ πατερικὸ αὐτὸν λόγο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ μάθουμε «πὼς δεὶ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι ἥτις ἐστιν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἔδραιωμα τῆς ἀληθείας» (Ἂ’ Τίμ. γ , 15). Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸν κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στὰ ἅγια Μυστήρια, στὴν προσπάθεια νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινή μας ζωή, καὶ στὸν ἀγῶνα νὰ διατηροῦμε ἀνόθευτη τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Αὐτοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου ἀναφέρονται καὶ σὲ μᾶς, ἀφοῦ τόσο στὴν ἐθνική, ὅσο καὶ στὴν οἰκογενειακὴ καὶ προσωπική μας ζωή, πρέπει νὰ στηριζόμαστε σὲ πνευματικὰ θεμέλια. Τὰ χωρία «μακάριος ὁ λαὸς οὐ ἐστι βοηθὸς Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ» καὶ «μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον» ἔχουν πνευματικὴ ἐφαρμογὴ καὶ συνιστοῦν τὸν λεγόμενο πνευματικὸ νόμο. Ἐὰν ζοῦμε ἀπρεπῶς, τότε ὁ Θεὸς πρὸς παιδαγωγία καὶ ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει διάφορα δεινὰ γιὰ νὰ μετανοήσουμε.
Ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ διδασκάλου τοῦ γένους μᾶς Ἰωσὴφ Βρυεννίου εἶναι ἐπίκαιρος.
- Προβολές: 4426