Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Είναι η αρρώστια που μας σώζει;
του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη
Ο Δ. Σαββόπουλος σ’ ένα τραγούδι του λέει: «Είναι η αρρώστια που μας σώζει». Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι μπαίνουμε στο νου του ποιητή, μπορούμε με αφορμή αυτόν τον στίχο να δούμε μερικές κρίσιμες πτυχές της πνευματικής ζωής, πιο ειδικά, ορισμένους τρόπους μετανοίας, αλλά και κάποιες παραμορφώσεις του ανθρώπινου προσώπου. Ακόμη μπορούμε να δούμε, μέσα στην σύγχρονη ζωή, το πως με τον εκσυγχρονισμό των κοινωνικών θεσμών δείχνουμε ότι μάλλον αγαπάμε την αρρώστια, χωρίς στο ελάχιστο να μας ενδιαφέρη η θεραπεία, ούτε επίσης το ποιά αρρώστια και πως αυτή είναι ενδεχόμενο να μας σώζη. Γιατί πρέπει από την αρχή να πούμε, περιορίζοντας την γενικότητα του στίχου που προαναφέραμε, ότι όλες οι αρρώστιες δεν μας σώζουν.
Ξεκινώντας από τις παραμορφώσεις του ανθρώπινου προσώπου, πρέπει να πούμε ότι ο στίχος μπορεί να φορτισθή με πολύ νοσηρό περιεχόμενο. Σε τέτοιες περιπτώσεις η «αρρώστια σώζει» γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθή ως ένα ισχυρό άλλοθι για την ανάπαυσή μας στην αδράνεια, την αποφυγή του κόπου η της ευθύνης η, ακόμη, για την ικανοποίηση της επιθυμίας μας να είμαστε το κέντρο του ενδιαφέροντος όλων των ανθρώπων που είναι γύρω μας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αρρώστια χρησιμοποιείται με τρόπο που κάνει την υγεία ανεπιθύμητη. Εκτός, όμως, από αυτήν την νοσηρή απροθυμία για θεραπεία, υπάρχει και μια διαδεδομένη μορφή άρνησης της θεραπείας, η οποία έχει σχέση κυρίως με ψυχικές και πνευματικές ασθένειες. Υπάρχουν ασθένειες με βασανιστικά συμπτώματα, απ’ τα οποία, όσοι τα έχουν, ζητούν επίμονα απαλλαγή. Όμως όλες οι ασθένειες δεν έχουν ενοχλητικά συμπτώματα, γι’ αυτό και η υγεία δεν ταυτίζεται απλά και μόνο με την απουσία ενοχλητικών συμπτωμάτων. Υπάρχουν ασθένειες που κατατρώνε το σώμα, αλλά και την ψυχή του ανθρώπου, χωρίς να παρουσιάζουν τυπικά συμπτώματα, χωρίς ο ασθενής να καταλαβαίνη την αρρώστια του. Υπάρχουν, επίσης, κάποιες ύπουλες πνευματικές ασθένειες που ανατρέπουν μέσα στο νου του ασθενή την φυσική τάξη των πραγμάτων, ώστε να του δημιουργούν την πεποίθηση ότι η ασθένεια είναι υγεία και η υγεία ασθένεια κι ότι, κατά συνέπεια, οι υγιείς είναι άρρωστοι, ενώ αυτός χαίρει άκρας υγείας. Τέτοιοι είναι οι διάφοροι αιρετικοί, οι σχισματικοί και γενικά όσοι δεν αντιλαμβάνονται τον θεραπευτικό χαρακτήρα της Εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας και γι’ αυτό την παραβιάζουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχει νόημα ο στίχος «είναι η αρρώστια που μας σώζει», γιατί απλά δεν υπάρχει αίσθηση αρρώστιας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε, ότι βλέποντας τα πράγματα μέσα από την οπτική των διδασκάλων της Εκκλησίας μας δεν περιορίζουμε το θέμα, ούτε του αλλάζουμε περιεχόμενο, γιατί η θεολογική προσέγγιση της ασθένειας είναι ευρύτερη και βαθύτερη από την στενά ιατρική. Μέσα στην θεολογική μας παράδοση δεν παραβλέπουμε το σώμα· δεν το θεωρούμε απόβλητο· προσέχουμε ακόμη και την υγεία του, ώστε να μην προσθέτουμε εμπόδια στις πνευματικές μας εφέσεις· δεν εξαντλούμε, όμως, τον άνθρωπο σ’ αυτό. Δεν θεωρούμε, δηλαδή, τον εαυτό μας άθροισμα κυττάρων η, έστω, ένα άριστα δομημένο συγκρότημα ιστών. Είμαστε ο καθένας από εμάς μια μοναδική υπόσταση «κατ’ εικόνα Θεού», με σώμα υλικό και ψυχή νοερή και λογική, που η πληρότητά του, η υγεία του, περιγράφεται από τον απ. Παύλο στην προς Γαλάτας επιστολή, στην οποία γίνεται λόγος για τον «καρπό του Πνεύματος». Ο υγιής άνθρωπος, στην θεολογική προοπτική του, είναι αυτός που έχει «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια» (5, 22-23). Αυτά τα ιδιώματα του υγιούς ανθρώπου δεν είναι ψυχολογικής τάξεως. Δεν προέρχονται, δηλαδή, απλά και μόνο από την εξισορρόπηση και την σύμμετρη ενεργοποίηση των ψυχικών δυνάμεων. Η «γαληνόμορφος καρδία» είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος που υπερβαίνει τις δυνατότητες της κτιστής φύσεως. Έρχεται ως αποτελέσματα του θανάτου της φιλαυτίας, της υπερβάσεως, δηλαδή, της παράλογης αγάπης προς το σώμα, η οποία επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση του νου απ’ όλα τα ιδιοτελή νοήματα. Αυτή, όμως, η υπέρβαση δεν μπορεί να πραγματοποιηθή μόνο με την θέληση και την δύναμη της ψυχής μας· πραγματοποιείται όταν ο Θεός, τον οποίο με ειλικρίνεια επικαλούμαστε, ενεργήση μέσα μας. Γι’ αυτό υγιής άνθρωπος είναι αυτός που έχει μέσα του ενεργούσα την χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Μετά, λοιπόν, από όλ’ αυτά «είναι η αρρώστια που μας σώζει»; Από τα προηγούμενα έγινε φανερό ότι υπάρχουν πολλών ειδών ασθένειες που απειλούν και δηλητηριάζουν την ζωή μας. Υπάρχουν οι ασθένειες του σώματος, οι ασθένειες της ψυχής, αλλά και οι πνευματικές ασθένειες, οι οποίες οδηγούν στον πνευματικό θάνατο πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι σύμφωνα με τα κριτήρια της ανθρώπινης ιατρικής και ψυχιατρικής επιστήμης είναι κατά τα άλλα υγιέστατοι. Σύμφωνα με τον ευρύ θεολογικό ορισμό της ασθένειας, ως ασθένεια χαρακτηρίζεται η φυσική κατάσταση του ανθρώπου που έχει χωρισθεί από τον Θεό. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου του χωρισμένου από τον Θεό είναι η φθαρτότητα –με όλα τα επιμέρους συμπτώματά της– και η θνητότητα. Ο άνθρωπος χωρίς τον Χριστό, χωρίς το Άγιο Πνεύμα ζει την αποδιοργάνωση όλου του ψυχοσωματικού του οργανισμού, έστω και αν έχη την ψευδαίσθηση ότι είναι σωματικά υγιής και ψυχολογικά ελεύθερος, δηλαδή απαλλαγμένος από εσωτερικούς καταναγκασμούς ενοχές και τύψεις η άλλους δυναστικούς λογισμούς.
Μέτα από όλ’ αυτά μπορούμε να τροποποιήσουμε λίγο το ερώτημα που προηγουμένως θέσαμε: «Ποιά, λοιπόν, αρρώστια μπορεί να μας σώση»; Προφανώς όχι καμμιά πνευματική ασθένεια, πάθος η αμαρτία που μας χωρίζει από τον Θεό και αρρωσταίνει ακόμη περισσότερο την ψυχή και το σώμα. Οι ασθένειες που προσφέρονται για σωτηριολογική εκμετάλλευση είναι οι σωματικές, αλλά και κάποιες ψυχικές, όπως η προσβολή από το «πνεύμα της λύπης» –με πιθανή κατάληξη την πολύ διαδεδομένη κατάθλιψη– όταν, όμως, αντιπαλεύουμε τα σκοτεινά νέφη των λογισμών με εσωτερική προσοχή –νήψη– ανδρεία και προσευχή.
Πρέπει να τονίσουμε εμφαντικά ότι στις μέρες μας ο εκσυχρονισμός των πολιτικών θεσμών παραβλέπει τους κινδύνους των πνευματικών ασθενειών και αποβλέπει μονομανώς στον σεβασμό όλων των ιδιαιτεροτήτων, όλων των πίστεων, όλων των ιδιορρυθμιών, χωρίς να διακρίνη το σωστό από το λάθος, το πάθος από την αρετή, τους συντελεστές του πνευματικού θανάτου από τους φορείς των «ρημάτων της ζωής». Αυτό, βέβαια, είναι εύκρατο κλίμα για την αληθινή πίστη του Χριστού, η οποία θέλει τον άνθρωπο με ελευθερία και αγάπη, χωρίς καταναγκασμούς, να προσλαμβάνη τον λόγο της. Όμως, οι πολιτικοί θεσμοί πλέον δεν έχουν πνευματικούς θεραπευτικούς στόχους, δεν ενδιαφέρονται για την πνευματική υγεία των πολιτών, ούτε τους ενδιαφέρουν οι ποιότητες των ασθενειών, ούτε, πολύ περισσότερο, το ποιές από αυτές η πως είναι ενδεχόμενο να μας σώζουν.
Παρά ταύτα μέσα σε οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο και αν ζούμε, είναι κοινή ανθρώπινη πείρα, ότι οι ασθένειες του σώματος μας βοηθούν να αισθανθούμε το που βρίσκεται η ουσία της ζωής μας. Μπορούν, όμως, δρώντας αρνητικά, να μας βυθίσουν και στην απόγνωση· να αποκόψουν, δηλαδή, την ελπίδα μας στην δύναμη και την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό και δεν τις επιζητούμε. Αντίθετα, μάλιστα, ευχόμαστε διαρκώς υπέρ υγείας. Πάντως, όταν λόγω κάποιων θλίψεων, χάνουμε την πεποίθησή μας σε ο,τιδήποτε γήινο, ερχόμαστε με όλη μας την ύπαρξη απέναντι στις «δύο οδούς»: της ζωής και του θανάτου· της απόγνωσης και της ολοκληρωτικής ελπίδας στο Θεό. Το δύσκολο σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι για την επιλογή της μιας από τις δυό οδούς είμαστε εμείς οι μόνοι υπεύθυνοι. Από τις καταγραμμένες επειρίες των αγίων γνωρίζουμε ότι η επιλογή της ελπίδας είναι αυτή που μας κάνει να αισθανθούμε, μεταξύ άλλων, ότι «είναι η αρρώστια που μας σώζει»· όχι ως σωτήρας, αλλά ως μέσον που μας προσκολλά στον Θεό-σωτήρα.
Η υπομονή στις θλίψεις με «ελπίδα εκ πίστεως» διοχετεύει ως το βάθος της ύπαρξης το πνεύμα της μετανοίας, που αναζωογονεί και σώζει τον άνθρωπο.
- Προβολές: 2701