Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Κληρικοὶ τοῦ «παλαιοῦ τυπικοῦ»

Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ λόγος γιὰ τὴν «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» εἶναι πολὺς καὶ οἱ διάλογοι ποὺ προκαλεῖ χτυποῦν ὁρισμένες φορὲς ὀξύτατους τόνους. Δὲν θὰ ἐμπλακοῦμε σ’ αὐτούς, ἂν καὶ ὑπάρχουν σημαντικὲς ἀφορμές. Θὰ ἐπισημάνουμε μόνο δύο σημεῖα τὰ ὁποῖα συνήθως παραθεωροῦνται. Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἀκριβές, τὸ λογικὰ ἄρτιο καὶ ταυτόχρονα κατανοητὸ ἀπὸ τὸν λαὸ τελετουργικό, τὸ προσαρμοσμένο πιθανῶς στὶς σύγχρονες δυνατότητες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, γιατί γενικῶς δὲν ἀρκεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο ἔργο μόνη ἡ λογικὴ λατρεία, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερική, μυστική, νοερὰ λατρεία. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὰ λόγια τοῦ στόματός μας, ἀλλά τον νοῦ μας. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καλὸ εἶναι νὰ μελετηθῇ μὲ προσοχὴ τὸ τελευταῖο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡσυχία καὶ Θεολογία» τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου μᾶς κ. Ἱεροθέου. Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι καθίσταται πολυτέλεια ἡ συζήτηση γιὰ τὸ πὼς θὰ διαβάζονται οἱ εὐχὲς στὴ Θεία Λειτουργία ἡ ἡ ἐνασχόληση μὲ ἄλλα ἀντίστοιχα λειτουργικὰ θέματα, ὅταν κινδυνεύη νὰ σβήση σὲ πολλοὺς λειτουργοὺς ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀδιάλειπτης παρουσίας στὸ Ναὸ γιὰ τὴν τέλεση τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν. Ὁ Ναὸς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴν κυριακάτικη Θ. Λειτουργία ἡ τὶς μεγάλες γιορτές. Εἶναι καὶ γιὰ τὴν καθημερινὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Παρακλητικῆς καὶ τοῦ Μηναίου μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς κάθε μέρας.

Τὸ δεύτερο σημεῖο δὲν τὸ ἐμπνευστήκαμε ἀπὸ τὴν ἔριδα περὶ τὴν «λειτουργικὴν ἀναγέννησιν», ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση ἑνὸς Κληρικοῦ ποὺ ζήσαμε ἀπὸ κοντὰ καὶ γνωρίσαμε τὴν ἐμμονή του στὴν παραδοσιακὴ λατρεία, ὄχι μόνο λόγοις, ἀλλὰ καὶ ἔργοις, παρὰ τὶς δυσκολίες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν οἱ πολλές του ἀσθένειες. Ἦταν ἕνας Κληρικὸς τοῦ «παλαιοῦ τυπικοῦ», τῆς παλαιᾶς αὐθεντικῆς ἱερατικῆς νοοτροπίας.

Ἡ Ἐνορία του ἦταν ἀγροτική. Ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἀσκοῦσε καὶ τὴν γεωργία. Κάθε μέρα, ὅμως, πρὶν φύγει γιὰ τὸ χωράφι τελοῦσε λίαν πρωΐ τὸν Ὄρθρο, ἐνῷ κατὰ τὶς ἑορτάσιμες ἡμέρες δὲν παρέλειπε τὴν Θ. Λειτουργία, ἀκόμη κι ἂν ἦταν οἱ ἀπαιτήσεις τῆς παραγωγῆς του στὴν αἰχμή. Ἦταν πρῶτα ἀπ’ ὅλα Ἱερέας.

Τριάντα περίπου χρόνια ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια τῆς καρδιᾶς, μὲ συχνὲς ἐπισκέψεις στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μιὰ δύσκολη ἀνεπιτυχῆ ἐγχείρηση. Ὅταν δὲν ἦταν στὸ Νοσοκομεῖο ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ του κτυποῦσε ἀνελλιπῶς πρωΐ καὶ ἀπόγευμα καὶ οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν κατὰ τὸ τυπικὸ ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τοὺς πατέρες του. Ὁ πατέρας του ἦταν ψάλτης ἀπὸ τὸν Πόντο, μὲ καλὴ γνώση τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς ἀπὸ κωνσταντινοπολίτη μουσικοδιδάσκαλο. Ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθε πρακτικὰ τὴν Βυζαντινὴ μουσική. Στὴν πρώτη Ἐνορία ποὺ ὑπηρέτησε ἐνορῖτες του ἦταν κάποιοι πρόσφυγες μὲ λεπτομερειακὴ γνώση τοῦ τυπικοῦ καὶ φανατικὴ προσκόλληση στὶς διατάξεις του. Κάποτε ἕνας ἀπὸ αὐτούς του εἶπε ὅτι ἔπρεπε νὰ διώξη τὸν νέο ψάλτη ποὺ προσέλαβε στὴν Ἐκκλησία, γιατί ἦταν αἱρετικός. Αἵρεσή του ἦταν τὰ λάθη ποὺ ἔκανε στὴν τυπικὴ διάταξη τῶν ἀκολουθιῶν. Ἔτσι ἀπὸ τὸ ποίμνιό του διδάχθηκε τὴν ἀκριβὴ τήρηση, ἀλλὰ σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ τυπικοῦ.

Κάποτε ἔπαθε ἕνα μικρὸ ἐγκεφαλικό. Πῆγε μὲ ἀσθενοφόρο στὸ Νοσοκομεῖο. Γύρισε, ὅμως, γρήγορα στὸ σπίτι μὲ τὴν σαφῆ ἐντολὴ νὰ ξεκουράζεται καὶ νὰ προσέχη. Τὸ πρωΐ τῆς πρώτης μέρας, μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, οἱ δικοί του ξύπνησαν μὲ τὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτρεξαν ἀμέσως καὶ τὸν «περιμάζεψαν» στὸ σπίτι. Τὸν βρῆκαν νὰ ἀνάβη τὰ καντήλια λέγοντας τοὺς ψαλμοὺς τοῦ ἐξάψαλμου.

Δὲν μιλοῦσε πολύ, κάποτε σχεδὸν καθόλου, μέχρι παρεξηγήσεως. Δὲν ἦταν, ὅμως, ἀντικοινωνικός. Οἱ ἐνορῖτες του τὸν εἶχαν πάντα κοντά τους σ’ ὅλες τὶς χαρούμενες καὶ τὶς δύσκολες στιγμές. Παρὰ τὰ πολὺ λίγα λόγια του ἤξερε νὰ χαίρεται «μετὰ χαιρόντων» καὶ νὰ κλαίη «μετὰ κλαιόντων». Ἀκόμη εἶχε συμμετοχὴ καὶ βαρύνουσα γνώμη στὰ κοινὰ προβλήματα τοῦ χωριοῦ του. Ὄχι στὰ κομματικά, ὄχι σ’ αὐτὰ ποὺ κομματιάζουν τὴν κοινωνία καὶ ψυχραίνουν τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀλλὰ σ’ αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν, στὰ ἔργα ποὺ ἦταν γιὰ τὸ κοινὸ καλό, τὴν ὠφέλεια τῶν ἐνοριτῶν του. Ἦταν δραστήριο καὶ δημιουργικὸ πνεῦμα. Ἀνακαίνισε τοὺς δύο Ναοὺς τῆς Ἐνορίας του, τὸν ἕνα μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας. Δίπλα στὸν Ναὸ τοῦ κοιμητηρίου ἔκτισε αἴθουσα γιὰ δεξιώσεις καὶ δίπλα στὸν κεντρικὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ ἔκτισε πρεσβυτέριο, εὐρύχωρο γιὰ νὰ χωρῆ καὶ πολύτεκνη οἰκογένεια. Ἡ σκέψη του ἐπεκτεινόταν μὲ ἀνησυχία στὸν διάδοχό του. Αὐτὸς ἦταν Ἱερέας στὸ χωριό του. Εἶχε τὸ σπίτι του. Προσπάθησε νὰ στείλη παιδιὰ τοῦ χωριοῦ σὲ ἱερατικὲς σχολές. Δὲν ἔβλεπε ὅμως φῶς στὸν ὁρίζοντα. Γι’ αὐτὸ ἔκτισε σπίτι γιὰ τὸν Ἱερέα σὰν πόλο ἕλξης, ὥστε νὰ μὴ μείνη ποτὲ τὸ χωριό του χωρὶς ἐφημέριο. Καὶ ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται μέχρι στιγμῆς τὰ πράγματα τὸν δικαιώνουν. Μετὰ τὴν ἔξοδό του στὴν σύνταξη ἡ Ἔνορίά του δὲν ἔμεινε ποτὲ χωρὶς Ἱερέα.

Εἶχε μιὰ ἰδιαίτερα ἀνοιχτὴ σχέση μὲ τὰ παιδιά. Τὰ ἀγαποῦσε καὶ ἔπαιζε μαζί τους. Τὸ σπίτι του ἦταν ἀνοιχτὸ στοὺς ξένους, μὲ συχνὴ φιλοξενία. Εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀγαθότητα συνδυασμένες μὲ παραδοσιακὴ ἰσχυρογνωμοσύνη σὲ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἦταν πεπεισμένος. Στὰ χρόνια ὅμως τῆς ἀκμῆς του ποτὲ δὲν ἔκρινε κανένα. Ὅταν, μάλιστα, ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἀρχίζαμε τοὺς «ἐκκλησιαστικοὺς σχολιασμούς», μᾶς διέκοπτε ἀπότομα μὲ τὴν ἁπλὴ ἐρωτηματικὴ φράση: «Γιατί κρίνεις;». Ἡ οἰκογένειά του εἶχε παντελῆ ἄγνοια γιὰ τὰ λεγόμενα ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα. Δὲν ἔφερνε, ἐπίσης, ποτὲ στὸ σπίτι του τὶς προσωπικές του ἐκκλησιαστικὲς ἐντάσεις.

Πλησιάζοντας τὰ ὀγδόντα χρόνια τῆς ἡλικίας του, φορτωμένος μὲ ἀσθένειες, ποὺ κατέτρωγαν τὸ θνητό του σαρκίο καὶ ἐξασθενοῦσαν δραστικὰ τὶς φυσικές του δυνάμεις, δὲν ἐγκατέλειπε τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό του. Τοὺς χειμερινοὺς μῆνες στὴν Ναύπακτο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους στὸ χωριό του, πρωΐ καὶ ἀπόγευμα, ἦταν στὸν Ναὸ γιὰ τὴν ἀκολουθία. Κι ὅταν μὲ ἐπιμονὴ οἱ δικοί του τοῦ ἀπαγόρευαν τὴν ἔξοδο, λόγῳ καιροῦ ἡ ἐπιδείνωσης τῶν ἀσθενειῶν του, διάβαζε Ὄρθρο καὶ Ἑσπερινὸ στὸ σπίτι, ὅπου εἶχε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα βιβλία.

Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν ἐμποτισμένη ἀπὸ τὶς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ στέρεο ἔδαφος ποὺ πατοῦσε ἦταν τὸ «Τυπικόν της τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας». Γι αὐτό, καθὼς οἱ δυνάμεις του τὸν ἐγκατέλειπαν, ἄρχισε κάπως ἔντονα νὰ βγάζη ἀπὸ μέσα του τὸν καημὸ τῆς ἐγκατάλειψης τῶν παλαιῶν συνηθειῶν ἀπὸ πολλούς. Τὴν «νέα κατάσταση» τὴν αἰσθανόταν σὰν κινούμενη ἄμμο πάνω στὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ σταθῇς ἡ νὰ περπατήσης. Γι αὐτό, αὐτὸς ποὺ σιωποῦσε καὶ δὲν ἔκρινε κανέναν, ἄρχισε νὰ γίνεται ἔντονα κριτικός. Δὲν μποροῦσε νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὰ «νέα τυπικὰ» καί, κυρίως, μὲ τὴν ἐγκατάλειψη στὴν πράξη ὁρισμένων ἀκολουθιῶν.

Στὶς τελευταῖες τοῦ μέρες, ὑπομένοντας πολλοὺς πόνους, δὲν ἀνεχόταν συζητήσεις γιὰ κοσμικὰ πράγματα, ἂν καὶ εἶχε πλήρη διανοητικὴ διαύγεια. Ὅταν ξεκινοῦσε τέτοιος λόγος, μὲ μιὰ ἔκφραση πόνου στὸ πρόσωπο ἀπέτρεπε τὴν συνέχιση τῆς συζήτησης. Δὲν ἔκανε ὅμως τὸ ἴδιο, ὅταν ρωτήθηκε κάποια στιγμὴ ποιό Εὐαγγέλιο ἔπρεπε, κατὰ τὴν γνώμη του, νὰ διαβαστῇ τὴν ἑπόμενη μέρα. Ἦταν παραμονὴ τῆς ἁγίας Κυριακῆς. Ἀνήμερα τῆς γιορτῆς κοινώνησε. Καὶ τὶς ἑπόμενες μέρες πάλεψε ἐντονότερα μὲ τοὺς δυνατοὺς πόνους καὶ τὴν ἐξασθένηση τοῦ σώματος. Ἀνάμεσα στὸν ὕπνο καὶ τὸν ξύπνιο του, ἀνάμεσα στὴν ζωὴ καὶ τὴν «ἐντεῦθεν πορεία», τὰ λόγια του ἦταν ἄλλοτε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς κεκοιμημένους γονεῖς του καὶ τ’ ἀδέλφια του, ἄλλοτε προσευχές, ἐπικλήσεις τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου καὶ ἄλλοτε, πάλι, ψιθύρισμα ψαλμικῶν στίχων καὶ λειτουργικῶν ἐκφωνήσεων.

Ἔτσι, στὶς 13 Ἰουλίου 2006 συνέχισε τὴν ζωή του χωρὶς τὸ θνητό του σῶμα, τὸ ὁποῖο τὴν ἑπόμενη μέρα, παρουσία τοῦ Μητροπολίτου τοῦ τόπου του καὶ πλήθους Ἱερέων καὶ λαοῦ, ἐτάφη πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ δεύτερου Ναοῦ τοῦ χωριοῦ του, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀνακαινίσει καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε λειτουργήσει.

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ἱερεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν καὶ γενικότερα τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν δόγμα. Τὸ ὄνομά του ἦταν Λάζαρος Χαραλαμπίδης, γνωστὸς σὲ ἀρκετοὺς ἐνορῖτες τοῦ ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, καὶ τὸ χωριό του ὁ Παλαιὸς Μυλότοπος Γιαννιτσῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2871