Skip to main content

Ἡ ταπεινὴ προσκυνήτρια -Στέλλα Μιτσακίδου

Τὸ κύριο θέμα στὸ προηγούμενο τεῦχος τῆς Παρέμβασης ἦταν γιὰ «Μιὰ θαυμαστὴ σύγχρονη ἱστορία: «Τὸ σπουργιτάκι τοῦ Θεοῦ», τὴν Στέλλα Μιτσακίδου. Ἡ Στέλλα ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸ Μοναστήρι Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) στὸ Ἀκραίφνιο. Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸ ζητήσαμε ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς τοῦ μοναστηριοῦ νὰ μᾶς μιλήσουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους γιὰ ὅσα ἀντελήφθησαν ἀπὸ τὴν μυστικὴ καὶ πολύτιμη ζωὴ τῆς Στέλλας καὶ μᾶς ἀπέστειλαν τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύουμε στὴν συνέχεια.

Ἡ Στέλλα Μιτσακίδου στὀ γραφεῖο τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη στὴν Ἀλεξάνδρεια

Με ἀφορμὴ τῶν ὅσων ἐλέχθησαν στὴν Σύναξη τοῦ Σαββάτου, στὸ Ἀρχονταρίκι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, στὶς 3 Ἰουνίου, ἀναβίωσαν στὴν μνήμη μας οἱ ἀναμνήσεις καὶ πολλὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς μακαριστὴς Στέλλας, τῆς ταπεινῆς προσκυνήτριας τῆς Παναγίας τοῦ Μοναστηριοῦ μας. Δὲν ἦταν σὰν τοὺς πολλοὺς προσκυνητές, ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀλλὰ σὰν αὐτούς, τοὺς ἀληθινούς, ποὺ εἶναι ὅπως τοὺς θέλει ὁ Θεὸς καὶ Τὸν προσκυνοῦν «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθεία».

Τὴν γνωρίζαμε 19 χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγκαταβιώσαμε στὸ Μοναστήρι. Ἐρχόταν ἀνελλιπῶς στὴν Πανήγυρη τῆς Μονῆς, ἀρκετὲς ἡμέρες νωρίτερα, ἀλλὰ καὶ ἄλλες φορές. Κάποτε χανόταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ πάλι ἐμφανιζόταν. Ἐπισκεπτόταν Μοναστήρια καὶ Ἱερὰ Προσκυνήματα, τῆς ἄρεσε νὰ πηγαίνη ἐκδρομὲς καὶ ταξίδια. Δὲν ἄφηνε προσκύνημα, οὔτε καὶ Μοναστήρι ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔχη ἐπισκεφθῇ. Πήγαινε στὸν ἅγιο Νεκτάριο στὴν Αἴγινα, στὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη στὴν Σαλαμῖνα, στὴν Τῆνο, στὴν Πάτμο, στὴν Μυτιλήνη, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Μικρὰ Ἀσία, στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὸ Σινᾶ, στὴν Ρωσία, στὴν Ἰταλία καὶ παρ' ὀλίγο καὶ στὴν Κορέα.

Στὸ Μοναστήρι μας ἔφθανε πάντα κουρασμένη καὶ καταϊδρωμένη, πεζὴ ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ τὶς περισσότερες φορές. Ἤθελε νὰ περπατάη καὶ νὰ προσεύχεται καθ' ὁδόν. Χτυποῦσε πολὺ δυνατὰ τὸ καμπανάκι τῆς πόρτας μ' ἕναν δικό της τρόπο πού, πρὶν τὴν δοῦμε, καταλαβαίναμε ὅλες ὅτι ἔφθασε ἡ Στέλλα. Τὴν ὑποδεχόμασταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἀφοῦ πρῶτα προσκυνοῦσε στὸν Ναό, ἔπειτα κατευθυνόταν στὸν ξενῶνα ὅπου ἐκεῖ εἶχε φτιάξει τὴν δική της γωνιά. Εἶχε συγκεντρωμένες τὶς ἀποσκευές της, ὅ,τι ἀγόραζε ἀπὸ τὰ Προσκυνήματα καὶ τὶς ἐκδρομές, τὰ βιβλία της, Ἁγία Γραφή, βίους ἁγίων, κασέτες μὲ κηρύγματα καὶ ψαλμωδίες, ἕνα μικρὸ κασετόφωνο, ποὺ ἦταν μονίμως χαλασμένο, κλωστές, καρφίτσες καὶ βελόνες γιὰ τὴν ραπτική της.

Ἄστεγη καθὼς ἦταν τὰ τελευταῖα χρόνια, δίχως νοικοκυριό, χαιρόταν ποὺ κρεμοῦσε στὸν τοῖχο τὶς εἰκόνες της καὶ μποροῦσε νὰ ράψη πάνω στὸ κρεβάτι της καλύτερα ἀπ ὅ,τι στὰ παγκάκια καὶ στὶς σκάλες, ἡ στὰ σαλόνια τῶν Νοσοκομείων ὅπου συνήθιζε νὰ ράβη καὶ νὰ κοιμᾶται. Εἶχε μαζί της μιὰ κατσαρόλα καὶ ἐλάχιστα, μηδαμινὰ σκεύη κουζίνας καὶ χαιρόταν ἀφάνταστα ποὺ τῆς ἐπιτρέπαμε, ὅταν ἤθελε, νὰ μαγειρέψη μόνη της, ὅπως αὐτὴ ἤθελε, τὸν δικό της τραχανᾶ, ποὺ εἶχε ἀγοράσει, στὰ δικά της σκεύη καὶ νὰ βράση μόνη της τὰ χόρτα ποὺ μάζευε γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἔλεγε μὲ εὐχαρίστηση: «Σᾶς εὐχαριστῶ, γιατί μ'αφήνετε νὰ αἰσθάνoμαι κι'εγώ σὰν νοικοκυρά!».

Σὲ μιὰ ξεχωριστὴ τσάντα εἶχε ''τὰ τῆς θανῆς της'' δηλαδή, ἕνα σάβανο, ποὺ τὸ εἶχε ἀγοράσει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ καθαρὰ καινούρια ροῦχα, τὰ ὁποῖα δὲν χρησιμοποιήθηκαν λόγῳ τοῦ ξαφνικοῦ της θανάτου.

Θυμόμαστε τὴν σκηνὴ ποὺ ἔπαιρνε εὐχὴ ἀπὸ τὴν Γερόντισσα καὶ συγχρόνως ἡ Γερόντισσα τὴν ἀσπαζόταν στὸ κεφάλι καὶ τῆς ἔλεγε: «Μπορεῖς νὰ μείνης, Στέλλα, ὅσο θέλεις». Αὐτὴ ἦταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ σὰν ἕνα μικρό, φρόνιμο, ὑπάκουο καὶ ταπεινὸ παιδάκι. Δὲν ἤξερε πὼς νὰ ἐκφράση τὴν εὐχαρίστησή της. Ἡ Γερόντισσα τῆς ζητοῦσε νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα καὶ ἐκείνη ἀπαντοῦσε: «Μάλιστα, μετὰ χαρᾶς. ''Φωτεινης μοναχῆς καὶ τῆς συνοδείας αὐτῆς''. Τὸ γράφω παντοῦ, ὅπου πηγαίνω». Ἐπίσης ὅταν τῆς ζητούσαμε νὰ ψάλλη κάτι, ἂν ἤθελε, τότε ἔσκυβε λίγο τὸ κεφαλάκι της καὶ ἔψαλε μὲ τὴν γλυκειὰ καὶ κατανυκτικὴ φωνή της στὴν Γερόντισσα, σὲ τρίτο ἦχο, τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἁγίας Φωτεινῆς, τῆς Σαμαρείτιδος. «Θείω Πνεύματι καταυγασθεῖσα καὶ τοῖς νάμασι καταρδευθεῖσα, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος Πανεύφημε...».

Μέσα στὸν ξενῶνα καθόταν πολλὲς ὧρες. Ἔλεγε τὴν εὐχή, διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα βιβλία, ἔψαλε ὕμνους στὴν Παναγία καὶ ἀπολυτίκια ἁγίων. Διάβαζε καὶ ἔψαλε σωστὰ καὶ μὲ εὐκρίνεια. Ἐπανελάμβανε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της πολλὲς φορὲς τὸ «Θεοτόκε Παρθένε...», τὸ «Γενηθήτω τὸ θέλημά Σοῦ Κύριε» καὶ τὴν ἀγαπημένη της δοξολογία ποὺ ἦταν τό :«Δοξασμένο τὸ ὄνομά σου Κύριε». Τῆς ἄρεσε πολὺ νὰ ψάλλη τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Παναγία. Προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μερικὲς φορὲς μιλοῦσε μόνη της σὰν νὰ εἶχε κάποιον δίπλα της.

Καὶ φυσικὰ ὁ πιὸ εἰλικρινὰ "δίπλα της" γι'αυτήν ἦταν ὁ Θεὸς στὸν Ὁποῖο καὶ ἀπευθυνόταν μὲ ἁπλότητα καὶ πολλὴ πίστη γιὰ ὅλα τὰ θέματα ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἁπλά.

Μιὰ χειμωνιάτικη, παγερὴ ἡμέρα κάποια ἀδελφὴ περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο της καὶ τὴν ἄκουσε νὰ φωνάζη καὶ νὰ λέη: «Χριστὲ μοῦ κρυώνω!!...κρυώνω Χριστέ μου!». Βέβαια εἶχε θέρμανση γιὰ "ὅσο ἤθελε''.

Ἦταν ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀφοσίωσή της καὶ ἡ ἀγάπη της στὸν Θεό. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ τόσα προβλήματα καὶ στερήσεις, χωρὶς σπίτι, μόνη καὶ σὲ τέτοια ἡλικία νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ὑμνῇ ἔτσι τὸν Θεό! Καὶ χωρὶς ὑποσχέσεις, χωρὶς Σχῆμα καὶ κουρά, χωρὶς δικό της κελλί.. Εἶχε ἐσωτερικὴ ἐργασία, σταυρικὴ πορεία καὶ ἦταν παραδομένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἦταν πάντα πολὺ πρόθυμη νὰ σκουπίζη τὴν αὐλή, νὰ μαζεύη τὰ χαρτάκια καὶ τὰ σκουπίδια μὲ τὰ χέρια της. Ἰδιαίτερα τὴν εὐχαριστοῦσε νὰ ἐργάζεται στὸν Ναό. Ἔκαμνε τέλεια τὴν ἐργασία ποὺ τῆς ἀνέθετες. Γυάλιζε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια τὰ μπρούτζινα σκεύη. Στὴν προτροπή μας νὰ μὴ κουράζεται καὶ νὰ τελειώνη σύντομα ἀπαντοῦσε « ὅ,τι γίνεται στὸ Μοναστήρι πρέπει νὰ γίνεται τέλεια, γιατί ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι τῆς Παναγίας». Τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας προσευχόταν ἡ ἔψαλε.

Ἦταν πολὺ εὐγνώμων. Ὅταν τῆς προσφέραμε, φαγητὸ ἡ κάποιο ἄλλο κέρασμα μᾶς ἔδινε πολλὲς εὐχές :«Καλὸ Παράδεισο, ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί σας, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, ἐσεῖς εἶσθε ἄξιες νὰ Τὸν ὑπηρετῆτε». Δὲν ἤξερε ἐπίσης μὲ ποιόν τρόπο νὰ εὐχαριστήση τὴν ἀδελφὴ ὅταν τῆς ἔκοβε κάποιο ὕφασμα καὶ τῆς ἔκανε πρόβα γιὰ νὰ τὸ ράψη ἔπειτα ἡ ἴδια της καὶ ἄλλη ἀδελφὴ ὅταν τῆς ἔκοβε τὰ μαλλιὰ ἡ τῆς διόρθωνε τὸ χαλασμένο κασσετόφωνο. Μᾶς ζητοῦσε συγγνώμη ἐὰν μᾶς λύπησε μὲ κάτι. Ἦταν πολὺ εὐαίσθητη καὶ δὲν ἤθελε νὰ μᾶς κουράζη.

Σὲ μιὰ ἀδελφή, ποὺ τῆς ζήτησε νὰ προσεύχεται γιά μας, ἐκείνη ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς θέλει νὰ κάνουμε ὑπακοή!».

Ὅταν ἔμαθε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἔπρεπε νὰ χειρουργηθῇ καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ Νοσοκομεῖο, ζήτησε νὰ τὴν δὴ καὶ τῆς ἔδινε ἐγκάρδιες καὶ ἐνθαρρυντικὲς συμβουλὲς καὶ πολλὲς εὐχές. «Μὴν ἀνησυχεῖτε, ἀδελφή, δὲν εἶναι τίποτε, κάνετε ὑπομονὴ καὶ θὰ περάση γρήγορα. Μετὰ τὴν ἐγχείρηση θὰ νοιώθετε πολὺ καλά. Ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί σας».

Εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φτιάξη κόλυβα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους γονεῖς καὶ συγγενεῖς της, τὴν ὁποία δυσκολευόταν νὰ πραγματοποιήση. Χάρηκε ὑπερβολικά, ὅταν μιὰ ἀδελφή, τὸ Ψυχοσάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ βρέθηκε στὸ Μοναστήρι, ἔφτιαξε τα κόλυβα ποὺ μᾶς εἶχε ζητήσει . Εἶχε παραγγείλει τὸ πρόσφορο, ἔφερε μαζί της τὸ νάμα, ζήτησε χαρτὶ καὶ στυλὸ γιὰ νὰ γράψη τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν ποὺ ἤθελε.

Ὅταν ἐρχόταν μετὰ ἀπὸ κάποια προσκυνηματικὴ ἐκδρομή μας ἔφερνε πάντα εὐλογίες (λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι, σταυρουδάκια, θυμίαμα, μιὰ κασέτα κλπ.). Ἄλλες φορὲς ὅταν τῆς ἀνοίγαμε τὴν πόρτα μὲ πολλὴ χαρά μας ἐδινε τὸν καφὲ καὶ τὰ λουκούμια ποὺ κρατοῦσε λέγοντας: «Αὐτὰ εἶναι γιά σας, σᾶς παρακαλῶ, μὴ τὰ κεράσετε στὸν κόσμο. Εἶναι κατάφρεσκος ὁ καφές. Πιστεύω θὰ σᾶς ἀρέση. Τὸν πῆρα σήμερα ἀπὸ τὸν Λουμίδη».

Τὴν τελευταία φορὰ ἦρθε μὲ τὸν Σύλλογο ''Ὀνησιμος''. Ἦταν ἕνα λεωφορεῖο μὲ προσκυνητὲς ἀπὸ τοὺς ὁποίους γνώριζε πολλούς. Βγῆκε πρώτη ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο καὶ ἔτρεξε στὴν κουζίνα γιὰ νὰ προλάβη νὰ δώση τὸν καφὲ καὶ τὰ λουκούμια ποὺ εἶχε ἀγοράσει. Ἦταν ὅλο χαρὰ ποὺ προσφέραμε τὸ δικό της κέρασμα στοὺς προσκυνητὲς ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ὅταν τῆς ζητούσαμε νὰ προσευχηθῇ γιὰ κάποιο συγγενικὸ ἡ φιλικὸ πρόσωπο, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἐρχόταν ρωτοῦσε «τί κάνει ὁ τάδε;» ἡ «κάνε ἕνα καφὲ νὰ πιοῦμε γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ σου. Τὸν μνημονεύω, ἀδελφή μου».

Σεβόταν καὶ τιμοῦσε πολὺ τὸν Πνευματικό μας Πατέρα. Διάβαζε τὰ βιβλία του καὶ μᾶς ἔλεγε: «Νὰ ξέρετε ὅτι ἔχετε σοφὸ καὶ φωτισμένο Πνευματικό. Μὲ τὰ βιβλία ποὺ γράφει βοηθάει πολὺ κόσμο». Τὸν συνάντησε στὸ Μοναστήρι ἀρκετὲς φορὲς καὶ κάποια φορά, στὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ναύπακτο ἀμέσως τηλεφώνησε νὰ μᾶς πῇ ὅτι τὸν εἶδε καὶ φοροῦσε μιὰ «λαμπρὴ στολή». Θυμᾶται μιὰ ἀδελφή, πώς, ἐνῷ πλησίαζε κάποτε νὰ πάρη εὐχὴ ἀπὸ τὸν Δεσπότη ψιθύριζε: «εὐλόγησέ τον Κύριε» καὶ τὸ ἐπανελάμβανε πολλὲς φορές. Ὕστερα πρόσθεσε: «ποιά εἶμαι ἐγὼ ποὺ μπορῶ νὰ προσευχηθῶ γι'αυτόν; ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογήση».

Ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό της καὶ εὐχαριστοῦσε γιὰ ὅλα τὸν Θεό. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐπαινῇς, οὔτε νὰ λὲς κάτι καλὸ γι αὐτήν. Τότε θύμωνε καὶ δὲν μιλοῦσε. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ρωτᾶς γιὰ τὴν ὑγεία της. Σὲ κάποιες ἐρωτήσεις μας, σχετικὰ μὲ τὴν ζωή της, μερικὲς φορὲς δὲν ἀπαντοῦσε καὶ σιωποῦσε. Ἀπέφευγε νὰ μιλάη γιὰ τὸν ἑαυτό της. Δὲν πρόσεχε τὴν ἐξωτερική της ἐμφάνιση καὶ συμπεριφορά. Ἕνας μικρὸς ξύλινος Σταυρός, περασμένος σ' ἕνα κορδόνι, κρεμόταν στὸν λαιμό της, τὸ κομποσχοίνι της, οἱ ἀποσκευές της μὲ κάποια εὐτελῆ ἐνδύματα, λίγα βιβλία, εἰκόνες καὶ κασέτες, μιὰ μικρὴ σύνταξη ἦταν ὅλη της ἡ περιουσία. Κρατοῦσε ἐλάχιστα χρήματα γιὰ τὶς προσωπικές της ἀνάγκες καὶ τὰ εἰσητήρια.

Ἔκανε ἀληθινὴ καὶ θεάρεστη ἐλεημοσύνη. Κοιμόταν στὰ παγκάκια τῶν πάρκων καὶ στὰ σαλόνια τῶν Νοσοκομείων, τὴν περιφρονοῦσαν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἐπαίτη καὶ τὴν ἔδιωχναν καὶ ἐκείνη μὲ τὴν μικρὴ πτωχική της σύνταξη βοηθοῦσε πτωχούς, ἔκανε δωρεὲς σὲ διάφορες Ἐκκλησίες γιὰ ἁγιογραφίες, Ἱερὰ καλύμματα, σημειωτέον καὶ στὴν ἐξωτερικὴ Ἱεραποστολή.

Πολλὲς φορὲς τόσο μὲ τὴν παρουσία τῆς ὅσο καὶ μὲ τὴν συμπεριφορά της ἄφηνε αἴσθηση "διὰ Χριστὸν σαλῆς".

Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, φανερῶν καὶ ἀφανῶν, κάποια ἀδελφὴ θυμᾶται: «μιὰ μέρα της πήγαινα φαγητὸ στὸ δωμάτιό της καὶ εἶχα τὸν λογισμὸ ὅτι εἶναι ἁγία, ''διὰ Χριστὸν σαλή''. Ὅταν μπῆκα μέσα, χωρὶς κανένα λόγο ἄρχισε νὰ φωνάζη: ''Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔφερες!... Δὲν τὸ θέλω!.. Πάρτο πίσω!..'' Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρίνω ἂν ἦταν ἀπάντηση στὸ λογισμό μου...»

Κάποια φορὰ ἔτρεχε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀλέξιο, τὸ κοιμητήρι τῆς Μονῆς, καὶ φώναζε δυνατὰ καὶ χαρούμενα: «Βρῆκα, ἀδελφούλα μου, τὸν τάφο ἀνοιχτό –τὸν εἶχε ἀνοίξει πρὶν τὴν κοίμησή της ἡ Γερόντισσα Μακρίνα –καὶ ἤθελα νὰ μπῶ μέσα, νὰ ξαπλώσω, ἀλλὰ σκέφθηκα ὅτι ἁγία ψυχούλα θὰ μπὴ ἐκεῖ καὶ δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ τὸν μολύνω. Ἔτσι ξάπλωσα δίπλα. Τί ὄμορφα ποὺ ἦταν!» Πετοῦσε ἀπὸ τὴν χαρά της!

Μιὰ χρονιά, παραμονὴ τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων, στὶς 7 Νοεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά, ὅπως ἐρχόταν πάντα, στὸ Μοναστήρι μὲ σκοπὸ νὰ κατεβῇ πάλι τὸ ἀπόγευμα γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ στὸ ἐξωκκλήσι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, ποὺ πανηγύριζε καὶ βρίσκεται κοντὰ στὶς ὄχθες τῆς Ὑλίκης λίμνης. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὅμως ἔγινε ''χαλασμος Κυρίου''. Ἔπιασε δυνατὴ βροχὴ μὲ ἀέρα καὶ κρύο μαζί. Τὴν ἄλλη ἡμέρα λίγο πρὶν τὸ μεσημέρι ἡ Γερόντισσα Μακρίνα, βλέποντας νὰ μὴ σταματάη ἡ βροχή, ἄρχισε νὰ ἀνησυχῇ καὶ μαζὶ μὲ μιὰ ἀδελφή, ποὺ ὁδηγοῦσε, κατευθύνθηκαν στὸ Ἐκκλησάκι. Τὴν βρῆκαν νὰ κάθεται μόνη στὰ σκαλάκια τοῦ Ναοῦ. Ἀνέμελη καὶ χαρούμενη χαμογέλασε καὶ εἶπε: «Μὴν ἀνησυχεῖτε γιὰ μένα. Ἔχω τοὺς Ἀρχαγγέλους συντροφιά». Τὴν πῆραν μαζί τους στὸ αὐτοκίνητο καὶ ἀνέβηκαν στὸ Μοναστήρι.

Πρὶν δύο χρόνια, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, 29η Αὐγούστου, βρέθηκε στὴν Θήβα. Περπατῶντας μέσα στὴν ἀγορὰ βρῆκε τὰ κρεοπωλεῖα ἀνοιχτὰ μὲ τὰ κρέατα κρεμασμένα καὶ τὶς τιμὲς πάνω σὲ αὐτά. Ἔσχιζε τὶς τιμὲς καὶ ἔτρεχε γρήγορα γιὰ νὰ μὴ τὴν πιάσουν οἱ κρεοπῶλες λέγοντας: «νηστεία εἶναι σήμερα». Ἦρθε ἔπειτα στὸ Μοναστήρι καὶ γελῶντας μας τὸ ἀφηγεῖτο.

Τὴν ἴδια χρονιά, ἕνα ἀπόγευμα τοῦ Καλοκαιριοῦ, ἦρθε καταϊδρωμένη καὶ κατακόκκινη ἀπὸ τὴν ζέστη μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Ἀκραίφνιο. Μπαίνοντας στὸν ξενῶνα διεπίστωσε ὅτι δὲν εἶχε μαζί της μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς Ἱεροσολυμίτισσας. Βγαίνει γρήγορα, ἔρχεται στὴν κουζίνα καὶ φεύγει τρέχοντας γιὰ τὸ χωριό, πιστεύοντας ὅτι θὰ τῆς ἔπεσε στὸ Πρατήριο ποὺ ἄφησε γιὰ λίγο τὴν τσάντα της. Ἦταν ὥρα Ἑσπερινοῦ καὶ μέχρι νὰ τελειώση ὁ Ἑσπερινὸς ἐπέστρεψε κρατῶντας τὴν σφιχτὰ στὰ χέρια της καὶ φιλῶντας τὴν Παναγία. «Τὴν βρῆκα, ἀδελφή μου, τὴν βρῆκα». Τὴν χάρισε ἔπειτα στὴν ἀδελφὴ γιὰ νὰ τὴν κάνη εἰκόνα. Διήνυσε 10 χιλιόμετρα σὲ 3/4 τῆς ὥρας. Ἔτρεχε, δὲν περπατοῦσε!

Μιὰ φορὰ ἔφερε ξυνὸ τραχανᾶ ἀπὸ κάποιο Μοναστήρι καὶ ἤθελε νὰ τῆς βράσουμε ἀπὸ αὐτόν. Μόλις τῆς τὸν πῆγε ἡ ἀδελφή, τὸν δοκίμασε καὶ τὸν ἐπέστρεψε λέγοντας: «Δὲν τὸν θέλω, ἀδελφή μου, δὲν εἶναι ξυνός, νὰ τὸν δώσης στὶς γάτες». Πιστεύει ἡ ἀδελφὴ πὼς τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ φάη κάτι ποὺ τῆς ἄρεσε.

Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες φορὲς ποὺ ἦρθε στὸ Μοναστήρι εἶπε σὲ μιὰ ἀδελφή: «Ξέρω, ἀδελφούλα μου, εἶσαι πολὺ ἀπασχολημένη, ἔχεις πολλὲς δουλειές. Κάνε ὅμως ἐλεημοσύνη καὶ κάθησε νὰ μὲ ἀκούσης». Καὶ ἄρχισε νὰ ἀφηγῆται περιστατικὰ ποὺ τῆς συνέβησαν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ εἶχε στενοχωρηθῇ· ὅπως π.χ. ποὺ χαστούκισε τὸν ὁδηγὸ ἀστικοῦ λεοφωρείου, στὴν Ἀθήνα, γιατί προσπάθησε νὰ τῆς σπρώξη τὴν τσάντα ποὺ κρατοῦσε καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ λεοφωρείου. Βρέθηκε τότε στὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα μαζὶ μὲ τὸν ὁδηγό, ἀλλὰ τὴν ἀπέλυσαν καὶ γελοῦσε, ἂν καὶ ἔλεγε πὼς ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξομολογηθῆ γιατί αὐτὸ τὴν ἐμπόδιζε νὰ κοινωνήση. Εἶπε ἐπίσης γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζε ὅταν πήγαινε στὰ σαλόνια τῶν Νοσοκομείων γιὰ νὰ διανυκτερεύση, ἐπειδὴ ἦταν ἄστεγη. Τὴν ἔδιωχναν οἱ Νοσοκόμες, τὴν μάλωναν οἱ καθαρίστριες, φώναζαν οἱ γιατροὶ καὶ πολλὲς φορὲς καλοῦσαν τὴν Ἀστυνομία.

Ὅταν τὴν ρώτησε μιὰ ἀδελφή: «Τί ἀπαντᾶς, Στέλλα, σὲ ὅσους σὲ φωνάζουν καὶ στοὺς Ἀστυνομικούς»; ἐκείνη μὲ θάρρος καὶ ὕφος εἶπε τὴν ἀπολογία της: «Ξέρετε, Κύριοί μου, ἐσεῖς ἔχετε τὸ σπίτι σας, τὸ κρεβάτι σας, τὸ φαγητό σας, ἐγὼ ποὺ θὰ μείνω; Τὸ Κράτος φροντίζει γιὰ τοὺς ἀλλοδαπούς, γιὰ τοὺς πλημμυροπαθεῖς, τοὺς σεισμόπληκτους, γιὰ μένα κανένας δὲν φροντίζει». Ἄλλη φορὰ εἶπε: «Εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι οἱ Ἀστυνομικοί. Ἐγὼ δὲν τοὺς φοβᾶμαι. Ἄλλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ μὲ ὁδηγοῦν ἐκεῖ».

Τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε σοβαρὸ πρόβλημα γιατί ὁ Πνευματικός της, ἕνας ἡλικιωμένος κατάκοιτος Παπούλης εἶχε κοιμηθῇ καὶ ὁ καινούριος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε πολὺ χρόνο, δὲν δεχόταν νὰ τοῦ τὰ ἔχη γραμμένα καὶ νὰ τὰ διηγῆται ὅλα μὲ λεπτομέρειες. Ἔπρεπε νὰ τελειώνη γρήγορα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὴν ἀνέπαυε γιατί ἤθελε νὰ κάνη τέλεια ἐξαγόρευση, χωρὶς νὰ κρύπτη τὸ παραμικρὸ καὶ ἔτσι ἦταν στενοχωρημένη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐξομολογηθῆ, ὅπως αὐτὴ ἤθελε.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τῆς πρότειναν πολλοὶ νὰ τὴν φιλοξενήσουν καὶ κάποιοι ἐπίσης νὰ τῆς χαρίσουν ἕνα δωμάτιο. Δὲν δεχόταν ὅμως καὶ δὲν ἤθελε νὰ δεσμεύεται. Εἶχε τὶς δικές της ''παραξενιες''που τὶς πλήρωνε ὅμως πολὺ ἀκριβά. Στὴν πρότασή μας, μάλιστα, νὰ μείνη μαζί μας ἔλεγε: «Μὰ ἐσεῖς εἶσθε μοναχές, ἀνήκετε στὸ Μοναστήρι σας, ἐγὼ δὲν ἀνήκω ἐδῶ, εἶμαι ξένη. Πρέπει νὰ φύγω. Ἄλλωστε οἱ δουλειές μου εἶναι στὴν Ἀθήνα. Θὰ πάω στὶς ὁμιλίες μου, στὶς ἀγρυπνίες, νὰ πληρωθῶ, νὰ πάω γιὰ ἐξομολόγηση. Ἔχω δουλειές, ἀδελφή μου. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μείνω ἐδῶ». Οὔτε στὴν Μηλίτσα - γνωστή της κυρία, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε- ἤθελε νὰ μένη πολύ. «Μά, ἡ Μηλίτσα ἔχει οἰκογένεια, ἔχει τὰ παιδιά της, τὸν σύζυγό της, ἔχει τὴν δουλειά της. Ἕνα βράδυ μόνο μπορῶ νὰ μείνω γιὰ νὰ πάω πρωΐ-πρωΐ νὰ πάρω νούμερο γιὰ ἐξομολόγηση».

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως, 8 μῆνες πρὶν τὸν θάνατό της, βλέποντας πὼς οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκαταλείπουν, δέχθηκε νὰ φιλοξενηθῇ στὸ σπίτι τῆς κυρίας Χρυσούλας, ἡ ὁποία μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἰδιαίτερη φροντίδα της παραχώρησε ξεχωριστὸ διαμέρισμα. Ἔκτοτε δὲν ἐμφανίσθηκε στὸ Μοναστήρι.

Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν ἀφανῆ θάνατό της καὶ τὴν περιπετειώδη καὶ ἄσημη ταφή της καὶ λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ "ἐτήσιο" Ἀρχιερατικὸ Μνημόσυνό της στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, πιστεύουμε ἀπόλυτα ὅτι ὁ Κύριος τῆς ἔχει χαρίσει ''αὐλη καὶ ἀχειροποίητη σκηνὴ'' γιὰ νὰ Τὸν δοξολογῇ αἰωνίως. Μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν βεβαιότητα μαζὶ ὅτι βρῆκε παρρησία στὸν Θεό, πιστεύουμε ὅτι θὰ εἰσακούση Κύριος ὁ Θεὸς τὶς προσευχὲς τῆς ταπεινῆς δούλης Τοῦ Στέλλας καὶ γιὰ τὴν δική μας ἀδελφότητα, ὅπως καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἡ "ταπεινὴ προσκυνήτρια" ἔζησε ἀφανῶς καὶ κοιμήθηκε ἀφανῶς. Ἔζησε ὅλη της τὴν ζωὴ μαρτυρικῶς καὶ τελείωσε τὴν ζωή της τὸ ἴδιο μαρτυρικῶς, ἀπὸ τροχαῖο ἀτύχημα στὴν ὁδὸ Βουλιαγμένης στὴν Ἀθήνα, στὶς 3 Ἰουνίου τοῦ 2005.

Κ.μ.

Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου

  • Προβολές: 2954